
Γράφει ὁ Πρεσβύτερος π. Γεράσιμος Βουρνᾶς
Ἡ πιό ταιριαστή ἀρχή τοῦ χρόνου εἶναι αὐτή, πού ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει ἐπιλέξει. Δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ὁ Χριστός μας, πού ὅ,τι λέει καί πράττει εἶναι ἀψευδές καί ζωοποιό. Ὅμως, οἱ ἐπιλογές τῆς Ἐκκλησίας μας πρέπει νά γίνουν καί δικές μας συνειδητές ἐπιλογές, νά καταλάβουμε ὅτι ὁ Χριστός μας ἔχει «ρήματα ζωῆς αἰωνίου» καί ὅτι ὅπου ἀλλοῦ κι ἄν στρέψουμε τήν ἀκοή μας ὑπάρχουν λόγια πού ἠχοῦν σάν φασαρία. Ἔτσι, λοιπόν κάθε χρόνο τῆς ζωῆς μας νιώθουμε ὅλο καί περισσότερο ὅτι δέν θά μποροῦσε νά ὑπάρξει καλύτερη ἡμερομηνία, γιά νά ἀρχίσει ὁ χρόνος ἀπό τήν πρώτη Σεπτεμβρίου. Μετά τήν ξεκούραση πού μᾶς ἔδωσε ἡ ἀνάπαυλα τοῦ Καλοκαιριοῦ καί τήν ἰδιαίτερη εὐλογία πού μᾶς ἔδωσε ὁ Δεκαπενταύγουστος τῆς Παναγίας μας, νιώθουμε νέα δύναμη καί ὄρεξη. Ἡ νέα χρονιά – ὅση μᾶς ἐπιτρέψει ὁ Θεός μας νά ζήσουμε – νά εἶναι πιό κοντά στήν Χαρά, στήν Εὐλογία, στήν Σοφία, δηλαδή πιό κοντά στόν Χριστό μας. Νιώθουμε τήν ἀνάγκη φέτος νά λατρεύσουμε τόν Θεό μας ὅπως Τοῦ ἀξίζει. Νιώθουμε τήν ἀνάγκη κάθε Ἱερά Ἀκολουθία τῆς Ἐκκλησίας μας, νά εἶναι ἕνα Πανηγύρι κατά Θεόν, μέ χαρά, κατάνυξη καί εὐπρέπεια. Ἰδίως μέ εὐπρέπεια, τήν ὁποία οἱ Ἱερεῖς πρῶτοι ἔχουμε ἐνώπιόν μας πρίν ἀπό κάθε Θεία Λειτουργία, ὅταν νίπτουμε τά χέρια μας καί ἐπαναλαμβάνουμε τό Ψαλμικό: «Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν Οἴκου Σου καί τόπον σκηνώματος δόξης Σου».
Ἀπό ἐκεῖ πρέπει νά ξεκινήσουμε τήν Ἐπανάσταση, ἀπό τήν εὐπρέπεια τοῦ Οἴκου τοῦ Κυρίου μας! Γι’ αὐτό δέν ὑπάρχει εὐπρέπεια στούς οἴκους μας, γι’ αὐτό μαλώνουν τά ζευγάρια, γι’ αὐτό τά παιδιά γίνονται θηρία, γι’ αὐτό στούς χώρους ἐργασίας ὑπάρχει τέτοια ἀκαταστασία καί γι’ αὐτό στό μεγάλο σπίτι πού εἶναι ἡ Πατρίδα μας, ἐπικρατεῖ χάος, μίση, ἀνταγωνισμοί, ἐγκλήματα, ἀσέβεια, ἐκμετάλλευση. Γιατί ἀκόμη καί ἀπό τούς Ἱερούς Ναούς πᾶμε νά ἐξορίσουμε τήν εὐπρέπεια τοῦ Οἴκου! Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν βάζει φρένο μπροστά στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὅταν δέν σέβεται τόν Ἱερέα, ὁ ὁποῖος, ὡς ὀφείλει, δέν διδάσκει τίς ἀπόψεις του, ἀλλά τά ὅσα ὁ Χριστός μᾶς παρέδωσε, ἆραγε θά σεβαστεῖ τόν ἄνθρωπό του στόν Γάμο; Θά μπορέσει νά ὑπάρξει ἀληθινός πατέρας γιά τά παιδιά του, ἤ σωστός συνεργάτης μέ τούς συναδέλφους του στήν ἐργασία;
Φέτος, φαίνεται πώς τά πάθη τῆς ἀνθρωπότητας βράζουν καί εἶναι ἕτοιμα νά κατακάψουν τόν κόσμο ὁλόκληρο. Ἡ ἀνθρωπότητα, παρ’ ὅλο πού μοιάζει πιό κουρασμένη ἀπό ποτέ δέν φαίνεται νά πτοεῖται καί τίποτε δέν φαίνεται νά μπορεῖ νά σβήσει τό μῖσος, τόν φθόνο, τήν ζήλια, τήν διάθεση γιά κλοπή, ἀντί γιά δημιουργία. Τό μῖσος καί ὁ φθόνος δέν λείπει οὔτε καί ἀπό τούς θρησκευόμενους. Κανείς δέν μπορεῖ νά βρεῖ ἄκρη μέ κανένα. Ἀκόμα καί ὁλόκληρες ἀδελφότητες βρίσκονται σέ διαμάχη, ὄχι ἐπιχειρημάτων, ὥστε νά ὑπερισχύσει ἡ λογική καί ἡ Θεολογία, ἀλλά διαμάχη ἐσωτερική, ἐρίθεια, χωρίς τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό παραλάβαμε ἀπό τόν Χριστό καί τούς ἁγίους Ἀποστόλους Του.
Δέν τό σημειώνουμε αὐτό γιά νά κρίνουμε, ἀλλά γιατί ὅσα συμβαίνουν δημοσίως μᾶς χρησιμεύουν στήν προσωπική μας αὐτοκριτική. Ὅλοι ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί φερόμαστε λές καί δέν ὑπάρχει ὁ Χριστός, παρά μόνο ὁ ἑαυτός μας πού θά πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά ὑπερισχύσει.
Σέ ποιό Εὐαγγέλιο γίνεται λόγος γιά ἐν Χριστῷ μῖσος, καταλαλιά, ὑποτίμηση, ἀδιαφορία γιά τόν ἀδελφό μου, εἰρωνεία καί φίμωση τῆς ἄποψης πού μέ ἐνοχλεῖ; Πῶς μιλοῦμε ἀκόμη γιά ἐν Χριστῷ ἀγάπῃ τήν ὥρα πού οἱ Χριστιανοί δέν μποροῦμε πολλές φορές νά κοιτάξουμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο στά μάτια;
Μακάρι τή νέα χρονιά, πού ξεκινᾶ αὐτό τό Φθινόπωρο, νά πέσουν ὄχι μόνο τά φύλλα τῶν δένδρων (ὅσων ἔχουν ἀπομείνει), ἀλλά καί τά πάθη μας. Δέν ἀξίζει τίποτε στήν ζωή ὅσο οἱ ἀδελφοί «ἐπί τό αὐτό». Δέν ἀξίζει τίποτε στήν ζωή ὅσο ἡ ἀληθινή φιλία, ὅπως τήν ἔζησε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος μέ τόν Μέγα Βασίλειο. Γιατί νά μή τά ζήσουμε κι ἐμεῖς αὐτά; Γιατί δέν ὑπάρχουν μέσα μας, ἔστω ὡς πόθοι;
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος, στόν ἐπιτάφιό του λόγο στόν Μέγα Βασίλειο, μᾶς δίδει μιά γεύση ἀπό τήν ἀληθινή φιλία, ὥστε κι ἐμεῖς νά ποθήσουμε νά τήν ζήσουμε. Γράφει, μεταξύ ἄλλων, ὅτι «τά πάντα ἦμεν ἀλλήλοις […] τό ἕν βλέποντες», ἀναφερόμενος κατ’ ἀρχήν στά χρόνια πού σπούδασαν καί ἔζησαν μαζί στήν Ἀθήνα, ὅπου ἦταν τά πάντα ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον καί ἔβλεπαν τά πάντα μέ τόν ἴδιο τρόπο, μέ τήν ἴδια νοοτροπία, μέ τό ἴδιο πνεῦμα δηλαδή, ἀποβλέποντας στόν ἴδιο σκοπό.
«Ἀγών δέ ἀμφοτέροις, οὐχ ὅστις αὐτός τό πρωτεῖον ἔχοι, ἀλλ’ ὅπως τῷ ἑτέρῳ τοῦτο παραχωρήσειεν».
Ἀγωνίζονταν καί οἱ δύο, ὄχι γιά τό πῶς θά πάρει ὁ ἕνας τά πρωτεῖα ἀπό τόν ἄλλον, ἀλλά γιά τό πῶς ὁ ἕνας θά παραχωρήσει τά πρωτεῖα στόν ἄλλον! Πόσοι ἀπό ἐμᾶς τό θέλουμε αὐτό, ἀκόμα καί γιά τούς πιό καλούς μας φίλους; Συνεχίζει δέ, λέγοντας ὅτι ἐπέλεγαν νά συνομιλοῦν ὄχι μέ τούς πιό ἀνόητους, ἤ αὐτούς πού ἀγαποῦσαν τίς διαμάχες, ἀλλά μέ τούς πιό σώφρονες καί εἰρηνικούς. Μόνη τους ἐπιδίωξη ἦταν ἡ μέ κάθε τρόπο ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἡ ὁλοκλήρωση τῆς προσωπικότητάς τους θά λέγαμε σήμερα. Ἀντίθετα, δέν ἀσχολοῦνταν μέ τίποτα πού δέν θά συνέβαλε σέ αὐτήν τους τήν ἐπιδίωξη. Φθάνει ὁ Ἅγιος στό σημεῖο, μάλιστα, νά πεῖ ὅτι «μία μέν ἀμφοτέροις ἐδόκει ψυχή δύο σώματα φέρουσα», δηλαδή ἔμοιαζαν οἱ δυό τους σάν δύο σώματα μέ μία ψυχή.
Αὐτό γιατί δέν τό ποθοῦμε κι ἐμεῖς; Γιατί δέν τό βρίσκει κανείς αὐτό οὔτε καί στά ἀνδρόγυνα ἀκόμα, πού ὑποτίθεται ἐπέλεξαν ὁ ἕνας τόν ἄλλον ἀπό σφοδρό ἔρωτα; Ἆραγε, ἔχουμε ἀναρωτηθεῖ, γιατί δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ὁμόψυχος μέ ἐμᾶς ἄνθρωπος; Μήπως ἐπειδή, τελικά, παριστάνουμε τούς μοναδικούς καί τούς σπουδαίους καί κόβουμε κάθε καλό δεσμό πού μᾶς συνδέει μέ τούς ἄλλους; Καταλήγουμε ἄσχετοι μεταξύ μας καί γι’ αὐτό ἄσχετοι μέ τόν Θεό. Ἐμεῖς, σέ ἀντίθεση μέ τόν Μεγάλο Βασίλειο καί τόν ἅγιο Γρηγόριο, κοιτᾶμε πῶς θά κλέψουμε αὐτό πού ἔχει ὁ ἄλλος, πῶς θά καταχραστοῦμε τόν ἄλλο καί πῶς θά πατήσουμε πάνω του γιά νά φανοῦμε ἐμεῖς.
Εἴθε, ἡ νέα Ἐκκλησιαστική χρονιά νά μαλακώσει τίς καρδιές μας καί νά μᾶς φέρει πιό κοντά στήν φιλία μέ τούς ἀνθρώπους καί μέ τόν Θεό μας!