«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ἄνθρωπε, πλάσμα μου,
γιατί μ’ ἐγκατέλειψες
καί τρέχοντας πρός ἄλλους δρόμους
ἔχασες τόν δρόμο τῆς ζωῆς;
Φιλάνθρωπος εἶμαι,
«καί τοῦ ἐλέους Θεός»
γιατί ἐσύ ἔγινες
δοῦλος τοῦ «ἀντιδίκου μου;».
Γιά σένα ἐγώ -ἀπ’ αἰώνων-
τήν σωτηρία ἐργάσθηκα,
κατερχόμενος ἀπό ψηλά,
ἀπό τούς οὐρανούς στήν γῆ.
Λαμβάνοντας δούλου μορφή
γεννήθηκα ἀπό τήν Παρθένο
καί ἔζησα κάτω στήν γῆ
ταπεινός καί πάμφτωχος.
Ὑπέμεινα τήν καταδίωξι,
λόγια κακά καί ὕβρεις,
τό Σῶμα Μου στίς πληγές ἔδωκα
καί τό Πρόσωπό μου σέ ἐμπτύσματα.
Κατέβηκα ἀπό τόν οὐρανό
γιά νά σ’ ἀνεβάσω σ’ αὐτόν,
τό ὕψος τῆς δόξης ἄφησα,
γιά σένα τόν «ἄθλιο»!
Ὑπέμεινα ἀτιμίες
γιά νά σέ δοξάσω πάλι·
σ’ ὅλα ἔζησα φτωχός
ἐσένα νά πλουτίσω.
Βαρειές πληγές δέχθηκα
γεμίζοντας αἵματα παντοῦ,
γιά νά θεραπεύσω τήν πληγή σου
καί σέ λυτρώσω ἀπό τήν «αἱμορραγία».
Σταγόνα τοῦ αἵματός μου δέν λυπήθηκα
καί τήν Μορφή μου ἔχασα,
γιά νά καθαρίσω τήν ψυχή σου,
πού ἦταν φθαρμένη μέ τά πάθη.
Ἐσύ ἁμάρτησες, ἐξ ἀρχῆς
ἐνώπιον τοῦ Πατρός,
καί σήκωσα ἐγώ ἐπάνω μου
τό φορτίο τῆς ἁμαρτίας σου.
Τιμωρημένος στούς αἰῶνες
ἐκπλήρωνες τόν φόρο τοῦ θανάτου,
ἀλλά σηκώνοντας ἐγώ τήν ἁμαρτία σου
ἐκπλήρωσα τόν φόρο τοῦ θανάτου.
Χολή ἤπια μέ ξύδι
καί στό ξύλο σταυρώθηκα
καί ἀπό τό «ξύλο τό πικρό»
καρπό γλυκύτατο σοῦ ἑτοίμασα.
Σταυρωμένος ἀνάμεσα σέ ληστές
ἔγινα γιά ὅλους «κατάρα»
ὥστε ἐσένα, ἀφοῦ κληρονομήσω
στή Ζωή νά σέ καλέσω.
Γι’ αὐτή τήν ἀγάπη
μέ μῖσος μέ ἐπλήρωσες
καί τήν Θεία Οἰκονομία μου (Κάθοδό μου)
πάντοτε περιφρόνησες!
Γι’ αὐτό στόν τόπο πού ζῆς τώρα
μέ ἀγάπη νά μέ ὑπηρετῆς
καί ὄχι ν’ ἀγαπᾶς τά πάθη
καί νἆσαι σκλάβος σ’ αὐτά.
Πές μου, τί στερήθηκες
ἀπό μένα καί ἀργά - ἀργά
ἐξέφυγες βαδίζοντας στήν πλάνη
μακριά ἀπό μένα;
Ἐάν θέλης ὅλα τ’ ἀγαθά,
Ἐγώ εἶμαι ἡ «Πηγή τῶν ἀγαθῶν»
καί ἐδῶ κάτω στή γῆ
καί στόν μέλλοντα αἰῶνα.
Τήν αἰώνια εὐτυχία,
ἐάν θέλης ν’ ἀποκτήσης,
Ἐγώ εἶμαι ὁ μόνος «Δοτήρ
τῆς ψυχικῆς εὐφροσύνης».
Τήν ὡραιότητα ἐάν ἐπιθυμῆς
νά ἀπολαμβάνης,
Ἐγώ εἶμαι «τό κόσμημα» τοῦ κόσμου
καί «ὁ γλυκύς Παράδεισος».
Ἐάν ποθῆς στόν κόσμο δόξα,
Ἐγώ εἶμαι «ὁ Μονογενής»
ἐκ τῆς Παρθένου ἀφράστως
καί ἐκ Πατρός «ἄνευ ἀρχῆς».
Ζητᾶς δόξα καί δύναμι
νά ἔχης στόν αἰῶνα;
Ἐγώ εἶμαι «ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων»
καί τῆς «Δόξης Βασιλεύς».
Γιά τά ἄπειρα πλούτη τοῦ κόσμου
ἄν ἴσως ἔχης ζῆλο,
Ἐγώ εἶμαι ὁ «Αἰώνιος θησαυρός
τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν».
Ἄν θέλης σοφός νά γίνης,
γίνου μαθητής Μου,
διότι ἐγώ εἶμαι «τό ἀπαύγασμα τοῦ Πατρός»
καί ὁ δικός σου «Φωτοδότης».
Μέ φίλους πιστούς
ἄν θέλης πάντοτε νά εἶσαι,
Ἐγώ εἶμαι «τό Μῦρο τῆς ψυχῆς»
στόν «Νυμφῶνα Μου» νά 'ρθῆς.
Δικαιοσύνη ἄν ζητᾶς
ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν θά εὕρης.
Ἐγώ εἶμαι ὁ «Δίκαιος Κριτής»
ἀδέκαστος πρός ὅλους.
Στίς δυσκολίες καί ἀνάγκες,
ὅταν γιά βοήθεια μέ καλεῖς,
παντοῦ καί γρήγορα ἐγώ ὁ ἴδιος
θά σοῦ εἶμαι βοηθός.
Στούς πόνους μή ἀποκάμης,
ὅταν βασανίζεσαι σκληρά·
Ἐγώ εἶμαι ὁ «Ἰατρός τοῦ σώματος
καί τῆς ψυχής σου».
Ἐάν περικυκλώνεσαι
ἀπό λύπες καί ἀνάγκες,
ἡ παρηγοριά σου εἶμαι ἐγώ,
ψυχή μου ἀπαρηγόρητη.
Κουρασμένος ἀπό τό βάρος
πού σηκώνεις στό διάβα τῆς ζωῆς σου
Ἐγώ εἶμαι τώρα καί στούς αἰῶνες,
ἡ ἀνάπαυσίς σου.
Ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς σου
ἐάν κακῶς ταράχθηκε
ἔλα, πάλι σέ Μένα,
Ἐγώ εἶμαι «τῆς Εἰρήνης Βασιλεύς».
Τόν φόβο τοῦ θανάτου ἐάν ἔχης,
ἔχε θάρρος, μή ταράζεσαι,
Ἐγώ εἶμαι «ἡ Ζωή τῶν πάντων»
στούς ἀπέραντους αἰῶνες.
Ἄν μπλέχθηκες στήν ζωή σου
μέ μεγάλες ἁμαρτίες
Ἐγώ εἶμαι «ὁ ἄδυτος Ἥλιος»
ἔλα πάλι στό φῶς Μου!!!
Ἀλήθεια, ἄσπιλον στήν γῆ
ἀπό τούς ἀνθρώπους μή ζητᾶς,
Ἐγώ εἶμαι «ὁ ὄντως Ἅγιος»
γιά τήν σωτηρία σου.
Περιπλανώμενος ἐδῶ καί 'κεῖ
στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς,
ἔλα σέ μένα «τήν ἀλάθητο ὁδό»
πού ὁδηγεῖ στό λιμάνι.
Καί τώρα ἐάν δέν ἔχης
ὁδηγό γιά τόν οὐρανό,
Ἐγώ εἶμαι «ὁ Ποιμήν ὁ Καλός»
δέν θά σ' ἀφήσω μοναχό.
Ἐάν ντρέπεσαι νά 'ρθῆς
λόγῳ τῶν ἁμαρτιών σου
νά ξέρης, ὅτι ἐγώ εἶμαι
«ὁ ἐλεήμων Ξενοδόχος».
Γι' αὐτό εἶπα νά 'ρθοῦν ὅλοι σέ Μένα
ὅσοι ἔχουν κόπους καί φορτία,
γιά νά τους χαρίσω
τήν ἀνάπαυσι!
Ἀπόσπασμα ἀπό ἐδῶ