Σχόλιο σε δημοσίευμα της «Συντονιστικής Επιτροπής πιστών της Ι. Μ. Περιστερίου».
Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου, Θεολόγου- συγγραφέως -Ι. Μ. Κυθήρων και Αντικυθήρων
Εν Κυθήροις τη 17η Νοεμβρίου 2025
Έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στην σύγχρονη αποστασία της Ακαδημαϊκής μας Θεολογίας από την Ορθόδοξη Πατερική και Κανονική μας Παράδοση, η οποία έχει καταντήσει, δυστυχώς, θερμός θιασώτης του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού.
Σήμερα με λύπη και απογοήτευση διαπιστώνουμε όλο και περισσότερο το αλγεινό φαινόμενο να διατυπώνονται από πολλούς ακαδημαϊκούς διδασκάλους, (ορισμένοι εκ των οποίων είναι και Επίσκοποι), θέσεις και απόψεις που αποδεικνύουν ξεκάθαρα αυτό τον εκτροχιασμό και την αποστασία. Κλασικό παράδειγμα η «Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών» του Βόλου, όπου ως γνωστόν κυοφορήθηκε και γεννήθηκε η νέα οικουμενιστική Θεωρία της Μεταπατερικής Θεολογίας, η οποία αμφισβητεί την αυθεντία των αγίων Πατέρων και την διαχρονική αξία των θεοφωτίστων λόγων τους.
Δυστυχώς το οικουμενιστικό καρκίνωμα έχει προχωρήσει τα τελευταία χρόνια ακόμη περισσότερο. Μεταξύ πολλών ακαδημαϊκών διδασκάλων και θεολόγων, αλλά και πολλών υψηλόβαθμων κληρικών, καλλιεργείται όλο και περισσότερο η αντίληψη ότι οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας μας είναι πλέον εν πολλοίς ανεφάρμοστοι. Ότι πολλοί εξ’ αυτών δεν έχουν καμία σχέση με την σημερινή εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ότι έχουν καταντησει μουσιακά εκθέματα του παρελθόντος, καθώς αναφέρονται σε θέματα και προβλήματα που αντιμετώπισε η Εκκλησία στο παρελθόν, τα οποία όμως δεν υφίστανται σήμερα. Και ότι, ως εκ τούτου, χρειάζονται «επανερμηνεία» και «αναδιαμόρφωση». Επιχειρείται δηλαδή και στην προκειμένη περίπτωση κάτι ανάλογο με τους αγίους Πατέρες. Όπως δηλαδή θεωρήθηκε αναγκαία η «επανερμηνεία» των αγίων Πατέρων στα πλαίσια της Μεταπατερικής Θεολογίας, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση θεωρείται όλο και περισσότερο αναγκαία μια «επανερμηνεία» και «αναδιαμόρφωση» και των Ιερών Κανόνων.
Υπάρχει όμως και άλλος, πολύ σημαντικός, λόγος για την προώθηση αυτής της δήθεν αναγκαιότητος. Πρόσωπα που κινούνται μέσα στο χώρο του Οικουμενισμού επιζητούν διακαώς να απαξιώσουν τους Ιερούς Κανόνες διότι τους ελέγχουν για τις πτώσεις των, τις συμπροσευχές των με αιρετικούς, την τέλεση μικτών γάμων με ετεροδόξους, την συμμετοχή τους σε εορταστικές εκδηλώσεις σε εβραϊκές Συναγωγές κ.λπ. Θέλουν να απαλλαγούν από αυτούς διότι αποτελούν γι’ αυτούς σοβαρό εμπόδιο στα πρωτοφανή οικουμενιστικά τους ανοίγματα προς τις αιρετικές παρασυναγωγές. Κλασικό παράδειγμα τα όσα διατύπωσε ο Οικ. Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος περί των Ιερών Κανόνων στην διδακτορική του διατριβή με θέμα: «Περί την κωδικοποίησιν των ιερών κανόνων και των κανονικών Διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία». Γράφει: «Δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν, καθ’ ην στιγμήν αύτη διά των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να “αρδεύσει” πολλάς κανονικάς διατάξεις προς “ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ορισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον. Η Εκκλησία δεν δύναται και δεν πρέπει να ζη εκτός τόπου και χρόνου».[1]
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από πρόσφατο δημοσίευμα της «Συντονιστικής Επιτροπής Πιστών της Ι. Μ. Περιστερίου» με τίτλο: «Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Κανονικού & Εκκλησιαστικού Δικαίου. Σε τι πραγματικά αποσκοπεί το νέο εγχείρημα του Μητροπολίτη Περιστερίου;»[2]. Στο υπέροχο αυτό κείμενο γίνεται λόγος για την ίδρυση από τον Σεβ. Μητροπολίτη Περιστερίου κ. Γρηγόριο ενός εκπαιδευτικού φορέως υπό την ονομασία «Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου».
Σχολιάζοντας την ίδρυση του εν λόγω Ινστιτούτου η «Επιτροπή» επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό Συστάσεως και Λειτουργίας του Ιδρύματος «το Ινστιτούτο γίνεται φορέας διαμόρφωσης (και επαναδιαμόρφωσης) νοοτροπίας μέσα στο σώμα της Εκκλησίας. Αυτός ο επιδιωκόμενος στόχος δεικνύει ότι το Ινστιτούτο ….φιλοδοξεί να εισάγει τον δικό του κώδικα σκέψης σε κληρικούς, μοναχούς, λαϊκά στελέχη, νομικούς και θεολόγους αφού επαγγέλεται την ερμηνεία των Ιερών Κανόνων», (άρθρο 4, παρ.1β). Αυτή η φιλοδοξία του κ. Γρηγορίου, με στόχο προφανώς μιά νέα ερμηνεία των Ιερών Κανόνων, επιβεβαιώνεται και από παλαιότερη δήλωσή του. Στον χαιρετισμό που απηύθυνε σε Συνέδριο της «Διεθνούς Επιστημονικής Εταιρείας Κανονικού Δικαίου των Ανατολικών Εκκλησιών», τον Σεπτέμβριο του 2024, είπε σχετικά με την εν λόγω «αναδιαμόρφωση»: «Καλούμαστε λοιπόν να αποφασίσουμε, εδώ και σήμερα, ποιά (η ποιό) Κανονικά(-ο) Δίκαια(-ο) θα υιοθετήσουμε για το μέλλον….Θα αναζητήσουμε εκ νέου το αρχετυπικό Κανονικό Δίκαιο της Α΄ χιλιετίας; Ή θα προβούμε στην δημιουργία ενός νέου εκκλησιο-κανονικού παραδείγματος συστήματος, όπως συνεχώς απαιτεί το aggiornamento και ο ολοένα εξωτερικά μεταβαλλόμενος κόσμος;».
Γίνεται πλέον σαφής, (τόσο από τον Κανονισμό Λειτουργίας, όσο και από την παραπάνω δήλωση), όχι μόνον ο οικουμενιστικός προσανατολισμός του νεοϊδρυθέντος Ινστιτούτου, αλλά και επιδιωκόμενος στόχος του να αναζητήσει και διαμορφώσει ένα νέου είδους Κανονικό Δίκαιο για την Ορθόδοξη Εκκλησία, διότι αυτό απαιτεί «ο ολοένα εξωτερικὰ μεταβαλλόμενος κόσμος», παραθεωρώντας ουσιαστικά και διαγράφοντας το υπάρχον και ισχύον, εδώ και δύο χιλιετείες περίπου, Κανονικὸ Δίκαιο τῆς Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Εν όψει αυτής της τραγικής πραγματικότητος θεωρήσαμε αναγκαίο να υπενθυμίσουμε και πάλι στους αγαπητούς αναγνώστες μας κάποιες αλήθειες που αφορούν τους Θείους και Ιερούς Κανόνες με σκοπό τον επιστηριγμό του πιστού λαού του Θεού στην Κανονική και Συνοδική μας Παράδοση. Θα παραθέσουμε στη συνέχεια ορισμένα αποσπάσματα από παλαιότερη ανακοίνωσή μας με τίτλο «Οι Ιεροί Κανόνες στην ενδοϊστορική και εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας», που δημοσιεύσαμε στα πλαίσια της διακονίας μας στο Γραφείο Αιρέσεων της Ι. Μ. Πειραιώς.
Το πρώτο που θεωρούμε αναγκαίο να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε είναι ότι οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες μαζί με την Αγία Γραφή και τους Δογματικούς και Συνοδικούς Όρους αποτελούν τα τρία βασικά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Εκκλησίας. Είναι οι τρείς βασικοί πυλώνες οι οποίοι μας εισάγουν στην κατά Χριστόν ζωή, οι τρεις βασικοί οδοδείκτες που προσανατολίζουν ορθώς και απλανώς το εκκλησιαστικό σώμα στην ενδοϊστορική πορεία του προς τα έσχατα και την Βασιλεία των Ουρανών.
Κατ’ αρχήν φαίνεται να αγνοεί ο Σεβ. κ. Γρηγόριος και οι ομόφρονές του ότι οι Ιεροί Κανόνες δεν αποτελούν εντάλματα ανθρώπων, ή νομικού χαρακτήρα διατάξεις, που έχουν ανάγκη, (όπως όλοι οι νόμοι μιας οργανωμένης πολιτείας), κατά καιρούς αναθεωρήσεων, ώστε να ανταποκρίνονται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής. Αποτελούν θεόπνευστα κείμενα, τα οποία εγράφησαν από αγίους και θεοφόρους Πατέρες με τον φωτισμό και την καθοδήγηση του Αγίου Πνεύματος και ως εκ τούτου έχουν στη ζωή της Εκκλησίας απόλυτο και διαχρονικό κύρος. Ο Α΄ Κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής διακηρύσσει σχετικά με την θεοπνευστία και το απόλυτο και διαχρονικό κύρος των Ιερών Κανόνων τα εξής: «Τούτων ουν ούτως εχόντων… ασπασίως τους θείους κανόνας ενστερνιζόμεθα και ολόκληρον την αυτών διαταγήν και ασάλευτον κρατύνομεν, των εκτεθέντων υπό των αγίων σαλπίγγων του Πνεύματος, των πανευφήμων Αποστόλων, των τε εξ αγίων Οικουμενικών Συνόδων και των τοπικών συναθροισθεισών επί εκδόσει διαταγμάτων και των αγίων Πατέρων ημών. Εξ’ ενός γαρ άπαντες και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα».[3] Διά του Κανόνος αυτού διακηρύσσεται «κατά τον πλέον πανηγυρικόν τρόπον η κρατούσα εν τη εκκλησιαστική συνειδήσει βαθυτάτη πεποίθησις περί της φύσεως και του χαρακτήρος των θείων και ιερών της Εκκλησίας κανόνων ως καρπών του παναγίου Πνεύματος».[4] Ο Μέγας Αθανάσιος σε επιστολή του προς τους εν Αφρική Επισκόπους λέγει: «Το δε ρήμα του Κυρίου το διά της Οικουμενικής Συνόδου εν τη Νικαία γενόμενον, μένει εις τον αιώνα».[5] Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο μεγαλύτερος από τους νεωτέρους κανονολόγους της Εκκλησίας παρατηρεί σχετικώς στην εισαγωγή του «Πηδαλίου» του: «Αύτη η βίβλος (δηλαδή η συλλογή των Ιερών Κανόνων, στην οποία εμπεριέχονται συνοπτικώς και οι δογματικές αποφάσεις των Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων), είναι η μετά τας αγίας Γραφάς, αγία Γραφή, η μετά την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, Διαθήκη. Τα μετά τα πρώτα και θεόπνευστα λόγια, δεύτερα και θεόπνευστα λόγια. Αύτη εστί τα αιώνια όρια, ά έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα… τους οποίους σύνοδοι οικουμενικαί τε και τοπικαί διά Πνεύματος αγίου εθέσπισαν… Αύτη ως αληθώς εστί, καθώς αυτήν επωνομάσαμεν, το Πηδάλιον της Καθολικής Εκκλησίας, διά μέσου του οποίου αύτη κυβερνωμένη, ασφαλώς τους εν αυτή ναύτας και επιβάτας, ιερωμένους τε λέγω και λαϊκούς, προς τον ακύμαντον παραπέμπει της άνω βασιλείας λιμένα».[6]
Συνεπώς οι Ιεροί Κανόνες «αποτελούν τους αυθεντικούς φορείς της ορθής εκφράσεως του πνεύματος της εν Χριστώ αποκαλυφθείσης αληθείας και του μηνύματος της εν Χριστώ πραγματοποιουμένης σωτηρίας».[7] Τούτο συμβαίνει διότι οι Ιεροί Κανόνες πηγάζουν από την Αγία Γραφή και την αυθεντική αποστολική και εκκλησιαστική Παράδοση. Μπορεί βέβαια η αφορμή για την θέσπιση ενός Κανόνος να υπήρξε ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός, ή η ανάγκη ρυθμίσεως και διορθώσεως μιας αταξίας, ή ανώμαλης καταστάσεως στην εκκλησιαστική ζωή κάποιας συγκεκριμένης εποχής, ωστόσο όμως από τη στιγμή που ένας κανόνας θεσπίζεται, ή επικυρώνεται από μία Οικουμενική Σύνοδο, αποκτά οικουμενικό και διαχρονικό κύρος. Η θεοπνευστία και η διαχρονικότητα των Ιερών Κανόνων δεν εξαρτάται από τις, ούτως ή άλλως, μεταβαλλόμενες ιστορικές συγκυρίες,(που σήμερα είναι διαφορετικές και αύριο θα είναι ακόμη πιο διαφορετικές), που οδήγησαν στην ανάγκη θεσπίσεώς των, αλλά έγκειται στην θεολογία που αυτοί εκφράζουν, η οποία είναι «χθες και σήμερον η αυτή και εις τους αιώνας». Οι Ιεροί Κανόνες αποτελούν έκφραση της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Vl. Lossky: «οι κανόνες οι οποίοι ρυθμίζουν την ζωή της Εκκλησίας εν τη γηΐνη αυτής όψει είναι αχώριστοι των χριστιανικών δογμάτων. Δεν είναι νομικοί κανονισμοί κυρίως ειπείν, αλλά εφαρμογαί των δογμάτων της Εκκλησίας».[8]
Φαίνεται επίσης να αγνοεί ο Σεβ. κ. Γρηγόριος ότι φυσική απόρροια του απολύτου και διαχρονικού κύρους των Ιερών Κανόνων είναι και το γεγονός, ότι απαγορεύεται κάθε αθέτηση, αλλοίωση, η παραχάραξή των, όπως αυτό φαίνεται από τον Β΄ Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής: «…Και μηδενί εξείναι, [και δεν επιτρέπεται σε κανένα], τους προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ή αθετείν, ή ετέρους παρά τους προκειμένους παραδέχεσθαι, [ή να παραδεχόμεθα άλλους, αντί αυτών], ψευδεπιγράφως υπό τινών συντεθέντας, των την αλήθειαν καπηλεύειν επιχειρησάντων. Ει δε τις αλώ, [εάν κανείς συλληφθεί], κανόνα τινά των ειρημένων καινοτομών, ή ανατρέπειν επιχειρών, υπεύθυνος έσται κατά τον τοιούτον κανόνα, ως αυτός διαγορεύει, την επιτιμίαν δεχόμενος και δι’ αυτού εν ώπερ πταίει θεραπευόμενος».[9]
Στη συνάφεια αυτή πρέπει να σημειωθεί επίσης, ότι «η αυθεντική συνέχιση της κανονικής παραδόσεως με την θέσπιση νέων κανόνων από την Εκκλησία αποκλείει κάθε αντίφαση μεταξύ μεταγενεστέρων και προγενεστέρων χρονικώς κανόνων. Τούτο συμβαίνει, [και οφείλει να συμβαίνει], γιατί διά των ιερών κανόνων εκφράζεται η ίδια συνείδηση της Εκκλησίας, η οποία καθοδηγείται από το ‘εν και το αυτό άγιο Πνεύμα’».[10]
[1] ΑΡΧΙΜ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ ΑΡΧΟΝΤΩΝΗΣ, «Περί τήν κωδικοποίησιν τῶν ἱερῶν κανόνων καί τῶν κανονικῶν Διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ», Πατριαρχικό Ἴδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1970, https://catalogue.nlg.gr
[3]Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», Εκδ. «Αστήρ», Α. Ε. Παπαδημητρίου, Αθήναι 1957, σελ. 322.
[4] Κων. Μουρατίδου, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Οι ιεροί κανόνες «στύλος και εδραίωμα» της Ορθοδοξίας, Αθήναι 1972, σελ. 9.
[5] PG 26,1032B. Εδώ ο άγιος Πατήρ αναφέρει μόνο την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, επειδή οι άλλες δεν είχαν συγκληθεί ακόμη.
[6] Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π. σελ. ιστ΄.
[7] Παναγιώτη Μπούμη, Καθηγητού Πανεπιστημίου Αθηνών, Κανονικόν Δίκαιον, Εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2000, σελ.17.
[8] Vl. Lossky- Μετάφρ. Στ. Πλευράκη, Η μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 206.
[9] Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου, «Πηδάλιον», …ο.π., σελ. 220.
[10] Παναγιώτη Μπούμη…ο.π. σελ. 19.