Η ψηφιακή μας εποχή δεν είναι απλώς μια εποχή εξωστρέφειας. Είναι η
εποχή της πιο ύπουλης απόκρυψης. Στα «ψηφιακά καφενεία» δεν προβάλλουμε
την αλήθεια μας, αλλά την πιο σχολαστικά κατασκευασμένη μάσκα μας. Ενώ
οι ίδιοι σιωπούμε για τον αληθινό μας ιατρικό φάκελο, για την ασθένεια,
την φθορά, την αγωνία που μας σπαράζει μέσα στο ίδιο μας το σπίτι,
υψώνουμε τη φωνή μας σαν κριτές για τις ζωές των άλλων. Και το κάνουμε
με απολυτότητες, με καταδικαστικές ρήσεις που κρύβουν την πιο μεγάλη μας
ένδεια: ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον ίδιο μας τον εαυτό.
Η εικόνα είναι αδυσώπητη: η βιβλιοθήκη μας άδεια, η ψυχή μας ξέφραγο οικόπεδο, το σπίτι μας τόπος σιωπηλής σήψης, κι όμως στο ψηφιακό παζάρι εμφανιζόμαστε ως παντογνώστες. Αυτή η διπλή στάση —κατάρρευση μέσα, απολυτότητα έξω— είναι το δηλητήριο που υπονομεύει κάθε δυνατότητα κοινού βίου. Γιατί ο δημόσιος χώρος δεν υπάρχει πια: δεν συγκροτείται από πολιτικούς ανθρώπους που συναντώνται για να πράξουν, αλλά από avatars που μονολογούν σε ένα θέατρο ναρκισσισμού. Η κοινωνία μας έχει μάθει να καταγγέλλει χωρίς να εξομολογείται, να σχολιάζει χωρίς να αναλαμβάνει ευθύνη, να παριστάνει τον μάρτυρα χωρίς να αγγίζει το ίδιο της το τραύμα.
Αυτός
είναι ο αληθινός φαρισαϊσμός της εποχής: «ὡς τάφοι κεκονιαμένοι» (Ματθ.
23,27) που απαστράπτουν στην επιφάνεια, ενώ μέσα σαπίζουν.
Η απόλυτη γνώμη μας δεν είναι δύναμη, είναι συγκάλυψη, η εξωστρέφεια μας δεν είναι κοινότητα, είναι η πιο φρικτή απομόνωση.
Ο κόσμος γύρω μας καταρρέει: πόλεις καίγονται, οικογένειες διαλύονται,
θεσμοί σβήνουν, και εμείς επιμένουμε να κραυγάζουμε στα κενά δωμάτια του
διαδικτύου. Ο πολιτικός ορίζοντας αδειάζει, γιατί όλοι έχουμε
μετατραπεί σε παραγωγούς ενός άσκοπου, αυτοαναφορικού θορύβου.
Το αποτέλεσμα είναι μια κοινωνία που αυτοκαταναλώνεται: ο καθένας προβάλλει την άγνοιά του ως απόλυτη θέση, την ανασφάλειά του ως επιθετική βεβαιότητα, το κενό του ως υπερπλήρη γνώμη. Δεν έχουμε πια τη γλώσσα της εξομολόγησης, έχουμε μόνο τη γλώσσα της καταγγελίας. Και αυτή η μετάθεση —από την ειλικρινή ομολογία στο σκληρό απόλυτο σχόλιο— είναι που μας έχει καταδικάσει.
Αν η θεολογία μιλά για αλήθεια ως αποκάλυψη, η εποχή μας μιλά για αλήθεια ως φτιασίδωμα. Αν η πολιτική απαιτεί πράξη, εμείς την αντικαταστήσαμε με τον άκοπο μονόλογο της οθόνης. Αν η κοινωνία χρειάζεται κοινό χώρο, τον παραδώσαμε στον αλγόριθμο. Το κενό της βιβλιοθήκης μας, το κενό της ψυχής μας, έγινε το περιεχόμενο που επιδεικνύουμε.
Αυτό είναι το στίγμα της εποχής: μια κοινωνία που μιλά για τα πάντα με απολυτότητες, την ίδια στιγμή που δεν αντέχει να μιλήσει για τον εαυτό της. Ένας κόσμος που χτίζει φωναχτά την πρόσοψή του, ενώ σιωπηλά γκρεμίζεται από μέσα.