«Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6, 31-36)
ΣΤΗΝ ἐποχή μας, ἀγαπητοί μου, γίνεται κήρυγμα, χωλαίνουμε ὅμως στὴν ἐφαρμογή. Ἐὰν ἀπὸ τὰ χίλια λόγια ποὺ ἀκοῦμε, ἐφαρμόζαμε ἕνα, θὰ ἤμασταν εὐτυχεῖς. Μὲ τὴν ἐλπίδα λοιπὸν ὅτι τὰ λόγια μου θὰ βροῦν κάποια ἀπήχησι, παρακαλῶ νὰ προσέξετε.
* * *
Στὸ οὐράνιο σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας δάσκαλος δὲν εἶνε ἕνας φιλόσοφος ὅπως ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης ἢ κάποιος ἄλλος ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ γέννησε ἡ γῆ· δάσκαλος εἶνε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, ποὺ φώτισε τοὺς ἁλιεῖς τῆς Γαλιλαίας, καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶπε· Σεῖς νὰ μὴ ὀνομασθῆτε διδάσκαλοι καὶ καθηγηταί· ἕνας εἶνε ὁ διδάσκαλος καὶ ὁ καθηγητής σας, ὁ Χριστός (βλ. Ματθ. 23,8-10).
Στὸ σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας μαθηταὶ εἶνε ὅλοι· καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ κι ὁ
ἀσπρομάλλης γέρος, καὶ ὁ ἄντρας καὶ ἡ γυναίκα, κι ὁ ἀγράμματος κι ὁ
ἐπιστήμων. Κανείς δὲν ἀποκλείεται· ὅλοι ὅσοι πιστεύουν ἐγγράφονται στὰ
μητρῷα.
Τὸ σχολεῖο αὐτὸ ἔχει ἕδρα. Ἕδρα ὑψωμένη πάνω ἀπὸ τὴ γῆ, ὅπου ἀνέβηκε ὁ
ἴδιος ὁ Χριστός, εἶνε ὁ σταυρός. Ἀπὸ ἐκεῖ ὁ θεῖος Διδάσκαλος δίδαξε τὰ
πιὸ μεγάλα μαθήματα.
Στὸ σχολεῖο τῆς Ἐκκλησίας βιβλίο εἶνε τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ ἁγία Γραφή. Ὅπως
εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι
μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24,35· Λουκ. 21,33). Ὅλα μπορεῖ ν᾽ ἀλλάξουν
καὶ νὰ γίνουν ἄνω – κάτω· ἕνα θὰ μείνῃ – νὰ εἶστε βέβαιοι, τὰ λόγια
τοῦ Χριστοῦ – τὸ Εὐαγγέλιο. Αὐτὸ πάνω ἀπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ κόσμου σὰν
φάρος αἰώνιος θὰ φωτίζῃ μὲ τὰ διδάγματά του.
Ἀπ᾽ ὅλα τὰ διδάγματα τοῦ Χριστοῦ, τὸ πιὸ μεγάλο, ἐκεῖνο ποὺ παίρνει τὸν
ἄνθρωπο καὶ τὸν κάνει ὅμοιο μὲ τὸ Θεό, εἶνε αὐτὸ ποὺ ἀκούσαμε
σήμερα. Ποιό; Ἀγαπᾶτε τὴ γυναῖκα σας, τὰ παιδιά σας, τοὺς συγγενεῖς,
τοὺς φίλους, τοὺς συμπατριῶτες, τὸ δάσκαλο, τὸν ἱερέα, τὰ λουλούδια, τὰ
ἄστρα. Μὴ σταματᾶτε ὅμως ἐκεῖ. Αὐτὰ εἶνε εὔκολα. Προχωρῆστε πιὸ πέρα·
«Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» (Λουκ. 6,35). Ὤ λόγια οὐράνια, ποὺ ὅταν τὰ
αἰσθανθῇ ὁ κόσμος ἡ γῆ αὐτὴ θὰ γίνῃ παράδεισος!
