Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2025

28η Οκτωβρίου 1940: Η πίστη που πέτυχε το θαύμα – «Κάνουμε το σταυρό μας και ορμάμε σαν λιοντάρια στον εχθρό»

28η Οκτωβρίου 1940: Η πίστη που πέτυχε το θαύμα – «Κάνουμε το σταυρό μας και ορμάμε σαν λιοντάρια στον εχθρό»
Οι ήρωες του 1940 πηγαίναν γελώντας στον πόλεμο κι εμείς σήμερα αδυνατούμε να χαρούμε ακόμα και την ειρήνη - Τι άλλαξε από τότε;

Το έχετε συλλογιστεί ποτέ; Τι ήταν αυτό που το 1940 έκανε τους Έλληνες να είναι γελαστοί ακόμα και πηγαίνοντας στον πόλεμο και – από την άλλη –  τι είναι αυτό που κάνει τους σημερινούς Έλληνες να είναι δυστυχείς ακόμα και στην ειρήνη;

Είναι το εθνικό φρόνημα που ξέφτισε; Είναι ότι γίναμε καλομαθημένοι και βλέπουμε όλες τις ευλογίες ως δεδομένες; Είναι ότι αποσυνδεθήκαμε σταδιακά από τη μεγαλειώδη ιστορία μας; Κάποτε ήμασταν ατρόμητοι για να κερδίσουμε το παν, και τώρα δειλοί για να συντηρήσουμε το τίποτα; Που πήγε αυτός ο λαός που περιφρονούσε κατάμουτρα τον χάρο, που έβαζε μέσο για να τον στείλουν στο μέτωπο της Ηπείρου, που θεωρούσε ντροπή να μείνει πίσω με τον άμαχο πληθυσμό;

Υπάρχει ακόμα στα γονίδιά μας αυτή η ψυχή που φώναζε «Αέρα» εφορμώντας σε μια υπερδύναμη; Και αν υπάρχει, γιατί κοιμάται τόσο βαθιά;

Το Έπος του ’40 ακολουθήθηκε από μια τριπλή κατοχή (Γερμανοί, Ιταλοί και Βούλγαροι) που έπνιξε την πατρίδα μας στο αίμα, κι όμως το γιορτάζουμε με τέτοια λαμπρότητα που ούτε απελευθερωτικούς πολέμους δεν γιορτάζουμε. Γιατί; Διότι το Έπος του ’40 ξεχώρισε στη συλλογική συνείδηση για το αδείλιαστο φρόνημα της αντίστασης, το ανέλπιστο που έγινε εφικτό, το θαύμα που πήρε σάρκα και οστά.

Οι φτωχοί Έλληνες τσάκισαν την επέλαση του Άξονα, την ώρα που οι άλλες χώρες της Ευρώπης παραδίνονταν στους φασίστες, η μία μετά την άλλη. Ελάχιστη σημασία είχε αν αυτός ο αγώνας θα κατέληγε σε οριστική νίκη. Γιατί η νίκη είχε σημάνει εξαρχής γράφοντας ιστορία με ένα ειπωμένο «ΟΧΙ» που έδωσε σύνθημα για το ανείπωτο. Το ανώτερο έπαθλο του Έλληνα ήταν διαχρονικά η δόξα και όχι η νίκη.

Και πώς πραγματοποιήθηκε αυτό το μέγα θαύμα που ανάγκασε τον Χίτλερ να αλλάξει τα σχέδια του, χάνοντας ζωτικό χρόνο για την εκστρατεία του; Με τη συλλογική πεποίθηση των Ελλήνων και του ηγέτη τους ότι ο Θεός θα ατσάλωνε αυτόν τον τίμιο αγώνα απέναντι στις δυνάμεις του κακού. Ένας μελετητής του ’40 μπορεί να διαπιστώσει πολύ εύκολα ότι αυτός ο αγώνας ήταν διαποτισμένος από την πίστη, σε όλες τις εκφάνσεις του. Στις δηλώσεις των αξιωματικών, στα γράμματα των στρατιωτών, στα δημοσιεύματα των εφημερίδων, στα έργα των λογοτεχνών, παντού αναδυόταν σαν γλυκό λιβάνι η αναφορά στα σεβάσματα της Ορθοδοξίας.

Την ώρα που ο Χίτλερ ντοπάριζε τους στρατιώτες του με μεθαμφεταμίνες (Pervitin) για να τους κάνει «υπερανθρώπους» στις σφαγές τους, το ηθικό των Ελλήνων έφτανε – κυριολεκτικά – στον ουρανό, μόνο και μόνο με το: «Ει ο Θεός μεθ’ ημών ουδείς καθ’ ημών». Αυτή η πίστη που έκανε τους επιστρατευμένους Έλληνες να χαμογελούν μπροστά στον θάνατο, είναι η ίδια πίστη που χάριζε παράδοξη αγαλλίαση σε κάθε υποψήφιο μάρτυρα πίσω στους αιώνες. Σε ρωμαϊκές αρένες, σε σφαγές, σε βασανιστήρια, σε σκλαβιές και σε αλώσεις.

Ένα χαρακτηριστικό γράμμα ενός Έλληνα αγωνιστή από το μέτωπο, γράφει:

«Ελένη μου, πόσο θα ‘θελα να δω το πρόσωπό σου! Δώσε τα φιλιά μου σ’ όλους. Στον πατέρα μου πες του, ότι βαστάμε. Δεν υπάρχει δειλός ανάμεσά μας. Τη μάνα μου φίλα την διπλά. Υπάρχει φόβος. Κάνουμε το Σταυρό μας και πλέον σαν λιοντάρια φαντάζουμε όλοι καθώς ορμάμε στον εχθρό. Κρύο και σφαίρες, έτσι περνάνε οι ημέρες και οι νύχτες μας. Η οσμή του θανάτου μας γυροφέρνει, μα ‘μεις τραγούδια λέμε για τις αγάπες μας, για την Ελλάδα μας.

Είναι και ένας παπάς μαζί μας. Έβγαλε το ράσο και φόρεσε το χακί. Μας εξομολόγησε. Μας κοινώνησε. Σα να φάγαμε και ήπιαμε θάρρος, ελπίδα και ειρήνη. Να προσεύχεστε για όλους μας. Εδώ στα βουνά, η μόνη παρηγοριά μας, είναι ο ουρανός. Η μόνη μας μάνα εδώ είναι η Παναγιά. Ποιος θα τ’ έλεγε ότι εγώ θα έγραφα γράμμα πολέμου. Σ’ αγαπώ, το ξέρεις και εγώ ξέρω ότι μ’ αγαπάς. Ο Θεός είναι μαζί μας. Ο Θεός είναι μαζί σου».

Σε αυτά τα ακριβά λόγια χωράει όλη η ψυχή του Έπους του ’40, αλλά και η απάντηση στο τι έχει αλλάξει από τότε. Αφού εγκαταλείψαμε τον Θεό, πεινάσαμε από θάρρος, ελπίδα και ειρήνη. Οι Έλληνες του ’40 ήταν χορτάτοι από αυτά και ας τους θέριζε η πείνα. Εμείς έχουμε γίνει θεονήστικοι από ελπίδα και ας έχουμε όλα τα αγαθά. Αυτό το γονίδιο υπάρχει μεν και σήμερα, αλλά έχει καλυφθεί από ένα χοντρόπετσο στρώμα αναισθησίας και ασύδοτης καλοπέρασης.

Για πολλούς – στην καλύτερη περίπτωση – οι ήρωες της Ηπείρου φαντάζουν σαν ένα ιδεατό παράδοξο, πολύ κοντινό για να το απωθήσουν – πολύ μακρινό για να το μιμηθούν. Κι όμως είναι η ίδια γραμμή αίματος που μας συνδέει και περιμένει να ξυπνήσει από τον λήθαργο, για να χαμογελάσουμε ξανά μπροστά σε όλες τις αντάρες. Το ’40 μας έδειξε ότι όλα τα – τάχα – πατριωτικά ιδεολογήματα, όταν δεν συνοδεύονται από αληθινή πίστη, είναι κίβδηλα και άχρηστα. Το γράμμα του στρατιώτη μας το λέει ξεκάθαρα: μόνη παρηγοριά, ο Ουρανός. Η μόνη μάνα, η Παναγία. Μόνο στήριγμα για να μεγαλουργήσουμε, η Ορθοδοξία. Τίποτε λιγότερο – τίποτε περισσότερο.

Τρία θελήματα πρέπει να ταυτιστούν για να μεγαλουργήσει ξανά η Ελλάδα μας: του Θεού, του κυβερνήτη και του λαού. Αυτό έγινε το 1940, αυτό πρέπει να γίνει και στον καιρό μας αν θέλουμε να ανατείλει η δόξα ξανά για τούτο το έθνος…