Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

ΠΕΡΙ ΝΟΕΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος Κλεόπα Ἠλίε

 «Ὅ,τι συμβαίνει στό ψάρι, όταν εξέρχεται άπό τό νερό, τό ίδιο συμβαίνει καί στόν νοῦ, ό όποιος έξέρχεται άπό τήν μνήμη τοῦ Θεοῦ καί σκορπίζεται στά πράγματα τοῦ κόσμου» (Ἅγιος Ισαάκ ο Σῦρος).

Πατέρες καί αδελφοί,

Ό άγιος Ισαάκ ό Σῦρος λέγει: «"Αλλος είναι ό ὡραῖος λόγος καί άλλος ό λόγος πού προέρχεται άπό τόν κόπο τών άρετών. Ό ὡραῖος λόγος είναι ένέχυρο τής έν­τροπής, ένώ ό βιωματικός λόγος, πού στηρίζεται στήν εμ­πειρία τών έργων είναι ό οίκος τής έλπίδος.

"Εχοντας αύτό τό χωρίο στήν σκέψι μου, πρίν άκόμη άρχίσω, ζητώ άπό τήν όσιότητά σας συγχώρησι, διότι τολμώ μέ τήν άδιαντροπιά μου νά στολίσω τά λόγια μου μέ τήν δίψα καί ξηρασία τής άνεργίας καί οκνηρίας μου. Πόση έντροπή πρέπει νά αισθάνεται στήν συνείδησί του, αύτός πού προσπαθή νά όμιλήση στούς άλλους, πράγμα­τα τά όποια δέν έγνώρισε μέ τήν ζωή καί τό έργο τών άρε­τών; Άλλά έχοντας ευλάβεια καί θάρρος στόν ζήλο καί τήν πίστι μέ τήν όποία μέ πλησιάζετε έδώ νά μέ άκούσετε, θά δανεισθώ άπό τόν Κύριο καί τούς Αγίους Πατέρας τήν διδασκαλία περί τής ένεργουμένης στήν καρδιά νοεράς προσευχής. Όμολογώ τήν άπειρία μου καί πιστεύω ότι θά έλεήση καί έμένα ό Κύριος χάριν τών ιδικών σας προσευχών, στήν μέλλουσα κρίσι, έάν έστω καί ολίγοι ά­πό τούς άναγνώστας αύτο τοῦ λόγου ωφεληθούν ολίγο γιά τήν ψυχική των σωτηρία.

Ό Κύριος ήμών Ιησούς Χριστός μας λέγει: «σύ δέ ό­ταν προσεύχη, εισελθε εις τό ταμιεῖόν σου, καί κλείσας τήν θύραν σου πρόσευξαι τω πατρί σου τω έν τω κρύπτω, καί ό πατήρ σου ό βλέπων έν τω κρύπτω άποδώσει σοι έν τω φανερω» (Ματθ. 6,6). Ταμεῖον, κατά τήν έξήγησι του αγίου Δημητρίου τοῦ Ροστώβ, είναι ή καρδιά μας. Καί ό θειος πατήρ Ιωάννης τής Κλίμακος δείχνοντας πώς νά προσκυνούμε τόν Κύριο στόν οίκο τής καρδιάς μας, λέ­γει: «Κλείσε τήν θύρα τοῦ κελλίου σου γιά τούς άνθρώπους, τήν θύρα τών χειλέων σου γιά τίς συζητήσεις καί τήν θύρα τής καρδιάς σου γιά τά πνεύματα».

