Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025

Ὁ Ἱερεύς ἀνέκαθεν ἐποίει τήν Ἀνάγνωσιν τῶν Εὐχῶν πρὸς Ἀνατολάς

Τοῦ κ. Παν. Δ. Παπαδημητρίου

1ον

  «Πάντες μὲν ὁρῶμεν κατ’ ἀνατολὰς ἐπὶ τῶν προσευχῶν», Ἅγιος Μέγας Βασίλειος, [PG 32, 189C]. «Ἐπὶ τὰς δυσμὰς ἔστηκεν ὁ διάβολος, ὅπου ἡ ἀρχὴ  τοῦ σκότους· ἀποτάσσεσθε αὐτῷ καὶ ἐμφυσήσατε· εἶτα στρέφεσθε ἐπὶ ἀνατολὰς καὶ συντάσσεσθε τῷ Χριστῷ», Εὐχολόγιον Barb. Gr. 336, 8ου αἰ., φ. 130β.

  Ὡς πρός τὸν προσανατολισμὸ τοῦ «Οἴκου τῶν Προσευχῶν», ἤτοι τοῦ κτιρίου τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε: Στὶς Ἀποστολικὲς Διαταγὲς, στό κεφ. ΝΖʹ «Διατύπωσις Ἐκκλησίας καὶ κλήρου…», βλέπουμε: «ὁ οἶκος [ὁ Ναός] ἔστω ἐπιμήκης, κατ’ ἀνατολὰς τετραμμένος, ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν τὰ παστοφόρια πρὸς ἀνατολήν, ὅς τις ἔοικε νηί».#[1]

  Ὡς πρὸς τὸν προσανατολισμὸ τῶν πάντων, Κληρικῶν τε καὶ τῶν Πιστῶν, στὴν Ἐκκλησία ἔχουμε τὶς ἑξῆς ἁγιοπατερικὲς κανονικές μαρτυρίες:

  Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος ὁ Φιλόσοφος (100–165 μ.Χ.) στὶς «Ἀποκρίσεις πρὸς τοὺς Ὀρθοδόξους περί τινων ἀναγκαίων ζητημάτων» λέει: «Ἐπειδὴ τῶν παρ’ ἡμῖν τὰ τιμιώτερα εἰς τιμὴν τοῦ Θεοῦ ἀφορίζομεν, κατὰ δὲ τὴν τῶν ἀνθρώπων ὑπόληψιν τιμιωτέρα ἐστὶν ἡ ἀνατολὴ τῶν ἄλλων μερῶν τῆς κτίσεως, διὰ τοῦτο ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς [ἰδιαίτερα στὴν Θεία Λειτουργία, καὶ στὶς Ἀκολουθίες] νεύομεν πρὸς ἀνατολὴν πάντες. Καθάπερ τῇ δεξιᾷ χειρὶ ἐν ὀνόματι Χριστοῦ κατασφραγίζομεν τοὺς τῆς σφραγῖδος ταύτης δεομένους, ἐπειδὴ τιμιωτέρα νενόμισται τῆς ἀριστερᾶς, καίτοι θέσει καὶ οὐ φύσει διαφέρουσα ταύτης ὑπάρχει, οὕτως καὶ ἡ ἀνατολή, ὡς τιμιώτερον μέρος τῆς κτίσεως, εἰς προσκύνησιν Θεοῦ ἀφώρισται. Oὐκ ἐναντιοῦται δὲ τῇ προφητικῇ τε καὶ ἀποστολικῇ φωνῇ τὸ πρὸς τὴν ἀνατολὴν ποιεῖν ἡμᾶς τὰς εὐχάς. Ἐν παντὶ γὰρ τόπῳ ὑπάρχει ἡ ἀνατολὴ τοῖς εὐχομένοις· καὶ ἐπειδὴ ἐφ’ ὃ μέρος τὴν ὁρατὴν αἴσθησιν κεκτήμεθα κατὰ τοῦτο τὸ μέρος προσκυνοῦμεν, ἀδύνατον δὲ ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς εἰς τὰ τέσσαρα μέρη τῆς κτίσεως ἀποβλέπειν, διὰ τοῦτο εἰς τὸ ἓν μέρος τῆς κτίσεως ἀφορῶντες ποιοῦμεν τὴν προσκύνησιν, οὐχ ὡς μόνον ἔργον τοῦ Θεοῦ οὐδ’ ὡς εἰς κατοικητήριον τοῦ Θεοῦ τοῦτο ἀφωρισμένον, ἀλλ’ εἰς τόπον προσκυνήσεως τῆς παρ’ ἡμῶν προσαγομένης Θεῷ τεταγμένον. Τὸ δὲ ἔθος, παρ’ ὧν εἴληφεν ἡ Ἐκκλησία τὸ εὔχεσθαι, παρὰ τούτων εἴληφε καὶ τὸ ποῦ εὔχεσθαι [κατ’ Ἀνατολάς], τοῦτο δὲ παρὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων».#[2]

