Κωνσταντίνος Χ. Ναυπλιώτης
ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ;
ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΜΕΝΕΙ ΣΤΗΝ ΑΙΡΕΣΗ
ΠΑΡΑ ΤΑ ΛΑΘΗ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ
όταν το φως σε τρομάζει
Δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι καλοπροαίρετοι, ψαγμένοι και θεολογικά καταρτισμένοι, παραμένουν μέσα σε αιρετικές ομάδες παρ’ ότι έχουν διαπιστώσει λογικά και δογματικά λάθη. Το φαινόμενο αυτό μπορεί ξενίζει, αλλά είναι πραγματικό. Πολλοί Ορθόδοξοι, αντικρίζοντας την αποστασία, την αίρεση ή την πλάνη σε δικά τους πρόσωπα, αναρωτιούνται: «Μα πώς γίνεται; Αφού του τα απέδειξα. Του έδειξα το λάθος. Και όμως μένει εκεί». Κι όμως, η καρδιά δεν πείθεται πάντα από το μυαλό.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους ένας άνθρωπος παραμένει δέσμιος μιας αίρεσης, ακόμη κι όταν η λογική του, η μόρφωσή του ή η μελέτη του τον οδηγούν στο συμπέρασμα πως κάτι δεν πάει καλά. Στην πραγματικότητα, το να βγεις από μια αίρεση δεν είναι μόνο μια λογική απόφαση αλλά μια υπαρξιακή, συναισθηματική και πνευματική επανάσταση.
Όταν ο πιστός αρχίζει να βλέπει τα ψέματα και τις αντιφάσεις μέσα στην αίρεση νιώθει πως ο κόσμος του γκρεμίζεται. Όλα όσα θεωρούσε ιερά και σίγουρα (η διδασκαλία, οι άνθρωποι γύρω του, ο τρόπος προσευχής, ακόμα και η εικόνα που είχε για τον Θεό) θρυμματίζονται μπροστά στα μάτια του, και μαζί μ’ αυτά χάνει το νόημα της ζωής. Το χειρότερο είναι ότι αυτή την κατάσταση δεν μπορεί να την μοιραστεί με κανέναν, γιατί αν τολμήσει να εκφράσει τις αμφιβολίες του, θα τον αντιμετωπίσουν με καχυποψία (στην καλύτερη περίπτωση) και θα τον χαρακτηρίσουν πλανεμένο ή και δαιμονισμένο. Οι κοντινοί του άνθρωποι, θα του γυρίσουν την πλάτη ή θα προσπαθήσουν να τον συνετίσουν με ενοχές και φόβο. Έτσι αντιμετωπίζει μια βαθιά πνευματική μοναξιά, στην οποία μένει μόνος με τις σκέψεις του, με έναν θεό που δεν ξέρει πια πώς να Τον εμπιστευτεί, και με ένα παρελθόν που είναι πια κάλπικο. Κι όμως, αυτή η τραγωδία που βιώνει όσο κι αν πονάει μπορεί να γίνει η αρχή μιας αληθινής πορείας προς το Φως. Γιατί δεν φεύγει από την αίρεση αφού είδε τα λάθη;
μοναξιά
Οι αιρέσεις δημιουργούν μια στενή, ασφυκτικά δεμένη κοινότητα. Οι σχέσεις που χτίζονται μέσα σε αυτές είναι ιδιαίτερα προσωπικές, τα άλλα μέλη είναι “αδέλφια” ενώ ο ηγέτης είναι “πατέρας” και η ομάδα είναι “οικογένεια”. Αυτό περιγράφει ο π. Αντώνιος ως «βομβαρδισμό αγάπης» από μέρους των «αδελφών», προκειμένου το θύμα να «ριζώσει» στο νέο περιβάλλον: «Όχι μόνο οι ενήλικοι, αλλά και οι νεότεροι μπορούν να αυτοσυστήνονται στους νεοφερμένους και να τους υποδέχονται. Φροντίζετε εσείς να χαιρετίσετε άτομα;… Πότε ήταν η τελευταία φορά που προσκαλέσατε κάποιον να φιλοξενηθεί στο σπίτι σας; Πολλοί από τους νεοφερμένους αποχωρίσθηκαν από τους προτέρους φίλους και οικογένειες ένεκα της αλήθειας. Ασφαλώς αυτό το κενό έχει ανάγκη συμπληρώσεως. Είναι ανάγκη να τυγχάνουν θερμής υποδοχής και στα σπίτια μας και στις καρδιές μας και έτσι θα έχουμε νέους φίλους και νέες οικογενειακές σχέσεις»
Το βασανιστικό ερώτημα λοιπόν που αντιμετωπίζει είναι: «Αν φύγω, πού θα πάω; Ποιος θα με καταλάβει; Θα με απορρίψουν όλοι;» Για πολλούς, η απώλεια αυτής της ψεύτικης «οικογένειας» μοιάζει χειρότερη και από την ίδια την πλάνη. Καλύτερα με ψευδαισθήσεις, παρά με μοναξιά. Η ανάγκη του ανθρώπου για αποδοχή και συντροφικότητα τον κρατά δέσμιο ακόμη κι όταν η ψυχή του διψά για αλήθεια.
ντροπή
Ομολογώντας πως εξαπατήθηκε και πίστεψε σε κάτι που ήταν λάθος, πως έχασε χρόνια της ζωής του υπηρετώντας μια πλάνη, ο άνθρωπος αισθάνεται να συντρίβεται. Ειδικά όταν έχει παίξει ρόλο ηγετικό, όταν έχει καλέσει άλλους να ακολουθήσουν, όταν έχει διακηρύξει με πάθος τη «νέα αλήθεια», τότε η επιστροφή μοιάζει σχεδόν αδύνατη. Πώς να πει τώρα, «έκανα λάθος»; Η ταπείνωση που χρειάζεται για κάτι τέτοιο είναι τεράστια. Έτσι αντί να σηκώσει τον σταυρό της μετάνοιας, επιλέγει να πνίξει τη φωνή της συνείδησης. Φτιάχνει μέσα του ένα ψέμα που τον καθησυχάζει: «δεν είναι και τόσο σοβαρό το λάθος», «όλοι κάπου κάνουν λάθη», «και στην Ορθοδοξία δεν τα κάνουν όλα σωστά». Είναι μηχανισμοί άμυνας για να γλυκάνει η αλήθεια που καίει.
πνευματική τύφλωση
Η αίρεση δεν είναι απλώς μια λάθος πίστη, είναι ένα δαιμονικό σκοτάδι. Όταν κάποιος είναι για χρόνια μέσα σε πλάνη, χάνει τη διάκριση και την καθαρότητα της καρδιάς. Διαβάζει ένα ορθόδοξο κείμενο αλλά δεν μπορεί να το καταλάβει, ακούει τον λόγο της Εκκλησίας, αλλά δεν του λέει τίποτα. Είναι σαν να έχει φτιαχτεί μέσα του ένας άλλος κώδικας αντίληψης της πραγματικότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις δεν αρκεί να “δει” κάποιος το λάθος, αλλά πρέπει να τον επισκεφθεί ο Ίδιος ο Θεός. Είναι μια άρρωστη ψυχή που δεν αντέχει να θεραπευθεί. Πονάει να φύγεις από το ψέμα και πονάει περισσότερο να γκρεμίσεις τα είδωλα που λάτρευες τόσα χρόνια.
κόλαση
Είναι γενικός κανόνας οι ηγέτες των αιρετικών ομάδων να ασκούν ψυχολογική τρομοκρατία, απειλώντας τους οπαδούς πως όποιος φύγει «θα καταδικαστεί αιώνια», πως «θα χάσει τη σωτηρία», ή «θα τον εγκαταλείψει το Άγιο Πνεύμα». Οι φράσεις αυτές χαράζονται βαθιά στην ψυχή του πιστού, που μπορεί να έχει αμφιβολίες για τα δόγματα, αλλά παραμένει εγκλωβισμένος από τον τρόμο της αιώνιας τιμωρίας, τόσο πολύ ώστε να θυσιάζει την πνευματική του ελευθερία κάτω από ένα πέπλο ενοχών και απειλών.
αναβολή
Άλλοι έχουν την ιδέα ότι «θα τα διορθώσει όλα η ηγεσία, όταν έρθει η ώρα». Έχουν χειραγωγηθεί να εμπιστεύονται απόλυτα τον ηγέτη της ομάδας και να τον βλέπουν σαν «δούλο του Θεού» που ξέρει πότε και πώς πρέπει να γίνουν οι αλλαγές. Αυτό όμως είναι μια ψευδαίσθηση. Ο άνθρωπος μαθαίνει να περιμένει και να μην αντιδρά, να μη ρωτά, και τελικά να μένει παγιδευμένος σε μια κατάσταση που τον πονάει, αλλά την ανέχεται, με την ελπίδα ότι κάποτε όλα θα διορθωθούν. Έτσι, δεν φεύγει, όχι επειδή δεν βλέπει τα λάθη, αλλά επειδή έχει μάθει να μη σκέφτεται ελεύθερα, να μην παίρνει πρωτοβουλίες και να περιμένει από άλλους να του δείξουν τον δρόμο.
υπερηφάνεια
Πίσω από τη μη αποδοχή της αλήθειας, κρύβεται η πνευματική υπερηφάνεια. Ο άνθρωπος που μπήκε σε μια αίρεση πιστεύει ότι ανακάλυψε κάτι ανώτερο, ότι η δική του πίστη είναι «ζωντανή», όχι «νεκρή» όπως των άλλων και έχει συνηθίσει να θεωρεί τον εαυτό του πιο πνευματικό από τους «τυπολάτρες» Ορθοδόξους. Όταν λοιπόν του δείξεις ότι πλανήθηκε, το εκλαμβάνει σαν μια προσωπική ήττα. Προτιμά να μείνει μέσα στην αίρεση, παρά να παραδεχτεί πως εξαπατήθηκε και πως οι εμπειρίες του δεν ήταν εκ Θεού, αλλά από τους δαίμονες ή από το συναίσθημα. Εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η «προσωπική εμπειρία» του πιστού που είναι πεπεισμένος ότι έχει γνώση, «θεϊκές» εμπειρίες, θαύματα και οράματα. Η αίρεση τον έχει ταΐσει με συγκινήσεις και εσωτερικές εμπειρίες, που του φαίνονται πιο πραγματικές κι από την ίδια τη θεολογία.
οικογενειακές και κοινωνικές δεσμεύσεις
Αν ολόκληρη η οικογένεια είναι μέσα στην αίρεση, αν ο σύζυγος ή τα παιδιά είναι στελέχη της ομάδας, ο εσωτερικός διχασμός είναι αφόρητος. Πολλοί αναρωτιούνται: «Αξίζει να διαλύσω την οικογένειά μου; Να χάσω τον σύντροφό μου; Να με απορρίψουν τα παιδιά μου;» Κάποιοι υποχωρούν μπροστά στο δράμα του διαζυγίου, του κοινωνικού στιγματισμού, της απώλειας δουλειάς ή φίλων.
Ο μακαριστός π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος για την απουσία αληθινής Ορθόδοξης μαρτυρίας
Στο βιβλίο του «ΧΟΕ: ΕΝΑ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ» είχε επισημάνει ήδη από 1989, το ποιμαντικό πρόβλημα. Εκεί διαβάζουμε πολλές μαρτυρίες ανθρώπων που πριν βρουν κάποια συγκεκριμένη οργάνωση ή κοινότητα, ζούσαν μέσα σε πάθη και αμαρτίες, χωρίς να τους έχει πλησιάσει κανείς από το χώρο της Εκκλησίας για να τους βοηθήσει ή να τους στηρίξει πνευματικά. Αναρωτιόντουσαν γιατί κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για εκείνους όταν ήταν χαμένοι και πνευματικά νεκροί, ενώ τώρα που άρχισαν να προσπαθούν να ζήσουν με βάση το Ευαγγέλιο σε μια αίρεση, οι ίδιοι άνθρωποι που τότε αγνοούσαν την κατάστασή τους σπεύδουν να τους κατακρίνουν και να τους χαρακτηρίσουν αιρετικούς. Πολλοί εξέφρασαν πόνο και απορία για το πώς γίνεται να μην έχουν λάβει καμία βοήθεια από ιερείς ή πνευματικούς καθοδηγητές όταν ήταν σε αδιέξοδο, ενώ τώρα δέχονται κριτική και απόρριψη, παρά το γεγονός ότι προσπαθούν να αλλάξουν τη ζωή τους. Τα παράπονα αυτά δείχνουν μια βαθιά πληγή για την έλλειψη μέριμνας από πλευράς της Εκκλησίας, που αντί να είναι καταφύγιο και στήριγμα, κάποιες φορές φαντάζει απόμακρη και αδιάφορη. Μια νεαρή κοπέλα μάλιστα, που μεγάλωσε μακριά από την Ελλάδα, περιγράφει πώς άρχισε να ψάχνει μόνη της την αλήθεια, διάβασε την Καινή Διαθήκη, προσευχήθηκε και ένιωσε μια χαρά και ειρήνη που δεν είχε νιώσει ποτέ πριν, αλλά αναρωτιόταν γιατί κανείς από τους δικούς της ή από το περιβάλλον της δεν ενδιαφέρθηκε να της μιλήσει γι’ αυτά τα πράγματα όταν υπέφερε και βρισκόταν σε σκοτάδι. Τώρα, που αυτή ανακάλυψε τον Θεό και άρχισε να ζει μια νέα ζωή στην αίρεση, δέχεται επιθέσεις και κατηγορίες ως αιρετική, ενώ πριν δεν είχε δεχτεί καμία βοήθεια.
Στο ίδιο βιβλίο ο π.Αντώνιος μιλάει για το ποιμαντικό καθήκον της Εκκλησίας απέναντι στα μέλη της, ιδιαίτερα σε όσους βρίσκονται σε κατάσταση ανάγκης αλλά επισημαίνει πως υπάρχουν σοβαρές παραλείψεις, καθώς αρκετοί άνθρωποι νιώθουν ότι δεν βρήκαν από την Εκκλησία την υποστήριξη που χρειάζονταν σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους. Στο κείμενο αναφέρονται πολλά αποσπάσματα από επιστολές ανθρώπων που έζησαν τέτοιες εμπειρίες. Αυτοί εκφράζουν ότι όταν αντιμετώπιζαν προβλήματα ή πνευματική πτώση, δεν υπήρξε κάποιος από την Εκκλησία που να τους πλησίασε, να τους προσφέρει αγάπη ή να τους μιλήσει για τον Χριστό. Αντίθετα, βρήκαν τέτοια στήριξη και αποδοχή σε άλλες θρησκευτικές ομάδες που τους προσέγγισαν με αγάπη, κατανόηση και χωρίς κριτική, βοηθώντας τους να βρουν την πίστη.
Ο π. Αντώνιος εστιάζει στην έννοια της «ζεστασιάς» και της αγάπης μέσα στην Εκκλησία, που θα έπρεπε να αποτελούν την ορατή απόδειξη της αλήθειας ότι η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, και όλοι οι πιστοί μέλη αυτού του Σώματος αλλά όμως όταν αυτή δεν βρίσκεται μέσα στην ενοριακή ζωή, υπάρχει κίνδυνος τα άτομα να αναζητήσουν τέτοια αγάπη και αποδοχή σε άλλες ομάδες που μπορεί να είναι αιρετικές. Άλλωστε από τις επιστολές που παρατίθενται, φαίνεται καθαρά ότι για πολλούς το πρωταρχικό στοιχείο που τους προσέλκυσε δεν ήταν κάποια ιδεολογία ή δόγμα, αλλά η ανθρώπινη αγάπη, η κατανόηση και η αποδοχή που βίωσαν.
Ας μην ξεχνάμε και τούτο. Πολλές φορές, η Ορθοδοξία δεν έχει παρουσιαστεί στον αιρετικό με το Αληθινό της πρόσωπο. Και γι’ αυτό φταίμε εμείς. Του έχουν μιλήσει μόνο για «λάθη», για «καταδίκες», για «Πατέρες» που δεν καταλαβαίνει. Δεν είναι λίγες οι φορές που σε ένα διάλογο με Ορθοδόξους αντί να συναντήσει Αγάπη, συναντά έπαρση και έλεγχο. Ποιος θα ήθελε να πάει εκεί όπου τον υποδέχονται με περιφρόνηση; Η Ορθοδοξία δεν σώζει μόνο γιατί είναι «η σωστή πίστη» αλλά γιατί είναι η Αλήθεια που γίνεται Χάρη που ανασταίνει τον άνθρωπο. Όταν αυτό το φως δεν το βλέπει ο άλλος, δεν έχει λόγο να φύγει από την πλάνη. Μένει εκεί που του δείχνουν, έστω και ψεύτικα, λίγη «αγάπη».
Η επιστροφή ενός ανθρώπου από την αίρεση είναι ένα θαύμα, που γίνεται σιωπηλά και σταδιακά με τη Χάρη του Θεού, που ενεργεί με τρόπους αόρατους, μέσα από πρόσωπα που στάθηκαν κοντά του χωρίς να τον πιέσουν, μέσα από λόγια που άγγιξαν την καρδιά του την κατάλληλη στιγμή, ή μέσα από απλά γεγονότα που τον ταρακούνησαν. Κυρίως είναι εκείνη η αγάπη που θυμίζει τον πατέρα της παραβολής, που στεκόταν στον δρόμο και κοιτούσε μακριά, περιμένοντας τον άσωτο να φανεί. Ευχή μας είναι η ζωή στην ενορία να γίνει πιο ζωντανή ώστε να μην αφήνει κενά που μπορεί να γεμίσουν με λανθασμένες ιδέες. Όλοι οι πιστοί πρέπει να προσφέρουν τη βοήθειά τους στην κοινότητα με ταπεινότητα και υπευθυνότητα ώστε με τη συνεργασία των κληρικών και των πιστών μελών της, η Εκκλησία να μπορεί να προσφέρει σωστή καθοδήγηση και να κρατήσει την πίστη μας ζωντανή και αληθινή γιατί όπως λέει ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, είναι ύψιστη φιλανθρωπία το απολογητικό έργο: «Τίποτε δεν είναι ισάξιον της ψυχής, ούτε ο κόσμος όλος. Ώστε και αν δώσης άπειρα χρήματα εις τους πτωχούς, δεν κάμνεις τίποτε ισάξιον αυτού που κάμνει κάποιος, που συντελεί εις την επιστροφήν μιας ψυχής».