Ἀλλ᾽ αὐτὰ τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶνε «ἄλγεβρα». Ὅπως εἶνε δύσκολο σ᾽ ἕνα
μαθητὴ τοῦ δημοτικοῦ νὰ καταλάβῃ ἄλγεβρα καὶ τριγωνομετρία, ἔτσι εἶνε
σήμερα δύσκολο στὴ γενεά μας, τὴν ποτισμένη μὲ μῖσος, νὰ δεχθῇ τὸ μεγάλο
τοῦτο δίδαγμα. Γι᾽ αὐτὸ ἀφήνω τὴν «ἄλγεβρα» καὶ ἔρχομαι στὸ
«ἀλφαβητάριο». Ὅπως ὁ δάσκαλος παίρνει τὸ χεράκι τοῦ μικροῦ παιδιοῦ καὶ
τὸ μαθαίνει νὰ γράψῃ τὸ ἄλφα, ἔτσι κ᾽ ἐγὼ θὰ εἶμαι εὐτυχὴς ἂν σᾶς
διδάξω τὸ «ἄλφα». Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ «ἀλφαβητάριο». Γιὰ τὴν ὥρα λοιπὸν
ἀφῆστε τὸ «ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν» νὰ τὸ ἐφαρμόσουν ἅγιοι, κ᾽
ἐμεῖς ἐδῶ ἂς ἀρχίσουμε ἀπὸ τὸ «ἄλφα».
Ποιό εἶνε τὸ «ἄλφα»; Τὸ ἀκούσατε. Εἶνε λίγα λόγια, σὰν μιὰ συνταγή. Ἂν
μάθουμε τὸ «ἄλφα», μετὰ θὰ προχωρήσουμε στὸ «βῆτα», στὸ «γάμμα»…, θὰ
φθάσουμε καὶ στὸ «ὠμέγα», σ᾽ Ἐκεῖνον ποὺ εἶνε τὸ Ἄλφα καὶ τὸ Ὠμέγα,
ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (1,8· 21,6· 22,13). Ποιό εἶνε λοιπὸν τὸ ἄλφα;
Ἀκοῦστε το· «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς
ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως» (Λουκ. 6,31). Εἶνε ἕνας φυσικὸς νόμος,
χαραγμένος στὰ βάθη τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς. Τί σημαίνει; Ἂς τὸ
ἀναλύσουμε.
* * *
Ὅλοι, ἀγαπητοί μου, κάτι ἔχουν δικό
τους. Μὴν πῇ κανεὶς ὅτι δὲν ἔχει τίποτα. Ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ φτωχὸς
κατέχει ὡρισμένα ἀγαθά, ἔχει δὲ τὴν ἀξίωσι αὐτὰ νὰ τὰ σέβεται ὁ ἄλλος.
Τρία εἶνε τὰ σπουδαιότερα ἀγαθά μας.
⃝ Τὸ πρῶτο, τὸ μικρότερο, εἶνε ἡ περιουσία. Ὅταν λέω περιουσία δὲν
ἐννοῶ αὐτὰ ποὺ ἔχουν φτειάξει οἱ μεγαλοκαρχαρίες. Μὲ τὸ Εὐαγγέλιο
μεγάλη περιουσία δὲν κάνεις. Ἂν πιστεύῃς καὶ ἐφαρμόζῃς τὸ Εὐαγγέλιο, ὁ
Κύριος θὰ σοῦ δώσῃ «τὸν ἄρτον τὸν ἐπιούσιον» (Ματθ. 6,11). Ὅταν λέω
περιουσία, ἐννοῶ ἐκεῖνα ποὺ δημιουργεῖ κανεὶς μὲ τὸν τίμιο ἱδρῶτα του.