  Δηλ. τό «ἔθος» πρὸς τὰ ποῦ νὰ εὐχόμαστε [κατ’ Ἀνατολάς], τὸ ἔλαβε ἡ Ἐκκλησία ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἔλαβε καὶ τὸ «ἔθος» πῶς νὰ εὐχόμαστε [στὶς Ἀκολουθίες καὶ ἰδιαίτερα στὴν Θεία Λειτουργία], καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ἄλλοι ἀπὸ τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους, οἱ ὁποῖοι φυσικὰ τὸ ἔλαβαν κατὰ φώτισιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

  Ὁ Ἅγιος Μέγας Βασίλειος (330–379 μ.Χ.) στὸν 91ον (ϟαʹ) Ἱερὸν Κανόνα του, ὁ ὁποῖος ἔχει τὸ κῦρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἀφοῦ οἱ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (Δʹ, ΣΤʹ, Ζʹ) τὸν ἐπεκύρωσαν μὲ τὸν αʹ Κανόνα τῆς Δʹ, τὸν βʹ Κανόνα τῆς ΣΤʹ, καὶ τὸν αʹ Κανόνα τῆς Ζʹ, #[3] (!) μᾶς εἶπε ξεκάθαρα ὅτι «πάντες μὲν ὁρῶμεν κατ’ ἀνατολὰς ἐπὶ τῶν προσευχῶν».#[4] Ἐπὶ «τῶν προσ­ευχῶν», σημαίνει κυρίως στὶς «Ἀκολουθίες καὶ τὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας», καὶ φυσικὰ καὶ πρωτίστως στὴν Θεία Λειτουργία.#[5] Μαρτυρεῖ ἐπίσης ὁ Μέγας Βασίλειος ὅτι αὐτὸ εἶναι Ἀποστολική Παράδοση: «Τῶν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ πεφυλαγμένων δογμάτων καὶ κηρυγμάτων τὰ μὲν ἐκ τῆς ἐγγράφου διδασκαλίας ἔχομεν, τὰ δὲ ἐκ τῆς τῶν Ἀποστόλων παραδόσεως διαδοθέντα ἡμῖν ἐν μυστηρίῳ παρεδεξάμεθα· ἅπερ ἀμφότερα τὴν αὐτὴν ἰσχὺν ἔχει πρὸς τὴν εὐσέβειαν».#[6]

  Ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὁ Μέγας Βασίλειος λέει: «Εἰ γὰρ ἐπιχειρήσαιμεν τὰ ἄγραφα τῶν ἐθῶν ὡς μὴ μεγάλην ἔχοντα τὴν δύναμιν παραιτεῖσθαι, λάθοιμεν ἂν εἰς αὐτὰ τὰ καίρια ζημιοῦντες τὸ Εὐαγγέλιον»!6 Δηλ. λέει ὅτι ἂν ἐπιχειρήσουμε νὰ πετάξουμε τὴν ἄγραφη Ἱερὰ Ἀποστολικὴ Παράδοση [σὰν τοὺς μοντερνιστές], σὰν νὰ μὴ ἔχει καμία σημασία, τότε θὰ σφάλλουμε σὲ αὐτὰ τὰ καίρια θέματα ζημιώνοντας τὸ Εὐαγγέλιον [σὰν τοὺς Προτεστάντες]! Λέει ποιὸς μᾶς δίδαξε ἐγγράφως:

