Παρασκευή 11 Ιουλίου 2025

Απόστολος Βακαλόπουλος: Ενάντια σε πρόχειρες ερμηνείες ή αόριστες γενικότητες

Βαγγέλης Στεργιόπουλος

Είναι θλιβερό να αναλογίζεται κανείς πόσο μας εστοίχισε κατά τη ροή των αιώνων η ένδεια των ιστορικών γνώσεων

Στις 9 Ιουλίου 2000 έφυγε από τη ζωή ο Απόστολος Βακαλόπουλος, ιστορικός, συγγραφέας και πανεπιστημιακός, μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της νεοελληνικής ιστοριογραφίας κατά τον 20ό αιώνα.

Ο Βακαλόπουλος, ο οποίος είχε γεννηθεί στο Βόλο στις 11 Αυγούστου 1909, σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, αργότερα δε ειδικεύτηκε στη Βυζαντινή και τη Νεοελληνική Ιστορία ακολουθώντας μεταπτυχιακές σπουδές στη Γερμανία.

Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Μέση Εκπαίδευση, διδάσκοντας ιστορία, αρχαία ελληνικά και νέα ελληνικά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930.

Αναγορεύτηκε διδάκτορας του ΑΠΘ το 1939 (θέμα της βραβευθείσης από την Ακαδημία Αθηνών διατριβής του, «Πρόσφυγες και προσφυγικόν ζήτημα κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν του 1821»), άμισθος υφηγητής της Ιστορίας της Νεωτέρας Ελλάδος στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ το 1943 και εντεταλμένος υφηγητής το 1944.

Ο Βακαλόπουλος —είχε βρεθεί στην πρώτη γραμμή του μετώπου κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, γεγονός που τον επηρέασε καθοριστικά και αποτελούσε αντικείμενο συχνών αναφορών στις πανεπιστημιακές παραδόσεις του— υπηρέτησε ως έκτακτος καθηγητής από το 1951 και ως τακτικός από το 1956 μέχρι τη συνταξιοδότησή του, το 1974.

Διετέλεσε μέλος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και πολλών άλλων επιστημονικών σωματείων, ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα σε πολλά διεθνή επιστημονικά συνέδρια.

Οι επιστημονικές εργασίες του, δημοσιευμένες αυτοτελώς σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, ανέρχονται σε 242, αρχής γενομένης από το 1935.

Με το σπουδαίο επιστημονικό, ερευνητικό και διδακτικό έργο του, καθώς και την πλούσια συγγραφική δραστηριότητά του, ο Βακαλόπουλος πρόσφερε ανεκτίμητες υπηρεσίες στην πατρίδα, στην ελληνική πολιτεία, από την οποία τιμήθηκε με βραβεία και διακρίσεις.

Ως ιστορικός και δάσκαλος, ο αείμνηστος καθηγητής υπερασπίστηκε τη συνέχεια του ελληνισμού και την ελληνικότητα της Μακεδονίας.

Έργο ζωής υπήρξε για τον Βακαλόπουλο η «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», οκτάτομο έργο (ολοκληρώθηκε σε διάστημα είκοσι επτά ετών, από το 1961 έως το 1988, και συμπληρώνεται με δύο χωριστούς τόμους Πηγών της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού), στο οποίο καταγράφεται η δραματική πορεία του νέου ελληνισμού από το 1204 έως το 1830.

Από το εν λόγω σύγγραμμα (ειδικότερα, από τον τόμο που αναφέρεται στην Τουρκοκρατία και στις ιστορικές βάσεις της νεοελληνικής κοινωνίας και οικονομίας) προέρχονται τα ακόλουθα αποσπάσματα, εξόχως χαρακτηριστικά του επιστημονικού τρόπου σκέψης του Βακαλόπουλου:

 

«Η ιστορία του ελληνισμού επί τουρκοκρατίας, αφού δεν υπάρχει ελληνικός κρατικός οργανισμός, δεν μπορεί να είναι παρά η ιστορία του ελληνικού κόσμου της εποχής εκείνης και των προβλημάτων του, δηλαδή των πολυποίκιλων γεγονότων, κινήσεων, ζυμώσεων και ανακατατάξεων όχι μόνο μέσα στον ελληνικό χώρο, αλλά και έξω απ’ αυτόν σε μεγάλη έκταση. Κι’ αυτό γιατί το ελληνικό έθνος, εξουθενωμένο, κατατρεγμένο, διασκορπισμένο από τις τουρκικές κατακτήσεις, καταπιέσεις και διώξεις, συνεχίζει βέβαια τη δράση του μέσα στον ιστορικό του χώρο, αλλά και την απλώνει —ολοένα και ζωηρότερα— και έξω απ’ αυτόν, ιδίως μέσα στη χερσόνησο του Αίμου, επηρεάζοντας έτσι την οικονομική, πνευματική και πολιτική εξέλιξη των εντόπιων πληθυσμών. Επομένως, η γνώση της ιστορίας του ελληνικού έθνους επί τουρκοκρατίας αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την καλύτερη γνώση της αντίστοιχης ιστορίας των άλλων βαλκανικών λαών. Αλλά και η γνώση της βαλκανικής ιστορίας, καθώς και της τουρκικής, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη μελέτη της ελληνικής, ιδίως ιστορικών φαινομένων κοινών στους βαλκανικούς λαούς, όπως π.χ. της φορολογίας των χριστιανών ραγιάδων, των μετακινήσεων από τα πεδινά προς τα ορεινά, των εξισλαμισμών, του παιδομαζώματος κ.λπ.».

«Είναι αδύνατο να προσανατολιστούμε στο άμεσο περιβάλλον, μέσα στο οποίο ζούμεν, ιδίως να βοηθηθούμε να καταλάβουμε τους ομοεθνείς μας, και ακόμη τον ίδιο τον εαυτό μας, αν δεν εγκύψουμε στη συστηματική μελέτη του νέου ελληνισμού. Τότε μόνο θα αισθανθούμε πως είμαστε πολύ κοντά στο μακρινό παρελθόν, πως ζήσαμε τα σπουδαία γεγονότα και τις μεγάλες μεταβολές του. Έτσι, η ιστορική γνώση θα προεκτείνει τη διάρκεια της ζωής μας, γιατί πραγματικά μόνον ο βαθύς γνώστης του παρελθόντος γίνεται ένας μαθουσάλας της ζωής. Τότε ακόμη θα αποφύγουμε τις πολύ συνηθισμένες στον τόπο μας πρόχειρες ερμηνείες, τις στηριγμένες σε φτωχά και ελλιπή στοιχεία, ή τις αόριστες γενικότητες που συχνά προβάλλονται με την πεποίθηση ότι εκφράζουν τη φιλοσοφική θεώρηση των γεγονότων και ότι μας φέρνουν δήθεν κοντά στο είναι, στην ουσία του νέου ελληνισμού, ενώ στην πραγματικότητα μάς ξεμακραίνουν πολύ απ’ αυτήν. Γιατί στ’ αλήθεια πώς είναι δυνατόν οι φιλόσοφοι, οι κοινωνιολόγοι ή οι κοινωνιολογούντες, οι οικονομολόγοι κ.λπ. να μελετήσουν, να ανατάμουν τη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και οικονομία χωρίς να έχουν γνωρίσει τις βάσεις της; Η πορεία που οφείλουμε να ακολουθήσουμε διαγράφεται καθαρά: μόνον όταν αποκτήσουμε επακριβωμένες, θετικές γνώσεις, τότε η ενατένιση των γεγονότων θα βασίζεται σε στερεό βάθρο και θα κινείται μέσα σε ένα γενικό πλαίσιο με ρευστά βέβαια όρια, αλλά δεν θα κινδυνεύει να εκτραπεί σε προχειρολογία με κυρίαρχο στοιχείο τη φαντασία. Είναι λοιπόν εύκολο να καταλάβει κανείς πόσο χρήσιμες είναι οι θετικές ιστορικές γνώσεις, όχι μόνον για τον φιλόσοφο, για τον κοινωνιολόγο, για τον οικονομολόγο, αλλά και για τον πολιτικό και για κάθε άλλο ηγετικό στέλεχος του έθνους. Είναι θλιβερό να αναλογίζεται κανείς πόσο μας εστοίχισε κατά τη ροή των αιώνων η ένδεια των ιστορικών γνώσεων. Η γνώση της ιστορίας του έθνους, ιδίως του νέου ελληνισμού, θα έπρεπε οπωσδήποτε να είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάληψη ενός ανώτατου αξιώματος, σε οποιονδήποτε τομέα της δημόσιας ζωής».

in.gr

https://enromiosini.gr