«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Κάποια φορά, λέγει τό Γεροντικό, ένας Μοναχός κυριεύθηκε άπό λύπη κάι άκηδία στήν καρδιά του καί μετέβη σ' ένα άγιο Γέροντα νά άκούση λόγον ώφελείας. Ό θαυμαστός εκείνος καί θεοφόρος Γέροντας, μετά τά ψυχοσωτήρια λόγια πού τοῦ είπε, τοῦ διηγήθηκε στήν συνέχεια τό έξής άποκαλυπτικό περιστατικό:
Μία φορά, στόν καιρό τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, έτυχε καί σηκώθηκα ένωρίτερα άπό τό μεσονύκτιο. Υψώνοντας τά χέρια καί τούς οφθαλμούς στόν ού ρανό, προσευχόμουν έπί πολλές ώρες ένίοτε καί μέ δάκρυα. Τότε, καθώς μοΰ φάνηκε, άρπάχθηκε ό νους μου καί έπέρασε αύτόν τόν φαινόμενο ούρανό καί εύρέθηκε μέσα σέ κάποια πόλι μεγάλη καί πολυάνθρωπη. Τό κάλλος αύτής τής πόλεως δέν μπορεί άνθρώπινος νοΰς νά τό περιγράψη, όπως πρέπει. Δέν μπορεί νά μιλήση γιά τήν εύπρέπεια καί ώραιότητα τών τειχών της, γιά τήν μεγαλοπρέπεια καί τόν στολισμό πού είχαν οί πόρτες της, γιά τήν λαμπρά καί χρυσοειδή θεωρία πού είχε τό έδαφος της, γιά τήν όλη θαυμαστή σύνθεσι καί τεχνουργία, τής όποιας τεχνίτη καί δημιουργό μόνο τόν Πανάγαθο Θεό θεωρούσα ότι είναι.
Τό πλήθος τών άνθρώπων ήταν άναρίθμητο, στολισμένο μέ λαμπρές ένδυμασίες διαφόρων ειδών καί χρωμάτων, ένώ στίς κεφαλές τους είχαν άδαμαντοστόλιστα στεφάνια. Μερικά άπ' αύτά ήταν καθαρά καί λαμπρά σάν τό κρύσταλλο, άλλα χρυσοειδή καί μέ πολυτίμους λίθους καί άλλα μαργαροειδή.
Βλέποντας όλα αύτά έγώ, μοΰ ήλθε νά ρωτήσω κάποιους άπό έκείνους πού φοροῦσαν αύτά τά στεφάνια, τί λογής άρετή είχαν κατορθώσει στόν κόσμο καί άξιώθη καν νά ζοΰν μέσα σ' αύτή τήν άξιοθαύμαστη καί αξιοζήλευτη πόλι καί νά έχουν τόση δόξα καί τιμή;
Πλησίασα λοιπόν έναν άπό έκείνους τούς λαμπροφορεμένους, τοῦ όποιου ή στολή καί ό στέφανος ήταν ώ σάν τίς χρυσοειδεῖς ακτίνες τοῦ ήλίου καί τόν ρώτησα:
Ποιό τό ύψος τής κατά Θεόν άρετής σου, αδελφέ, στόν πρόσκαιρο κόσμο, πού έζησες καί γιά τό όποιο τόσο ύπέρλαμπρα έδώ τιμήθηκες;
Έγώ, άδελφέ μου, μοΰ άποκρίθηκε εκεῖνος, ήμουν πτωχός καί ταλαίπωρος, άσθενής καί άδύνατος, χωλός καί καχεκτικός άπό τήν μικρή μου ήλικία. Έπειδή όμως ύπέμεινα μέ εύχαριστία αύτή τήν σιδηρά κάμινο τής πτώχειας καί τήν πολυχρόνια ταλαιπωρία τής ασθενείας χωρίς γογγυσμό, αξιώθηκα άπό τόν Φιλάνθρωπο Θεό, μετά τόν θάνατο μου, νά κατοικώ σ' αύτή τήν δόξα καί λαμπρότητα πού βλέπεις.
Αφήνοντας αύτόν, ήλθα σ' ένα άλλον τοῦ οποίου ή όψις ήταν λαμπρή σάν τόν αύγερινόν, ή δέ ενδυμασία καί ό στέφανος του άπό μαργαρίτες καί άλλους πολυτίμους λίθους στολισμένα. Τοῦ έκανα καί αυτού τήν ιδια έρώτησι καί μοῦ άπάντησε:
Έγώ, άδελφέ, ήμουν Καλόγερος στήν πρόσκαιρη ζωή καί έως τέλους έκοπίασα καλά μέ τούς άσκητικούς κόπους καρτερώντας μέ ύπομονή στούς πειρασμούς καί τίς θλίψεις αύτής τής ζωής. Στά γεράματά μου όμως δε λεάσθηκα άπό τούς έκ δεξιών λογισμούς καί χειροτονήθηκα έπίσκοπος. Καί πάλι μέ τόν θειο φόβο, έκυβέρνη σα καλά τό ποίμνιο μου καί όλα τά αρχιερατικά μου καθήκοντα καλά έπετέλεσα καί ήλθα, μέ τήν χάρι τοῦ Φιλανθρώπου Θεοῦ, όπως βλέπεις, σ' αύτή τήν χαρά καί ευφροσύνη. Έάν όμως δέν είχα στέρξει στό άξίωμα τής άρχιερωσύνης καί είχα άποστραφή τήν μάταιη δόξα τοῦ κόσμου, θά ήμουν τώρα καί έγώ όλος φώς καί φωτεινός σάν τόν ήλιο, σάν εκείνο τόν άδελφό μέ τόν όποιο έμίλησες προηγουμένως.
Μετά άπ' αύτόν τόν Γέροντα επήγα σ' ένα άλλο, πού φορούσε στό κεφάλι του άργυροΰν στεφάνι, τό πρόσωπο του ήταν λαμπρό καί χαριέστατο ή δέ ένδυμασία του λευκή σάν τό χιόνι. Τόν ρώτησα ποιά άρετή κατώρ θωσε στόν κόσμο καί μού είπε:
Έγώ, άδελφέ μου, ήμουν λαϊκός άνθρωπος στήν ζωή καί ἐξοικονομοῦσα τά άπαραίτητα γιά τήν ζωή μου μέ τόν ιδρώτα τοῦ προσώπου μου, όπως έπρόσταξε ό Θεός. Φθάνοντας σέ νόμιμη ήλικία έλαβα γυναίκα καί άπέ κτησα τέκνα, όσα μοῦ έδωκε ό Θεός καί σ' όλη μου τήν ζωή άλλη γυναίκα δέν έγνώρισα πλήν τής ιδικής μου. Πορευόμενος μέ τήν χάρι τοΰ Θεοΰ κανένα δέν έπείραξα, κανένα δέν άδικησα, οὔτε έπίκρανα, οϋτε έσυκοφάντησα. Ελεημοσύνη έκανα, δσο μπορούσα, άπό τήν Εκκλησία καί τ' Άγια Μυστήρια δέν άπουσίαζα καί μέ φόβο Θεοΰ καί άγάπη γιά τόν συνάνθρωπο μου έπέρασα όλη τήν ζωή μου. Γι' αύτό μετά τόν χωρισμό τοῦ σώματος μου, ή ψυχή μου ήλθε καί άναπαύεται σ' αύτό τόν τόπο πού μέ βλέπεις μαζί μέ τούς δικαίους.
Αφήνοντας καί αύτόν έπήγα σέ άλλους δύο καί ό μεν ένας είχε σιδερένιο στεφάνι ό δέ άλλος χάλκινο καί οί όψεις τους ήταν φυσιολογικές, όπως είναι όλοι οί άνθρωποι στόν κόσμο. Τά ένδύματά τους ήταν σέ μεσαία κατάστασι δηλαδή ούτε έντελώς λερωμένα οϋτε καί άκάθαρτα, άλλά έφαίνοντο ώσάν νά ήταν πλυμμένα. Τούς ερώτησα τί έκαναν στήν ζωή τους καί μοΰ άποκρίθηκαν:
Ἐμεῖς, αδελφέ, εϊμασταν κακότροποι άνθρωποι στήν ζωή μας καί πολύ αμαρτωλοί" καμμία αμαρτία δέν άφήσαμε πού νά μή τήν έκάναμε. Έπειδή δέν άφήναμε μέ τό καλό τίς άμαρτίες μας, ήλθε ό θάνατος μέ προσταγή νά μάς κόψη σάν τά άκαρπα δέντρα καί νά μάς ρίξη στό πῦρ τό αιώνιο. Τήν ώρα όμως τοΰ θανάτου μας έβά λαμε στόν νοΰ μας τήν πολλή εύσπλαχνία τοῦ Θεοῦ καί τά λόγια πού λέγει, ότι δέν θέλει τόν θάνατο τοΰ αμαρτωλού, έως ότου νά έπιστρέψη καί ζήση, έπέσαμε σέ αληθινή μετάνοια καί συντετριμμένη καρδιά καί μέ τήν έξομολόγησι εύρήκαμε τήν θεραπεία τής ψυχής μας. Εκδώσαμε τότε ύπόσχεσι στόν Θεό, μέ ολη τήν δύναμι τής ψυχής μας, ότι θά παύσουμε τελείως τίς άμαρτίες καί οϋτε καν θά τίς έπιθυμήσουμε.
Μέ τέτοιες υποσχέσεις έστερεώσαμε τήν μετάνοιά μας πρός τόν Θεό, παρακαλοϋντες τήν Παναγία καί τούς Αγίους νά μάς βοηθήσουν στήν άπόφασί μας γιά νά μή στραφούμε στά οπίσω. Πώς νά σου διηγηθούμε, άδελφέ, τήν άπειρη ευσπλαχνία τοΰ Ουρανίου Πατρός μας πού έδειξε σέ εμάς, άλλά καί σ' όλους τούς άμαρτωλούς, ώστε καί τήν ένδεκάτη ώρα νά μας καλή σέ μετάνοια, όπως έπραξε καί μέ τόν ληστή έπάνω στόν Σταυρό!
Αύτά τά παρηγορητικά λόγια μοΰ είπαν οί άδελφοί, οί όποιοι, άν καί υπήρξαν πολύ άμαρτωλοί, φοβούμενοι τήν κόλασι καί έλπίζοντες στό θείο έλεος, καθαρίσθηκαν μέ τά δάκρυα τής μετανοίας καί μπήκαν στούς τόπους τής αιωνίου άναπαύσεως».
Αύτά μοῦ είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας καί κατόπιν σκύβοντας τό κεφάλι του έστέναξε άπό τήν καρδιά του. Τότε έγώ συλλογίσθηκα: Αλλοίμονο σέ μένα καί τούς άλλους άδελφούς μου συναμαρτωλούς! Άν αύτός ό άγιος Γέροντας στενάζει βαθειά πού άξιώθηκε νά ίδή τόσα θαυμαστά πράγματα τοΰ άλλου κόσμου, πόσο πρέπει έγώ νά στενάζω καί νά κλαίω καθημερινά γιά τίς άμαρτίες μου;
Ἀπό π. Δαμασκηνό Γρηγοριάτη
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου