Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

Ἀγγελικὴ ἐπιβράβευσις

 

  «Τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι προσῆλθον καὶ διηκόνουν αὐτῷ» (Ματθ. Δ΄, 11). (Δηλ.: Τότε ἀφῆκεν αὐτὸν ἀνενόχλητον ὁ διάβολος. Καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι ἦλθον πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν ὑπηρέτουν, παρέχοντες εἰς αὐτὸν τὰς διακονίας καὶ ἐκδουλεύσεις των).

  • Τό πλῆθος τῶν Ἀγγέλων εἶναι ἀναρίθμητο, κατά τόν προφήτη Δανιήλ (7, 10). Δέν διακρίνονται σέ φῦλα, ὡστόσο καί αὐτοί πολλαπλασιάσθηκαν, ἄγνωστο σέ μᾶς, πῶς. Διακρίνονται σέ ἐννέα τάγματα καί, πάντως, κατά τήν Ἁγία Γραφή, εἶναι «λειτουργικά πνεύματα, εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα διά τούς μέλλοντας κληρονομεῖν σωτηρίαν» (Ἑβρ. α΄ 14). Δηλαδή εἶναι πνεύματα, τά ὁποῖα ἐκτελοῦν καί καθήκοντα, ὑπηρετώντας τούς ἀνθρώπους καί προστατεύοντας τούς θεοσεβεῖς, προκειμένου αὐτοί νά κληρονομήσουν τήν αἰώνια ζωή.

  Μεγάλη εἶναι ἡ βοήθεια τῶν ἀγγέλων πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, πολλὰ θαύματα ἔχουμε δεῖ.

  • Ἀπὸ τὸ περιοδικὸ «ΑΠΟΛΥΤΡΩΣΙΣ» (Νοέμβριος 2023) ἀντιγράφουμε ἕνα χαρακτηριστικὸ παράδειγμα βοηθείας τῶν Ἀγγέλων:

  «Ἦταν μακριά ἀκόμα τά Χριστούγεννα, μά ὄχι τόσο μακριά, ὥστε νά μή κάνουν τήν καρδιά τοῦ Ἄγγελου να σφίγγεται στή σκέψη τοῦ ἐρχομοῦ τους. Χρωστοῦσε ἀκόμα τρία μαθήματα, γιά νά πάρει τό πτυχίο του, κι ἔνιωθε πολύ δύσκολα πού ὑποχρέωνε τοὺς πτωχούς γονεῖς του νά τοῦ πληρώνουν ἀκόμα τό ἐνοίκιο. Προσπάθησε νὰ βρῆ μιά δουλειά νά τούς ξαλαφρώση, μά ὅπου καί νά πήγαινε οἱ πόρτες ἦταν κλειστές. Ἤθελε τά Χριστούγεννα, πού θά συναντοῦσε τούς δικούς του, νά τούς ἔλεγε πώς δέν χρειάζεται ἄλλο νά πληρώνουν γι’ αὐτόν, ὅτι βρῆκε δουλειά καί ὅπου νά ’ναι θά πάρη καί τό πτυχίο του. Εἶχε κλείσει τὰ εἰκοσιτρία ὁ Ἄγγελος καί καταλάβαινε ὅτι ζοριζότανε πολύ ἡ οἰκογένειά του κι αὐτό τόν πονοῦσε πολύ.

– Παρακαλῶ, τί θέλετε; τόν ρώτησε ψυχρά ἕνας κύριος πίσω ἀπό τό ταμεῖο.

– Διάβασα τήν ἀγγελία ὅτι…

– Λυπᾶμαι, νεαρέ μου, μά βρήκαμε ὑπάλληλο, τόν ἔκοψε ὁ κύριος, δίχως κἂν νά τόν κοιτάξη δεύτερη φορά.

  Βγῆκε ἀπό τό κατάστημα ἀπογοητευμένος γιὰ πολλοστὴ φορὰ ὁ Ἄγγελος.

– Γειά σου, Ἄγγελε!

– Γειά σου, Μίλτο! ἀπάντησε καί ἔκανε νά ἀπομακρυνθῆ. Δέν εἶχε ὄρεξη γιά κουβέντα.

– Ἄγγελε, βρῆκα δουλειά κι ἐκεῖ πού δουλεύω θέλουν κι ἄλλον, θέλεις νά ἔλθης;

Σκίρτησε ἡ καρδιά τοῦ Ἄγγελου.

– Θέλω, εἶπε καί τόν κοίταξε μέ ἐλπίδα.

– Δουλεύω σ’ ἕνα μπάρ νυκτερινός· ἔχει καλά λεφτά. Ἄν θέλης, πᾶμε καί τώρα νά σέ γνωρίσω στὸ ἀφεντικό μου. Εἶμαι σίγουρος ὅτι θά σοῦ πῆ ἀπό ἀπόψε κιόλας νὰ πιάσης δουλειά.

-Δέν μπορῶ, Μίλτο. Σὲ εὐχαριστῶ γιά τήν πρόταση, μά δέν μπορῶ, ἀπάντησε λυπημένος ὁ Ἄγγελος. Ἄν μάθη ὁ πατέρας μου ὅτι δουλεύω νυκτερινός σὲ μπάρ, θά στενοχωρηθῆ πολύ, μά κι ἐγὼ δέν νομίζω ὅτι θά τά βγάλω πέρα. Ἐγώ, Μίλτο, οὔτε τή μέρα δέν πηγαίνω σὲ μπάρ, ὄχι νά δουλέψω καί νύκτα!

– Ὅπως θέλεις, φίλε μου, τοῦ ἀπάντησε ὁ Μίλτος καί, λίγο θιγμένος, ἀπομακρύνθηκε.

Μελαγχόλησε κι ἄλλο ὁ Ἄγγελος κι ἔνιωσε τήν ἀπελπισία νά ἀπειλῆ τήν ψυχή του. Ἡ καμπάνα πού ἀκούστηκε νὰ κτυπάη γιά Ἑσπερινό ἐκείνη τήν ὥρα, ζέστανε λίγο τήν παγωμένη καρδιά του.

– Τῶν Ἀγγέλων! Φώναξε σχεδὸν δυνατὰ καὶ θυμήθηκε ὅτι αὔριο γιορτάζει.

  Ἤξερε ἀπό ποῦ ἐρχόταν ὁ ἦχος τῆς καμπάνας, καί προχώρησε πρός τά ἐκεῖ. Σ’ αὐτόν τόν ναό ἐκκλησιάστηκε πολλές Κυριακές καὶ γιατί ἦταν κοντὰ στὸ σπίτι του, ἀλλά καί γιατί τοῦ ἄρεσαν πολύ οἱ ψάλτες. Μπῆκε μέσα καί στάθηκε μπροστά στήν εἰκόνα τῶν Ταξιαρχῶν, πού ἦταν στολισμένη στὸ προσκυνητάρι.

– Ἐσεῖς μέ φυλάξατε ὥς τώρα, προσευχήθηκε νοερά. Νά μέ φυλάξετε καί τώρα καί πάντα!

  Προσκύνησε καί κάθισε περιμένοντας νά ἀρχίση ὁ Ἑσπερινός. Ξέχασε καί τόν Μίλτο, ξέχασε καί τή δουλειά. Ζεστάθηκε ἡ ψυχή του κάτω ἀπό τίς φτεροῦγες τίς ἀγγελικές καί ἀπόλαυσε τούς ὕμνους, σάν νά τούς ἄκουγε γιὰ πρώτη φορά. Τελείωσε ὁ Ἑσπερινός κι εἶχε ἀδειάσει σχεδόν ἡ ἐκκλησία, ὅταν κατάλαβε ὅτι ὁ νεωκόρος ἔσβησε τὰ φῶτα κι ὁ ἱερέας ἦταν ἕτοιμος να βγῆ ἀπό τόν ναό.

– Πάτερ μου, τήν εὐχή σας, ἄκουσε μία ἀντρική φωνή νά μιλᾶ στόν ἱερέα.

– Τήν εὐχή τοῦ Θεοῦ, Γιάννη μου! Πές μου, θέλεις κάτι;

– Ἔχω ἄμεση ἀνάγκη στὴν ἑταιρεία ἀπό ἕνα νέο, ποὺ νὰ ξέρη καλὰ τὴ χρήση τοῦ ὑπολογιστῆ. Ἐσύ γνωρίζεις τόσο κόσμο. Ἂν ἔχης κανένα καλό παιδί πού θέλει νὰ δουλέψη…

– Ἐγώ! Τινάχτηκε καί τούς ξάφνιασε καί τούς δύο ὁ Ἄγγελος καί ὕστερα κατέβασε τὸ κεφάλι, καταλαβαίνοντας ὅτι αὐτό πού ἔκανε ἦταν ἄκριτο.

-Ποιός εἶσαι ἐσύ; ρώτησε μὲ καλωσύνη ὁ κύριος Γιάννης.

– Εἶμαι ὁ Ἄγγελος καί σέ λίγο τελειώνω τή σχολή τῆς Πληροφορικῆς κι ἔχω πολλή ἀνάγκη νά δουλέψω, ἀπάντησε μέ θάρρος.

– Πάτερ μου, ἐσεῖς τί λέτε; ρώτησε τὸν ἱερέα ὁ κύριος Γιάννης.

– Τί νά πῶ, παιδί μου; Τόν νέο αὐτόν τόν βλέπω νὰ ἐκκλησιάζεται συχνὰ στὸν ναό μας, μά δέν τόν γνωρίζω προσωπικά.

– Πάτερ, δέν εἶναι τυχαῖο πού βρέθηκα ἀπόψε ἐδῶ, εἶπε μέ ζέση ὁ Ἄγγελος. Οἱ Ταξιάρχες μέ ἔφεραν. Κι οὔτε εἶναι τυχαῖο πού ἔμεινα τελευταῖος νὰ φύγω. Πῶς θά ἄκουγα τόν κύριο νά ζητᾶ ἕνα νέο, πού νά ξέρη ὑπολογιστή;

– Πάρτε με, κύριε, καί δέν θά τό μετανιώσετε. Κι ἄν δέν σᾶς κάνω, διῶξτε με, εἶπε ἀπευθυνόμενος στὸν κύριο Γιάννη. Χαμογέλασε μὲ νόημα στὸν ἱερέα ὁ κύριος Γιάννης.

– Δέν χάνω τίποτα νὰ σὲ δοκιμάσω. Θὰ σὲ περιμένω αὔριο στὶς δέκα στὸ γραφεῖο μου, εἶπε στὸν Ἄγγελο καί τοῦ ἔδωσε τήν κάρτα του.

– Σᾶς εὐχαριστῶ, σᾶς εὐχαριστῶ πολύ, κύριε! Τὸ πιό μεγάλο δῶρο, πού πῆρα στὴ ζωή μου γιά τή γιορτή μου. Σᾶς εὐχαριστῶ καί ἐσᾶς, πάτερ μου, εἶπε ὁ Ἄγγελος (κι ἅρπαξε τὸ χέρι του καί τό φίλησε). Μά περισσότερο εὐχαριστῶ τούς Ἀγγέλους μας πού τέτοιο δώρο μοῦ ἔκαναν στήν γορτή τους».