Γράφει ὁ κ. Δημήτριος Λαμπρόπουλος
Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Πάφου Τυχικὸς εὑρίσκεται εἰς δεινὴν θέσιν. Διέπραξε μεγάλα σφάλματα, ὄχι βεβαίως τὰ ἀνυπόστατα τὰ ὁποῖα τοῦ καταλογίζει ὁ κατήγορος καὶ ταυτοχρόνως δικαστὴς του Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου, ἀλλὰ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα τὸν συνεβούλευσαν μύωπες τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων. Ἐπέλεξε νὰ προσφύγη εἰς τὸ Φανάρι καὶ ἐκεῖνο ἐπεβεβαίωσε τὴν ἔκπτωσίν του! Ἔδει –ἐὰν διέθετε τὸ σθενὸς- ἤδη νὰ εἶχε ἀπομακρύνει ἐκ τοῦ περιβάλλοντός του ὅσους τὸν ὡδήγησαν εἰς τὸ ἀτόπημα νὰ προσφύγη διὰ δικαίωσιν εἰς τὸ δήμιόν του!
Ἡ συλλογιστικὴ ἦτο ἐκ θεμελίων ἀνορθόδοξος, ὄχι μόνον –ὡς ἔγραψαν πολλοὶ- διότι εἶναι παράλογον νὰ αἰτῆσαι ἀποκατάστασιν ἀπὸ ἐκεῖνον τὸν ὁποῖον θεωρεῖς καὶ διακηρύττεις ὡς ἀνατροπέα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἀλλὰ πρωτίστως ἐπειδὴ δὲν ὑφίσταται καμία ἐκκλησιαστικὴ βάσις, διὰ νὰ προβῆ κάποιος εἰς ἔκκλητον. Διττὸς ὁ λόγος: Πρῶτον, δὲν ὑφίσταται ἔκκλητον, καθὼς αὐτὸ ἦτο δευτεροβάθμιον δικαστήριον, ὅταν ἦτο ἑνιαία ἡ ἐκκλησιαστικὴ διοίκησις καὶ αἱ Μητροπολιτικαί Σύνοδοι ἐδίκαζον εἰς πρῶτον βαθμόν, ὁπότε οἱ καταδικασθέντες ἐδικαιοῦντο ἐφετεῖον.
Δεύτερον, διότι αἱ προσφυγαὶ πρὸς τὴν Σύνοδον τοῦ Κων/λεως ἐγίνοντο ἀπὸ περιοχάς, αἱ ὁποῖαι ὑπήγοντο εἰς αὐτόν. Ὅστις μελετήσει παλαιὰ ἔγγραφα καὶ νόμους θὰ διαπιστώση ὅτι ἀναφέρονται εἰς τὰς ὑποκειμένας εἰς τὸ Φανάρι Μητροπόλεις. Ὡστόσον, ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἦτο ἐξ ἀρχῆς αὐτοκέφαλος καὶ ἤδη διακηρυγμένη ὡς ἔχουσα τοιοῦτον καθεστὼς ἀπὸ τὴν Γ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον, δηλαδὴ πρὶν κἄν τὸ Φανάρι ὑπαγάγη βαθμιαίως τὰς ἑκασταχοῦ αὐτοκεφάλους Μητροπόλεις εἰς τὴν διοίκησιν αὐτοῦ. Ἑπομένως, οὐδέποτε ἀνῆκεν εἰς τὴν διοίκησίν του, ὥστε νὰ ὑπάρχη ἡ ὑποψία ἐκκλήτου. Ἂν αὐτὸ συνέβη ἱστορικὰ εἰς ἐνίας περιπτώσεις εἶναι ἄνευ σημασίας, διότι δὲν δημιουργεῖ ἡ ἐξαίρεσις κανονικὸν καθεστώς. Πρόκειται δι’ ἀντικανονικὴν διαδικασίαν καὶ παρέκκλισιν ἐκ τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησιολογίας.
Τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου περιλαμβάνει δυνατότητα προσφυγῆς εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως δὲν αἴρει τὸ γεγονὸς ὅτι εἶναι ἀντικανονικόν. Ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Κύπρου περιλαμβάνει καὶ ὑπερεξουσίας τοῦ Ἀρχιεπισκόπου, αἱ ὁποῖαι εἶναι σαφῶς ἀντικείμεναι εἰς τὰ θεσπίσματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ἐπιπλέον, εἶναι ἔγγραφον κατὰ βάσιν πολιτικόν, δηλαδὴ συνομολογίας μὲ τὸ Κράτος διὰ τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὄχι ἐκκλησιαστικόν. Εἰς τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος κάποτε συμμετεῖχε καὶ ὁ Βασιλικὸς Ἐπίτροπος, πρᾶξις καθόλα ἀντικανονικὴ καὶ ὑπονομευτική τῆς συνοδικῆς λειτουργίας. Ἐπειδὴ ἦτο νομοθετημένον ἦτο καὶ ὀρθόδοξον; Προδήλως ὄχι!
Δημιουργοῦνται πραγματικὰ εὔλογα ἐρωτήματα διὰ ποῖον σκοπὸν ἐξώθησαν τινὲς τὸν Πάφου εἰς τὸ ἀπονενοημένον διάβημα, ἀλλὰ κατὰ πόσον καὶ ὁ ἴδιος εὑρίσκεται εἰς θέσιν νὰ σταθμίση μὲ νηφαλιότητα τὰ βήματα αὐτοῦ. Ὤφειλεν ἀπὸ τὴν ἀρχὴν νὰ δώση προσοχὴν εἰς ὅσα ἐγράφοντο ἀπὸ αὐτὸ ἐδῶ τὸ βῆμα, τὸ ἀνιδιοτελές, ἀνυπόκριτον καὶ πλῆρες εὐαισθησίας διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ζητήματα. Ἀπαιτεῖται λόγος τεκμηριωμένος μὲ διαυγεῖς λύσεις, ὑπευθυνότητα καὶ διορατικότητα. Ποίαν διορατικότητα εἶχον ὅσοι προέτρεπαν τὸν Πάφου νὰ καταφύγη εἰς τὸ Φανάρι, ὅταν ὅλαι αἱ ἀποφάσεις του εἶναι προδιαγεγραμμέναι, ἀφοῦ ἔχει καταργήσει τὸ συνοδικὸν σύστημα; Ὡς πρόβατον ἤχθη εἰς προμελετημένην καταδίκην!
Προφανῶς, εἶναι ἄδικος ἡ ἀπόφασις τοῦ Φαναρίου, καθὼς οἱ διωρισμένοι ὑπὸ τοῦ Κων/λεως Ἀρχιερεῖς δὲν ἐγγυῶνται δικαίαν δίκην. Τὸ ἔχει πράξει καὶ εἰς τὸ παρελθόν, ὅταν ἤλλαξε τὴν σύνθεσιν κατὰ τὸ δοκοῦν ἢ μᾶλλον κατὰ τὸ συμφέρον, ὥστε νὰ ἔχη τὴν (προσυνενοημένην;) πλειοψηφίαν, διὰ νὰ ἐπιβάλη ποινάς!
Πρόκειται, ἑπομένως, διὰ κακοδικίαν, καὶ τοῦτο δύναται νὰ τὸ ἀξιοποιήση πρὸς τὸ συμφέρον του, καταγγέλλων τὴν διαδικασίαν. Ἡ κακοδικία ὁδηγεῖ εἰς ἀπαλλαγὴν τοῦ κατηγορουμένου, καθὼς ἡ καταδίκη του ἦτο προκαθωρισμένη.