Α. Νὰ κάνουμε τὸν τύπο τοῦ Σταυροῦ;

Β. Νὰ προσευχόμαστε στραμμένοι πρὸς τὴν Ἀνατολή; (πρωτίστως ἐννοεῖ στὴν Ἐκκλησία).

Γ. Τὴν Ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Ἀναφορᾶς;

Δ. Τὴν εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ Βαπτίσματος, καὶ τοῦ ἐλαίου τῆς Χρίσεως, καὶ τοῦ Βαπτιζομένου;

Ε. Νὰ κάνουμε τὴν Χρίσιν μὲ τὸ ἔλαιον;

ΣΤ. Νὰ βαπτίζουμε (βουτᾶμε πλήρως στὸ νερό) τρίς φορὲς τὸν ἄνθρωπο (3 καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις);

Ζ. Νὰ ἀποτάσσουν τὸν Σατανᾶ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ;

Η. Νὰ προσευχόμαστε ὄρθιοι τὴν Κυριακὴ στὴν Ἐκκλησία;#[7]

(Καὶ τὸ μέγα Καταπέτασμα, ποὺ ἐξελίχθηκε στὸ σημερινὸ Εἰκονοστάσιον – Τέμπλον, καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὴν Ἀποστολικὴ Παράδοση εἶναι).#[8]

Ὅλα αὐτὰ λέει ἀπὸ τὴν ἀπόρρητη καὶ ἀδημοσίευτη διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἔχουμε.#[9]

Ὁ Ἅγιος Γερμανὸς Πατρ. Κων/πόλεως (640-740) λέει· «Τὸ κατὰ ἀνατολὰς εὔχεσθαι, παραδεδομένον ἐστίν, ὡς καὶ τὰ λοιπά, ἐκ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, καὶ ἔστιν οὕτως, διὰ τὸ τὸν νοητὸν Ἥλιον τῆς δικαιοσύνης Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν ἐπὶ γῆς φανῆναι ἐν τοῖς μέρεσι τῆς ἀνατολῆς τοῦ αἰσθητοῦ ἡλίου, κατὰ τὸν προφήτην τὸν λέγοντα· Ἀνατολὴ ὄνομα αὐτῷ. [Ζαχ. ϛʹ 12] […]», [PG 92, 392].

  Ὁ δέ Μέγας Θεολόγος, Δογματολόγος καὶ Ὁμολογητὴς τῆς Ἐκκλησίας Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (675-749 μ.Χ.), ξεκαθάρισε ἐπίσης, «προσκυνεῖν τὸν σταυρὸν καὶ κατ’ ἀνατολὰς ἑστῶτας προσεύχεσθαι».#[10] Ἀλλοῦ λέει: «Οὐχ ἁπλῶς, οὐδ’ ὡς ἔτυχε, κατὰ ἀνατολὰς προσ­κυνοῦμεν. […]. Ἐπεὶ τοίνυν ὁ Θεὸς φῶς ἐστι νοητόν, καὶ ἥλιος δικαιοσύνης, καὶ Ἀνατολὴ ἐν ταῖς Γραφαῖς ὠνόμασται ὁ Χριστός, ἀναθετέον Αὐτῷ τὴν ἀνατολὴν εἰς προσκύνησιν. […]».#[11]

