Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2025

Περί ἱερωσύνης κατά τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη καί περί τῶν καθηκόντων τοῦ Ἱερέως.

«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»

Ὑπό Ρουμάνου Γέροντος π. Κλεόπα Ἠλίε.

«Σύ εἶ ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ» (Ψάλμ. 109,4).

Άδελφοί καί Πατέρες,

Επειδή καί έγώ ὁ άμαρτωλός καί τελείως άνάξιος έ­λαβα έπάνω μου τόν βαρύ ζυγό τῆς ἱερωσύνης καί Πνευ­ματικής πατρότητος, σκέφθηκα, μετά άπό τούς λόγους περί τών αιτιών καί τών βαθμίδων τῆς ἁμαρτίας, τά ό­ποία πρέπει νά γνωρίζουν οἱ ιερείς γιά νά οδηγούν, στήν έκάστοτε περίπτωσι, σωστά τούς πιστούς, νά ομιλήσω τώ­ρα γιά τήν ίερωσύνη τοῦ Νόμου καί τῆς Χάριτος καί μερι­κά άπό τά καθήκοντα πού έπιβάλλονται στούς ιερείς τῆς ἱερωσύνης τῆς Χάριτος. Καί ιδού τί έχω νά σάς ειπώ:

Ἡ ίερωσύνη τοῦ παλαιού Νόμου θεσπίσθηκε άπό τόν Θεό διά τοϋ Μωύσέως καί Ααρών. Αύτή ἡ ίερωσύνη έτελείτο μέ έπίχρισι ύπό τοῦ Μωϋσέως, πού ἐνεργοῦσε ἐν ο­νόματι τοῦ Θεοῦ. Ἡ τελετή αύτή γινόταν μπροστά άπό τήν άγία σκηνή, παρουσία τοῦ λαοῦ καί ολοκλήρου τῆς κοινότητος (Λευϊτ. 8,34). Τόσο ὁ Ααρών όσο καί οἱ άπόγονοί του πρώτα έκαθαρίζοντο συμβολικώς βέβαια μέ νε­ρό ἀπό τόν Μωϋσή (κεφ. 6 ένθ. άνωτ.), κατόπιν έβγαζαν τά ένδύματά των καί φορούσαν τά ειδικά άμφια τά όποία έκτοτε χρησιμοποιούσαν στήν ώρα τής ιερατικής υπηρε­σίας των. Ό ίδιος ὁ Μωϋσής έχριε τούς ὑποψηφίους μέ λάδι μέ τό όποίο καί άγιαζε τήν Άγία Σκηνή τοῦ Μαρτυ­ρίου καί όλα τά έργα αὐτοῦ πού έθυσίαζε τό ζώο καί τό μετέφερε ώς θυσία έξιλεώσεως ('Ένθ[1] άνωτ. κεφ. 1015). Οἱ ιερείς πού έπλησίαζαν τόν Θεό, έπρεπε νά έξαγνίζωνται καί αύτοί, γιά νά μή τούς πατάξη ό Κύριος διά τοῦ θα­νάτου (Εξοδ. 19,22). Μετά άπό μία παρόμοια τελετή μέ τόν ίδιο σκοπό, έξαγνίζοντο καί οἱ Λεύΐται στήν ιερουρ­γία τής Σκηνής τοῦ Μαρτυρίου (Αριθμ. 8,510). Οἱ ιερείς τοῦ παλαιοῦ Νόμου εἶχαν καθῆκον νά προσεύχωνται γιά τήν συγχώρησι τῶν άμαρτιών τῶν ἀνθρώπων, νά διδά­σκουν τά παιδιά τοῦ Ισραήλ τίς έντολές πού έδωσε ό Θε­ός στόν Μωϋσή (Λευϊτ. 10,1112) καί εἶχαν τό δικαίωμα νά δικάζουν τίς ἀσυμφωνίες μεταξύ τῶν πιστῶν (Δευτ. 12,813). Ἀκόμη οἱ ιερείς τοῦ παλαιού Νόμου εἶχαν καί μερικές ἁρμοδιότητες, ἐκτός ἀπό τίς θρησκευτικές, ό­πως π.χ. νά ένδιαφέρωνται γιά τήν ὑγεία τοῦ λαοῦ (Λευϊτ. κεφ. 13). Τόσο οἱ ἱερεῖς όσο καί οἱ Λευΐται διάκονοι είχαν καθήκον νά σέβωνται ώρισμένες ύποχρεώσεις πού είχαν θεσπισθή ειδικά γιά τό τάγμα των:

Δέν τούς ἐπιτρεπόταν νά πίνουν κρασί: «Καί έλάλη Κύριος τῷ Ααρών λέγων: οίνον καί σίκερα οὐ πίεσθε, σύ καί οἱ υιοί σου μετά σοῦ, ή νίκα έάν είσπορεύησθε εις τήν σκηνήν τοῦ Μαρτυρίου...» (Λευϊτ. 10,89).

Νά μή ξυρίζουν καθόλου τά μαλλιά τῆς κεφαλῆς των καί τοῦ γενείου των (Λευϊτ, 21,5).

Οἱ ιερείς τοῦ Νόμου ήταν ύποχρεωμένοι νά διά­γουν άγία ζωή, όπως είναι γραμμένο: «Ἅγιοι ἔσονται τῷ Θεῷ αὐτῶν καί οὐ βεβηλώσουσι τό όνομα τοῦ Θεοῦ αὐτῶν" τάς γάρ θυσίας Κυρίου δώρα τοῦ Θεοῦ αύτών αύτοί προσφέρουσι καί έσονται άγιοι» ('Ένθ. άνωτ. στίχ. 6).

Οί ίερεῖς τού παλαιού Νόμου έπρεπε νά έχουν με­γάλη ύπόληψι καί σεβασμό άπό τόν λαό, ώσάν νά είναι ά­γιοι (Λευϊτ, 21,8).

Νά μή έχουν εδαφική άτομική έκτασι άπό τίς έκτάσεις τοῦ Ισραήλ, άλλά νά συντηρούνται καί νά τρέ­φονται άπό τά δώρα πού έφερναν οί πιστοί στήν Σκηνή καί άπό τίς θυσίες (Δευτ. 18,15).

Έσημείωσα έδώ μερικά άπό τούς ίερεῖς τοῦ πα­λαιού Νόμου, έπειδή όλα αυτά είχαν συμβολικό χαρα­κτήρα καί ἀποτελοῦσαν σκιά καί ύποτυπώσεις αὐτῶν πού έπρόκειτο νά έλθουν, νά συμπληρώσουν καί τελειο­ποιηθούν μέσα στόν Νόμο τής Χάριτος, καθόσον οί θυ­σίες καί ἡ ίερωσύνη τοῦ παλαιού Νόμου τίποτε δέν πραγ­ματοποίησε στήν τελειότητα, όσον άφορά τό σωτήριο ἔρ­γο τοῦ Θεοῦ. Μάλιστα τόσο πολύ προσκολλήθηκε στά τυπικά καθήκοντά της, ὥστε ἔφθασε μέ τόν καιρό νά ὑπηρετῆ τά εἴδωλα (βλέπε Κριταί κεφ. 17 καί 18ον).

Γιά τόν μεγάλο αὐτόν πνευματικό σκοπό τῆς διατη­ρήσεως τοῦ άληθινοῦ περιεχομένου τῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη, άνέλαβαν άργότερα οἱ ἅγιοι Προφήται τό ἔργο αὐτό, άρχίζοντας ἀπό τήν ἐποχή τοῦ προφήτου Σαμουήλ. Μέ αύτούς τούς Προφήτας, τούς ό­ποιους άνεδείκνυε ὁ Θεός μέσα άπό τόν λαό, μέ έξαιρετικό τρόπο κλήσεως, οἱ ίερεῖς ήρχοντο σέ συναίσθησι καί τήρησι τῶν παραδοθέντων. Επίσης οἱ Προφήται τιμω­ρούσαν καί κτυπούσαν άλύπητα, έν ονόματι τοῦ Θεοῦ, ὄ­χι μόνο τίς ἁμαρτίες τοῦ λαοῦ, ἀλλά καί τῶν ἱερέων (βλέ­πε Έζεκία 12,6, 'Ησαίου 62,6). Ολοι οἱ Προφήται οἱ ό­ποιοι ἤλεγχαν μέ σκληρότητα τίς ἠθικές πτώσεις τῶν ιε­ρέων τῆς Παλαιάς Διαθήκης, προέλεγαν σ' αύτούς καί τήν έλευσι τοῦ Μεσσίου καί ότι ὁ Κύριος θά τοποθετήση άλλους ποιμένας, πού θά εἶναι ἄξιοι γιά τό έργο τῆς ποιμάνσεως τοῦ λαοῦ (Ήσάίου 54,21). Καί αὐτά μέχρι ἐδῶ εἶναι ἀρκετά γιά τήν ἱερωσύνη τοῦ παλαιοῦ Νόμου.

Στήν συνέχεια θά ομιλήσουμε μερικά γιά τούς ίερεῖς τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος καί γιά τά καθήκοντά των μέ τά ὁποῖα εκπληρώνουν τόν Νόμο. Σύμφωνα μέ τίς μαρτυρίες πολλῶν Πατέρων, ὁ μέγας Απόστολος Παύλος ήταν ὁ ἐκ τῶν μεγαλυτέρων πνευματικών διδασκάλων, τόν ό­ποῖον είχε ποτέ ὁ Χριστιανισμός. Ὁ θεμελιώδης νόμος τοῦ ποιμαντικοῦ του ἔργου ήταν ἡ άγάπη, διότι ἦταν ὁ ί­διος στήν πνευματική κορυφή τῆς χριστιανικῆς ἱερωσύνης. Αὐτός ὁ μεγάλος Απόστολος τῶν ἐθνῶν ώμίλησε περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους ἁγίους Αποστόλους γιά τήν τελειότητα τῆς ἱερωσύνης στήν Καινή Διαθήκη καί γιά τά μεγάλα καί μικρά καθήκοντα τῶν χριστιανῶν πρός τούς ιερεῖς, δεδομένου ὅτι αὐτά δέν ύπήρχαν στούς ίερεῖς τῆς Παλαιάς Διαθήκης, τόσο ὡς σκέψις ὅσο καί ὡς ἔργο, ἀλλ' ὅμως συμπληρώθηκαν καί τελειοποιήθη­καν στήν χριστιανική ἱερωσύνη. Τά σπουδαιότερα χαρα­κτηριστικά αὐτῶν εἶναι τά ἑπόμενα:

Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος εἶναι ἐκ φύ­σεως θεία, ἐπειδή θεμελιώθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Σωτῆρα καί πηγάζει ἀπό τήν ἰδική Του ἁγία ἱερωσύνη.

Ἡ διάκρισις τής ίερωσύνης τής Παλαιάς Διαθή­κης άπό τήν ίερωσύνη τής Νέας γίνεται μέ σαφήνεια άπό τόν Απόστολο Παύλο στήν πρός Εβραίους έπιστολή του (4,14 καί 10,22).

Ἡ ίερωσύνη τοῦ Σωτήρος, ἡ όποία εἶναι φυσική σ' Αύτόν καί ἀποτελεῖ τήν πηγή καί τό θεμέλιο τῆς χριστια­νικής ίερωσύνης, είναι πρώτα θεία καί μετά άνθρωπίνη, δεδομένου ότι ὁ Χριστός —ὁ Μέγας Αρχιερεύς— εἶναι ό­χι μόνο ἄνθρωπος, άλλά καί Θεός.

Ἡ ίερωσύνη τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, δέν άντικαθιστᾶ τόν θρόνο τῶν Προφητῶν καί Πατριαρχῶν, έτσι ὅπως ήταν ἡ Ιερωσύνη τῆς Παλαιάς Διαθήκης, άλλά αύτή έχει στόν θρόνο τόν Χριστό Θεό, τόν θεμελιωτή της. Γι' αύτό όποιος κατακρίνει καί όνειδίζει τόν ιερέα τοῦ Νόμου τῆς Χάριτος, ὀνειδίζει καί ύβρίζει τόν ίδιο τόν Χριστό καί Θεό μάς.

Ἡ Ιερωσύνη τής Χάριτος είναι έξ ολοκλήρου άγία καί άμωμος, έτσι όπως ήταν καί είναι ό θεμελιωτής της, ὁ Κύριος καί Σωτήρ ήμών, ὁ όποιος δέν είχε άνάγκη, όπως οἱ άλλοι άρχιερείς, νά προσφέρη θυσίας γιά τόν έαυτό Του, διότι δέν είχε άμαρτίες, μολονότι ήταν άνθρωπος ὅμοιος σέ όλα μέ εμάς.

 ίερωσύνη τοῦ Νόμου τής Χάριτος είναι όχι μόνο θεία, άγία καί άμωμος, άλλά καί άφθαρτη καί αιώνια, ε­πειδή καί ὁ Σωτήρ μας είναι ὁ αιώνιος Άρχιερεύς, κατά τήν τάξιν Μελχισεδέκ (Έβρ. 6,20).

 ίερωσύνη τής Χάριτος εύρίσκεται ύψηλότερα ά­πό τήν ίερωσύνη τοῦ Ααρών καί τών άλλων άρχιερέων (Έβρ. 7,11). Ἀφοῦ είπαμε όλα τά ἀνωτέρω γιά τήν ίερω­σύνη στήν Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί ότι ή Χάρις τελειοῦται στήν ίερωσύνη τῆς Χάριτος, τώρα είναι κατάλ­ληλη ή στιγμή νά ειπούμε καί τά σπουδαιότερα καθήκον­τα τών ορθοδόξων ιερέων:

Ὁ ορθόδοξος ιερεύς πρέπει νά άγωνίζεται σέ όλα, ανάλογα μέ τίς δυνάμεις του, νά όμοιάση μέ τόν Σωτήρα Χριστό, τόν μεγάλο Ποιμένα τών λογικών προβάτων (Ά Πέτρ. 5,4).

 ιερεύς πρέπει νά έχη μεγάλη φροντίδα γιά τό ποίμνιο τό όποιον τοῦ έμπιστεύθηκε ό Θεός καί σέ μεγά­λους κινδύνους νά θυσιάζη άκόμη καί τήν ζωή του γιά νά τό προστατεύση, όπως έκανε ό άγιος Ιγνάτιος ό θεοφόρος καί άλλοι πολλοί Πατέρες καί ποιμένες τής Εκκλη­σίας.

 ιερεύς πρέπει νά εἶναι στολισμένος σ' όλη τήν ζωή του μέ τίς μεγάλες πνευματικές ἀρετές τῆς ἀγάπης, τῆς ταπεινώσεως, τῆς πραότητος καί τῆς σωματικῆς καί ψυχικῆς καθαρότητος.

 ιερεύς είναι ύποχρεωμένος νά έχη στενό πνευ­ματικό δεσμό μέ τό ποίμνιο του καί νά έπιβλέπη άπό κον­τά τήν ζωή του καθενός έκ τών ενοριτών του.

Τό καθήκον τοῦ ιερέως εἶναι όχι μόνο νά φροντίζη γιά τά παρόντα λογικά του πρόβατα, άλλά άγρύπνως νά σκέπτεται καί γιά τά χαμένα καί πλανεμένα, τά όποια έ­πεσαν στήν άπιστία ἤ στίς αιρέσεις, πώς θά τά έπαναφέρη καί έκεῖνα στήν ποίμνη τοῦ Χριστοῦ.

