Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Ο άγιος νεομάρτυς Γεώργιος ο Χίος

 Αγιολόγιο - Εορτολόγιο

Η ζωή, αγαπητοί μου χριστιανοί, η ζωή των πρώτων ανθρώπων ήταν πολύ απλή. Κατοικίες ήταν οι σπηλιές ή καλύβες φτιαγμένες από κλαδιά. Ρούχα τα πλατιά φύλλα από δέντρα ή δέρματα από ζώα. Έπιπλα; ούτε καν νοιάζονταν γι’ αυτά. Όταν κουράζονταν κάθονταν πάνω σε πέτρες ή στο παχύ χορτάρι της γης. Ποτήρια ήταν οι χούφτες των χεριών τους, με τις οποίες παίρνανε το νερό απ’ τις πηγές της γης. Κρεβάτια ήταν τα ξερά χορτάρια που τάκαναν στρώματα και κοιμόνταν ήσυχοι. Απλή, πολύ απλή η ζωή τους. Αλλά η απλή αυτή ζωή, που ζούσαν μέσα στην πανέμορφη και καθαρή φύση, τους έδινε υγεία. Ο αέρας δεν ήταν μολυσμένος όπως είναι σήμερα. Αρρώστιες φοβερές, που σήμερα θερίζουν την ανθρωπότητα, δεν υπήρχαν. Οι άνθρωποι ζούσαν χωρίς πολυτέλεια.

Αλλ’ εν τω μεταξύ η ανθρωπότητα εξελίχθηκε. Ανακαλύφθηκε η φωτιά, το σίδερο, κατασκευάσθηκαν πριόνια και σφυριά, και οι άνθρωποι άρχισαν να κόβουν κορμούς δέντρων κι απ’ αυτούς να βγάζουν σανίδες. Άρχισαν να λειώνουν το σίδερο, το χαλκό, το ασήμι και το χρυσάφι και να κάνουν διάφορα χρήσιμα πράγματα. Το ξύλο ή το σίδερο επεξεργασμένα έγιναν έπιπλα, καθίσματα, καναπέδες, κρεβάτια. Το ασήμι και το χρυσάφι έγιναν ποτήρια, κανάτες, λεκάνες, πιάτα και άλλα οικιακά σκεύη. Τα σπίτια στολίσθηκαν πια με έπιπλα και σκεύη καμωμένα από ξύλο και μέταλλο. Βέβαια σκεύη και έπιπλα καμωμένα από ακριβά ξύλα και πολύτιμα μέταλλα δεν υπήρχαν σε όλα τα σπίτια. Μόνο σε μέγαρα και ανάκτορα υπήρχε η πολυτέλεια. Ο Όμηρος περιγράφει στα ποιήματά του την πολυτέλεια που υπήρχε τότε, στα 1.000 προ Χριστού, στα αρχοντικά.

Αλλ’ ενώ οι πλούσιοι και βασιλιάδες ζούσαν με πολυτέλεια, οι φτωχοί, που ήταν και οι πιο πολλοί, δεν είχαν ούτε τα στοιχειώδη μέσα συντηρήσεως. Ένας αρχαίος φιλόσοφος της πατρίδος μας, ο Διογένης, για να ελέγξει αυτή την πολυτέλεια, περιόρισε τον εαυτό του σε μια πολύ απλή ζωή. Όταν κάποτε πήγε να πιει νερό με το ποτήρι του και είδε ένα βοσκό να πίνει με τις φούχτες, πέταξε το ποτήρι του και είπε: – Αυτός ο βοσκός είναι πιο σοφός από μένα… Δεν συνιστούμε ν’ ακολουθήσουμε το παράδειγμα του Διογένη. Αλλά και να ζουν οι άνθρωποι με πολυτέλεια σαν τη σημερινή είναι χριστιανικά απαράδεκτο.

Ο λαός μας αγαπούσε την απλότητα και την ταπεινοσύνη. Κάποιος ξένος περιηγητής, που περιόδευσε την πατρίδα μας ύστερα από την επανάσταση του 1821, γράφει με θαυμασμό για την απλότητα του ελληνικού λαού. Σ’ ένα ταπεινό σπιτάκι είδε μια μέρα ένα ανδρόγυνο να κάθονται σε μια ψάθα και να τρώνε το λιτό τους φαγητό: κριθαρένιο ψωμί κι ελιές. Και το ανδρόγυνο αυτό δεν ήταν πολλές μέρες που είχε τελέσει τους γάμους του. Θα μου πείτε: έτσι πρέπει να ζούμε σήμερα; Όχι· αλλά ούτε και να φθάσουμε στο άλλο άκρο, που δυστυχώς φθάσαμε. Η πολυτέλεια κυριαρχεί. Πολυτέλεια σ’ όλα. Πολυτέλεια στα έπιπλα. Οι άνθρωποι δεν αρκούνται πια στα απαραίτητα, αλλά θέλουν να στολίζουν τα σπίτια τους με κάθε είδους έπιπλο, που για να τ’ αγοράσει κανείς χρειάζεται μια περιουσία ολόκληρη. Υπάρχουν δε πολλοί, που η μανία της πολυτελείας και της επιδείξεως τους κάνει να προμηθεύονται έπιπλα όχι ελληνικής αλλά ξένης κατασκευής. Οι ταλαίπωροι φτωχοί γονείς που έχουν να παντρέψουν κορίτσια σκέπτονται τα έπιπλα πολυτελείας που ζητούν οι γαμπροί. Συνοικέσια και γάμοι έχουν διαλυθεί για τα έπιπλα.

Αυτά τα λίγα λέμε για τα έπιπλα της παλιάς και της νέας εποχής, γιατί θα διηγηθούμε εδώ το βίο κάποιου, που είχε σχέση με τα έπιπλα. Είναι ένας άγιος, που το επάγγελμά του ήταν επιπλοποιός, και απέδειξε ότι και ένας επιπλοποιός, εφόσον εξασκεί το επάγγελμά του με τιμιότητα, μπορεί κι αυτός να αγιάσει και να μαρτυρήσει για το Χριστό. Ο άγιος αυτός, που γιορτάζει στις 26 Νοεμβρίου, ονομάζεται Γεώργιος ο νεομάρτυς.

Ο Γεώργιος γεννήθηκε στο τέλος του δεκάτου ογδόου αιώνος στο νησί της Χίου. Έμεινε ορφανός από μητέρα και ενώ ακόμα ήταν παιδί ο πατέρας του τον παρέδωσε σ’ έναν επιπλοποιό για να μάθει την τέχνη. Το αφεντικό του, όπου πήγαινε και έφτιαχνε έπιπλα, τον έπαιρνε μαζί του. Μαζί έφτιαξαν και το τέμπλο μιας εκκλησίας στη Χίο.

Αλλά μια μέρα ο μικρός Γεώργιος, ενώ δούλευαν στα Ψαρά μαζί με τ’ αφεντικό του, παρασύρθηκε από κακή παρέα νέων κι έφυγε στην Καβάλα. Εκεί ο Γεώργιος και οι σύντροφοί του πήδηξαν μια μέρα το φράχτη ενός περιβολιού κι έκλεψαν καρπούζια. Ο κηπουρός πρόλαβε κι έπιασε μόνο το Γεώργιο και τον παρέδωσε στον Τούρκο δικαστή, για να τον τιμωρήσει. Αλλά ο Γεώργιος, για ν’ αποφύγει την τιμωρία, αρνήθηκε το Χριστό κι έγινε Τούρκος και ονομάστηκε Αχμέτης.

Μια μέρα όμως γύρισε στη Χίο και ο πατέρας του που άκουσε να φωνάζουν τον Γεώργιο Αχμέτη στενοχωρήθηκε πολύ, έκλαψε, και σε μια συνάντησή τους του είπε: – Παιδί μου, θα προτιμούσα να μάθω ότι πέθανες παρά να μάθω ότι τούρκεψες…

Έμεινε λίγες μέρες στο πατρικό του σπίτι, αλλ’ επειδή δεν μπορούσε να ζει πια στη Χίο, έφυγε και πήγε για ασφάλεια στην πόλη της Μικράς Ασίας που λεγόταν Κυδωνιές. Εκεί κάποιος χριστιανός τον λυπήθηκε και με κίνδυνο να προδοθεί τον πήρε στο σπίτι του και ο Γεώργιος εργαζόταν κοντά του κι έδειχνε άριστη συμπεριφορά. Είχε γίνει πια παλληκάρι είκοσι ετών. Ο πατέρας του, που έκλαψε για τη συμφορά που είχε πάθει, ήρθε από τη Χίο και τον παρακάλεσε να φύγει στη Ρωσία, για ν’ αποφύγει τον κίνδυνο της συλλήψεως, γιατί ο Γεώργιος είχε πια μετανοήσει γι’ αυτό που έκανε. Αλλά ο Γεώργιος δεν δέχτηκε την πρόταση και παρέμεινε στις Κυδωνιές και δούλευε. Μετά αποφάσισε να νυμφευθεί.

Αλλ’ ενώ είχε βρει νύφη κι ετοιμαζόταν να κάνει τους γάμους του, κάποιος δυστυχώς πήγε και τον πρόδωσε στον αγά του τόπου ότι είναι Τούρκος. Και ο Γεώργιος τώρα βρίσκεται μπροστά στον κριτή. Τον ρωτάει ο κριτής:

– Γιατί τόλμησες ν’ αφήσεις την πίστη μας και ν’ ακολουθήσεις εκείνη την πίστη που είχες πρώτα;

Και ο Γεώργιος απαντά:

– Ήμουν μικρός και με βίασαν να γίνω Τούρκος. Αλλά τη γνώμη μου ποτέ δεν την άλλαξα. Ήμουν χριστιανός, είμαι χριστιανός, ζούσα και ζω σαν χριστιανός, και τη δική σας θρησκεία πάντοτε τη μισούσα και την αποστρεφόμουνα. Και τώρα τη μισώ και την αποστρέφομαι.

Πολλά του είπαν για να τον πείσουν, αλλ’ αυτός έμενε αμετάπειστος. Τον έριξαν στη φυλακή, κι εκεί μέσα έμεινε δεκαεφτά μέρες. Διαρκώς στη φυλακή προσευχόταν και παρακαλούσε το Θεό να τον ενισχύσει μέχρι το τέλος. Μέρα της αποφυλακίσεώς του ορίσθηκε η 26η Νοεμβρίου.

Την παραμονή οι χριστιανοί για χάρη του Γεωργίου έκαναν αγρυπνία. Κανένας χριστιανός στις Κυδωνιές δεν ησύχασε. Όλοι ήταν στην αγρυπνία που γινόταν στην εκκλησία. Κι ενώ πλησίαζε να ξημερώσει και όλοι είχαν αγωνία, τι θα κάνει ο Γεώργιος, ένας χριστιανός τρέχει στην εκκλησία και φωνάζει:

– Τετέλεσται!

Ο χριστιανός αυτός ήταν παρών την ώρα του μαρτυρίου και διηγήθηκε με λεπτομέρειες όλα τα βασανιστήρια που του έκαναν οι Τούρκοι μέχρι να τον αποκεφαλίσουν.

– Θέλω να πεθάνω χριστιανός! έλεγε ο Γεώργιος.

Και πέθανε χριστιανός, σε ηλικία είκοσι χρονών, στις 26 Νοεμβρίου του 1807. Πέθανε σαν νεομάρτυς ο επιπλοποιός της Χίου.

 

Από το βιβλίο: Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, ΑΠ’ ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ. Έκδ. Δ’, Αθήναι 2008.