  Ὁ Ἅγιος Συμεών ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης (+1429) λέει στὴν τελετὴ τῆς Καθιερώσεως, κεφ. ζʹ: «Ἐλθὼν λοιπὸν ὁ ἀρχιερεὺς εἰς τὸν τάπητα καὶ κλίνων γόνυ καὶ τὸν τράχηλον κατ’ ἀνατολὰς στρέψας καὶ ἀφ’ οὗ κλίνουν ὅλοι ὁμοῦ καὶ ἐκφωνήσῃ ὁ διάκονος· Ἔτι καὶ ἔτι κλίναντες τὰ γόνατα, ὁ Ἀρχιερεὺς κλινόμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εὔχεται ἐν κατανύξει τὴν εὐχὴν λέγων Ὁ Θεὸς ὁ ἄναρχος καὶ ἀΐδιος. Τὴν ἰδίαν εὐχὴν λέγουσι καὶ οἱ ἄλλοι Ἀρχιερεῖς,#[12] ἂν εἶναι καὶ ἄλλος καὶ παρακαλεῖ τὸν Θεόν, […]».#[13] Μυστικῶς λοιπὸν ὡς ἐξηγήσαμε στὴν ὑποσημείωση ἡ Εὐχὴ αὐτὴ ἀπὸ τὸν Ἀρχιερέα, καθὼς ὅπως διευκρινίζει ἄλλο χειρόγραφο Εὐχολόγιον, τό χφ. 959 τοῦ Σινᾶ τοῦ 11ου αἰ.: «Ὁ δέ Πατριάρχης ἐν τε τῷ γονυκλιτεῖν, ἐν τε τῷ ἱστάναι αὐτόν καὶ γίνεσθαι τὴν τοῦ διακόνου Εὐχήν, ἐπεύχεται ταῦτα· Ὁ Θεὸς ὁ ἄναρχος καὶ ἀΐδιος, …».#[14]

  Πολλάκις ὁ Ἅγιος Συμεὼν ἀναφέρει τὴν ἀνατολήν: «προσκυνήσῃ καὶ πρότερον τρὶς κατ’ ἀνατολὰς τὸν Θεὸν τὸν χορηγὸν τῶν φωτισμάτων», «καὶ προσκυνῶν [ὁ Ἐπίσκοπος] τρεῖς φορὰς κατ’ ἀνατολὰς τὸν ἐν Τριάδι Θεὸν …», «ἀφ’ οὗ τὸν εὐλογήσῃ στρέφει [γυρίζει] ὁ Ἱερεὺς πρὸς Ἀνατολὰς καὶ λέγει τὴν τελειοτέραν Εὐχὴν ….», «Ἐκφωνεῖ ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ εὐλογῶν καὶ ἁγιάζων τὰ πάντα, ἔπειτα στρέφων πρὸς ἀνατολὰς δέεται [εὔχεται] νὰ καταξιωθῶσι νὰ ὀνομάσωσιν ἀξίως καὶ ἀκατακρίτως Πατέρα τὸν ἐπουράνιον Θεόν», «ὁ Ἱερεὺς βλέπων κατ’ ἀνατολὰς ἐκφωνεῖ Εὐλογημένη ἡ δόξα Κυρίου…».#[15]

Αὐτὰ λένε οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Ἅγιοι Πατέρες καὶ οἱ Δʹ, ΣΤʹ, Ζʹ Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι (ποὺ ἐπικύρωσαν τὸν Ἱερὸ Κανόνα τοῦ Μ. Βασιλείου), δηλ. νὰ εὐχόμαστε πρὸς τὴν Ἀνατολή, καὶ αὐτὸ ἀκολουθοῦσαν καὶ ὀφείλουν νὰ ἀκολουθοῦν ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἱερεῖς καὶ Ἐπίσκοποι, ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι, ἀφήνοντας τοὺς μοντερνισμοὺς καὶ τὰ κελεύσματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τῆς θυγατρός αὐτοῦ λατινογενοῦς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως.#[16]

Αὐτὸ ἦταν καὶ εἶναι τὸ Ὀρθόδοξον Ἀποστολικὸν πατροπαράδοτον ἔθος στὴν Ἐκκλησία: «Τὸ δὲ ἔθος, παρ’ ὧν εἴληφεν ἡ Ἐκκλησία τὸ εὔχεσθαι, παρὰ τούτων εἴληφε καὶ τὸ ποῦ εὔχεσθαι, τοῦτο δὲ παρὰ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων» εἶπε ὁ Ἅγ. Ἰουστῖνος τόν 2ον αἰ. (ὑποσ. 2).