Ἕτερον ἐπιχείρημα, τὸ ὁποῖον τοῦ προσέφερεν αὐτὴ ἡ λανθασμένη διαδικασία, διότι «οὐδὲν κακὸν ἀμιγὲς καλοῦ», εἶναι ἡ παραδοχὴ εἰς τὸ ἐπίσημον ἀνακοινωθὲν τοῦ Φαναρίου (17/10/2025) ὅτι «Κατὰ τὴν ἐξέτασιν τοῦ φακέλλου τοῦ θέματος, διεπιστώθησαν παραλείψεις κατὰ τὴν ἐν τῇ Ἱερᾷ Συνόδῳ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου ἐκδίκασιν τῆς ὑποθέσεως τοῦ Μητροπολίτου Τυχικοῦ ὡς πρὸς τὰς προβλέψεις τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτου αὐτῆς»! Διακηρύσσεται δημοσίως urbi et orbi ὅτι δὲν ἐτηρήθη ὁ Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου κατὰ τὴν ἐκδίκασιν! Ἡ μὲν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου δὲν πρόκειται νὰ τὸ λάβη ὑπόψιν της (καίτοι θὰ ἔπρεπε καθὼς ἀνοίγει τεράστια ζητήματα ἀξιοπιστίας καὶ ὑπονομεύσεως τοῦ κύρους της), διὰ τὰ δικαστήρια ὅμως εἶναι πειστήριον ἐξ «ἐπισημοτάτου ἀρχῆς» ὅτι ὑπῆρξε καὶ κακοδικία εἰς τὸν πρῶτον βαθμὸν ἐκδικάσεως! Ὀφείλει ἑπομένως ὁ Πανιερώτατος νὰ προσφύγη εἰς κυπριακὰ, ἀλλὰ καὶ διεθνῆ δικαστήρια, προσκομίζων τὴν ἐπιβεβαίωσιν ὅτι παρεβιάσθησαν τὰ συμπεφωνημένα Ἐκκλησίας-Πολιτείας καὶ μάλιστα εἰς τὸ πεδίον τοῦ δικαίου!
Νὰ ὑπομνήσωμεν ὅτι ἡ καταφυγὴ εἰς τὰ δικαστήρια δὲν εἶναι μόνον ἠθικὴ ὑποχρέωσις, ἀλλὰ καὶ ἔχει τὰς ρίζας αὐτῆς εἰς τὴν βυζαντινὴν πρακτικήν, ὅπου ἀκόμη καὶ ἀποφάσεις τοῦ Πατριαρχείου «ἀνακρίνειν δυνάμενος καὶ διορθοῦσθαι ὁ βασιλεύς, πολλῷ μᾶλλον ὁ συνδικάστην διδούς, δι’ οὐδὲν ἄλλο πάντως, ἀλλ’ ἤ διὰ τὸ δεδιέναι τὸν δικαζόμενον μὴ γένηταί τι παρὰ τῆς συνόδου ἐξ ἀπειρίας ἢ ἀδικίας τῶν δικαζόντων βλαβερὸν ἐπ’ αὐτῷ, πολλῷ πλέον ἀναψηλαφήσει τὰ κριθέντα καὶ διορθώσεται καὶ τῷ ἐξ ἀδικίας ἢ ἀπειρίας τῶν δικασάντων ζημιωθῆναι κινδυνεύοντι περιποιήσεται τὸ ἀζήμιον» (Dosuments Inedits D’ Ecclesiologie Byzantine, σελ. 332 ἑξ.). Ἡ πολιτικὴ ἐξουσία ὑπάρχει, διὰ νὰ διορθώνη τὰς ἀνθρωπίνας ἀτασθαλίας ἐνίων καλουμένων ἐκκλησιαστικῶν ἀνδρῶν.
