Κάποτε ένας αδελφός πλησίασε τον γέροντα και του είπε:
«Γέροντα, έχω μεγάλη κρίση και αμφιβολία στην προσευχή μου. Δεν ξέρω αν ο Θεός με ακούει.»
Ο γέροντας του απάντησε:
«Πάρε ένα κερί και άναψέ το.»
Ο αδελφός πήρε το κερί και το άναψε.
Ο γέροντας είπε: «Κοίτα το φως του κεριού.»
Ο αδελφός κοίταξε το φως που έλαμπε στα σκοτεινά.
«Τι βλέπεις;» τον ρώτησε ο γέροντας.
«Βλέπω φως που διώχνει το σκοτάδι», απάντησε.
Ο γέροντας τότε του είπε:
«Έτσι και η προσευχή σου. Ακόμα και όταν δεν νιώθεις κάτι, όταν έχεις αμφιβολίες και κρίση, η προσευχή σου είναι σαν το κερί που ανάβει μέσα στο σκοτάδι.
Σιγά σιγά, με την υπομονή και την επιμονή, το φως θα μεγαλώσει και το σκοτάδι θα φύγει».
«Γέροντα, έχω μεγάλη κρίση και αμφιβολία στην προσευχή μου. Δεν ξέρω αν ο Θεός με ακούει.»
Ο γέροντας του απάντησε:
«Πάρε ένα κερί και άναψέ το.»
Ο αδελφός πήρε το κερί και το άναψε.
Ο γέροντας είπε: «Κοίτα το φως του κεριού.»
Ο αδελφός κοίταξε το φως που έλαμπε στα σκοτεινά.
«Τι βλέπεις;» τον ρώτησε ο γέροντας.
«Βλέπω φως που διώχνει το σκοτάδι», απάντησε.
Ο γέροντας τότε του είπε:
«Έτσι και η προσευχή σου. Ακόμα και όταν δεν νιώθεις κάτι, όταν έχεις αμφιβολίες και κρίση, η προσευχή σου είναι σαν το κερί που ανάβει μέσα στο σκοτάδι.
Σιγά σιγά, με την υπομονή και την επιμονή, το φως θα μεγαλώσει και το σκοτάδι θα φύγει».