Αρχιμ. Μελετίου Απ. Βαδραχάνη
Κάποτε στην Μικρά Ασία μια μεγάλη περιοχή ονομαζόταν Μεγάλη Φρυγία και μια άλλη περιοχή κοντά στον Ελλήσποντο, την οποία οι Έλληνες ονόμαζαν Τροία ήταν η Μικρά Φρυγία.
Στη Μεγάλη Φρυγία κατοικούσαν άνθρωποι αλλόφυλοι, και ξένοι, οι Ταϊφάλοι. Αυτοί, λοιπόν, μια μέρα επαναστάτησαν εναντίον του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Όταν το έμαθε αυτό ο Αυτοκράτορας έστειλε τρεις σπουδαίους στρατηγούς με πολύ στρατό και πλοία για να τους υποτάξει και πάλι. Οι στρατηγοί ήταν: ο Νεπωτιανός, ο Ούρσος και ο Ερπυλίων.
Επειδή έκανε τρικυμία μεγάλη, οι τρείς στρατηγοί οδήγησαν τα πλοία και το στρατό στο λιμάνι των Μύρων που λεγόταν Ανδριάκη και έμειναν εκεί ώσπου να καλυτερέψει ο καιρός. Οι στρατιώτες επειδή ήταν συνηθισμένοι στις αρπαγές, βγήκαν αμέσως στη πόλη Μύρα και άρπαζαν από τους κατοίκους ότι εύρισκαν, όπως συνήθιζαν τότε. Γι' αυτό ο Ιωάννης ο Πρόδρομος όταν πήγαν στρατιώτες να τον ακούσουν τους είπε να μη χρησιμοποιούν την στρατιωτική τους ιδιότητα για το συμφέρον τους, ούτε και να λαφυραγωγούν τους ανθρώπους. Να αρκούνται στον μισθό τους (Λουκ. 3,14).
Μόλις το έμαθε αυτό ο Άγιος Νικόλαος, πήγε στο λιμάνι και βρήκε τους στρατηγούς και τους λέγει: «Ποιοι είστε;»
Εκείνοι, μόλις είδαν Αρχιερέα και γέροντα απάντησαν ταπεινά. «Είμαστε δούλοι του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου και πηγαίνουμε με τη διαταγή του Βασιλιά και της αγιοσύνης σου να ειρηνεύσουμε τους Ταϊφάλους, οι οποίοι επαναστάτησαν και επειδή δεν κάνει καλό καιρό για να αναχωρήσουμε αναγκαστήκαμε να μείνουμε εδώ, ώσπου να καλυτερεύσει ο καιρός.»
Τότε ο Άγιος Νικόλαος τους είπε: «Αφού ήλθατε να ειρηνεύσετε κόσμο επαναστατημένο, όπως σας διέταξε ο Βασιλιάς σας, γιατί έρχεστε σε ειρηνικό κόσμο και προκαλείτε τόση μεγάλη σύγχυση και ταραχή, αρπάζοντας ότι βρίσκετε;»
Μόλις άκουσαν οι χιλίαρχοι φοβήθηκαν πολύ, γιατί ήταν καλοί Χριστιανοί και αγαθοί άνθρωποι και είπαν προς τον Άγιο: «Ποιος είναι αυτός που προκαλεί σύγχυση, Δέσποτα Άγιε;» Ο δε Άγιος απάντησε:
«Εσείς είστε γιατί αφήνετε τους στρατιώτες σας αρπάζουν από την αγορά ό,τι θέλουν; Εσείς φταίτε.» Αμέσως οι στρατηγοί έτρεξαν στην αγορά κτυπήσανε μερικούς στρατιώτες και άλλους συμβούλευσαν να ησυχάσουν, τα δε πράγματα που είχαν κλέψει τα μοίρασαν στον κόσμο. Έτσι με την παρέμβαση του αγίου Νικολάου λύθηκε το θέμα.
Οι περισσότεροι όμως χριστιανοί και κληρικοί, πολλές φορές, όταν συμβαίνουν παρόμοια γεγονότα που έχουν σχέση με την εξουσία και την κρατική καταστολή, προτιμούν την ουδετερότητα και παραμένουν απαθείς και μη αντιδρώντες. Κι αυτό το θεωρούν θεμιτό και θεοφιλές. Πράττουν όπως το ιερατικό κατεστημένο της εποχής του Ιωάννη του Προδρόμου, που όταν σφαγιάσθηκε ο τίμιος Πρόδρομος δεν αντέδρασαν καθόλου, ενώ ο Πρόδρομος σφαγιάσθηκε διότι έκανε αυτό που έπρεπε να κάνουν αυτοί: να ελέγξουν τον Ηρώδη, γιατί έχει γυναίκα του την γυναίκα του αδελφού του. Και τον Ηρώδη δεν ήλεγξαν, αλλά και δεν διαμαρτυρήθηκαν για την σφαγή του Προδρόμου από τον Ηρώδη. Η συμμαχία ή η ανοχή, ή η υποταγή στην κρατική εξουσία είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να υπάρξει στον κόσμο.
Ο προτεστάντης Δανός φιλόσοφος και θεολόγος Σαίρεν Κίργκεγκωρ (1813 – 1855) ήταν φανατικός πολέμιος της οποιασδήποτε κρατικής Εκκλησίας και του τρόπου υπάρξεως και δράσεώς της. Ανάμεσα στα άλλα που έγραψε για το θέμα αυτό είναι και το εξής: «Στην αρχαιότητα το κράτος δίωκε την Εκκλησία. Σήμερα δεν το κάνει, γιατί βρήκε πιο έξυπνο και αποτελεσματικό τρόπο να την ελέγχει: Πληρώνει τους μισθούς των κληρικών της» (Al. Dru, The Journals of Søren Kierkegaard, Oxford University Press, 1938).
Είναι πολύ αξιοπρόσεκτη η τοποθέτηση αυτή του Κίρκεγκωρ. Ο Χριστός είπε «ἡ βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» (Ιω. 18,36). Συνεπώς ο κόσμος, και μάλιστα το σύγχρονο κράτος που δεν έχει καμμία σχέση με το Βυζάντιο, δεν πρέπει να μισθοδοτεί τους κληρικούς και να στηρίζει οικονομικά την Εκκλησία. Αν το κάνει, καθίσταται ο εργοδότης και κύριος της Εκκλησίας και ζητεί από αυτήν να υποτάσσεται στις επιθυμίες του, που δεν έχουν καμμία σχέση με τον Χριστό και το Ευαγγέλιο.
Τον Απρίλιο του 1974, το περιοδικό ‘Ευθύνη’ του Κώστα Τσιρόπουλου είχε θέσει στις κορυφαίες πνευματικές προσωπικότητες της τότε εποχής ερώτημα περί Θεού, Χριστού και Εκκλησίας και δημοσίευσε τις απαντήσεις τους. Θα παραθέσω δύο μικρά μόνο αποσπάσματα.
Παναγιώτης Κανελλόπουλος (πρώην πρωθυπουργός και ακαδημαϊκός):
«Η Εκκλησία του Χριστού θα πάρει την άξια θέση της στον σύγχρονο κόσμο, αν ξαναγυρίσει στην αφετηρία της, αν ξαναγίνει η στέγη και η καταφυγή των αδικημένων και κατετρεγμένων. Για να εκσυγχρονισθεί η Εκκλησία πρέπει να καταδεχθεί να κατεβεί πάλι στις Κατακόμβες. Τα Καίσαρος Καίσαρι. Αλλά όχι και τα του Θεού τω Καίσαρι!».
Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλος (πρώην υπουργός και καθηγητής φιλοσοφίας): «Υπάρχει μια χτυπητή διαφορά μεταξύ της σημερινής και της παλαιάς, αρχαίας ορθόδοξης Εκκλησίας. Η παλαιά ορθόδοξη Εκκλησία ήταν μαχόμενη και δυναμική, ενώ η σύγχρονη είναι απόλεμη και στατική... Λέγουν πολλοί ότι η ορθόδοξη Εκκλησία για να αποκτήσει κινητικότητα πρέπει να γίνει κοινωνική, δηλαδή να ανταποκριθεί με τη βοήθειά της στις κοινωνικές ανάγκες του ανθρώπου. Όμως το έργο τούτο καλύπτεται σήμερα και μάλιστα προγραμματισμένα από την πολιτεία. Η κοινωνική δραστηριότης της Εκκλησίας, όσο κι αν αναπτυχθεί δεν θα δικαιώσει ποτέ την εκκλησία, της οποίας η αποστολή είναι καθαρώς πνευματική, μυστηριακή. Όσο μάλιστα κοινωνικώτερη γίνεται μια Εκκλησία τόσο περισσότερο απομακρύνεται από την πνευματική της αποστολή. Όταν η Εκκλησία δεν έχει πνεύμα, τότε προσπαθεί να γίνει κοινωνική όχι τόσο για να σώσει όσο για να σωθεί η ίδια... καμμία αναγέννηση δεν είναι δυνατή δίχως πνεύμα...».