Τὸ κυριώτερον ὅμως τὸ ὁποῖον ἔχει χρέος νὰ πράξη ὁ Παν. Τυχικὸς καὶ ἀποτελεῖ καὶ τὸ πλέον βασικὸν «ὅπλον» του εἶναι νὰ ἀποταθῆ εἰς ὅλας τὰς Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας. Εἴχαμε συμβουλεύσει αὐτὸ ἀπὸ τὴν πρώτην στιγμήν, ἀλλὰ αἱ κυκλώσασαι αὐτόν Σειρῆνες ἐσαγήνευσαν καὶ ἔπεισαν αὐτὸν νὰ φορέση ὠτοασπίδας μόνον εἰς ὅσα ἐγράφοντο εἰς τὸν «Ο.Τ.». Τραγικόν… Ἡ διεθνοποίησις τοῦ ζητήματος δὲν τυγχάνει ἁπλῶς μία συνήθη καὶ ἀποτελεσματικὴ στρατηγικὴ εἰς τὰ κοσμικὰ, ἀλλὰ καὶ εἰς τὰ ἐκκλησιαστικά. Ἡ ἀρχὴ ὅτι «ἡ Ἐκκλησία δύναται χρείας οὔσης νὰ νομοθετῆ ὑπὸ συνήθεις περιστάσεις ὡσαύτως ἐν τῇ σφαίρᾳ τῆς γενικῆς νομοθεσίας, ἐὰν ἅπαντες οἱ ἐπίσκοποι, καίπερ μὴ συνελθόντες ἐν συνόδῳ, προβάλλωσιν ὁμογνωμόνως καὶ ὁμοφώνως διδασκαλίαν τινὰ ἐπὶ ἀντικειμένου» (Μίλας, Ἐκκλησιαστικὸν Δίκαιον, σελ. 414) δύναται νὰ ἐφαρμοσθῆ καὶ εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν καθὼς τὰ περιλαμβανόμενα εἰς τὸ κατηγορητήριον (ἀποτείχισις, τιμὴ ἁγίου πρὸ τῆς ἁγιοκατατάξεως κ.ἄ.) ἀπασχολοῦν εὐρύτερα τὸν Ὀρθόδοξον κόσμον.
Εἰς πᾶσαν περίπτωσιν ὁ Πάφου ἔχει τὴν διέξοδον, καταφεύγων εἰς ὅλας τὰς Αὐτοκεφάλους Ἐκκλησίας νὰ ζητήση Μείζονα καὶ Ὑπερτελῆ Σύνοδον, διὰ νὰ ἐκδικάση τὴν ὑπόθεσίν του, καθὼς ἡ Ἐκκλησία τῆς Κύπρου ἐξήντλησε τὸ πρωτοβάθμιον δικαστήριον μὲ τὴν σύνθεσιν τῆς ὁλομελείας. Ἔχει συμβῆ καὶ εἰς τὸ παρελθὸν νὰ συγκαλοῦνται τοιαῦται Σύνοδοι ὄχι μόνον διὰ νὰ τηροῦνται τὰ προβλεπόμενα ὑπὸ τῶν Ἱερῶν Κανόνων σχετικὰ μὲ τὴ διεξαγωγὴν δικαίας δίκης, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ ἐξευρεθῆ ὁριστικὴ λύσις εἰς διεκκλησιαστικὰ θέματα. Τοιοῦτον εἶναι καὶ τὸ παρόν, καθὼς ἐμπλέκεται ἄμεσα καὶ ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ δὴ ὁ Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης. Τὸ ἂν θὰ θέση τὴν Ἀρχιερωσύνην του πρώτην ὁ Πανιερώτατος καὶ θὰ προβῆ εἰς τοιαύτην ἐνεργείαν ἢ ἐὰν θὰ προτιμήση τὴν καταπάτησίν της βολευόμενος εἰς ἕνα ἀρχιεπισκοπικὸν γραφεῖον, ἂς τεθῆ θέμα προσευχῆς καὶ μελέτης τοῦ ὀρθοῦ ἐκκλησιολογικοῦ φρονήματος.