Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

“ΦΙΕΣΤΑΙ” ΑΙΣΧΥΝΗΣ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΚΟΥ!

lourdi

Ἀντικανονική συμπροσευχή καί ὁμιλία εἰς τήν ὁλομέλειαν τῆς  παπικῆς Ἐπισκοπικῆς Συνελεύσεως, εἰς Λούρδην Γαλλίας (4/11/12025).

 

Τρίζουν τά ἱερά λείψανα τῶν Θεοφόρων Πατέρων διά τάς ἐν Νικαίᾳ φαιδρότητας!

“ΦΙΕΣΤΑΙ” ΑΙΣΧΥΝΗΣ ΠΑΠΑ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΚΟΥ!

«Μή μεθ’ ἑτεροδόξων συνεορτάζειν».

Αὐτό δέν ἀποτελεῖ ἔκφρασιν μισαλλοδοξίας, ἀλλά καρπόν τοῦ πνεύματος τῆς Ἀληθείας καί ὑγιῆ ἐνέργειαν τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας.

 

Τοῦ κ. Δημ. Κ. Ἀναγνώστου, Θεολόγου

  Κατ’ ἀρχάς δέν θά πρέπει νά θεωρηθεῖ ὡς ἐπιπολαιότητα ἤ προκατάληψη τό ὅτι «κρίνονται» προγραμματισμοί καί ὄχι γεγονότα. Τοῦτο δέ, διότι οἱ διοργανωτές ἔχουν παραδώσει πρό πολλοῦ διαπιστευτήρια τῶν φρονημάτων, προθέσεων καί ἐπιδιώξεών των καί θά ἦταν ἀφελές νά ἀναμένωμε τήν ἐμφάνιση τοῦ λέοντος, ὅταν τά ἴχνη του εἶναι πασιφανῆ.

  Τά ἤδη ἀνακοινωθέντα καί ὁ σχετικός προγραμματισμός τοῦ Φαναρίου δέν ἐπιτρέπουν καμμία ἀμφιβολία περί τοῦ πλαισίου καί τοῦ περιεχομένου τῶν σχετικῶν ἑορτασμῶν καί σκοπουμένων. Ἄλλωστε ἡ ἐμπειρία ἐκ τῆς διοργανώσεως καί συγκλήσεως τῆς λεγομένης «Ἁγίας & Μεγάλης Συνόδου» τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016), πρωτοστατοῦντος τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, δικαιώνει τήν ἐκτίμηση ὅτι μόνον ἀφελεῖς ἀποδεικνυόμεθα, ὅταν προσδοκοῦμε νά προέλθουν ἀγαθά ἀποτελέσματα ἀπό σχεδιασμούς, προγράμματα καί ἐπιδιώξεις, τά ὁποῖα καταστρώνονται ἐπί συγκεκριμένης ἀντορθοδόξου βάσεως καί ἐντός συγκεκριμένου οἰκουμενιστικοῦ πλαισίου.

  Ἐκ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί προσωπικῶς ἐκ τοῦ ἐπικεφαλῆς του, τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου, ἔχει καταστεῖ σαφές, μέσῳ σειρᾶς δηλώσεων, συνεντεύξεων καί ἀνακοινώσεών των, ὅτι οἱ ἐπικείμενοι ἑορτασμοί ἐν Νικαίᾳ καί ἐν Φαναρίῳ ἐπικεντρώνονται εἰς τήν παρουσία καί συμμετοχή εἰς αὐτούς δύο προσωπικοτήτων καί εἰς ὅ,τι αὐτοί ἐκπροσωποῦν: τοῦ Πάπα Ρώμης και τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου. Αὐτῶν, ἡ ἐπί το αὐτό παρουσία, ὁ συνεορτασμός καί οἱ προφανῶς συμφωνηθεῖσες κοινές δηλώσεις περί τῆς μεταξύ των προσεγγίσεως ἤ «ἑνώσεως», καθώς καί περί τῆς ἀναμενομένης ἀναγγελίας κοινοῦ ἑορτασμοῦ (δηλαδή κοινοῦ προσδιορισμοῦ) τοῦ Πάσχα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, συνιστοῦν τό οὐσιαστικό περιεχόμενο τοῦ ἑορτασμοῦ.