Ή προσευχή τής καρδίας, κατά τόν άγιο Δημήτριο τοῦ Ροστώβ, πρέπει νά γίνεται ώς έξής: «Καθήμενος σ' έ­να σκαμνί, κατέβασε τόν νού σου καί ολίγο άριστερά πρός τό μέρος τής καρδιάς σου καί κράτησέ τον έκει' Κα­τόπιν σκῦψε τό στήθος καί τό κεφάλι, ώστε νά αισθάνε­σαι ένα μεγάλο πόνο άπό τήν έντασι τών μυών καί τότε κράξε νοερά στήν καρδιά σου: Κύριε Ίησο Χριστέ, Υίέ τοῦ Θεοῦ, έλέησόν με». "Οσο θά λέγης αύτή τήν εύχή νά μή άναπνέης μέ δύναμι καί πολύ άέρα, διότι έτσι μπορεί νά εισέλθουν λογισμοί. Έάν ίδής ότι έμφανίζονται λογι­σμοί, μή προσέξης σ' αύτούς, άκόμη καί όταν είναι κα­λοί. Κράτησε τήν άναπνοή σου, όσο είναι δυνατόν, περι­κλείοντας τόν νού στήν καρδιά σου καί έπικαλούμενος συνεχώς τό γλυκύτατον Ὄνομα τοῦ Σωτήρος Χριστού. Οταν έξ αιτίας αύτο τοῦ κόπου άδυνατίση ό νοῦς σου ή πονέση τό σώμα σου ή ή καρδιά σου άπό τήν συνεχή μνή­μη τοῦ Θείου Όνόματος, τότε σταμάτησε τήν προσευχή καί ψάλλε μόνος σου ή μέ τόν μαθητή σου. Μπορείς έπίσης νά διαβάσης κάτι άπό τίς διδασκαλίες τών Αγίων Πατέρων, ή νά σκεφθής τόν θάνατο ή νά άσχοληθής μέ κάτι άλλο σωματικό.

Επίσης συνιστάται αύτός πού ἀσχολεῖται μέ αύτή τήν Ιερά έργασία, νά κάθεται σ' ένα τόπο έρημο, ήσυχο, χωρίς φως στό κελλί του, διότι ή θεωρία τών εξωτερικών πραγμάτων προκαλεί διασκορπισμό τών σκέψεων. Ακό­μη πρέπει νά έχουμε ύπ' όψιν μας ότι ή γνώσις τής πνευ­ματικής ζωής διδάσκεται όχι μέ κάποια νοερά θεωρία, άλλά μέ τήν έξάσκησι στήν πρακτική ζωή.

Οταν άρχίση νά πονά ή καρδία άπό τήν έντασι τής προσοχής, τότε πρέπει νά κάνουμε αύτό πού μάς διδά­σκει ό άγιος Νικηφόρος ό Μονάζων: «Νά στεκώμεθα μέ προσοχή καί μέ τά λόγια τής προσευχής, έκει όπου συνή­θως ομιλοῦμε μέ τόν ίδιο τόν έαυτό μας, δηλαδή κάτω ά­πό τόν λάρυγγα στό έπάνω μέρος του στήθους. Μετά άπ' αύτό νά κατεβαίνουμε καί νά στεκώμεθα στόν έπάνω καί άριστερά κόλπο τής καρδίας μας. Δέν πρέπει ν' αδιαφο­ρούμε γι' αύτή τήν παρατήρησι, όσο καί άπλή νά μάς φαί­νεται, διότι πρέπει νά κατεβαίνουμε σωστά μέ τόν νοῦ μας στήν καρδιά. Επίσης πρέπει νά γνωρίζουμε ότι ή λογική δύναμις τής καρδιάς μας είναι τοποθετημένη άπό τόν Κτίστη μας στό έπάνω μέρος τής καρδιάς. Αύτή είναι ή δύναμις μέ τήν όποίά διακρίνεται ή καρδιά τοϋ άνθρωπου άπό τήν καρδιά τών ζώων. Όπότε γιά νά ένωθή ό νοῦς μέ τήν καρδιά, πρέπει έμεΐς στήν ώρα τής προσευχής νά προσέχουμε σ' αύτό τό μέρος, όπου ύπάρχει αύτή ή λογι­κή δύναμις τής καρδιάς. Ή ένωσις νοῦ καί καρδίας συνί­σταται στήν ένωσι τών πνευματικών νοημάτοίν τοῦ νοῦ μέ τά πνευματικά αισθήματα τής καρδίας.