Οἱ Ἀποστολικὲς Διαταγὲς στὴν μαρτυρία περὶ τῆς Θείας Λειτουργίας, λένε: «Καὶ μετὰ τοῦτο συμφώνως ἅπαντες ἐξαναστάντες καὶ ἐπ’ ἀνατολὰς κατανοήσαντες, μετὰ τὴν τῶν κατηχουμένων καὶ τὴν τῶν μετανοούντων ἔξοδον, προσευξάσθωσαν τῷ Θεῷ, τῷ ἐπιβεβηκότι ἐπὶ τὸν οὐρανὸν τοῦ οὐρανοῦ, κατὰ ἀνατολάς, …».#[17], #[18]

Τό ἀρχαιότερο σωζόμενο Εὐχολόγιον, Κωνσταντινουπολίτικο Ἐπισκοπικό Εὐχολόγιον, Barb. Gr. 336, τοῦ 8ου αἰ., λέει: «Ἐπὶ τὰς δυσμὰς ἔστηκεν ὁ διάβολος, ὅπου ἡ ἀρχὴ τοῦ σκότους· ἀποτάσσεσθε αὐτῷ καὶ ἐμφυσήσατε· εἶτα στρέφεσθε ἐπὶ ἀνατολὰς καὶ συντάσσεσθε τῷ Χριστῷ», φ. 130β.

Τὸ χειρόγραφον Εὐχολόγιον τοῦ 1153, τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ χφ. 973, στὴν «Ἀκολουθία τῆς γονυκλισίας τῆς ἁγίας Πεντηκοστῆς» λέει: «Λέγει ὁ Ἱερεὺς ἀπὸ τοῦ Βήματος εἰς ἐπήκοον πάντων».#[19]

Τὸ Μέγα Εὐχολόγιον τοῦ 1886 (Βενετία παρὰ Νικολάῳ Γλυκεῖ) τῇ Κυριακῇ τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς ἑσπέρας λέει γιὰ τὶς Εὐχὲς τῆς Πεντηκοστῆς: «Καὶ ἡμῶν κλινόντων τὸ γόνυ ἐπὶ γῆς, καὶ ἀσκεπῶν ὄντων, ἀναγινώσκει ὁ Ἱερεὺς τὰς Εὐχὰς ἀπὸ τοῦ Βήματος μεγαλοφώνως εἰς ἐπήκοον πάντων», σ. 424.

Τὸ Μέγα Εὐχολόγιον τοῦ 1927 (Σαλιβέρου) τῇ Κυριακῇ τῆς Ἁγίας Πεντηκοστῆς ἑσπέρας λέει γιὰ τὶς Εὐχὲς τῆς Πεντηκοστῆς: «Καὶ ἡμῶν κλινόντων τὰ γόνατα ἐπὶ γῆς, καὶ ἀσκεπῶν ὄντων, ἀναγινώσκει ὁ Ἱερεὺς τὰς Εὐχὰς ἀπὸ τοῦ Βήματος μεγαλοφώνως, εἰς ἐπήκοον πάντων», σ. 282.

Καὶ στὴν καθ’ ἡμᾶς ἐποχή:

Τό Ἱερατικόν τοῦ 1951 τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τῆς Ἑλλάδος γράφει: «Ὁ Ἱερεὺς στραφεὶς πρὸς ἀνατολάς, ἐκφωνεῖ· Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ. Ὁ βʹ χορός· Ἄξιον καὶ δίκαιον. Ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται μυστικῶς. Ἄξιον καὶ δίκαιον Σὲ ὑμνεῖν…», σ. 86.

Σημειώσεις:

#[1] Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, …, β’ ἔκδ., 23/4/2024, κεφ. 4. Ἐπίσης, [PG 1, 724]. #[2] [PG 6, 1368]. #[3] Πηδάλιον 1886, Αἱ Κανονικαὶ Ἐπιστολαὶ, ἤτοι ϟβʹ. Κανόνες τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Βασιλείου τοῦ μεγάλου ἑρμηνευόμενοι, σ. 474. #[4] [PG 32, 189C]. Τοῦ αὐτοῦ· «τὸ πρὸς ἀνατολὰς τετράφθαι κατὰ τὴν προσ­ευχήν», [PG 32, 188B]. #[5] Ἐκεῖ ποὺ λέει γιὰ τὰ ἐπιτίμια στοὺς πορνεύοντας: «Χρὴ τῷ πρώτῳ ἐκβάλλεσθαι τῶν προσευχῶν καὶ προσκλαίειν αὐτοὺς τῇ θύρᾳ τῆς ἐκκλησίας», [PG 199, 22]. #[6] [PG 32, 188A]. #[7] [PG 32, 192A-C]. #[8] Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, …, β’ ἔκδ., 23/4/2024. Βλ. youtube.com #[9] [PG 32, 188-189]. #[10] [PG 94, 1301]. #[11] Περὶ τοῦ προσκυνεῖν πρὸς ἀνατολάς, [PG 94, 1133]. #[12] Ὄχι ἕνας εἰς ἐπήκοον τῶν λοιπῶν, ὅπως λέει ὁ μοντερνισμὸς τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, ἀλλὰ ὅλοι προσ-Εὔχονται, καὶ ἀφοῦ ὅλοι προσεύχονται, φυσικά προσεύχονται μυστικῶς, ὅπως ὅταν ὅλοι οἱ παρευρισκόμενοι στὴν Βιβλιοθήκη Φοιτητὲς (ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἴδια ἄσκηση) διαβάζουν μυστικῶς, γιὰ νὰ μὴ ἀποσπᾶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον. Βλ. Ἱερατικόν Συλλείτουργον – σύγκρισις διατάξεων, Ἱερατικῶν, καὶ σχόλια, 21/12/2022. #[13] Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τὰ Ἅπαντα, Ἐν Ἀθήναις 1882. Τελετὴ τῆς Καθιερώσεως, κεφ. ζʹ, σ. 133. #[14] Δηλ. ἐνῶ ὁ Διάκονος λέει ἐκφώνως τὴν Εὐχὴ διὰ τῆς Προσφωνήσεως ταυτόχρονα ὁ Πατριάρχης λέγει τὴν Εὐχήν του μυστικῶς. Aleksej Dmitrievskij, Opisanie liturgitseskich rukopisej, 1895- 1917. Τόμος 2ος, σ. 60. #[15] Συμεών Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Τὰ Ἅπαντα, ὅ.π., σσ. 159, 174, 217, 225, 293. #[16] Οἱ Λατινογενεῖς Νεωτερισμοί τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως στήν Θεία Λειτουργία καί Λατρεία, Ὀρθόδοξος Τύπος, ἀρ. φύλλων 2537 – 2541, 4/4/2025 – 9/5/2025. #[17] [PG 1, 735-736]. #[18] Γεώργιος Ν. Φίλιας, Λειτουργική «Ἡ Θεία Εὐχαριστία (μέχρι τόν 15ο αἰ.)», τ. Βʹ, ἐκδ. Γρηγόρη, 2016, σ. 228: «Προσευχὴ τῶν πιστῶν «κατ’ ἀνατολάς»». #[19] Aleksej Dmitrievskij, Opisanie liturgitseskich rukopisej, 1895- 1917. Τόμος 2ος, σ. 101.

https://orthodoxostypos.gr