«Ὁ τρώγων µου τὴν σάρκα καὶ πίνων µου τὸ αἷµα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡµέρᾳ» (Ἰωάν. στ΄, 54). (Ὅποιος τρώγει τὴν σάρκα µου καὶ πίνει τὸ αἷµα µου καὶ διὰ µέσου τοῦ µυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας γίνεται κοινωνὸς καὶ συµµέτοχος τῆς ζωῆς µου καὶ τῆς θυσίας µου, ἔχει ἤδη ἀπὸ τοῦ παρόντος βίου ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ θὰ ἀναστήσω αὐτὸν ἐνδόξως κατὰ τὴν ἐσχάτην τῆς κρίσεως ἡµέραν).
Κοινωνοῦμε ὅμως προετοιμασμένοι, μὲ φόβο Θεοῦ;
«Σᾶς παρακαλῶ ὅλους νὰ μὴ πλησιάζετε στὰ Θεία Μυστήρια ἔτσι στὴν τύχη κι ἐπειδὴ τὸ ἀπαιτεῖ ἡ γιορτή, ἀλλὰ ἄν κάποτε ἀποφασίσετε νὰ λάβετε μέρος στὴν ἅγια αὐτὴ προσφορά, νὰ καθαρίζετε καλὰ τὸν ἑαυτό σας πρὶν ἀπὸ πολλὲς ἡμέρες μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν ἐλεημοσύνη καὶ τὴν ἀπασχόληση μὲ τὰ πνευματικὰ πράγματα καὶ νὰ μὴ ἐπιστρέφετε καὶ πάλι στὰ ἴδια».
- Ἀλλοίμονο ὅμως ἐὰν δὲν κοινωνοῦμε.
«Καθὼς ἐκεῖνος, ποὺ δὲν τρώγει δὲν ἔχει μέσα του ζωή, ἔτσι καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν κοινωνεῖ, δὲν ἔχει ζωὴ πνευματικὴ μέσα του. «Ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς». Δὲν ἔχει σημασία, ἄν ζῇ τὴν ζωή αὐτή, ἄν κινῆται, ἄν κοιμᾶται, ἄν ἀναπνέη. Αὐτὴ τὴν ζωὴ τὴν ζοῦν καὶ τὰ ζῶα. Ὁ μὴ κοινωνῶν εἶναι πεθαμένος πνευματικῶς ἀπὸ τώρα καὶ δὲν τὸν περιμένει τίποτε ἄλλο παρὰ ὁ αἰώνιος θάνατος. Καὶ τοῦτο, διότι ἔχει πλέον ξεκοπῆ ἀπὸ τὴν πηγὴ τῆς Ζωῆς. Ὅπως ἕνα κλωνάρι, ὅταν κοπῆ ἀπὸ τὸν κορμό, μετ’ ὀλίγον θὰ ξηρανθῆ ἔστω καὶ ἄν πρὸς στιγμὴν διατηρῆ κάποιαν θαλερότητα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ὅποιος δὲν κοινωνεῖ θὰ πεθάνη πνευματικῶς».
- Ὁ Γέροντας Ἐφραὶμ τῆς Σκήτης Ἁγίου Ἀνδρέα Ἁγίου Ὄρους ἐπισημαίνει:
«Κάποιος ἱερέας τελείωσε τὴ Θεία Λειτουργία καὶ κατέλυσε τὴ Θεία Κοινωνία, ποὺ εἶχε ἀπομείνει καὶ ἦταν μάλιστα ἀρκετὴ ποσότητα.
Μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα πέθανε.
Πρὶν τὸν θάψουν, οἱ ἰατροὶ τοῦ ἔκαναν μία τομὴ στὸ στομάχι, γιὰ νὰ δοῦν τί συνέβη καὶ δὲν βρῆκαν τὴ Θεία Κοινωνία στὸ στομάχι του, ποὺ ἦταν ἀδειανό!
Ποῦ πῆγε ὁ Χριστός;
Ὅταν κοινωνοῦμε, ἡ Θεία Κοινωνία, ὁ Χριστὸς δὲν πηγαίνει στὸ στομάχι, πηγαίνει στὴ ψυχή.
Ἡ Θεία Κοινωνία μολονότι εἶναι ψωμάκι καὶ κρασάκι, μεταβάλλεται σὲ Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, ποὺ εἶναι πνεῦμα (ἀποπνευματοῦται), γι’ αὐτὸ πηγαίνει κατευθεῖαν στὴν ψυχή.
Τρέφει τὴν ψυχή, ἡ ὁποία χαριτώνεται, ἁγιάζεται καὶ θεώνεται.
Αὐτὴ ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ συνέχεια μεταδίδεται καὶ σὲ ὅλα τὰ κύτταρα τοῦ σώματος.
Ἔτσι πρῶτα κοινωνεῖ ἡ ψυχὴ καὶ μετὰ τὸ σῶμα.
Ἁγιάζεται δηλ. καὶ τὸ σῶμα μέσῳ τῆς ψυχῆς».
- Στὸ βιβλίο τοῦ π. Στεφάνου Ἀναγνωστοπούλου, «Ἐμπειρίες κατὰ τὴν θεία Λειτουργία», διαβάζουμε ἕνα συγκλονιστικὸ γεγονός:
«Σ’ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι τῆς Μακεδονίας ἕνα μεσημέρι εἶχαν Τράπεζα. Μετὰ τὴν Τράπεζα ἡ τραπεζάρισσα καὶ ἡ βοηθὸς ἄρχισαν νὰ μαζεύουν τὰ πιάτα καὶ περνώντας ἀπὸ ἕνα χὼλ τὰ πήγαιναν στὴν κουζίνα. Κάποια στιγμὴ στὸν ἐνδιάμεσο χῶρο ἀκούσθηκε ἕνας μεγάλος θόρυβος, ἕνας δίσκος ἔπεσε κάτω καὶ ὅλα τὰ πιάτα ἔγιναν κομμάτια πάνω στὸ μαρμάρινο δάπεδο.
Πῆγε ἀμέσως ἡ Γερόντισσα, ποὺ δὲν εἶχε φύγει ἀπὸ τὴν Τράπεζα, νὰ δῆ τί συμβαίνει. Καὶ εἶδε μία ἀδελφὴ μόνη της σκυμμένη, νὰ μαζεύη τὰ σπασμένα. Σ’ ἔντονο αὐστηρὸ ὕφος τῆς εἶπε:
– Ἐσὺ τὸ ἔκανες αὐτό;
– Εὐλόγησον, ἀπάντησε ἡ ἀδελφή.
Καὶ ἡ Γερόντισσα τῆς εἶπε:
– Αὔριο Κυριακὴ δὲν θὰ κοινωνήσης καὶ 500 στρωτὲς μετάνοιες.
– Νά ’ναι εὐλογημένο, ἀπάντησε ἡ ἀδελφὴ καὶ συνέχισε νὰ μαζεύη καὶ νὰ καθαρίζη τὸ χῶρο.
Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν Κυριακή, ἡ ἐν λόγῳ ἀδελφὴ ἀπὸ τὸ «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία…» μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας παρέμεινε γονατιστή, ἐνῶ δάκρυα πολλὰ ἔτρεχαν ἀπὸ τὰ μάτια της.
Ὅταν ἄρχισε ἡ Θεία Κοινωνία, ἀκούμπησε τὸ κεφάλι της στὸ ἔδαφος ποτίζοντάς το μὲ τὰ δάκρυά της. Παρέμεινε σ’ αὐτὴ τὴ θέση μέχρι νὰ τελειώση ἡ Θεία Λειτουργία. Φεύγοντας τελευταία ἡ Γερόντισσα ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, πρόσεξε τὴ μοναχή, ποὺ βρισκόταν ἀκόμη σ’ αὐτὴ τὴ θέση, τὴν πλησίασε καὶ τὴ ρώτησε τί συμβαίνει.
Ἡ μοναχὴ παρέμενε σιωπηλὴ καὶ στὴν ἔντονη ἐπιμονὴ τῆς Γερόντισσας, πολὺ διστακτικὰ καὶ ντροπαλὰ τῆς ἀπάντησε ὅτι τὴν ὥρα, ποὺ κοινωνοῦσαν οἱ ἀδελφὲς Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, σήκωσε ξαφνικὰ τὸ κεφάλι της καὶ μία μερίδα ἔφυγε ἀπὸ τὴν Ἁγία Λαβίδα καὶ εἰσῆλθε στὸ στόμα της. Τότε ἡ Γερόντισσα τὴ ρώτησε:
– Ποιὰ ἀδελφὴ ἦταν στὴ σειρὰ νὰ κοινωνήση, ἐκείνη τὴ στιγμὴ ποὺ συνέβη τὸ γεγονός;
– Ἔσκυψε τὸ κεφάλι της καὶ πολὺ σιγανὰ καὶ μὲ πολὺ δισταγμὸ εἶπε τὸ ὄνομα τῆς ἀδελφῆς.
– Τώρα, μπροστὰ στὸ θαῦμα αὐτὸ, ποὺ συνέβη καὶ στὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ θὰ μοῦ πῆς τί συνέβη χθές, εἶπε ἡ Γερόντισσα, θὰ μοῦ πῆς ὅλη τὴν ἀλήθεια.
– Ὅταν ἔφευγα ἀπὸ τὴν Τράπεζα μὲ τὸ δίσκο γεμᾶτο πιάτα καὶ ἐνῶ περνοῦσα ἀπ’ τὸν ἐνδιάμεσο χῶρο, ἦλθε ἡ συγκεκριμένη ἀδελφὴ καὶ μὲ τὰ δυό της χέρια μ’ ἔσπρωξε κι ἔπεσα κάτω, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκληθῆ ἡ ζημιὰ ποὺ ἔγινε.
Ἀδελφοί μου, τὴν ἀλήθεια τὴν ἀποκατέστησε ὁ Θεὸς ὑπερφυῶς, ἀμείβοντας τὴν ἁγία ταπείνωση τῆς ἀδελφῆς καὶ στερώντας τὴ Χάρη ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Στὴ συνέχεια ἡ Γερόντισσα κάλεσε τὴν ἄλλη ἀδελφὴ καὶ τὴ ρώτησε:
– Πές μου, σὲ παρακαλῶ, σήμερα τί κοινώνησες;
Κι ἐκείνη ἀπάντησε :
– Τίποτα γερόντισσα, ἡ Ἁγία Λαβίδα ἦταν ἄδεια!…».