
νε΄. «Θά βρῆτε νερό ποτάμι»
Tοῦ λέει ὁ Δημήτρης: “Πάτερ μου, στό κτῆμα μας δέν ὑπάρχει νερό καί θέλουμε νά ἀνοίξουμε πηγάδι”.
— Ἔ, καί τί θές, Δημήτρη, ἀπό ἐμένα;
— Πάτερ, μοῦ λέει, κάνε μιά προσευχή στόν Ἅγιο καί πές μας (ἄν) θά βροῦμε νερό στό κτῆμα αὐτό τό μεγάλο. Εἴμαστε ἑπτά ἀδέλφια καί θά ξεραθοῦνε οἱ ἐλιές μας.
— Δημήτρη μου, λέω, ἔχε πίστη Θεοῦ, μήν στεναχωριέστε. Νερό θά βρῆτε ποτάμι.
— Πάτερ, πῶς θά τό βροῦμε;
— Νά, πάρτε τήν εἰκονίτσα τοῦ ὁσίου Δαυΐδ πού σᾶς ἔχω δώσει, σέ ὅποιο σημεῖο θέλετε μέσα στό κτῆμα σας ἐκεῖ πού εἶναι κατάλληλο γιά νά ἀνοίξετε τό πηγάδι βάλτε ἐκεῖ τήν εἰκονίτσα τοῦ ὁσίου Δαυΐδ, ράντισε καί μέ λίγο ἁγιασμό, κάντε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νά πῆς τό “Πάτερ ἡμῶν” καί τό τροπάριο τοῦ ὁσίου Δαυΐδ καί νά χτυπήσετε. Μόλις χτυπήσετε, τέκνο μου, μέ συγχωρεῖτε, τό νερό βρίσκεται στήν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. Τό κάνανε καί βρῆκαν ποτάμι νερό.
— Τώρα πάτερ μου, μοῦ λέει, τόσο (πολύ) νερό (πού βρήκαμε) δίνουμε καί σέ ἄλλους ἀνθρώπους ἐδῶ στήν Κόρινθο καί ποτίζουνε τά περιβόλια τους καί τά χωράφια τους.
»Ὅταν ἔχουμε πίστη καί ζητήσουμε κάτι ἀπό τόν Θεό θά μᾶς τό δώση. Ὅ,τι ζητοῦσα παιδιόθεν, ὁ Θεός μοῦ τό χάριζε».