Νά διδάσκη τό θέλημα τοῦ Θεο στούς ένορίτας του, νά τούς καταρτίζη μέ τόν λόγο καί τό παράδειγμα τής ζωής του, ώστε νά τούς προαγάγη πνευματικά.

Νά διατηρή άδιάκοπο τόν δεσμό μέ τόν Σωτήρα Χριστό διά τής προσευχής, ώστε σέ κάθε καιρό καί χρό­νο νά έχη τήν βοήθεια το Θεο, ιδιαίτερα στήν ιερά του άποστολή, όπως μάς λέγη ό ίδιος ό Κύριος: «Μείνατε έν έμοί κάγώ έν ύμῖν... ότι άνευ έμο ού δύνασθε ποιεΐν ούδέν» (Ίωάν. 15,4). Είθε αύτή ἡ έντολή νά εφαρμόζεται α­πό όλους τούς χριστιανούς, άλλά κυρίως αύτή άπευθύνεται στούς Ιερείς, οἱ όποιοι πρέπει πάντοτε νά είναι μέ τόν Χριστό καί ὁ Χριστός μέ αύτούς.

Νά έχη μία ζωή άγία καί άκηλίδωτη, νά είναι προ­σεκτικός, εύπρεπής, φιλόξενος, έγκρατής άπό ποτά, άφιλοκερδής, πράος, καλός κυβερνήτης τοΰ σπιτιού του καί τά παιδιά του μέ σεμνότητα νά ύποτάσσωνται σ' αύτόν (πρβλ. Ά Τιμ. 3,15).

Νά διδάσκη τούς άλλους μέ έπιδεξιότητα, νά τούς προτρέπη στήν ύγιή διδασκαλία καί νά έλέγχη τούς άτάκτους. Αύτός πρέπει νά εἶναι άνώτερος άπό τούς πιστούς ώς πρός τήν πνευματική σοφία, τήν θεμελιώδη γνώσι τών Αγίων Γραφών, τών Ιερών Κανόνων, τών δογμάτων τής πίστεως καί τών διδαχών τών Αγίων Πατέρων. Μέ ένα λόγο νά είναι παράδειγμα στούς χριστιανούς του μέ τόν λόγο, τήν συναναστροφή, τήν άγάπη, μέ τό πνεύμα, τήν πίστι καί τήν καθαρή του ζωή (πρβλ. Α' (Τιμ. 4,12)·10). Νά άγωνίζεται γιά τήν ήθικότητα καί ψυχική κα­θαρότητα τής ζωής τών πιστών καί νά προσεύχεται άνά πάσαν στιγμήν γιά όλους (Τίτ. 3,12).

Νά άποφεύγη τίς παρεξηγήσεις καί μάταιες συζη­τήσεις μετά τών πιστών του. Αντίθετα νά άγρυπνή γιά τήν ψυχική ενότητα τού ποιμνίου του, νά καταπολεμή τούς σπείροντας ζιζάνια, νά έπιβάλη τήν πειθαρχία στούς πιστούς καί νά προστατεύη τό ποίμνιο του άπό τήν λύμη τών αιρέσεων (Α' Τιμ. 6,20).

Νά κηρύττη σέ κάθε πνευματική εύκαιρία γιά τήν ειρήνη, τήν άγάπη καί καλή συνεργασία μεταξύ τών ένοριτών του, νά παρακολουθή τούς άνδρες καί τίς γυναίκες στά πνευματικά των έργα καί ιδιαίτερα τής προσευχής. Νά άνησυχή γιά τόν άγιο θησαυρό τής παραδόσεως καί διδασκαλίας τών Αγίων Πατέρων καί Αποστόλων, πού έφθασαν μέχρι τώρα μέ τόν γραπτό καί προφορικό λόγο (Β' Τιμ. 1,1214).

Νά κηρύττη μέ παρρησία, χωρίς φόβο καί άνάπαυλα τίς διδασκαλίες τών Πατέρων στούς χριστιανούς (Α' Τιμ. 4,13).

Νά γνωρίζη μέ τί τρόπο νά συμβουλεύη τά πνευ­ματικά του παιδιά, άνάλογα δηλ. μέ τήν ήλικία, τήν μόρφωσι καί τίς άλλες σωματικές καί πνευματικές τους α­νάγκες. Επίσης πρέπει νά είναι ελεήμων πρός όλους, νά συμβουλεύη τούς έχοντας άνάγκη προσανατολισμού, νά βοηθή τούς πτωχούς, τίς χήρες καί τά ορφανά (Α' Τιμ. 5,1 καί 6,17).

Νά έμβαθύνη συχνά στά νοήματα τών Θείων Γρα­φών καί νά τρέχη πάντοτε στήν άνάγνωσι των, όπως ή έλαφος τρέχει στίς πηγές τών ύδάτων, διότι αυτές περιέ­χουν τά όπλα τού πνευματικού πολέμου καί τά φάρμακα θεραπείας τών τραυματισμένων άπό τήν άμαρτία ψυχών.

Νά ύποτάσσσεται στούς νόμους του κράτους καί πάντοτε νά είναι έτοιμος νά βοηθήση σέ όποιοδήποτε ώφέλιμο κοινοτικό έργο (Ρωμ. 13,17).

Νά τιμά καί άσχολεῖται μέ τήν έργασία γιά τήν ά­πόκτησι τών άναγκαίων ολοκλήρου το οικογενειακο του βίου.

Νά προσεύχεται στόν Θεό γιά τίς κρατικές έξου σίες καί τούς άρχοντας τοϋ τόπου, γιά τήν προστασία τών όρθοδόξων πιστών άπό τίς διδασκαλίες τών άπι­στων, καί τούς κοσμικούς καί γραώδεις μύθους (Α' Τιμ. 4,7).

Νά είναι ικανός γιά όλα καί τέλειος σέ κάθε έργο άγαθό.

Νά έπαγρυπνή σ' όλα τά καλά έργα καί νά ύπομένη όλες τίς δοκιμασίες πού περνά στήν περίοδο τής έπιτελέσεως το εύαγγελικο του έργου (Β' Τιμ. 4,5).

Νά είναι πάντοτε συνεργάτης μέ τόν Θεό γιά τήν σωτηρία τών άνθρωπίνων ψυχών (Α' Κορ. 3,69).

Νά καλή σέ μετάνοια τούς άμαρτωλούς (Λουκ. 24,47). Νά διδάσκη τήν οδό τής σωτηρίας καί τόν τρόπο συγχωρήσεως τών άμαρτιών (Λουκ. 1,77, Πράξ. 16,17, Ίωάν. 20,23). Νά όδηγή τούς πλανωμένους στήν άληθινή πίστι το Χριστο (Ρωμ. 1,5 καί 10, 814). Νά σκορπίζη τό σκοτάδι τής άγνωσίας το Θεο (Ματθ. 5,1416).

Νά είναι στόν βίο του καθαρός, άμεμπτος, ειλι­κρινής καί ταπεινός (Β' Κορ. 1,12 Α' Τιμ. 2,2). Νά είναι γεμάτος άπό άγάπη γιά τό ποίμνιο του (Α' Κορ. 16,24). Νά μή άγαπά τόν έαυτό του, νά είναι ειρηνικός πρός ό­λους καί νά ύπομένη τά παραπτώματα τών αμαρτωλών έως ότου διορθωθούν (Ά Κορ. 8,13 9,12 καί 10,32). Νά εί­ναι πρός όλους παράδειγμα άγάπης, πίστεως καθαράς καί νά εργάζεται γιά τήν σωτηρία όλων χωρίς κερδοσκο­πία, φιλοδοξίες ή κάτι άλλο παρόμοιο (Α' Τιμ. 3,2 Α' Θεσ. 2,4).

Ολα αύτά τά καθήκοντα καί ποιμαντικές διατάξεις είναι γραμμένα γιά τούς ποιμένας τής Εκκλησίας το Χριστο άπό τήν άποστολική εποχή καί έφαρμόσθηκαν πρώτα άπό τόν Απόστολο Παύλο καί τούς άλλους Πατέ­ρας καί Ποιμένας τής Εκκλησίας το Χριστο άπό τήν πρώτη άκόμη χριστιανική εποχή. Ό ιερός Χρυσόστομος, άναφερόμενος στήν άγιότητα τήν όποία πρέπει νά έχη ό ιερεύς καί ιδιαίτερα, όταν λειτουργή, λέγει τά έξής: «Καθαρώτερο άπό τίς άκτῖνες το ήλίου πρέπει νά είναι τό χέ­ρι σου, ώ ίερε, άφο μέ αύτό έσύ θυσιάζεις τόν 'Αμνό το Θεο, τόν αἴροντα τήν άμαρτία το κόσμου». Ένώ ό Μά­ξιμος ό Όμολογητής λέγει ότι «ό ιερεύς καί άν άκόμη φροντίζη νά είναι ή ζωή του άγία, άλλά δέν νοιάζεται γι' αύτούς πού τόν άκούουν, θά βασανίζεται στό αιώνιο πρ ώς ένας πόρνος». Κάτι παρόμοιο έλεγε καί ένας άλλος ά­γιος πατήρ: «Ό ιερεύς πού έπιτελεῖ άναξίως τήν Θεία Λει­τουργία είναι δεύτερος Ιούδας καί βαρύτερα θά βασανί­ζεται στό πρ τής γεέννης άπό ό,τι έκεῖνος». Καί πάλι άκούομεν τόν Ιερό Χρυσόστομο νά λέγη: «Ό επίσκοπος ἤ ό ιερεύς πού δέν είναι ένήμέρος τών Θείων Γραφών καί τών διδασκαλιών τών Αγίων Πατέρων, καθώς καί στήν πρακτική φιλοσοφία, δηλ. στήν κατά Θεόν ζωή, γίνεται αίτιος άπωλείας όλων τών ένοριτών καί πνευματικών του τέκνων».

Ιδού λοιπόν, πατέρες καί άδελφοί, καί ιδιαίτερα ε­σείς πού έλάβατε, εκτός άπό τό μοναχικό Σχήμα καί τό φορτίο τής ίερωσύνης, πόσο μεγάλη θά είναι ή άπολογία μας ένώπιον το Θεο καί πόσο ύψηλά καθήκοντα έχου­με ώς ίερεῖς καί λειτουργοί το Ιερο Βήματος.

Γι' αύτό, άδελφοί μου, νά άγρυπνομε καί νά προσευχώμεθα στήν άπειρη άγαθότητα το Θεο μας νά μάς βοηθήση μέ τήν Χάρι Του νά έπιτελομε, όσο μπορούμε σωστά, αύτά τά ύψηλά μας καθήκοντα, γιά νά μή τιμω­ρηθομε στήν αιωνία κόλασι, λόγω τής οκνηρίας, αναι­σθησίας καί άδιαφορίας μας. Αμήν.

Μετάφρασις ἀπό τά ρουμανικά. π. Δαμασκηνός Γρηγοριάτης



[1]          Τόσο οἱ ἱερεῖς ὅσο καί οί Λευΐται, καθώς καί όλοι οί ύπηρέται τής Αγίας Σκηνής ήταν ύποχρεωμένοι νά έ­χουν άκεραιότητα στό σώμα, δηλ. νά μή εἶναι ἀνάπηροι σωματικῶς, όπως κουτσοί, τυφλοί, κυρτωμένοι κ.λ.π. (Λευϊτ, 21, 1623). Αὐτή ἡ τάξις επεκράτησε καί στούς χριστιανούς ιερείς (78, 79 Αποστολικοί Κανόνες).

Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου