ΛΑΜΠΡΟΥ Κ. ΣΚΟΝΤΖΟΥ Θεολόγου - Καθηγητού
Μία από τις πιο σεβαστές τάξεις των αγίων της Εκκλησίας μας είναι οι ομολογητές. Σε αυτήν την τάξη ανήκουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, οι οποίοι έδωσαν τη μαρτυρία της πίστεώς τους χωρίς να υπολογίσουν τις συνέπειες της ομολογίας αυτής. Δε θα ήταν υπερβολή να υποστηρίξουμε πως η Εκκλησία μας είναι απόλυτα στηριγμένη στους αγώνες των αγίων ομολογητών Της κατά τη δισχιλιόχρονη πορεία Της στην ιστορία.
Ένας από τους μεγάλους ομολογητές της Ορθοδοξίας είναι και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, ο οποίος έδρασε σε μια ιδιαίτερα ταραγμένη για την Εκκλησία ιστορική περίοδο. Πρόκειται για τη φοβερή εικονομαχική έριδα, η οποία συντάραξε τη βυζαντινή κοινωνία για περισσότερο από έναν αιώνα, με αφόρητες διώξεις των ορθοδόξων από τους εικονομάχους αυτοκράτορες (726–843).
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 759 από ευγενείς και ευσεβείς γονείς, οι οποίοι φρόντισαν να του δώσουν, εκτός από την ευσέβεια, και κατά κόσμον παιδεία — την οποία ο ίδιος αργότερα χρησιμοποίησε προς όφελος της Εκκλησίας. Σπούδασε με επιμέλεια την ελληνική φιλοσοφία και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Από μικρός αγαπούσε τον Χριστό και λαχταρούσε να Του προσφέρει τη ζωή του. Έφηβος ακόμη, εγκατέλειψε την καριέρα του ανώτερου κρατικού υπαλλήλου και αποσύρθηκε το 781 σε μοναστήρι στην Προύσα της Μικράς Ασίας, όπου ηγούμενος ήταν ο θείος του, Πλάτων. Αυτός τον μύησε στην ορθόδοξη πνευματικότητα και τον ενέπνευσε να αφιερώσει τη ζωή του στην προάσπιση της αλήθειας και της αυθεντικότητας της Εκκλησίας. Το 789 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον πατριάρχη Ταράσιο και το 794 ανέλαβε τη θέση του ηγουμένου της Μονής.
Δεν πρόλαβε όμως να χαρεί την ηγουμενία του, διότι δύο χρόνια αργότερα ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΣΤ΄ (780–797) χώρισε τη σεμνή σύζυγό του, Μαρία, για χάρη μιας άλλης γυναίκας, της Θεοδότης. Αφού έκλεισε τη Μαρία σε μοναστήρι, νυμφεύτηκε το ίδιο βράδυ, κρυφά στα ανάκτορα, τη Θεοδότη. Το μυστήριο τέλεσε ο ιερέας της Αγίας Σοφίας, Ιωσήφ. Την επόμενη ημέρα έγινε και η στέψη της ως βασίλισσας.
Η Θεοδότη ήταν εξαδέλφη του αγίου Θεοδώρου. Αυτό, ωστόσο, δεν τον εμπόδισε να ελέγξει την παρανομία του αυτοκράτορα και τη γελοιοποίηση του ιερού μυστηρίου του γάμου. Ζήτησε εξηγήσεις από τον πατριάρχη Ταράσιο γιατί δεν τιμώρησε τον ιερέα Ιωσήφ, και επειδή δεν έλαβε επαρκείς απαντήσεις, διέκοψε το μνημόσυνό του. Οι κολακείες του αυτοκρατορικού ζεύγους δεν απέδωσαν, και έτσι άρχισαν οι διώξεις εναντίον του. Εξορίστηκε στη Θεσσαλονίκη έως το 797, οπότε ο Κωνσταντίνος εκθρονίστηκε και τυφλώθηκε από τη μητέρα του, Ειρήνη την Αθηναία (797–802).
Το 798 επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έγινε ηγούμενος της περίφημης Μονής του Στουδίου. Ευτύχησε να έχει στην ηγουμενία του περισσότερους από χίλιους μοναχούς. Μετέβαλε τη Μονή σε κέντρο κοινωνικής ευποιΐας και πνευματικής ακτινοβολίας. Μεταξύ άλλων, στη Μονή γινόταν και αντιγραφή αρχαίων κωδίκων· τότε αντιγράφηκαν και διασώθηκαν ως τις ημέρες μας πολλά έργα των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.
Ωστόσο, το 808 αναγκάστηκε και πάλι να συγκρουστεί με τον πατριάρχη Νικηφόρο, ο οποίος αποκατέστησε τον Ιωσήφ, κατ’ απαίτηση του αυτοκράτορα Νικηφόρου Α΄ (802–815), και επειδή θεώρησε την εκλογή του Θεοδώρου αντικανονική. Εξορίστηκε αυτή τη φορά στη Χάλκη, διαλύθηκε η περίφημη Μονή του Στουδίου και ανεστάλη το κολοσσιαίο πνευματικό της έργο.
Το 811 επέστρεψε από την εξορία, αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα, το 815, ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Λέων Ε΄ ο Αρμένιος, ο οποίος εγκαινίασε τη δεύτερη εικονομαχική περίοδο. Στις 25 Μαρτίου του 815, Κυριακή των Βαΐων, ο άγιος Θεόδωρος, αψηφώντας το διάταγμα για την καθήλωση και καταστροφή των Ιερών Εικόνων, μαζί με ιερείς, μοναχούς και ευσεβείς λαϊκούς, πήραν τις Ιερές Εικόνες και τις περιέφεραν στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, για μια ακόμη φορά, ο άγιος Θεόδωρος αντιμετώπισε την αυθαιρεσία της εξουσίας και διώχθηκε.
Αφού τον συνέλαβαν, τον ξυλοκόπησαν άγρια, τον κακοποίησαν και τον έστειλαν για τρίτη φορά εξορία — αυτή τη φορά στη Σμύρνη. Τον φυλάκισαν στα υγρά και σκοτεινά υπόγεια του μητροπολιτικού μεγάρου της πόλης, όπου τον μαστίγωναν ανηλεώς καθημερινά και του στερούσαν ακόμη και το ψωμί και το νερό. Εκεί κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του.
Το 820, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Β΄ του Τραυλού (820–829), ανακλήθηκε από την εξορία. Όμως το 824 ήρθε σε σύγκρουση με τον Μιχαήλ για τον παράνομο γάμο και αυτού του αυτοκράτορα. Για μια ακόμη φορά, ακολουθούμενος από ορισμένους στουδίτες μοναχούς, αναγκάστηκε να φύγει από την αγαπημένη του Μονή, για την οποία τόσο κοπίασε. Βαριά άρρωστος, άφησε τα εγκόσμια την 11η Νοεμβρίου του 826, αφού ζήτησε από τους μοναχούς να του διαβάσουν τον 118ο Ψαλμό. Παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο σε ηλικία 67 ετών.
Παρά τις διώξεις και τις εξορίες του, έγραψε σπουδαία θεολογικά έργα. Διακρίθηκε επίσης ως σημαντικός ποιητής και υμνογράφος, συνθέτοντας τους περισσότερους ύμνους του Τριωδίου.