Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2025

Ἡ ἐξαγορασμένη «δημοσιογραφία»

Γράφει ὁ κ. Νικόλαος Κανῆς, δημοσιογράφος – ἐκδότης τῆς ἐφημερίδος ΜΑΧΗΤΗΣ

  ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ὅπως σκέπτονται, ἔτσι μιλοῦν. Τὰ λόγια ποὺ ἐκφέρονται εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ὑπόστασης τῶν ἐσωτερικῶν συλλογισμῶν τοῦ νοῦ. Ἔχουν – ἐπίσης – ἄμεση σχέση μὲ τὴν ψυχικὴ κατάσταση ποὺ βρίσκεται ὁ ὁμιλῶν ἢ ὁ γράφων τὴν συγκεκριμένη στιγμή.

Ο ΤΡΟΠΟΣ τῆς ἐκφορᾶς τοῦ λόγου (γραπτοῦ ἢ ρηματικοῦ) εἶναι ἄμεσα συνδεδεμένος μὲ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου, τὴν εὐγένειά του, τὴν ποιότητα τοῦ πνεύματός του.

ΣΕ Ο,ΤΙ ἀφορᾶ στὴν ὑφὴ τοῦ λόγου, τὴν ἱκανότητα τοῦ χειρισμοῦ του ἐξαρτῶνται ἀπὸ τὸν βαθμὸ τῆς γνώσης τοῦ καθενὸς τὴν πρόσ­βαση ποὺ ἔχει στὸν γλωσσικὸ ὠκεανὸ τῆς (κάθε) γλώσσας, ἐν προκειμένῳ τῆς ἀπέραντης ἑλληνικῆς.

ΑΡΑ ἡ ἔκφραση τοῦ λόγου εἶναι προϊὸν τῆς σκέψης του, ἡ ὁποία συνδιαμορφώνεται ἀπὸ τὴν ποιότητα τῆς ἐσωτερικότητάς του, τῆς γνώσης του καὶ τὸ εὖρος τῆς μάθησης καὶ τῆς κατοχῆς τῆς γλώσσας του.

ΟΜΩΣ πάνω ἀπὸ ὅλα αὐτὰ τὰ προναφερθέντα κυρίαρχο ρόλο στὸ λόγο τοῦ καθενὸς παίζει ἡ ἀξιοπρέπεια καὶ τὸ ἀξιακὸ βάρος, τὸ ὁποῖο καθένας μας διατηρεῖ στὰ ἐσώτερα τοῦ χαρακτήρα του.

Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ Γιάννης Μπέζος εἶπε ἕνα σοφὸ λόγο: «Ὁ πολιτισμὸς τοῦ ἀνθρώπου φαίνεται ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται στὸ σερβιτόρο».

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, ὁ ὁποῖος τὰ βλέπει ὅλα καὶ ὅλους ἀρνητικὰ καὶ κατακρίνει τοὺς πάντες, στηλιτεύει τὰ πάντα, ἔχει πτωχὴ πνευματικότητα. Εἶναι ἄνθρωπος χαμηλῆς αὐτοεκτίμησης, κι ἔτσι δὲν ἐπιθυμεῖ κανένα πάνω ἀπὸ αὐτόν, φοβᾶται τὴ σύγκριση καὶ προσπαθεῖ ἐκ τῶν προτέρων νὰ μειώσει τοὺς πάντες, γιὰ νὰ ζεῖ (ἔτσι νομίζει) σὲ μία κοινωνία μὲ ἀσφάλεια, ὅπου ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι ὑπὸ αὐτόν.

ΑΝΤΙΘΕΤΑ ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος γνωρίζει τὸν ἑαυτό του, ξέρει μέχρι ποῦ φτάνει, αὐτοελέγχεται μὲ αὐστηρὴ αὐτοκριτικὴ καὶ τὸ μόνο ποὺ προσπαθεῖ εἶναι νὰ διορθωθεῖ. Ἀποδέχεται τὴν ἀνωτερότητα καὶ τὴν εὐρύτητα τῶν ὄντως μεγάλων ἀνθρώπων, τοὺς θαυμάζει καὶ δὲν προσπαθεῖ νὰ τοὺς μειώσει, ἀλλὰ νὰ τοὺς φτάσει.

ΔΕΝ φοβᾶται τὶς συγκρίσεις, διότι γνωρίζει ὅτι ἡ αὐτογνωσία εἶναι μορφὴ ταπείνωσης, ἀφοῦ ἐνώπιον τοῦ Ὑπερτέλειου Θεοῦ εἴμαστε ὅλοι ἀπολύτως ἀτελεῖς.

ΤΟΝΙΖΕΙ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Σιναΐτης στὸ ὑπέροχο βιβλίο του «ΚΛΙΜΑΞ»: «Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος στὶς συζητήσεις ἐπιθυμεῖ νὰ ἐπιβάλει τὴν γνώμη του, ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ ὀρθή, ἂς γνωρίζει ὅτι νοσεῖ ἀπὸ τὴ νόσο τοῦ διαβόλου (δηλαδὴ τὴν ὑπερηφάνεια). Καὶ ἂν μὲν αὐτὸ γίνεται σὲ συζητήσεις μὲ ἴσους, ἴσως νὰ θεραπευτεῖ κάποτε μὲ τὴν ἐπίπληξη τῶν μεγαλυτέρων. Ἐὰν ὅμως αὐτὸ συμβαίνει σὲ συζητήσεις μὲ μεγαλύτερους ἢ πιὸ σοφούς, τότε τὸ πάθος του εἶναι ἀνθρωπίνως ἀθεράπευτο».

* * *

  ΛΙΓΟ μετὰ τὴν μεταπολίτευση, ἀνεφύη μία κάστα ἀνθρώπων, ἕνα μεγάλο μέρος τῆς λεγόμενης 4ης ἐξουσίας, τῆς λεγόμενης δημοσιογραφίας καὶ ἄρχισε νὰ πρωταγωνιστεῖ δίπλα στὴν πολιτικὴ καὶ στὸ οἰκονομικὸ κατεστημένο. Προϊόντος τοῦ χρόνου, ἡ κάστα ἀπέκτησε μεγάλη δύναμη καὶ ἄρχισε νὰ ἀπαιτεῖ, νὰ ἐκβιάζει (εὐσχήμως ἢ καὶ ἀπροκάλυπτα), νὰ προειδοποιεῖ. Οἱ μικροὶ ἡγέτες καὶ οἱ ἐνδοτικοὶ πολιτικοὶ τῶν ἐξουσιῶν ποὺ μᾶς κυβέρνησαν, τῆς ἔδωσαν ὅσον χῶρο ἐπιθυμοῦσε κι ἔτσι κατ’ ὄνομα καὶ μόνο – πλέον – ἡ «δημοσιογραφία» ἄρχισε νὰ παίρνει μέρος στὴ λήψη τῶν ἀποφάσεων, νὰ συνδιαμορφώνει μὲ τὴν ἡγεσία τὶς ἐξελίξεις.

ΠΙΣΩ ἀπ’ αὐτὴ τὴν ἀνοίκεια καὶ βδελυρὴ προσπάθεια τῆς κάστας κρύβονται τὰ ἀσίγαστα πάθη γιὰ ἐξουσία καὶ ταχεῖα συγκέντρωση ἀνέντιμου χρήματος. Ἀνελισσόμενοι καὶ ἕρποντες, δίκην φερέοικου κοχλία, εἶδαν τὶς προσπάθειές τους νὰ τελεσφοροῦν καὶ τὰ πάθη τους νὰ ἱκανοποιοῦνται.

ΣΗΜΕΡΑ τὰ πράγματα ἔχουν ἀλλάξει, πρὸς τὸ κοινὸ συμφέρον πολιτικῆς ἐξουσίας καὶ «δημοσιογραφίας»· οἱ ἐξουσίες ἀμείβουν μὲ ἀστρονομικὰ ποσὰ τοὺς ἀργυρώνητους αὐτοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὑποδύονται τοὺς δημοσιογράφους, ἐνῶ ἐπὶ τῆς οὐσίας ἐξαπατοῦν τοὺς πολίτες, μεταφέροντας ὡς «ἐνημέρωση» μία ἀνυπόστατη πραγματικότητα ποὺ βολεύει τὶς χρηματοδότριες κάστες τῶν ἀφεντικῶν τους.

Η ΔΙΑΦΟΡΑ αὐτῆς τῆς νέας τάξης τῶν δημοσιογραφούντων μὲ τοὺς παλιοὺς δημοσιογράφους δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀπεμπόληση κάθε ἔννοιας ἀξιοπρέπειας γιὰ χρῆμα, δόξα καὶ ἐξουσία, ἀλλὰ ἡ βαθύτερη νοοτροπία, οἱ βασικὲς ἀρχές, τὰ «πιστεύω» καὶ ὁ ἀξιακὸς προσδιορισμὸς ποὺ ὀφείλει νὰ ἔχει κάθε ἄνθρωπος.

ΕΙΝΑΙ ὀφθαλμοφανὲς ὅτι ἡ κάστα αὐτὴ – τηλεοπτικῶν, ραδιοφωνικῶν καὶ ἔντυπων δημοσιογράφων –ἡ ὁποία συζεῖ καὶ πλουτίζει ἀπὸ τὴ συνύπαρξη μὲ τὴν πολιτικὴ καὶ τὸ χρῆμα, δὲν ἀνήκει στὴν οἰκογένεια τῆς δημοσιογραφίας. Δὲν ἀσκεῖ δημοσιογραφία. Προσ­βάλλει καὶ λερώνει τὸ ὄνομα τῆς δημοσιογραφίας στὴ συνείδηση τοῦ κόσμου, καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι δὲν ἐργάζεται γιὰ τὴ δημοσιογραφία, ἀλλὰ γιὰ τὴν παραπληροφόρηση καὶ τύφλωση τοῦ λαοῦ καὶ τὰ συμφέροντα τῶν δυναστῶν τοῦ κόσμου.

– Ἡ δημοσιογραφία καταγράφει καὶ μεταδίδει στὸ κοινὸ τὰ γεγονότα. Δὲν παράγει ἀνύπαρκτα γεγονότα, ψευδεῖς εἰδήσεις.

– Ἡ δημοσιογραφία ἐλέγχει τὴν πολιτικὴ ἐξουσία. Σὲ περίπτωση ἀτασθαλιῶν ἢ ἀνομιῶν ἀνελκύει στὸ φῶς τὴν ἀπάτη. Δὲν κουκουλώνει καὶ δὲν ἀλλοιώνει, δὲν ἐξαγοράζεται.

– Ἡ δημοσιογραφία εἶναι λειτούργημα. Τουλάχιστον ἦταν στὴν πρώτη, αὐθεντική, γνήσια μορφή της. Ἐξ οὗ καὶ δὲν ὑφίσταται γιὰ τὰ συμφέροντα τῶν δημοσιογράφων, ἀλλὰ γιὰ τὰ συμφέροντα τοῦ κόσμου.

– Ἡ δημοσιογραφία εἶναι ἡ φωνὴ αὐτῶν ποὺ δὲν μποροῦν νὰ ἐκφραστοῦν, νὰ φωνάξουν. Εἶναι ἡ γνώμη ὅσων δὲν τοὺς ἐπιτρέπεται νὰ μιλήσουν.

– Ἡ δημοσιογραφία δὲν κρίνει, δὲν σχολιάζει καὶ δὲν γνωμοδοτεῖ, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὰ συμφέροντα τῆς πολιτικῆς καὶ τὶς παράνομες δουλειὲς κάποιων ἐπιχειρηματιῶν. Κρίνει, σχολιάζει, γνωμοδοτεῖ, γιὰ νὰ ὑπηρετεῖ τὴν εἴδηση στὴν πραγματική της διάσταση, νὰ φωτίζει τὰ γεγονότα, νὰ προωθεῖ ἰδέες, νὰ στηρίζει ἀξίες, νὰ ἐμπλουτίζει τὴ σκέψη. Ἡ δημοσιογραφία ἀκτινοβολεῖ ἀλήθεια, ἀξιοπρέπεια, σοβαρότητα, τιμιότητα. Καταυγάζει. Λάμπει.

– Ἡ δημοσιογραφία δὲν δημιουργεῖ εἰδήσεις. Διαχειρίζεται τὶς εἰδήσεις. Ὁ δημοσιογράφος δὲν εἶναι –οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ εἶναι – διάσημος. Δὲν εἶναι ἐξουσία. Διαχειρίζεται τὶς πράξεις, τὶς ἐπιδιώξεις καὶ τὴ λειτουργία τῆς ἐξουσίας. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὑλικὸ τῆς ἐργασίας του.

ΔΕΝ εἶναι ἀμετροέπεια ἡ δημοσιογραφία. Εἶναι σύνεση. Δὲν εἶναι ἀδολεσχία. Εἶναι σαφήνεια, ἐνάργεια. Εἶναι ἀξιοπρέπεια. Δὲν εἶναι φτήνια, μικροπρέπεια, ἐκδικητικότητα. Εἶναι σοβαρότητα, ποιότητα, ἐγκράτεια.

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ κατακεραυνώνει, ἀποκαλύπτει, στηλιτεύει μὲ δριμύτητα πολιτικὰ καὶ οἰκονομικὰ ἐγκλήματα, ὅμως γνωρίζει τὸ μέτρο καὶ τὸ ὅριο, τὰ ὁποῖα τίθενται κατὰ περίπτωση. Ἔτσι, δὲν σπαταλᾶται ἀσχολούμενη μὲ μικροπρέπειες οὔτε χάνει τὸν καιρό της μὲ εὐτελῆ γεγονότα, κουτσομπολιὰ ἐπὶ τὸ λαϊκότερον.

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ δὲν εἶναι (ὅπως κακῶς συζητεῖται καὶ θεωρεῖται εὐρέως) ἡ 4η ἐξουσία. Δὲν εἶναι κἄν ἐξουσία. Εἶναι δύναμη. Εἶναι ἐργασία σκληρή, διαρκής, ὑπεύθυνη. Εἶναι μέλημα καὶ ἔγνοια πέρα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε ἐξουσία, χωρὶς ὅρους καὶ ὅρια. Δὲν εἶναι ἀφέντης κανενός. Εἶναι ὑπηρέτης τῶν ἀναγκῶν τῆς κοινωνίας, τῆς προάσπισης τῶν συμφερόντων της.

ΣΤΗΝ ΥΓΙΗ μορφή της ἡ δημοσιογραφία δὲν ἔχει – οὔτε ἐπιθυμεῖ νὰ ἔχει – σχέσεις μὲ τὴν κακῶς ἐννοούμενη «κοσμικότητα», μὲ τοὺς δύστυχους… γκλάμουρ, μὲ τοὺς ἀξιολύπητους… σελέμπριτις. Δὲν ἔχει σχέσεις μὲ συναλλαγές, μὲ μπίζνες, μὲ ὑπόγειες καὶ παράνομες διαδρομές.

Η ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ δὲν ἔχει διάφορα πρόσωπα ἀνάλογα μὲ τὸ ποῦ ἀπευθύνεται. Δὲν εἶναι «κι ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ». Δὲν ἐκφράζεται διαφορετικὰ στοὺς «ἡμέτερους», διαφορετικὰ στοὺς ἀντιθέτως σκεπτόμενους ἢ πολιτικὰ ἀλλογενεῖς. Ἡ δημοσιογραφία εἶναι μία. Ἀληθινή, διεισδυτική, ἀποκαλυπτική, δίκαιη, ποιοτική, ἀπρόβλεπτη, ἀνυπότακτη, ἄκρως δυσεπίσχετη. Καὶ σὲ ὅποιον ἀρέσει.

* * *

  ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ, μαγνητισμένοι ἀπὸ τὰ φῶτα τῆς ἀναγνώρισης καὶ τῆς αἴγλης, σπρωγμένοι ἀπὸ τὸ πάθος τῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ πλουτισμοῦ, ὅλο καὶ περισσότεροι «φερέλπιδες» εἰσέρχονται στὸν ταλαιπωρημένο χῶρο τῆς δημοσιογραφίας. Μὲ ἀνεπαρκεῖς γνώσεις, μὲ ἀδιευκρίνιστες ἐπιδιώξεις, μὲ ἀκαλλιέργητα πνεύματα. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀναξιοπρέπεια ἀπὸ τὴν προσ­πάθεια πλουτισμοῦ μέσῳ τῆς ἀνήθικης ἄσκησης τῆς δημοσιογραφίας. Ὅμως, ἡ καλπάζουσα ἀσθένεια τῆς ἐθνικῆς μας παιδείας τοὺς χωράει ὅλους.

ΠΡΟ ἐτῶν, ἡ δημοσιογραφία λειτουργοῦσε μέσα σὲ ἕνα πεδίο μετριότητας. Τώρα ἡ μετριότητα ἔδωσε τὴ θέση της στὴν ἀνεπάρκεια. Καὶ τὸ χειρότερο εἶναι ὅτι ἡ ἀνεντιμότητα, ἡ ὁποία κάποτε χαρακτήριζε κάποιους, σήμερα ἔρχεται ταχέως, πλημμυρίζοντας τὸ σύνολο τοῦ ἔντυπου καὶ ἠλεκτρονικοῦ λόγου. Σὲ ὅ,τι, δέ, ἀφορᾶ τὴ χρήση τῆς ἐκφραστικότερης καὶ πλουσιότερης γλώσσας στὸν κόσμο, τῆς ἑλληνικῆς, ἔ, αὐτὴ βιάζεται καθημερινὰ ἀπὸ τὴν ἐπικρατοῦσα λεξιπενία καὶ τὴν προωθούμενη χρήση τῆς κενολογίας.

ΟΜΩΣ τὸ χειρότερο δὲν εἶναι ἡ ἀγραμματοσύνη ποὺ σπέρνουν οὔτε ἡ ἐπιδερμικὴ προσέγγιση καὶ ἡ παντελὴς ἀπουσία γνώσεων στὰ θέματα μὲ τὰ ὁποῖα ἀσχολοῦνται· εἶναι ἡ διαρκὴς ἀναξιοπρέπεια μὲ τὴν ὁποία συμπεριφέρονται στὸ λειτούργημα τῆς δημοσιογραφίας, ἡ ὁποία ὅλο καὶ πληθαίνει. Εἶναι ἡ ἀπουσία προτύπων καὶ ἡ ἀναγνώριση τῆς γελοιότητας ὡς αὐθεντίας. Εἶναι ὁ εὐτελισμός, ὁ ἐξ – εὐτελισμὸς τῆς δημοσιογραφίας, ἡ μετάλλαξή της σὲ λειτουργία ἀρχῶν μαφίας καὶ ἐν τέλει ἡ ὁριστικὴ ἐξαφάνισή της ἀπὸ τὶς κοινωνίες τῶν ἀνθρώπων. Τὶς κοινωνίες τῶν πολιτισμένων χωρῶν.

ΤΕΛΟΣ, εἶναι ἡ ὀδυνηρὴ ἀπουσία δασκάλων μὲ ἀρχὲς καὶ ἀξίες, ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι θὰ μποροῦσαν νὰ ἀποτελέσουν πνευματικὰ πρότυπα, νὰ ἐμπνεύσουν τοὺς νέους, νὰ τοὺς ἀποτρέψουν ἀπὸ κάθε εἴδους διαπλοκὴ μὲ ὁποιαδήποτε ἐξουσία, νὰ ἐπαναφέρουν τὴ σχέση δημοσιογραφίας – κοινωνίας στὸ ἀξιακὸ ὕψος ποὺ τῆς ἀξίζει.

ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ὅτι ἡ δημοσιογραφία εἶναι ἄρρηκτα συνυφασμένη μὲ τὴ Δημοκρατία. Ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὸ πνεῦμα τὸ ὁποῖο προσπαθεῖ νὰ μείνει ἐλεύθερο, ἀντιστεκόμενο στὸ σκοτεινὸ «πνεῦμα» τῆς ἑκάστοτε ἐξουσίας, τὸ ὁποῖο πάντα ἐπιθυμεῖ τὴ διαιώνιση τῆς ἐξουσίας τῶν ὀλίγων. Δυστυχῶς, τὸ ὑψηλὸ λειτούργημα τῆς δημοσιογραφίας κατάντησε σήμερα νὰ εἶναι ἡ «γλοιώδης κόλλα», ἡ σιλικόνη στοὺς ἁρμοὺς τῶν ἐκφάνσεων τῆς πολιτικῆς, τῆς τέχνης, τῶν παρεκκλινόντων ἐκφραστῶν τῆς πολεμούμενης Ὀρθοδοξίας.

ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ εὔκολο πρᾶγμα νὰ λὲς ὅτι εἶσαι, καὶ νὰ εἶσαι δημοσιογράφος. Ἔχεις νὰ παλέψεις μὲ θηρία. Μὲ παγιωμένες πολιτικές, μὲ κατεστημένα, μὲ οἰκονομικὰ συμφέροντα ποὺ δὲν ὀρρωδοῦν κατὰ καμίας δύναμης, μὲ τὴν ἀνομία, τὴν ἀδικία, τὸν στρουθοκαμηλισμὸ τῶν «ὑπεύθυνων» καὶ τὸν ἐλεφαντισμὸ τῶν «ἀνεύθυνων», μὲ τὴν προπαγάνδα, μὲ τὸν ἀποπροσανατολισμὸ τῆς κοινῆς γνώμης, μὲ τὸ ψέμα, τὸ δῆθεν, τὴν κοινωνικὴ ἀλλοίωση, ἡ ὁποία εἶναι ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν παραπάνω. Ἀλλοίωση καὶ σήψη παντοῦ.

ΜΑΖΙ μὲ ὅλα αὐτὰ ἔχεις νὰ ἀντιμετωπίσεις τὴν αὐτόκλητη καὶ ἐγκάθετη «δημοσιογραφία» μὲ τὰ φερέφωνα καὶ τὶς καρικατοῦρες, μὲ ὅλο αὐτὸ τὸ ἀηδιαστικὸ καραγκιοζιλίκι ποὺ πρωταγωνιστεῖ στὸν χῶρο καὶ μολύνει μὲ τὴ λειτουργία του τὴν πρωτογενῆ, τὴν ἀμιγῆ ἔννοια τῆς δημοσιογραφίας.

ΜΑ ΠΙΟ πολὺ ἔχεις νὰ παλέψεις μὲ τὸν ἴδιο σου τὸν ἑαυτό, μὲ τὶς ἐπιρρέπειες καὶ τὶς ἀδυναμίες σου. Νὰ ἀντισταθεῖς, νὰ μὴ ὑποκύψεις. Νὰ μείνεις αὐτὸ ποὺ ὀφείλεις νὰ εἶσαι, αὐτὸ ποὺ ἡ συνείδηση ἀπαιτεῖ νὰ εἶσαι. Δηλαδὴ ἡ φωνὴ αὐτῶν ποὺ δὲν ἔχουν φωνή, ἡ γνώμη αὐτῶν ποὺ δὲν τοὺς ἐπιτρέπουν νὰ ἐκφραστοῦν.

* * *

  «Σοῦ ἐξοφλοῦμε ὅλα τὰ δάνεια, τὰ χρέη σὲ ΔΟΥ, ΙΚΑ καὶ σοῦ καταθέτουμε ἕνα ποσὸ ποὺ ἐσὺ θὰ μᾶς πεῖς στὴν τράπεζα… (παραλείπω τὸ ὄνομά της). Ἐσὺ ὑποχρεοῦσαι νὰ πράττεις ἀπαρεγκλίτως τὰ ἀκόλουθα».

  Αὐτὴ ἦταν συνοπτικὰ ἡ πρόταση, τὴν ὁποία δέχθηκε κάποιος δημοσιογράφος πρὶν χρόνια.

  Ἡ… ὑποχρέωσή του συνίστατο στὴν ἀπόλυτη ἀπεμπόληση ἀρχῶν, ἀξιῶν, πιστεύω. Ἐπὶ τῆς οὐσίας, τοῦ ζητοῦσαν νὰ τοὺς πουλήσει τὴ συνείδησή του, ὁλόκληρη τὴ φιλοσοφία τῆς ἰδεολογίας του ὡς ἄνθρωπος, τὸν πνευματικὸ ἑαυτό του.

  Ὅταν γύρισε στὸ σπίτι του, κοίταξε στὸν καθρέφτη τῆς εἰσόδου τὸ πρόσωπό του, τὸ «κατ’ εἰκόνα», κι εὐχαρίστησε τὸν Τριαδικὸ Θεὸ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη.

  Ἀγκάλιασε τὶς μικρὲς τότε κόρες του κι ἔνιωσε σὲ ὅλο του τὸ εἶναι τὴν ἐκρηκτικὴ δύναμη, τὴν ὁποία χαρίζει Ἐκεῖνος στοὺς πιστοὺς στὸ θέλημά Του.

«Καὶ δὲν νομίζεις ὅτι εἶναι ἁπλὰ μία ἰσχυρὴ δύναμις, ἀλλὰ ὡσὰν μίας ἄλλης ζωῆς αἴσθησις, ἄγνωστος καὶ ἄγευστος εἰς τοὺς μὴ εἰδότας τοιαῦτα». (Ἅγιος Ἰωσὴφ Ἡσυχαστής, Ἅγιον Ὄρος, † 1959).

https://orthodoxostypos.gr