  Τί, ὅμως, θά ἦτο ἐκκλησιαστικῶς καί δή ὀρθοδόξως ἀναμενόμενο νά συμβεῖ εἰς μίαν τόσο σημαντική ἐπέτειο ὡς ἡ 1700ή ἐπέτειος τῆς συγκλήσεως τῆς Ἁγίας Πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τό ὁποῖο θά συνιστοῦσε ὄντως τιμή πρός τούς συγκροτήσαντας αὐτήν Ἁγίους καί Θεοφόρους Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ;

  Σαφῶς καί προφανῶς ἡ ἀνά τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία θά ἀνεμένετο νά ἐκφράσει πρωτίστως τήν ἑνότητά Της διά τῆς κοινῆς παρουσίας, συμμετοχῆς καί συλλειτουργίας τουλάχιστον ὅλων τῶν Προκαθημένων καί ἐπικεφαλῆς τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Πατριαρχείων καί Ὀρθοδόξων Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Τοιοῦτον τι ὅμως δέν ἀνεκοινώθη, οὔτε ἀναμένεται νά συμβεῖ καί μᾶλλον δέν ἐπιδιώχθηκε, εἴτε διότι εἶναι πρακτικῶς ἀνέφικτο ἐξαιτίας τοῦ σοβοῦντος ἀτύπου σχίσματος μεταξύ τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας ἀλλά καί λόγω τῶν συνεπειῶν τοῦ γνωστοῦ Οὐκρανικοῦ ζητήματος, τό ὁποῖο, τῇ ὑπαιτιότητι τοῦ πρώτου, ἔχει διχάσει τήν ἀνά τόν κόσμον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία.

  Ἐπιπλέον, θά ἀνεμένετο νά ἀποδοθεῖ ἡ ὀφειλομένη τιμή πρός τούς Θεοφόρους Πατέρας διά τῆς κοινῆς ὑπό πάντων διακηρύξεως τῆς προσηλώσεως τῇ ἅπαξ παραδοθείσῃ τοῖς Ἁγίοις Πίστει, τήν ὁποίαν ἐκήρυξαν οἱ Ἀπόστολοι, παρέλαβον οἱ διάδοχοί των Ἅγιοι Πατέρες καί διεφύλαξαν αὐτήν ἀκαινοτόμητον, ὅπως διατυπώνεται εἰς τούς Ὅρους καί τίς Ἀποφάσεις τῶν Ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συν­όδων, τίς ὁποῖες ὀφειλετικῶς (πρέπει νά) ὁμολογοῦμε καί τηροῦμε.

  Εἰδικότερον δέ καί ὅσον ἀφορᾶ τόν ἑορτασμόν τοῦ Πάσχα (θά ἀνεμένετο) νά τιμηθῆ μετά τῶν Πατέρων καί ἡ μνήμη τοῦ συγκαλέσαντος αὐτήν εὐλαβοῦς Αὐτοκράτορος καί ἀναδειχθέντος Ἁγίου Κωνσταντίνου, τοῦ Μεγάλου καί Ἰσαποστόλου, συγκοπιάσαντος διά τήν θεάρεστον ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος ἁπάντων τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας εὐσεβῶν χριστιανῶν διά τῆς ἀποφάσεως καί θεσπίσεως τοῦ σχετικοῦ Συνοδικοῦ Ὅρου, περί τοῦ ὁποίου ὁ τελευταῖος γραπτῶς ἐπιβεβαιώνει ὅτι «κοινῇ πάντων (τῶν Πατέρων τῆς Συνόδου) ἤρεσε κρίσει, τήν ἁγιωτάτην τοῦ Πάσχα ἑορτήν μιᾷ καί τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ συντελεῖσθαι» ὄχι μόνον τότε και τώρα ἀλλά «καί ἐπί τούς μέλλοντας αἰῶνας» (Μεγ. Κων/νου ΒΕΠΕΣ 24, 152). Προφανῶς  ὁ ἐπιτευχθείς, Θείᾳ ἐπινεύσει, προσδιορισμός καί κοινός ἑορτασμός ἀφοροῦσε ἀποκλειστικῶς εἰς τά μέλη τῆς  Ἐκκλησίας καί ὄχι εἰς τούς ἐκτός Αὐτῆς αἱρετικούς.