Ό άγιος Θεοφάνης ό "Εγκλειστος έρμηνεύοντας τόν λόγο περί προσευχής τοϋ άγίου Συμεών τοϋ Νέου Θεολό­γου, λέγει τά εξής: «Στήν προσπάθεια τής συνελίξεως (συγκεντρώσεως) τών δυνάμεών μας άπό τά έξωτερικά στά εσωτερικά μέρη τής καρδιάς μας, τό πρώτο τελώνιο, τό όποιο μπορεί νά συλλάβη καί νά τραυματίση τό έργο τής προσευχής, έμποδίζοντας τόν νοϋ νά είσέλθη στήν καρδία, είναι ή φαντασία. Γι' αύτό πρέπει νά φυλαγώμεθα άπ' αύτήν,όσο γίνεται περισσότερο. Γιά νά μπορούμε νά φθάσουμε κατά τρόπο ευχάριστο καί άληθινό στήν καρ­διά μας πρέπει νά κρατάμε τόν εξής άπλό μεν, άλλά δύ­σκολο νόμο: Νά προσευχώμεθα χωρίς νά φανταζώμεθα τίποτε κατά τήν ώρα τής προσευχής, σκεπτόμενοι ότι ό Θεός είναι τό πλέον καθαρό καί άμορφο Πνεύμα, όπότε νά προσευχώμεθα σ' Αύτόν χωρίς νά δημιουργούμε μέ τήν φαντασία μας κάποια μορφή Του. Διάφοροι σκέψεις γιά ίερά έργα είναι κατάλληλοι στόν καιρό τών εύλαβών στοχασμών, άλλά στόν καιρό τής προσευχής τέτοιες σκέψεις κρατούν τόν νού μας έξω άπό τήν καρδιά μας, ό­σο άγιες καί νά είναι αύτές. Ή συγκέντρωσις τής προσο­χής στήν καρδιά μας είναι σημείο άναχωρήσεως άπό τήν συνηθισμένη προσευχή καί είσοδος στήν καρδιακή προ­σευχή, πού είναι ή όδός τής άναβάσεως στόν Θεό. Ή παρέκκλισις τής προσοχής άπό τήν καρδιά είναι άπόκλισις άπ' αύτή τήν σωτήρια οδό. Επομένως αύτοί πούαιχμα­λωτίζονται άπό τήν φαντασία στόν καιρό τής προσευχής, θέτουν εμπόδιο άπό τήν άρχή στήν έργασία αύτή, τήν ό­ποία άρχισαν μέ πολύ ζήλο.

Τό δεύτερο τελώνιο στόν δρόμο πού οδηγεί μέσα στήν καρδιά μας καί άπό τό όποιο πρέπει νά φυλαγώμεθα είναι ή λογική καί οί διάφορες σκέψεις. Πρέπει νά κατε­βαίνουμε στήν καρδιά μαζί μέ αύτές τίς σκέψεις καί όχι έξ αιτίας αύτών ό νοΰς μας νά παραμένη στό κεφάλι μας.

Ή προσευχή πού μένει στόν νοϋ είναι νοερά διότι άναπαύεται στά νοήματα, ένώ ή προσευχή τής καρδίας μέ τόν νου βυθισμένο μέσα σ' αύτήν, είναι ή καρδιακή πού άναπαύεται στά αισθήματα τής καρδίας. "Αλλο είδος προσευχής είναι, όταν ό νοϋς στήν ώρα τής προσευχής παραμένει, χωρίς νά έξέρχεται,στό βάθος τής καρδιάς καί άπό έκεῖ άνεβαίνει ή προσευχή πρός τόν Θεό. Τότε λέγομεν ό­τι ή προσευχή ώς πρός τήν ποιότητά της έχει φθάσει στό μέσον αύτής τής ίεράς έργασίας.

Ό νος πού έπιθυμεί νά ένωθή μέ τόν Θεό διά τής προσευχής πρέπει νά βγαίνη άπ' όλα τά αισθητά καί νοη­τά. Γι' αύτό λέγει καί ό άγιος Νείλος ό Ασκητής: «Νά μή φαντάζεσαι, όταν προσεύχεσαι ότι άπέκτησες τήν θέωσι στόν έαυτόν σου, οὔτε νά δέχεσαι όποιαδήποτε μορφή στόν νοῦ σου γιά τόν Θεό, άλλά μέ άϋλο τρόπο στόν άϋλο Θεό νά προσεύχεσαι».

Αύτός πού θέλει νά προοδεύση στήν καθαρά καρδια­κή προσευχή πρέπει μέ πολύ ζήλο νά κοπιάση στήν έκ πλήρωσι όλων τών έντολών τοῦ Θεο καί προπαντός στήν άδιάκοπη έπίκλησι τοῦ Όνόματος τοῦ Κυρίου μέ τόν νοϋ στό βάθος τής καρδιάς του. Οί παρηγοριές το Αγίου Πνεύματος έρχονται στήν καρδιά τοϋ άνθρώπου μέ τούς σωματικούς πόνους, κατά τήν μαρτυρία τής Γρα­φής πού λέγει: «Κατά τό πλήθος τών οδυνών μου έν τή καρδία μου αί παρακλήσεις σου εύφραναν τήν ψυχήν μου» (Ψαλμ. 93,19). Αύτός πού βαδίζει χωρίς κόπους καί πόνους δέν θά λάβη τούς καρπούς το Θείου Πνεύματος, τό Όποιον προσφέρεται στόν κάθε πιστό άπό τό "Αγιο Βάπτισμα. Ή Θεία Χάρις, λόγορ τής άδιαφορίας γιά τήν σωτηρία μας καί τής μή εκπληρώσεως τών έντολών το Θεο, θάπτεται άπό τά πάθη καί τήν στάκτη τής λήθης, επανεμφανίζεται όμως καί καρποφορεί μέ τήν μετάνοια.

Άπό τήν συνεχή έπίκλησι τοΰ γλυκυτάτου Όνόμα­τος το Χριστο θερμαίνεται ή καρδία καί άναλύεται σέ δάκρυα μετανοίας ή καί άγάπης Χριστού.

Πολλοί άγιοι έγραψαν γιά τήν θερμότητα πού έπακολουθή κατά τήν νοερά καί καρδιακή προσευχή.

Ό άγιος Θεοφάνης ό "Εγκλειστος λέγει σχετικά: «Ή άληθινή θέρμη στόν καιρό τής προσευχής είναι ένα δώρο τοϋ Θεοϋ. Υπάρχει καί μία άλλη φυσιολογική θέρμη πού είναι καρπός τών άγώνων καί τής προσωπικής μας κατα­στάσεως. Αύτές οί δύο διαφέρουν μεταξύ τους όσο ό ού ρανός άπό τήν γή. Ό πρώτος καρπός τής κατά Θεόν θέρ­μης είναι ή συγκέντρωσις τών λογισμών καί ό άδιάκοπος πόθος γιά τόν Θεό». "Οταν ερωτήθηκε άπό κάποιον, έάν ή πνευματική θερμότης είναι φυσική, ό όσιος Θεοφάνης άπήντησε: «Ή πρώτη θερμότης είναι του αίματος μας, άλλά όταν ό νους προσεχή στήν καρδιά, βοηθεΐ στήν άνά πτυξι τών πνευματικών κινήσεων καί ή θερμότης γίνεται πνευματική. Αύτό συμβαίνει μόνο στήν περίπτωσι πού ό νους καί ή καρδία δέν είναι αιχμαλωτισμένα άπό κάποια κακή επιθυμία, έστω καί μικρά, άλλά εύρίσκονται σέ κατάστασι ψυχικής έγρηγόρσεως. Ή πρώτη θέρμη πού συ­νοδεύει τήν προσευχή καί δέν συνοδεύεται άπό πνευματι­κά αισθήματα, δέν πρέπει νά ονομάζεται πνευματική, άλ­λά άπλή θερμότης τοΰ αίματος. "Οποιος ονομάζει αύτήν πνευματική, έχει κάνει ένα μεγάλο λάθος. "Υπάρχουν άκόμη καί μερικές κινήσεις στό σώμα, οί όποιες όδηγον στήν προσευχή, άλλά αύτές δέν είναι οί ίδιες σέ όλους».

Ό άγιος Ιγνάτιος Μπριατσανίνωφ λέγει τά ίδια περί­που μέ τόν άγιο Θεοφάνη τόν "Εγκλειστο: «Ή θερμότης πού προέρχεται, άπό τήν σωματική άσκησι, είναι καί αύ­τή σωματική, δηλαδή τοΰ αίματος τής φθαρτής φύσεώς μας».

