«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Τί εἶπε τό κρανίο εἰδωλολάτρου στόν ἀββᾶ Μακάριο.
Ὁ Ἀββᾶς Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος διηγήθηκε στούς ὑποτακτικούς του τό ἐξῆς περιστατικό: Κάποτε, καθώς ἐβάδιζα στήν ἔρημο, εὑρῆκα ἕνα κρανίο ἑνός πεθαμένου κάτω στό ἔδαφος. Τό μετακίνησα ἐλαφρά μέ τό ραβδί μου καί, κατάπληκτος, ἀκούω φωνή ἀπό τό κρανίο καί ἐγώ τό ἐρωτῶ:
Ποιός εἶσαι ἐσύ; Ἐγώ ἤμουν ἀρχιερεύς τῶν εἰδώλων καί τῶν Ἑλλήνων πού ἔμεναν κάποτε σ' αὐτὸν τόν τόπο. Σύ εἶσαι ὁ πνευματοφόρος Μακάριος· μάθε λοιπόν ὅτι ὅποια ὥρα καί νά προσευχηθῆς γιά τούς κολασμένους παρηγοροῦνται λίγο. Ποιά εἶναι ἡ παρηγοριά καί ποιά εἶναι ἡ κόλασις, λέγει ὁ Ἀββᾶς Μακάριος. Ὅσο ἀπέχει ὁ οὐρανός ἀπό τήν γῆ, τόσο βάθος ἔχει καί ἡ φωτιά πού εὑρίσκεται ὑποκάτω μας· σ' αὐτή τήν φωτιά στεκόμεθα ὄρθιοι καί χωμένοι μέσα ὁλόκληροι. Εἴμεθα ἔτσι τοποθετημένοι, ὥστε ὁ ἕνας κολασμένος νά μή βλέπη τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου, ἀλλά μόνο τά ὀπίσθια. Ὅταν λοιπόν, προσεύχεσαι ἐσύ γιά ἐμάς, βλέπει λίγο ὁ ἕνας τό πρόσωπο τοῦ ἄλλου καί ἔτσι παρηγορούμεθα. Ὅταν ἄκουσε αὐτά ὁ ἀββᾶς Μακάριος, ἐστέναξε βαρειά καί εἶπε: «Ἀλλοίμονο, πόση δυστυχία ἔφερε στόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο ἡ ἡμέρα τῆς γεννήσεώς του. Προτιμώτερο νά μή εἶχε γεννηθῆ, ὅπως εἶπε καί ὁ Κύριος γιά τόν Ἰούδα τόν προδότη. Μετά τόν μονόλογό του αὐτό, ἐρωτᾶ πάλι τό κρανίο: Ὑπάρχουν στήν κόλασι ἄλλα χειρότερα βάσανα ἀπ' αὐτά πού μοῦ περιγράφεις; Ἀπό κάτω μας εὑρίσκεται φοβερότερη κόλασις, ἀπήντησε τό κρανίο. Καί ποιοί τιμωροῦνται ἐκεῖ; Ἐρώτησε ὁ Γέροντας. Ἐμεῖς, ἐπί τέλους, ἐλεούμεθα λίγο ἀπό τόν Θεό, διότι ἔχουμε τό ἐλαφρυντικό ὅτι δέν τόν γνωρίσαμε. Ἐκεῖνοι ὅμως πού γνώρισαν καλά τόν Θεό καί μετά τόν ἀρνήθηκαν, εἶναι κάτω ἀπό ἐμάς καί κολάζονται χειρότερα. Ἀφοῦ τελείωσε ό διάλογος, ἐπῆρε ὁ ἀββᾶς τό κρανίο τό ἔχωσε στό χῶμα καί συνέχισε τόν δρόμο του. Ἄς ἀκούσουμε καί φοβηθοῦμε ἀπ' αὐτή τήν διήγησι, ἀδελφοί, διότι αὐτοί πού ἀρνοῦνται τόν Θεό, κολάζονται χειρότερα καί ἀπό τούς ἄπιστους. Ἀρνητής τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι ἐκεῖνος πού Τόν ἀρνεῖται μόνο μέ τά λόγια, ἀλλά καί ἐκεῖνος πού κάνει ἁμαρτωλές πράξεις, ἔστω καί ἄν μέ τά λόγια φαίνεται φαινομενικά ὅτι πιστεύει καί ὁμολογεῖ τόν Θεό.
Νοερά ἁρπαγή τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου.
Κάποια φορά ὁ Μέγας Αντώνιος σηκώθηκε νά κάνη τήν προσευχή του καί νά φάγη, κατά τήν συνηθισμένη του ώρα, διότι τότε ήταν ἡ έννάτη. Εκείνη τήν στιγμή άρπάχθηκε ἡ ψυχή του στόν άέρα, όπου καί εμφανίσθηκαν μερικοί σκοτεινόμορφοι δαίμονες, οἱ ὁποῖοι καί τόν εμπόδισαν νά άνεβή ύψηλότερα. Οί συνοδοί τῆς ψυχῆς του άρχισαν νά φιλονικοῦν μέ τούς δαίμονες, οἱ ὁποῖοι ζητούσαν λογαριασμό γιά τήν ψυχή μήπως έχει κάποιο χρέος απέναντι τους. Οί άγγελοι τούς είπαν ότι, όσα σφάλματα διέπραξε ὁ Αντώνιος άπό τήν γέννησί του, τά διέγραψε ό Κύριος. Άφ' ότου όμως έγινε Μοναχός καί άφιέρωσε τόν εαυτό του στόν Κύριο, επιτρέπεται νά εξετάσετε τά έργα του. Άν καί κατηγορούσαν οί δαίμονες τόν Αντώνιο, δέν μπορούσαν όμως ν' άποδείξουν τίς κατηγορίες τους καί έτσι ό δρόμος ήταν ελεύθερος άπό εμπόδια. Τότε ό Αντώνιος είδε τόν εαυτό του νά έπιστρέφη στό σώμα καί νά είναι, όπως ήταν πρίν. Τόση όμως ήταν ή ταραχή του, ώστε λησμόνησε νά φάγη καί παρέμεινε ολη τήν ή μέρα καί τήν νύκτα προσευχόμένος μέ στεναγμούς. Κατεπλήσσετο, όταν σκεπτόταν μέ πόσους πειρασμούς έχουμε νά παλαίσουμε καί μέ πόσους κόπους πρέπει νά περάσουμε τά εναέρια πνεύματα. Μετά τήν οπτασία αύτή τόν έπεσκέφθηκαν μερικοί άνθρωποι καί άρχισαν νά συζητούν γιά τήν έξοδο τής ψυχής άπό τό σώμα της καί ποιός είναι ό τόπος πού μεταβαίνει. Τήν έπομένη άκριβώς νύκτα άκουσε μία φωνή νά τόν καλή: Αντώνιε, σήκω, έβγα έξω άπό τό κελλί σου καί βλέπε. Πράγματι, ό Μέγας Αντώνιος εξήλθε καί, άφού ύψωσε τό βλέμμα του στόν ούρανό, είδε τό εξής όραμα. Κάποιος πανύψηλος καί φοβερός στήν μορφή, πού τό ύψος του έφθανε μέχρι τά σύννεφα, στεκόταν όρθιος, ένώ μερικοί, ωσάν νά είχαν φτερά πετούσαν άπό μπροστά του. Ἐκεῖνος άπλωνε τά χέρια του καί άλλους έμπό διζε νά πετούν, ένώ άλλοι κατώρθωναν νά τόν προσπερνούν, νά πετούν ύψηλότερα καί νά συνεχίζουν τόν δρόμο τους χωρίς έμπόδια. Γι' αύτούς πού έξέφευγαν έτριζε τά δόντια του, ένώ αντίθετα, αύτούς πού έμπόδιζε καί τούς άνάγκαζε νά πέσουν κάτω, χαιρόταν. Άμέσως τότε άκούσθηκε μία φωνή: Αντώνιε, προσπάθησε νά καταλάβης καλά αύτό πού βλέπεις. Άμέσως καθάρισε τήν διάνοιά του καί άντελήφθηκε ότι αύτό πού έβλεπε είναι τό πέρασμα τών ψυχών στόν ούρανό καί ότι ό θεόρατος άγριάνθρωπος ήταν ό διάβολος, πού φθονεί τούς πιστούς. Όσοι άπό τούς άνθρώπους είναι ύπεύθυνοι γιά άμαρτίες, τούς κρατεί καί τούς έμποδίζει νά περάσουν· όσοι όμως δέν δέχθηκαν τις συμβουλές του, δέν μπορεί νά τούς έμποδίση, γι' αύτό πετούν ύψηλότερα άπ' αύτόν καί πορεύονται πρός τόν ούρανό. Όταν ό Μέγας Αντώνιος είδε τό όραμα αύτό, θυμήθηκε καί τό προηγούμενο καί άγωνιζόταν καθημερινά νά προκόπτη στόν ενάρετο βίο.
Τρία χρόνια άρρωστος ή τρεις ώρες στήν κόλαση;
Στήν Ρωσική Σκήτη τοῦ Αγίου Ανδρέου τών Καρυών, τό λεγόμενο Σεράγιο, άρχές τοῦ παρόντος 20ου αιώνος συνέβη τό εξής γεγονός: Ἕνας Ρώσος μοναχός τῆς Σκήτης άρρώστησε βαρειά καί μέ δριμυτάτους πόνους στό κρεββάτι, παρακαλούσε τόν Θεό νά τόν θεραπεύση. Τότε παρουσιάσθηκε μπροστά του ένας άγγελος καί τοῦ εἶπε: Τί προτιμάς; Νά μείνης τρία χρόνια άκόμη σ' αύτό τό κρεββάτι ταλαιπωρούμένος άπό τήν άσθένειά σου ή νά μείνης τρεις ώρες στήν κόλασι καί μετά νά γίνης καλά; Ό άρρωστος, ἀφοῦ σκέφθηκε άρκετά, τοῦ είπε: Προτιμώ γιά τρεις ώρες νά πάω στήν κόλασι. Τόν επήρε λοιπόν ξαφνικά ό άγγελος καί τόν έφερε μέ τήν ψυχή του στήν κόλασι. Εύρέθηκε λοιπόν μέσα στά τρομερά κολαστήρια, όπου οί άμετανόητοι άμαρτωλοί ύπέφεραν τά πάνδεινα, χωρίς νά μποροῦν νά ζητήσουν άπό κάπου μιά βοήθεια. Μαζί τους έβασανίζετο καί ό μοναχός αυτός, ό όποιος άπό τήν πρώτη στιγμή άρχισε νά ζητά τήν θεία βοήθεια καί τήν έπίσκεψι τοῦ άγγέλου. Εστειλε λοιπόν ό Θεός τόν άγγελο του καί τόν ερώτησε: Τί έχεις Γέροντα καί μέ φωνάζεις; Δέν έκάναμε συμφωνία νά μείνης εδώ τρεις ωρες; Έπέρασαν τώρα τριακόσια καί πλέον χρόνια μέ φρικτά καί άνυπόφορα βασανιστήρια, είναι καιρός πλέον νά μέ βγάλετε άπ' έδώ. Αδελφέ, δέν έπέρασε άκόμη οὔτε μισή ώρα καί πώς έσύ λέγεις ότι έπέρασαν τριακόσια χρόνια; Σέ παρακαλώ, είπε ό Μοναχός στόν Άγγελο, πήγαινέ με καλλίτερα στό κρεββάτι τοῦ πόνου τρία χρόνια, παρά νά βασανίζωμαι έδώ τρεις ώρες. Πράγματι τόν έφερε ό Άγγελος πάλι στόν κόσμο καί, άφού έμεινε άκόμη λίγο καιρό στό κρεββάτι του άρρωστος, τόν άνέπαυσε στήν Βασιλεία τών Ούρανών.
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