Τὸ εὐαγγέλιο λοιπὸν λέει νὰ ρωτήσῃς τὸν ἑαυτό σου· Αὐτὸ ποὺ σκέπτεσαι
νὰ κάνῃς στὸν ἄλλο, θέλεις νὰ σοῦ τὸ κάνῃ κ᾽ ἐκεῖνος; Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ
σοῦ πάρῃ τὸ πορτοφόλι, νὰ μὴ σοῦ πληρώνῃ τὸ μεροδούλι σου, νὰ σὲ ἀδικῇ;
Θέλεις στὸ ἑστιατόριο νὰ σοῦ βάλουν χαλασμένο φαγητό, στὸ φαρμακεῖο καὶ
σοῦ δώσουν νοθευμένο φάρμακο; Θέλεις ὁ ἄλλος νὰ βάλῃ φωτιὰ νὰ κάψῃ τὸ
μαγαζί σου ἢ τὸ σπίτι σου, νὰ πάῃ στὸ κτῆμα σου καὶ νὰ ξερριζώσῃ τὰ
δέντρα, νὰ πάῃ στὸ κοπάδι σου καὶ νὰ τυφλώσῃ τὰ πρόβατα, νὰ σοῦ κάνῃ
ζημιά; Δὲν θέλεις. Ἔ, ὅπως ἐσὺ δὲν θέλεις νὰ σὲ ζημιώσῃ ὁ ἄλλος ὑλικῶς,
ἔτσι κ᾽ ἐσὺ δὲν πρέπει νὰ τὸν ζημιώσῃς. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν
οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
⃝ Παραπάνω ὅμως ἀπὸ τὸ χρῆμα εἶνε ἡ ζωὴ καὶ ἡ ὑγεία. Εἶνε τὰ μάτια ποὺ
βλέπεις, τὰ αὐτιὰ ποὺ ἀκοῦς, ἡ καρδιὰ ποὺ χτυπάει. Τί μεγάλο πρᾶγμα ἡ
ζωὴ καὶ ἡ ὑγεία σου! Γι᾽ αὐτὸ ἔχεις τὴν ἀξίωσι οἱ ἄλλοι νὰ τὴ σέβωνται.
Ὅπως λοιπὸν δὲν θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σὲ βλάψῃ σ᾽ αὐτά (νὰ πάρῃ μαχαίρι νὰ
σὲ πληγώσῃ, νὰ σ᾽ ἀφήσῃ ἀνάπηρο, ἢ νὰ ῥίξῃ φαρμάκι στὸ φαγητό σου, ἢ
νὰ σοῦ μεταδώσῃ τὴν ἀσθένειά του κ.λπ.), ἔτσι κ᾽ ἐσὺ νὰ σεβαστῇς τὴ ζωὴ
καὶ τὴν ὑγεία τῶν ἄλλων· «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ
ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως».
⃝ Ἀλλὰ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες ποὺ κατοικοῦμε στὰ βράχια αὐτὰ ―δὲν ξέρω
γιὰ τὰ ἄλλα ἔθνη― πάνω κι ἀπὸ τὴν περιουσία, πάνω κι ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ τὴν
ὑγεία, παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα, εἶνε ἡ τιμή, ἡ ὑπόληψις. Ὅταν ἤμουν
ἱεροκήρυκας περιώδευα κάποτε στὰ βουνὰ τῆς Πίνδου. Εἶχαν ἐκεῖ πανηγύρι
τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Βρέθηκα λοιπὸν σὲ μιὰ καλύβα τσοπάνηδων καὶ κάθησα
μαζί τους στὸ τραπέζι. Καὶ τί λέτε ὅτι εὔχονταν ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, «χρόνια
πολλά»; Μοῦ ἔκανε ἐντύπωσι· δὲν ἔλεγαν οὔτε «χρόνια πολλά» οὔτε «νὰ
πληθύνουν τὰ ζῷα – τὰ πρόβατα», ἀλλὰ «Νὰ χαίρεσαι τὴν τιμὴ – τὴν
ὑπόληψί σου»! Αὐτὸ εἶνε πράγματι τὸ μεγαλύτερο ἀγαθό. Θέλεις ἡ ὑπόληψί
σου, ἡ τιμὴ τοῦ σπιτιοῦ σου νὰ εἶνε ὑψηλά. Λοιπὸν σὲ ρωτῶ· θέλεις ὁ
ἄλλος νὰ πηγαίνῃ ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ νὰ σὲ κατηγορῇ; Θέλεις στὸ
δικαστήριο νὰ παλαμίσῃ τὸ Εὐαγγέλιο καί, ἐνῷ εἶσαι ἀθῷος, νὰ πῇ ὅτι
εἶσαι ἔνοχος; Θέλεις, τὴν ὥρα ποὺ λείπεις, νὰ τρυπώσῃ στὸ σπίτι σου καὶ
νὰ ἀτιμάσῃ τὴ γυναῖκα σου, τὴν ἀδελφή σου, τὸ κορίτσι σου; Ὄχι, ὄχι.
Ὅπως λοιπὸν ἐσὺ δὲν τὰ θέλεις αὐτά, ἔτσι κ᾽ ἐσὺ νὰ σέβεσαι τὴν τιμὴ τοῦ
ἄλλου. «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε
αὐτοῖς ὁμοίως».
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, δὲν ἔχει μόνο ἀρνητικὴ πλευρὰ ὁ φυσικὸς αὐτὸς νόμος·
ἔχει καὶ θετική, σὰν νόμισμα μὲ δυὸ ὄψεις. Δὲν θέλεις ὁ ἄλλος νὰ σοῦ
κάνῃ τὸ κακό, θέλεις νὰ σοῦ κάνῃ τὸ καλό. Πεινᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ
ψωμί. Διψᾷς; θέλεις νὰ σοῦ δώσῃ νερό. Ἄρρωστος εἶσαι; θέλεις νὰ σὲ
ἐπισκεφθῇ. Πέθανε ὁ πατέρας σου; θέλεις νὰ ἔρθῃ νὰ σὲ παρηγορήσῃ. Δὲν
ἔχεις δουλειά; θέλεις νὰ σὲ βοηθήσῃ νὰ βρῇς. Σὲ ἀδικοῦν; θέλεις νὰ σὲ
ὑπερασπισθῇ. Ἔσφαλες; θέλεις νὰ σὲ συχωρέσῃ. Τὸ ἴδιο λοιπὸν κάνε κ᾽ ἐσὺ
σ᾽ αὐτόν.
* * *
Ἀδελφοί μου, τελείωσα. Αὐτὸ ἦταν τὸ
«ἄλφα». Καὶ τὸ συμπέρασμα; Κάθε φορὰ ποὺ πρόκειται νὰ κάνουμε κάτι,
νὰ ἐρωτοῦμε τὴν καρδιά μας· Αὐτὸ ποὺ θὰ κάνω στὸν ἄλλο θέλω νὰ μοῦ κάνῃ
κι αὐτός; Κι ἂν ἡ καρδιὰ λέῃ ναί, νὰ τὸ κάνουμε· ἂν λέῃ ὄχι, νὰ μὴν τὸ
κάνουμε.
Στὸν κόσμο ὅμως βασιλεύει ἀδικία. Τί πρέπει νὰ γίνῃ; Ἕνας βασιλιᾶς
ἔβλεπε ὅτι τὸ κράτος του διαλύεται. Κάλεσε τοὺς σοφούς. Μὲ τόσους
νόμους ποὺ ἔχουμε, λέει, βασιλεύει ἡ παρανομία. Τοὺς σβήνω ὅλους, καὶ
δῶστε μου ἕνα μόνο νόμο, ποὺ νὰ μπορῇ νὰ ἐφαρμόζεται παντοῦ. Ἔψαξαν τὰ
βιβλία, ἔστυψαν τὰ μυαλά τους, δὲν βρῆκαν ἕνα νόμο ποὺ νὰ λύνῃ ὅλα τὰ
προβλήματα. Ἐπὶ τέλους ἄνοιξαν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ βρῆκαν· «Καθὼς θέλετε
ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Διέταξε
ἀμέσως καὶ κρέμασαν παντοῦ πινακίδες – ταμπέλλες μὲ τὸ ῥητὸ αὐτό.
Εὐτυχισμένο τὸ σπίτι, ἡ κοινωνία, ἡ ἀνθρωπότης ποὺ θέλει νὰ κυβερνηθῇ μὲ
τὸ νόμο αὐτό. Ἂν μποροῦσα θὰ πήγαινα ἐκεῖ ποὺ συνεδριάζουν τὰ Ἡνωμένα
Ἔθνη νὰ τοὺς πῶ· Ἔθνη καὶ λαοί· «καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ
ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Ἐὰν ὅλοι, δεξιοὶ –
ἀριστεροί, ἄσπροι – μαῦροι – κίτρινοι, ἐφαρμόσουμε τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ
Χριστοῦ, τότε θὰ ἔχουμε εἰρήνη· διαφορετικά….
Εὔχομαι, αὐτὸ τὸ ἄλφα τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ ἐφαρμόσουμε ὅλοι, μικροὶ καὶ
μεγάλοι, γιὰ νὰ ἔχουμε τὴν εὐλογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς
αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία του Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Βασιλείου Πειραιῶς 2-10-1960)
______________
ΣΤΑ ΡΟΥΜΑΝΙΚΑ
ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ· «ΚΥΡΙΑΚΗ»
________________________________________
PREDICA MITROPOLITULUI AUGUSTIN DE FLORINA
LA DUMINICA A XVIII-A DUPĂ RUSALII
(Luca 6, 31-36)
O LEGE
,,Precum voiţi să vă facă vouă oamenii, faceţi-le şi voi asemenea” (Luca 6, 31).
Iubiţilor, există o lege, care este cea
mai veche din toate legile, pe care le-au făcut oamenii, ca să poată
să-şi ritmeze armonios legăturile dintre ei şi să trăiască fericiţi.
Lege, care nu este crestată pe plăci de marmură sau scrisă pe hârtii şi
în ziarele oficiale ale statului. O lege pe care a sădit-o Dumnezeu,
care l-a plăsmuit pe om ,,după chipul şi asemănarea Sa” (Facere 1, 26).
Şi această lege înnăscută este legea dragostei.
Această lege strigă fiecărui om să iubească. Îi strigă să nu facă niciun
rău celuilalt, să nu fure, să nu nedreptăţească, să nu atace onoarea
familială a altuia, să nu spună minciuni, să nu defăimeze şi să
clevetească, să nu calomnieze pe celălalt, să nu se ducă pe la tribunale
şi să facă jurăminte mincinoase, să nu ucidă, să nu ia viaţa altuia.
Acestea le strigă legea dragostei. Dar această lege nu se opreşte aici.
Înaintează din ce în ce mai mult. Strigă nu numai că trebuie să nu facem
răul, ci trebuie să facem şi binele celorlalţi oameni. Flămânzesc?
Însetează? Le este frig? Se află într-o situaţie dificilă? Sunt în
pericol? Noi nu trebuie să rămânem reci şi indiferenţi. Trebuie să
alergăm în ajutorul lor prin toate mijloacele de care dispunem. Şi
pâine, şi apă, şi haine, şi cuverturi, şi medicamente, şi orice fel de
ajutor, trebuie să-l oferim celorlalţi oameni. Şi aşa cum ne dorim ca
ceilalţi oameni nu numai să nu ne nedreptăţească, ci şi să ne ajute, aşa
şi noi trebuie să ne comportăm faţă de ceilalţi.
Aceasta este legea înnăscută a dragostei, pe care o exprimă Hristos în
Evanghelia de astăzi prin următoarele cuvinte: ,,Precum voiţi să vă facă
vouă oamenii, faceţi-le şi voi asemenea” (Luca 6, 31).
***
Dar Hristos, Care a venit în lume ca să
împlinească, să desăvârşească, să completeze legea morală, să lărgească
hotarele iubirii şi să arate desăvârşirea, nu vrea ca omul să se
oprească în drumul iubirii. Vrea ca omul să înainteze. Vrea ca omul să
urce pe cele mai înalte trepte. Iubirea, aşa cum învaţă Hristos, nu
trebuie să se limiteze la un cerc îngust de oameni. Nu! Pentru că o
astfel de iubire, restrânsă la puţinii oameni care ne iubesc, oricine o
poate întâlni şi la cei mai păcătoşi oameni, şi la cele mai păcătoase
reuniri umane. De pildă: Există oameni mai răi decât tâlharii? Apucă
armele, se organizează în bande, fură, răpesc, necinstesc, ucid oameni.
Îi urăsc pe oameni. Şi totuşi, tâlharii care îi urăsc pe alţii, între ei
au dragoste; se susţin între ei. Ură faţă de alţii, dar iubire faţă de
ei înşişi şi faţă de anturajul lor. Dacă va dispare dragostea dintre ei,
banda se va risipi. Lucrul acesta arată că iubirea este atât de
necesară, că nici cei mai păcătoşi nu pot să trăiască fără iubire.
Dar această iubire, care îi leagă pe păcătoşi între ei, nu este o iubire
curată. Este o iubire păcătoasă, iubire care are drept scop deservirea
intereselor omeneşti egoiste şi păcătoase. Această iubire, iubirea
tâlharilor, are consecinţe dezastruoase. Poate să facă mari catastrofe.
Răul, când este singur, face răul, dar într-o măsură mică. Însă atunci
când cel rău se uneşte cu alţi răi, iar aceştia iarăşi se unesc cu alţii
şi se fac mulţi, mii de mii, milioane multe, o, atunci!…
Dacă aceşti oameni, care au ură în inimă şi au ca lozincă „moartea ta
este viaţa mea” şi vor să-i nimicească pe toţi ceilalţi ca să trăiască
şi să conducă ei, dacă aceste milioane de oameni răi se vor organiza, se
vor înarma cu armele groaznice ale distrugerii şi vor face război
împotriva celorlalte popoare mici şi neputincioase, o, ce catastrofă va
fi atunci! O astfel de catastrofă groaznică a văzut omenirea în secolul
nostru de două ori. A văzut-o în cele două războaie mondiale, dintre
care cel de-al doilea a fost şi mai dezastruos decât primul. Milioane de
oameni uniţi, având în frunte conducători oameni sălbatici, fiare, ca
înfricoşătoarele fiare ale Apocalipsei, s-au năpustit şi au împrăştiat
moartea şi catastrofa. Şi aceste milioane de oameni aveau dragoste între
ele, dar aveau şi ură împotriva celorlalţi oameni, pe care voiau să-i
supună şi să-i nimicească. Iubirea lor era limitată, egoistă. Nemţii îi
iubeau cu patos doar pe nemţi. Ruşii pe ruşi. Italienii pe italieni.
Japonezii pe japonezi. Englezii pe englezi, etc. Şi marile state,
dincolo de aşa-numitele lor interese naţionale n-au văzut nimic altceva.
Iar toate câte le spuneau despre dreptate, toate erau o înşelăciune şi o
iluzie. Din nefericire, acest lucru l-a demonstrat şi-l demonstrează
continuu realitatea.
***
Dar Hristos, Care a sădit în inima
oamenilor legea dragostei, nu vrea ca dragostea să fie limitată şi
sufocată în limitele înguste ale unui sentiment, care doar are numele de
dragoste, dar în realitate este un egoism, o adorare şi o zeificare a
ego-ului. Iubirea pe care a propovăduit-o Hristos, aşa cum vedem în
Evanghelia de astăzi, sparge limitele înguste, se lărgeşte şi se revarsă
ca un râu în toată lumea. Hristos ne învaţă că trebuie să-i iubim nu
doar pe părinţi, pe prieteni, pe rude, pe conaţionalii noştri, ci chiar
şi pe străini şi pe vrăjmaşii noştri. Cât de clar se aude glasul lui
Hristos! „Iubiţi pe vrăjmaşii voştri şi faceţi bine…” (Luca 6, 35).
Zice: Faceţi bine chiar şi vrăjmaşilor voştri.
Însă acest lucru este uşor? Nu este uşor. Dar „cele cu neputinţă la
oameni sunt cu putinţă la Dumnezeu” (Luca 18, 27). Doar în creştinism se
împlineşte această iubire ideală, care îi îmbrăţişează chiar şi pe
vrăjmaşi.
Vreţi un exemplu? Aruncaţi o privire la Cel Răstignit. Iubirea pe care
Hristos a învăţat-o, El însuşi a împlinit-o. Sus, pe Crucea muceniciei
Lui, Şi-a întins Preacuratele Sale Mâini şi i-a îmbrăţişat pe toţi
oamenii, chiar şi pe vrăjmaşii Lui. S-a rugat pentru răstignitorii Săi
şi a spus acele nemuritoare cuvinte, care frâng inimile şi celor mai
învârtoşaţi şi nemiloşi oameni: „Părinte, iartă-le lor, căci nu ştiu ce
fac” (Luca 23, 34).
***
Iubiţilor, vă întreb: Suntem creştini? Să-L imităm pe Stăpânul nostru. Să-L urmăm cu fidelitate pe sfântul drum al dragostei, dragoste, pe care trebuie s-o arătăm chiar şi vrăjmaşilor noştri.
(traducere: Frăţia Ortodoxă Misionară „Sfinţii Trei Noi Ierarhi”, sursa: „Kyriaki”)