Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2025

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 4ον

Τοῦ κ. Ἰωάννου Β. Κωστάκη

4ον – Τελευταῖον

Περιστατικὸν  4ον

   Ὁ βασιλιὰς τῶν Περσῶν Ξέρξης εἶχε συνδέσει τὴν Ἀσία μὲ μία γέφυρα. Σύντομα ὅμως ἡ θάλασσα τὴν κατέστρεψε. Πολὺ χολώθηκε ὁ Πέρσης ἡγεμόνας καὶ μέσα στὴν ὀργὴ του διέταξε νὰ μαστιγώσουν 300 φορὲς τὴν μανιασμένη θάλασσα, μὲ δυνατὲς ἁλυσίδες. Ἡ θάλασσα, βέβαια ἔμεινε ἀναίσθητη ἀπ’ τὴν ὀργὴ τοῦ ὑπερήφανου βασιλιᾶ.

Μία ἄλλη φορά ἡ θάλασσα ἀγρίεψε ἀπότομα  κι’ ἕνα πλοιάριο, ποὺ ἔφερνε τοὺς Ἀποστόλους  κινδύνευε νὰ καταποντιστεῖ. Ὁ Ἰησοῦς, ποὺ ἦταν μαζί τους, σηκώθηκε καὶ μὲ τὴ Θεϊκὴ δύναμή Του «Ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη.» (Ματθ. 8,26).

Ὧρες δοκιμασίας

Στὸν ὠκεανὸ τῆς ζωῆς οἱ τρικυμίες τοῦ πόνου συχνά μᾶς ταράζουν καὶ μᾶς  συγκλονίζουν. Χωρὶς Χριστὸ παρασυρόμαστε στὴν ἀνυπομονησία καὶ  τὴν χωρὶς ἀποτέλεσμα καὶ ὠφέλεια ὀργή. Μὲ τὸν Χριστὸ στὸ τιμόνι τῆς ζωῆς καταπαύει καὶ ἡ πιὸ ἐπικίνδυνη τρικυμία. Γιατί λοιπὸν νὰ  ἐπαναστατοῦμε ἀγανακτισμένοι μὲ τὸν ἑαυτό μας,  τοὺς ἄλλους, τὸν Θεὸ ἀντὶ ταπεινὰ νὰ ἐπαναλαμβάνουμε τὰ λόγια τοῦ προφήτη: «Πρὸς Κύριον ἐν τῷ θλίβεσθαί με ἐκέκραξα καὶ εἰσήκουσέ με.» (Ψαλμ 119).

Εἶναι ἀδύνατο νὰ γνωρίζουμε τὰ σχέδια τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κι’ ἐμεῖς ἀγνοοῦμε τὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Ὁ Θεὸς ἐπιτρέπει-παραχωρεῖ τὸν πόνο γιὰ θερμομέτρηση τῆς πίστης  ἢ τῆς ἀγάπης καὶ ἀφοσίωσής μας  σ’ Αὐτόν. Ἢ ἀκόμα  γιὰ νὰ δοῦμε τὴν ματαιότητα τοῦ  παρόντος κόσμου καὶ νὰ ἀξιολογήσουμε τὴν ἐντολή του: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ὑλικὰ) προστεθήσεται ὑμῖν».

Ἄλλωστε: «Τὶς γὰρ ἄνθρωπος γνώσεται βουλὴν Θεοῦ; ἢ τὶς ἐνθυμηθήσεται τί θέλει ὁ Κύριος». (Σοφ. Σολ. 9,13).

Τὸ βέβαιο εἶναι ὅτι ὁ Χριστὸς βρίσκεται πάντα κοντὰ στὸν πιστὸ ἄνθρωπο, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Ἐσὺ εἶσαι πτωχός, Ἐγὼ πλούσιος. Ἐσὺ εἶσαι ἁμαρτωλός, Ἐγὼ ἡ συγχώρησις. Ἐσὺ Πεινᾶς, Ἐγὼ εἶμαι ὁ οὐράνιος Ἄρτος. Ἐσὺ διψᾶς, Ἐγὼ εἶμαι ἡ ἀστείρευτη πηγὴ «ὕδατος ζῶντος». Ἐσὺ μένεις στὸ σκοτάδι, Ἐγὼ «εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου».Ἐσὺ φωνάζεις, Ἐγὼ σὲ ἀκούω. Ἐσὺ ὑποφέρεις, Ἐγὼ σὲ λυποῦμαι. Ἐσὺ κλαῖς, Ἐγὼ σκουπίζω τὰ δάκρυά σου. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος, Ἐγὼ «εἰμὶ ὁ Θεός σου. Γιατί δὲν ὑψώνεις τὰ βλέμματά σου σ’ Ἐμένα»;

Κάτι ἀνάλογο συνιστᾶ ἡ ἔμπονη ποιητικὴ γραφίδα τοῦ χριστιανοῦ ποιητῆ Γ. Βερίτη: « Σὰν ἔρθει ὁ πόνος καὶ σὲ βρεῖ, νὰ τὸν δεχθεῖς Παλικαρίσια.

Στάσου λεβέντης σὰν τὴ δρῦ, τὴν λαμπαδόκορμη τὴν ἴσια».

Τὸν πολύπλευρο καὶ πολύμορφο ἀνθρώπινο πόνο ποὺ προσβάλλει τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς γύρω μας, ἡ Ἐκκλησία τὸν ἀντιμετωπίζει προσευχόμενη σὲ κάθε λειτουργικὴ σύναξη τοῦ σώματος τῶν πιστῶν μελῶν της, εὐχόμενη: «Ὑπὲρ πλεόντων, ὁδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αἰχμαλώτων καὶ τῆς  σωτηρίας αὐτῶν». Στὸ αἴτημα αὐτό, (καὶ πολλὰ ἄλλα) περιλαμβάνονται ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ βρίσκονται σὲ ἰδιάζουσες  καταστάσεις ποὺ δημιουργοῦν θλίψη, πόνο καὶ ὀδύνη στὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

«Ἐδῶ καλεῖται ἡ καρδιὰ τοῦ προσευχομένου πιστοῦ, νὰ σταματήσει μὲ μία γλυκιὰ καὶ εἰλικρινῆ ἔγνοια ἀγάπης, σ’ ἐκείνους ποὺ εἶναι ἐκτεθειμένοι σὲ πόνους καὶ κινδύνους. Οἱ ἄνθρωποι: ποὺ ταξιδεύουν στὴ θάλασσα ἢ στὴ στεριά, ποὺ βασανίζονται ἀπὸ κάποια ἀρρώστια, ποὺ ὑποφέρουν καὶ  κουράζονται, οἱ αἰχμάλωτοι, ὅποιοι κι’ ἂν εἶναι, ὅπου κι’ ἂν ἀνήκουν, ἄσχετα ἂν εἶναι πιστοὶ ἢ ἄπιστοι, ὅλοι αὐτοὶ μπαίνουν μέσα στὸ Θεῖο δίχτυ τῆς ἐν Χριστῷ ἀδελφοσύνης , γίνονται ἡ ἔγνοια τῆς ζωῆς μας. Ἡ ἀγάπη καταλύει τὴ μοναξιά, θραύει τὸν θώρακα τῆς ἀδιαφορίας καὶ μᾶς γέρνει γλυκὰ πάνω ἀπ’ τὴν κακοπάθεια τῶν ἀνθρώπων, ποὺ μοιράζονται μαζί μας τὴν πλάση καὶ τὰ Δῶρα τοῦ Δημιουργοῦ».

Ποιός, ὅμως, σήμερα συλλογίζεται, ποιὸς ἀγκυλώνεται στὴν ψυχὴ ἀπ’ τὴν ἔγνοια γιὰ τοὺς «ἐν θλίψεσι καὶ ἀνάγκαις» ἐμπερίστατους «ἀδελφούς τοῦ Χριστοῦ»; Ὑπάρχει τόση σὲ ἔκταση ἀδιαφορία,  (κάποτε καὶ διαστροφή), ὥστε  πολὺ συχνὰ  ὁ πόνος, ἡ ἀπώλεια καὶ οἱ δοκιμασίες τῶν ἄλλων  (κοντινῶν ἤ μακρινῶν) νὰ περνοῦν δίπλα μας, ἀλλὰ νὰ μένουμε «ἐσωτερικὰ ἀδιάβροχοι».

Κάθε μέρα ἄνθρωποι πεθαίνουν ἀπὸ πεῖνα. Σκοτώνονται σὲ ἄνομους πολύμορφους πολέμους ἀδικίας, καρποὺς ἐγωιστικῆς πλεονεκτικῆς ἁρπακτικότητας καὶ ἐκμετάλλευσης τῆς παράνοιας ἐφήμερων τυράννων  διαφόρων λαῶν. Χιλιάδες χῆρες καὶ ἀπροστάτευτα ὀρφανὰ περιφέρονται ψωμοζητώντας στοὺς δρόμους τοῦ κόσμου. Ἡ ἑνότητα τοῦ κόσμου ἔχει θρυμματιστεῖ. Τὰ δεινὰ ἔρχονται τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο, καλπάζοντας, καὶ σκεπάζουν τὶς καρδιές μας. Εἴμαστε ἀπομονωμένοι στὴν ἐγωιστικὴ ἀπόλαυση τῆς ζωῆς μας. Καθένας κινεῖται στὸν δικό του ξεχωριστὸ ρυθμό, ἀπορρίπτοντας τὸν συνδετικὸ  ζυγὸ τῆς ἀγάπης.

Τί νόημα ἔχει ἂν κάθε μέρα χιλιάδες ἄνθρωποι πνίγονται σὲ θάλασσες καὶ ποτάμια ἀναζητώντας ἀσφαλέστερα καταφύγια ζωῆς, ἢ ἂν γίνονται τροφὴ τῶν πολυδάπανων πολεμικῶν μηχανῶν ποὺ ἀντὶ τροφίμων ἁπλώνονται στὸν πλανήτη ἀφανίζοντας ἀνθρώπους καὶ κάθε μορφὴ ζωῆς;

Αἰσθανόμαστε ἀρκετὰ ἀνεπαρκεῖς νὰ συμπάσχουμε μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Σχεδὸν μηδενίζεται ἡ ἀντίδραση καὶ ἡ εὐαισθησία μπροστὰ στὴν ὀδύνη τῶν ἄλλων. Ἴσως μέσα στὴν μισόφωτη Ἐκκλησία κάποιοι προσεύχονται γιὰ τὴν σωτηρία τῶν δεινοπαθούντων, χωρὶς τὴν προσωπική τους συμμετοχή.

Ἡ λέξη προσευχή, γιὰ τὸν πιστό, ἔχει μεγαλύτερο βεληνεκές. Προσευχόμαστε γιὰ τοὺς πονοῦντες,  ὥστε νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπ’ τὰ δεινὰ ποὺ τοὺς βασανίζουν. Πρὶν ἐξαντληθεῖ ἡ ἀντοχή τους καὶ καταρρεύσουν ψυχικά. Ὕστερα ἔρχεται ἡ στιγμὴ νὰ προσευχηθοῦμε καὶ γιὰ τὸν ἑαυτό μας: «Ὑπὲρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης θλίψεως, ὀργῆς, κινδύνου καὶ ἀνάγκης». Νὰ γλυτώσουμε  ἀπ’ τοὺς παρόντες κινδύνους καὶ δοκιμασίες, καὶ μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ ἀποφύγουμε τὰ ἐρχόμενα.

  Ζητᾶμε νὰ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ κάθε ἀνάγκη. Ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν βασανιστικῶν ἀναγκῶν τοῦ κορμιοῦ, τῆς ψυχῆς, τῆς καρδιᾶς, τὴν πεῖνα, καὶ τὴ δίψα γιὰ ὑλικὲς καὶ πνευματικὲς χαρές, γιὰ ἀγάπη καὶ φιλία. Οὐσιαστικὰ ζητᾶμε τὴν ἐλευθερία, ποὺ ἡ ἀνάγκη μισεῖ καὶ ἀδιάκοπα τὴν πολιορκεῖ καὶ τὴν περικόβει.