 Ἀντί τῶν ἀνωτέρω, τό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως προγραμματίζει τόν ἑορτασμό τῆς ἱστορικῆς ἐπετείου τῶν 1700 ἐτῶν ἀπό τῆς συγκλήσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συν­όδου εἰς τόν ἁγιοβάδιστον τόπον, ὅπου ἔλαβε χώρα, τήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας, οὐσιαστικῶς ὡς ὑπόθεση δύο πρωταγωνιστῶν ἐμφανιζομένων ὡς δῆθεν ἀποκλειστικῶν ἐκπροσώπων-Προκαθημένων τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καί τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως-Νέας Ρώμης ὡς νεότευκτου «Πάπα» τῆς Ἀνατολῆς!

  Πέραν δέ αὐτῆς τῆς πρώτης ἐνδείξεως ἤ μᾶλλον καταδείξεως ἀσεβείας πρός τούς Θεοφόρους Πατέρας, διά τοῦ συνεορτασμοῦ μετά τοῦ αἱρετικοῦ καί ἀμετανοήτου Πάπα Ρώμης [ Σημείωση: ἐπιβαρυνομένου μάλιστα μέ τήν καταφρόνηση καί καταπάτηση τοῦ περί τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα  Ὅρου τῆς Ἁγίας Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἤδη ἀπό τοῦ 16ου αἰῶνος, διά τῆς καινοτομίας τοῦ Γρηγοριανοῦ ἡμερολογίου], ὁ ὁποῖος θά συνεχισθεῖ καί ἐντός τοῦ Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στό Φανάρι (κατά τή λεγομένη Θρονική ἑορτή τοῦ Πατριαρχείου Κων/λεως, τήν 29η & 30η Νοεμβρίου2025) ὅπου συνήθως λαμβάνουν χώρα ἀσεβέστατες, ὥς ἀντικανονικές καί σκανδαλώδεις, λειτουργικές συμπροσευχές ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, ὁ προγραμματισμός τῶν ἑορτασμῶν προβλέπει καί κοινή διακήρυξη τῶν δύο πρωταγωνιστῶν – εἰς τό πλαίσιο τοῦ ὡς φαίνεται ὁλοκληρωθέντος (!;) Θεολογικοῦ Διαλόγου – καί, ἐνδεχομένως, κατά τά προαναγγελθέντα, μετά ἀνακοινώσεως προσυμπεφωνημένης περί κοινοῦ προσδιορισμοῦ ἤ συνεορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, ὑπό Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν, σχετικῆς ἀποφάσεως!

  Τά ἀνωτέρω δέν εἶναι τυχαῖα, οὔτε ἀθῶα ἤ ἀφελῆ. Συνιστοῦν ὑλοποίηση καί σταδιακή προώθηση, ἐν προκειμένῳ ὁλοκλήρωση, παλαιῶν σχεδίων περί τῶν ὁποίων, τόσον ὅσον ἀφορᾶ τήν «ὁλοκλήρωση» τοῦ Θεολογικοῦ Διαλόγου καί τήν ἐπίτευξη τῆς λεγομένης «ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν», ὅσο καί τήν διευκόλυνση αὐτῆς «ἐκ τῶν κάτω» διά τῆς ἑορτολογικῆς ἑνότητος, εἶναι ἐξαιρετικά ἀποκαλυπτικά καί κατατοπιστικά ὅσα ἀνέφερε σέ Ἄρθρο του στήν Ἐφημερίδα «Καθημερινή» (14.4.1996) ὁ ἀλησμόνητος Δάσκαλός μας καί Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν μακαριστός π. Γεώργιος Μεταλληνός.

  Ἐκεῖ ὁ ἀγωνιστής Κληρικός, μεταξύ ἄλλων, παρατηρεῖ:

  «Ὁ οἰκουμενικός διαχριστιανικός διάλογος ἀποσκοπεῖ, ἀκριβῶς, στήν ἄρση τῆς διαιρέσεως καί τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος. Οὐσιαστικό ὅμως βῆμα σ’ αὐτή τήν κατεύθυνση θεωρεῖται στούς οἰκουμενιστικούς κύκλους ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα… Αὐτό τό πνεῦμα ἐνσάρκωνε καί ἡ ἀμφιλεγόμενη Πατριαρχική Ἐγκύκλιος τοῦ 1920, ὅταν ὡς πρῶτο βῆμα τῆς ἑνωτικῆς προσπαθείας τῆς ἐποχῆς μας προέβαλε “τήν παραδοχήν ἑνιαίου ἡμερολογίου πρός ταυτόχρονον ἑορτασμόν τῶν μεγάλων Χριστιανικῶν ἑορτῶν ὑπό πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν”».

 Ὁ ἴδιος, ἑρμηνεύοντας τό πνεῦμα τῆς Ἀποφάσεως τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, σημειώνει στό ἴδιο ἄρθρο του, ὅτι ἐμπόδιο στήν ἑορτολογική σύμπτωση μέ τούς μή ὀρθοδόξους εἶναι ἡ δογματική-θεολογική διαφορά, δηλαδή ἡ ἀσυμφωνία στήν Πίστη, καί τονίζει:

  «Ἔτσι κατανοεῖται ἡ ἐκκλησιαστικοκανονική ἐντολή ἀπό τήν Α΄Οἰκουμενική Σύνοδο, πού ἔλυσε τελεσίδικα τό θέμα τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα, 325 μ.Χ., ὡς σήμερα – «μή μετά ἱουδαίων συνεορτάζειν» πού ἰσοδυναμεῖ σήμερα μέ τό μή «μεθ’ ἑτεροδόξων συνεορτάζειν». Αὐτό δέν εἶναι καρπός μισαλλοδοξίας, ἀλλά ἔκφραση ὑγιοῦς καί ἐνεργοῦ ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας»!

  Τό ἐν λόγῳ ἄρθρο ἐγράφη πρό 29 ἐτῶν! Ὡς δέ προκύπτει ἐκ τῶν ἀνωτέρω καί ἐκ τῶν ἐπικειμένων νά συμβοῦν, τό Φανάρι πρωτοστάτησε, προώθησε καί μετ’ ἐπιμονῆς ὑλοποιεῖ σταδιακῶς καί σταθερῶς τά σχεδιασθέντα, τά ὁποῖα ἔχουν, παρά τάς κατά καιρούς περί τοῦ ἀντιθέτου ὑποκριτικάς διαβεβαιώσεις, ἕνα κοινό ὄνομα: αὐτό τοῦ ἀντιχρίστου καί ἐκκλησιομάχου Οἰκουμενισμοῦ!

 Τό ζητούμενον εἶναι ἐάν, ἔναντι ὅλων αὐτῶν, ὑπάρχει καί ὀφειλετικῶς ἐκφράζεται τό ὑποκείμενο τῆς ὑγιοῦς καί ἐνεργοῦ ἐκκλησιαστικῆς αὐτοσυνειδησίας πού ἀποτελεῖ τόν φύλακα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί πού δέν εἶναι ἄλλο παρά αὐτός ὁ Λαός τοῦ Θεοῦ (Κληρικοί καί Λαϊκοί) κατά τήν ἔκφραση τῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ἀνατολῆς, διατυπωθεῖσα ἐν Συνόδῳ τό ἔτος 1848.

https://orthodoxostypos.gr