Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2025

Ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Χριστοῦ!

Μετά τήν χριστουγεννιάτικη θεία Λειτουργία πού τελείωσε ἐνωρίς τό πρωί, μαζευτήκαμε στό σπίτι τοῦ πατέρα. Θά βοηθούσαμε στίς ἑτοιμασίες γιά τό γιορτινό τραπέζι. Θά τρώγαμε μαζί, ὅπως συνηθίζαμε, μέ ὅλο τό σόϊ. Οἱ παπποῦδες, οἱ γιαγιάδες, οἱ γονεῖς, τά ἀδέλφια, τά παιδιά, οἱ θεῖοι, οἱ θεῖες, τά ξαδέρφια μας. Ἄλλοι ἦρθαν ἀπό μακριά, ἄλλοι ἀπό τήν διπλανή πόλη, ἄλλοι ἀπό τό χωριό μας· ὅλοι θά συγκεντρωνόμασταν στό φιλόξενο, πατρικό σπίτι. Τα Χριστούγεννα ἄλλωστε, εἶναι οἰκογενειακή ἑορτή. 
***  
ὥρα τοῦ γεύματος ἦρθε. Ὅλοι, μέ τήν ἀπαραίτητη ὄρεξη ἀλλά καί χαρά, πού τούς ἀξίωσε ὁ Θεός καί αὐτή τή χρονιά νά ξαναβρεθοῦν, κάθισαν γύρω ἀπό τά τραπέζια πού στήθηκαν στή σειρά. Ἦταν καί τούτη τή χρονιά ὑγιεῖς, εἶχαν τήν εὐκαιρία νά ἐπικοινωνήσουν ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον, νά ξαναδοῦν τούς ἀγαπημένους τους συγγενεῖς. Καί ἀπό τό τραπέζι... δέν ἔλειπε τίποτε. Ὁ Χριστός τούς τά χάρισε ὅλα, πλουσιοπάροχα.
***  
Τήν εὐωχία διέκοψε τό χτύπημα τῆς πόρτας. Σηκώθηκε, μέ κάποια ἀπροθυμία, ὁ ἀδελφός μας ὁ Γεράσιμος,  πού ζοῦσε στήν μακρινή Καστοριά μέ τήν οἰκογένειά του, νά ἀνοίξει τήν πόρτα, μιᾶς καί ἦταν πλησιέστερά της. Ἕνας φτωχός κουρελής βρίσκονταν ἀπ' ἔξω. «Δέν θά μᾶς ἀφήσουν ποτέ σέ ἡσυχία», σκέφτηκε καί ἔκλεισε ἀμέσως τήν πόρτα, δυσανασχετῶντας.
***  
Κάθισε γιά νά συνεχίσει τό «ἔργο» πού ἄφησε στή μέση. Ἔνοιωθε ὅμως, ἕνα παράξενο δυσάρεστο συναίσθημα. Ἕνα κενό, ... λύπη, ἕνα μούδιασμα· σά νά ἔπεσε μιά κατραπακιά, ἕνας κεραυνός στό κεφάλι του καί τόν διαπέρασε ἠλεκτρικό ρεῦμα. Τό λυπημένο πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ συνανθρώπου μας, βρίσκονταν συνεχῶς μπροστά στά μάτια του. Μόλις εἶχε συνειδητοποιήσει τί εἶχε κάνει πρίν ἀπό λίγο: εἶχε διώξει τόν Χριστό!