Χωρὶς ἀνάγκες αἰσθανόμαστε ἐλεύθεροι, περισσότερο ἄνθρωποι, πιὸ κοντὰ στὸν προορισμό μας. Οἱ ἀνάγκες θολώνουν τὰ πάντα, μᾶς βασανίζουν καὶ μᾶς κάνουν νὰ πονᾶμε. Ζητᾶμε ἀπαλλαγὴ ἀπ’ τὴν ἀνάγκη, γιὰ νὰ ὑπερασπίσουμε τὴν ἐσωτερικὴ ἐλευθερία μας. Προσευχόμαστε γιὰ τὴν προσωπικὴ ἐλευθερία μας, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἐλευθερία ὅλου τοῦ κόσμου, ἀπ’ τὸν βραχνὰ τῆς ὑλικῆς εὐημερίας. Ζητᾶμε δηλαδὴ νὰ μὴ ὑποκύψουμε στὴ γοητεία τῶν ἐφήμερων ἀπολαύσεων καὶ ἀναγκῶν. Ἀτυχῶς ὅλος ὁ κόσμος κινδυνεύει ὁλοένα καὶ περισσότερο νὰ ὑποκύψει στὸν πειρασμό, ποὺ ἀντιμετώπισε ὁ Κύριος στὴν ἔρημο: «Εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένονται». Ἔτσι ὁ κορεσμὸς τῆς ὕλης, τὰ γεμάτα στομάχια συντελοῦν, ὁδηγοῦν συχνὰ στὶς ἄδειες ψυχές.

Ἐπίλογος: Τὸ καραβάκι καὶ οἱ πέτρες

«Ἕνας μικρούλης ἔριξε στὴν ἄκρη τοῦ γιαλοῦ τὸ ὄμορφο καραβάκι του, δῶρο τοῦ πατέρα του. Δὲν πρόσεξε ὅμως καὶ ὁ ἄνεμος τὸ ἀπομάκρυνε, χωρὶς νὰ προλάβει νὰ τὸ πιάσει. Τότε ὁ πατέρας του πῆρε πέτρες καὶ τὶς πετοῦσε μπροστὰ ἀπ’ τὸ καραβάκι. Ὁ μικρός, στὴν ἀρχή, δὲν κατάλαβε , κι’ ἀπόρησε  γι’ αὐτὸ τὸ πετροβόλημα. Σὲ λίγο κατάλαβε. Οἱ πέτρες ἔπεφταν πέρα ἀπ’ τὸ καραβάκι, χωρὶς νὰ τὸ χτυποῦν. Καὶ τὰ κυματάκια , ποὺ προκαλοῦσαν, τὸ ἔφερναν σιγὰ-σιγὰ στὴν ἀκρογιαλιά. Κι’ ἔτσι ὁ μικρὸς μὲ μεγάλη χαρὰ πῆρε πάλι τὸ καραβάκι στὴν ἀγκαλιά του».

Συμπέρασμα:  Οἱ θλίψεις ποὺ μᾶς βρίσκουν, μοιάζουν μὲ αὐτὸ τὸ πετροβόλημα. Εἶναι οἱ πέτρες ποὺ ρίχνει ὁ Θεὸς , σὰν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ κοντά του, γιὰ νὰ γυρίσουμε ξανὰ στὴν πατρικὴ ἀγκαλιά του. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παίρνει τὸν  δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, τότε ἐπαναλαμβάνεται ἡ σκηνὴ τῆς παραβολῆς τοῦ ἀσώτου: «Ἔτι δὲ μακρὰν αὐτοῦ ἀπέχοντος εἶδεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἐσπλαγχνίσθη, καὶ δραμῶν ἐπέπεσεν ἐπὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ κατεφίλησεν αὐτόν».(Λουκ.12, 29). Τὸν ἀγκάλισε ἔτσι ὅπως ἦταν κουρελής, βρωμιάρης,  ἐξαντλημένος, χωρὶς ἐλέγχους, παρατηρήσεις καὶ τιμωρίες.

Ἡ παιδαγωγία τοῦ πόνου – 3ον