Ένώ ό στάρετς Βασίλειος άπό τήν σκήτη τής Ρουμα­νίας «Μάρε Ποϊάνα» λέγει τά εξής: «Προέρχεται καί μία άλλη θερμότης άπό τήν καρδιά, ή όποία γίνεται δαιμονι­κή, όταν ό νοΰς συγκαταβή σέ λογισμούς τής πορνείας. Ένώ, όταν τό σώμα θερμαίνεται άπό τήν καρδιά καί ό νοΰς παραμένει καθαρός καί άπαθής,όντας βυθισμένος στό έσωτερικό βάθος τής καρδίας, τότε αύτό τό έργο, εί­ναι χωρίς άμφιβολία, τής Χάριτος καί όχι τής άπάτης, τότε ό νοΰς άπό τήν καρδία δέν παύει νά κράζη: «Ιησού μου, Ιησού μου». Δέν μπορεί νά είπή όλόκληρη τήν προ­σευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υίέ τοΰ Θεού, έλέησόν με τόν άμαρτωλό» διότι άναπαύεται ή καρδιά νά λέγει μόνο τήν λέξι: «Ιησού μου».

Μέ αύτή τήν άγία έργασία τής καρδίας, γεννάται ό φόβος καί ή ευλάβεια καί έρχεται στήν ψυχή μία μεγάλη παρηγορία τοϋ Αγίου Πνεύματος. Τότε ή καρδιά σκιρτά άπό τήν χαρά της καί πηγάζουν άπ' αύτή γλυκύτατα δά­κρυα πού χύνονται άπό τούς οφθαλμούς, ένώ ό νοΰς μέσα σ' ένα εύλαβικό φόβο κράζει τό «Κύριε έλέησον». Καί,ό­πως τό λάδι βράζει στήν φωτιά καί χύνεται μέ ορμή έξω άπό τό δοχείο άπό τόν άναβρασμό του, έτσι γίνεται καί στήν καρδιά, όταν άναβράζη άπό τήν ιερά έργασία τής προσευχής. Μερικές φορές εμφανίζεται καί ένα φώς τό ό­ποιο πηγάζει άπό τήν καρδιά τοΰ άγωνιστο καί τόν φωτί­ζει όπως ό ήλιος. Γίνονται στήν καρδιά καί άλλα μυστή­ρια, τά όποια όμως δέν μπορώ νά περιγράψω. Ό νοΰς βλέπει ολόκληρη τήν κτίσι καί φρίττει άπό τόν θαυμασμό του γιά τήν θεωρία τών θείων μυστηρίων. Μόνο δοξολογεί άπό τά βάθη τής καρδιάς του τόν Θεό καί τά μυστήριά Του, τά όποια δέν μπορεί μέ τήν πέννα νά τά διαζωγραφίση.

Ανάμεσα σ' όλα αύτά τά θεία μυστήρια πού χαρίζει ό Θεός στόν άνθρωπο τής μετανοίας καί τής προσευχής, έξέχουσα θέσι κατέχει ή προσοχή καί νήψι στήν ώρα τής προσευχής. Χωρίς αύτήν, κατά τόν άγιο Θεοφάνη τόν "Εγκλειστο, δέν ύπάρχει προσευχή. "Οταν ό ϊδιος ερωτή­θηκε άπό κάποια κόρη, έάν ή νοερά προσευχή είναι ύπο χρεωτική καί γιά τούς λαϊκούς, έκεινος άπήντησε: «"Ο­ποιος δέν έχει τήν έσωτερική προσευχή, αύτός δέν έχει κανένα είδος προσευχής, διότι μόνο ή νοερά προσευχή εί­ναι ή πλέον άληθινή καί εύάρεστη στόν Θεό. Αύτός πού θά στερηθή τήν νοερά προσευχή, μπορούμε νά ειπούμε ό­τι έχει τήν μορφή τής προσευχής, άλλά όχι τήν προσευχή. Διότι τί είναι προσευχή; Άραγε δέν είναι ή ϋψωσις τοϋ νοϋ καί τής καρδιάς μας στόν Θεό; Όπότε σκοπός τής προσευχής, είναι ή άνύψωσις τοΰ νοΰ άπό τήν καρδιά μας στόν Θεό. Ό νοΰς μπαίνει στήν καρδιά εύρισκόμενος συ­νειδητά ένώπιον το Θεο καί προχωρώντας μέ τήν πρέ τιουσα ευλάβεια, άρχίζει νά έκδηλώνη στόν Θεό τά αισθή­ματα τής καρδιάς του».

"Ενας μαθητής τοϋ άγιου Σεραφείμ τοϋ Σάρωφ, ό πρωθιερεύς Αβραάμ Νεκρασώβ, διδάσκοντας γιά τήν προσευχή τής καρδίας, λέγει τά εξής: «Πρέπει νά άσχολήσαι μέ τήν καρδιακή προσευχή, άκόμη καί στόν καιρό τών συνηθισμένων εργασιών σου, προφέροντας άπό τά βάθη τής ψυχής, σου μέ φόβο καί πίστι τό: «Κύριε Ίησο Χριστέ, έλέησόν με τόν άμαρτωλόν». Νά μή μένη ς χωρίς τήν προσευχή αύτή καμμία στιγμή τής ζωής σου. Έάν δέν θέλης νά προσεύχεσαι, αύτό σημαίνει ότι δέν θέλεις νά είσαι μέ τόν Θεό. Ή προσευχή νά είναι ή άναπνοή τής ψυχής σου. Ό Γλυκύτατος Ίησοϋς νά μήν εξέρχεται άπό τόν νο καί τήν καρδιά σου... Κράτησε στόν νοϋ καί στήν καρδιά σου τόν έσωτερικό σου άνθρωπο. Αγάπα τήν τα­πείνωσι καί τήν ύπομονή. Άπομονώσου όσο συχνότερα μπορείς στό ταμείο τής καρδιάς σου καί μίλησε έκει μέ τόν Θεό διά τής καρδιακής προσευχής. Αύτή θά γεμίση τήν ψυχή σου μέ μία τόσο γλυκειά χαρά, ώστε δέν θά ζη­τάς καμμία άνθρώπινη παρηγοριά. Περισσότερο άπό όλα φυλάξου άπό τήν φλυαρία καί τήν ύπερηφάνεια. Διότι τί­ποτε δέν έμποδίζει τόσο τήν καρδιά στήν ένωσί της μέ τόν Θεό, όσο ή φλυαρία καί ή κενοδοξία».

'Ο άγιος Ιωάννης τής Κρονστάνδης, μεγάλος έργά της τής νοεράς προσευχής, λέγει: Μέ τά μάτια τής καρ­διάς μου βλέπω ότι άναπνέω τόν Χριστό, κατά τρόπο νο­ερό, στήν καρδιά μου, ότι Αύτός εισέρχεται σ' αύτή καί άμέσως τήν ειρηνεύει καί τήν γλυκαίνει. Στόν καιρό τής προσευχής νά προσπαθής νά λέγης πέντε λέξεις άπό τήν καρδιά σου, παρά δέκα χιλιάδες λέξεις μέ τήν γλώσσα σου.

Πατέρες καί άδελφοί μου, ιδού ότι μέ τό έλεος το Κυρίου έφθασα στό τέλος αύτο το λόγου στόν όποιο σάς ώμίλησα όχι μέ τά λόγια μου πού είναι γυμνά άπό κά­θε καλό έργο, άλλά συγκέντρωσα καί σας παρουσίασα ά­πό τήν μνήμη μου φωτεινά λόγια καί βιώματα άγίων Πα­τέρων γιά τήν νοερά καί καρδιακή προσευχή, τήν όποία έγώ ό πτωχός άγνοώ τελείως καί στερούμαι κάποιας σχε­τικής έμπειρίας.

Έν κατακλείδι, παρακαλώ όλους σας νά μέ συγχω­ρέσετε, διότι καί αύτή τήν φορά έλίχνισα καθαρό άλλά ξένο σιτάρι ώς πνευματική τροφή γιά τήν Όσιότητά σας, άπό τήν όποία έγώ δέν έγεύθηκα καθόλου, λόγω τής ο­κνηρίας καί βαρειάς άναισθησίας μου, στήν όποία εύρίσκομαι καί παραμένω. Αμήν.

Μετάφρασις ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου