Αγιολόγιον - Πρόσωπα

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ

ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ

ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΚΡΙΝΗΣ

   Η παρθένος λεγόταν Μακρίνα· μία άλλη Μακρίνα ευδοκίμησε στη γενιά μας παλαιά, μητέρα του πατέρα μας, που άθλησε ομολογώντας τον Χριστό στα χρόνια των διωγμών, και αυτής το όνομα δόθηκε στο παιδί από τους γονείς μας. Αλλά αυτό βέβαια ήταν το όνομα με το οποίο την ονόμαζαν όσοι την ήξεραν· στα κρυφά όμως ονομαζόταν και μ’ ένα άλλο όνομα, που έλαβε από κάποιο όραμα πριν έρθει στο φως με τις ωδίνες της γέννας. Γιατί ήταν τόση και της μητέρας η αρετή, ώστε να καθοδηγείται σε κάθε περίπτωση από θείο θέλημα κι ακολουθώντας την καθαρή και ακηλίδωτη ζωή να μη προτιμήσει με το θέλημά της ούτε τον γάμο. Επειδή όμως ήταν ορφανή κι από τους δύο γονείς κι ήταν εξαιρετικά όμορφη και η φήμη της ομορφιάς της είχε ξεσηκώσει πολλούς για να τη μνηστευθούν, κινδύνευε, αν δεν ενωνόταν θεληματικά με κάποιον, να πάθει κάτι που δεν ήθελε από κακή συμπεριφορά εναντίον της, αφού ήταν έτοιμοι και για αρπαγή οι ξετρελαμένοι από την ομορφιά της. Γι’ αυτό, εκλέγοντας αυτόν που ήταν γνωστός σε όλους για τη σεμνότητα του βίου του, ώστε ν’ αποκτήσει φύλακα της ζωής της, ευθύς με την πρώτη εγκυμοσύνη της γίνεται μητέρα. Όταν είχε έρθει ο καιρός που έπρεπε να σταματήσουν οι πόνοι με τη γέννα, την πήρε ο ύπνος και της φάνηκε ότι κρατούσε στα χέρια αυτό που ακόμα ήταν στα σπλάχνα της και ότι κάποιος της παρουσιάστηκε με όψη και ανάστημα πιο μεγαλόπρεπα από ανθρώπου και φώναξε το παιδί με το όνομα Θέκλα, εκείνη τη Θέκλα, για την οποία κάνουν πολύ λόγο οι κοπέλες. Κι αφού το έκανε αυτό και φώναξε τρεις φορές, χάθηκε από τα μάτια της και έδωσε στους πόνους της την εκβασή τους, ώστε ταυτόχρονα από τον ύπνο της να ξυπνήσει και το όνειρό της να δει πραγματικότητα. Αυτό είναι εκείνο το κρυφό όνομα. Αλλά νομίζω δεν οδηγούσε τη μητέρα, αυτός που της παρουσιάστηκε, τόσο στο πώς να ονομαστεί το παιδί, και απευθύνθηκε έτσι σ’ αυτό, αλλά προείπε τον βίο της νέας και με την ομωνυμία έκανε υπαινιγμό για την ομοιότητα της προαίρεσης.

 

Ανατρέφεται λοιπόν το παιδί έχοντας βέβαια και ιδιαίτερη παραμάνα, αλλά πιο πολύ το φρόντιζαν τα ίδια τα χέρια της μητέρας του που γινόταν τροφός του. Όταν πέρασε τη νηπιακή ηλικία, μάθαινε εύκολα τα παιδικά μαθήματα και σ’ όποιο μάθημα την οδηγούσαν οι γονείς της κατά την κρίση τους, σ’ εκείνο διέπρεπε η φύση της νέας. Η μητέρα ενδιαφερόταν να μορφώσει την κόρη της, όχι όμως στην εξωτερική αυτή και εγκύκλια μόρφωση, που συνήθως παίρνουν οι πρώτες ηλικίες των μαθητών μέσω των ποιημάτων. Θεωρούσε πως ήταν ντροπή και τελείως απρεπές να διδάσκεται μια απαλή κι εύπλαστη ύπαρξη τα τραγικά πάθη, όσα έδωσαν την αφορμή και τα θέματα στους ποιητές, ή τις κωμικές ασχημοσύνες ή τις ντροπές των δεινών της Τροίας και να καταμολύνεται κατά κάποιο τρόπο με τις πιο άσεμνες ιστορίες για γυναίκες. Αλλά όσα από τις θεόπνευστες Γραφές φαίνονται στις πρώτες ηλικίες πιο εύληπτα, αυτά ήταν τα μαθήματα για το κορίτσι, και κυρίως η Σοφία του Σολομώντα, κι από αυτήν πιο πολύ όσα συντελούσαν στην ηθική μας ζωή. Αλλά κι από τα μέρη των Ψαλμών δεν αγνοούσε να ψάλλει καθένα μέρος στην κατάλληλη ώρα. Όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι, όταν ήταν απασχολημένη με σπουδαία ζητήματα, όταν αναπαυόταν, όταν δεχόταν τροφή ή σηκωνόταν από το τραπέζι και πήγαινε να πλαγιάσει κι όταν σηκωνόταν για να προσευχηθεί, παντού είχε την ψαλμωδία σαν μια σύντροφο καλή που δεν την εγκατέλειπε ποτέ.

Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα μεγάλωνε κι αφού ασκήθηκε εξαίρετα στο γνέσιμο του μαλλιού, φτάνει στα δώδεκά της χρόνια, οπότε αρχίζει να διαφαίνεται η ομορφιά της νιότης. Κι αυτό ακριβώς είναι το άξιο θαυμασμού – ούτε έμενε κρυμμένη κι απαρατήρητη η ομορφιά της νέας ούτε σ’ ολόκληρη την πατρίδα φαινόταν τέτοιο θαύμα που να μπορεί να συγκριθεί με την καλλονή και την ομορφιά εκείνη. Έτσι ούτε ζωγράφων χέρια μπόρεσαν ν’ αγγίξουν την ομορφιά της, αλλά και τέχνη που μηχανεύεται τα πάντα και τολμά τα μέγιστα, ώστε να αναπαριστάνει με τη μίμηση τις εικόνες και των ίδιων των στοιχείων της φύσης, δεν μπόρεσε να μιμηθεί με ακρίβεια την αρμονία εκείνης της μορφής. Γι’ αυτό τον λόγο μεγάλο πλήθος μνηστήρων περικύκλωνε τους γονείς μας για τον γάμο της. Ο πατέρας μας (ήταν φρόνιμος και είχε την περίσκεψη να κρίνει το καλό) κάποιον από τη γενιά μας, νέο επιφανή και γνωστό για τη σωφροσύνη του, που πρόσφατα είχε γυρίσει από τα σχολεία, τον ξεχώρισε από τους λοιπούς κι αποφάσισε να εμπιστευθεί την κόρη του σ’ εκείνον, όταν θα ερχόταν σε ηλικία. Στο μεταξύ αυτός ζούσε με τις ωραιότερες ελπίδες και σαν μια πολύ ευχάριστη προίκα πρόσφερε στον πατέρα της νέας την ευδοκίμησή του στη ρητορική, επιδεικνύοντας τη δύναμη των λόγων του στις δίκες για όσους αδικούνταν. Ο φθόνος όμως σβήνει τις ωραίες ελπίδες αρπάζοντάς τον αξιοδάκρυτα από τη ζωή πάνω στα όμορφα νιάτα του.

Δεν ήταν άγνωστο στην κόρη το σχέδιο του πατέρα, αλλά αφού το σχέδιο γι’ αυτήν είχε ναυαγήσει με τον θάνατο του νέου, ονομάζοντας γάμο το σχέδιο του πατέρα σαν να είχε το σχέδιο πραγματοποιηθεί, θεώρησε σωστό να μείνει άγαμη στο εξής και η απόφασή της ήταν σταθερότερη από την ηλικία της. Κι όταν οι γονείς μας τής έκαναν συχνά λόγο για τον γάμο της, επειδή πολλοί ήταν εκείνοι που, ακούγοντας για την ομορφιά της, ήθελαν να τη νυμφευθούν, έλεγε πως ήταν άτοπο και παράνομο να μη δεχτεί τον γάμο που μια φορά είχε αποφασίσει ο πατέρας γι’ αυτήν, αλλά να είναι υποχρεωμένη να αναζητεί κι άλλο γάμο, αφού και ο γάμος από τη φύση του είναι ένας, όπως είναι μία η γέννηση κι ένας ο θάνατος. Ισχυριζόταν ότι εκείνος που είχε αρραβωνιαστεί κατά την απόφαση των γονιών μας δεν είχε πεθάνει, αλλά έκρινε ότι ήταν ζωντανός για τον Θεό χάρη στην ελπίδα της ανάστασης και όχι νεκρός. Και είναι άτοπο να μη μείνει πιστή στον μνηστήρα που λείπει μακριά. Με τέτοια λόγια απέκρουε όσους προσπαθούσαν να της πάρουν τη συγκατάθεση, και για την καλή απόφασή της ένα θεώρησε καλό: να την προφυλάξει, να μη απομακρυνθεί ποτέ, ούτε μία μόνο στιγμή, από τη μητέρα της, ώστε πολλές φορές να της πει η μητέρα ότι στα άλλα παιδιά της ήταν έγκυος για έναν ορισμένο χρόνο, ενώ σ’ αυτήν ήταν έγκυος για πάντα, κατά κάποιο τρόπο, και την είχε μέσα στα σπλάχνα της.

 

Δεν ήταν όμως κουραστική για τη μητέρα ούτε δίχως κέρδος η συντροφιά της κόρης. Η υπηρεσία της θυγατέρας ισοδυναμούσε με πολλές υπηρέτριες και ήταν μια αλληλοπροσφορά όμορφη που γινόταν από τη μία προς την άλλη. Η μία βοηθούσε την ψυχή της νέας, η άλλη το σώμα της μητέρας, εκτελώντας σε όλα τα άλλα την υπηρεσία που της ζητούσε και πολλές φορές ετοιμάζοντας με τα ίδια της τα χέρια το ψωμί για τη μητέρα της. Αυτό δεν το είχε φροντίσει προηγουμένως, αλλά επειδή έχρισε τα χέρια της με το χρίσμα των μυστικών υπηρεσιών, θεωρώντας πρέπουσα για την οικονομία της ζωής τη φροντίδα γι’ αυτό, πρόσφερε στη μητέρα άφθονη την τροφή με τα ίδια της τα χέρια. Και δεν ήταν αυτό μονάχα, αλλά μοιραζόταν μαζί της όλη τη φροντίδα που η μητέρα είχε στους ώμους της. Ήταν μητέρα τεσσάρων αγοριών και πέντε κοριτσιών και ήταν υποτελής σε τρεις άρχοντες, γιατί σε τόσα έθνη ήταν κατασπαρμένη η περιουσία της.

Γι’ αυτό η μητέρα ήταν μοιρασμένη σε όλες αυτές τις πολύποικιλες φροντίδες (ο πατέρας είχε πλέον πεθάνει). Σε όλα αυτά συμμεριζόταν τους κόπους της μητέρας, μοιραζόταν τις φροντίδες της κι ελάφρυνε το βάρος των πόνων της. Και με την παιδαγωγία της μητέρας φύλαγε ανεπίληπτη τη ζωή της κάτω από τα μάτια της μητέρας, στην ορθή πάντα κατεύθυνση και με την έγκριση εκείνης. Και ταυτόχρονα, στον κοινό σκοπό τους –εννοώ τη ζωή της ευσέβειας– πρόσφερε με τη ζωή της στη μητέρα σπουδαία καθοδήγηση, σύροντάς την λίγο λίγο στην άυλη και απλή ζωή.

Όταν η μητέρα είχε τακτοποιήσει όπως έπρεπε τις αδελφές μας σύμφωνα με την επιθυμία καθεμιάς, επιστρέφει την εποχή αυτή από τις σχολές όπου είχε για πολύ καιρό μαθητεύσει στη ρητορική ο μεγάλος Βασίλειος, ο αδελφός αυτής που λέμε. Ήταν υπερβολικά επηρμένος από την ιδέα της ρητορικής, περιφρονούσε όλα τα αξιώματα και με την περηφάνεια του έβλεπε τον εαυτό του πάνω από τους επιφανείς άρχοντες. Τον αναλαμβάνει λοιπόν σ’ αυτή την κατάσταση και τόσο γρήγορα τον προσέλκυσε κι αυτόν στον σκοπό της φιλοσοφίας, ώστε, εγκαταλείποντας την κοσμική περηφάνεια και περιφρονώντας τον θαυμασμό της ρητορικής, αυτομολεί σ’ αυτήν την εργατική και αυτοεξυπηρετούμενη ζωή, προετοιμάζοντας με την τέλεια ακτημοσύνη ανεμπόδιστη τη ζωή της αρετής.

Ο βίος όμως εκείνου και η δράση του μετέπειτα, με την οποία έγινε γνωστός σ’ όλη την υφήλιο και σκέπασε με τη δόξα του όλους όσοι διέπρεψαν στην αρετή, είναι έργο μακράς συγγραφής και πολλού καιρού. Εγώ όμως ας στρέψω πάλι τον λόγο μου στο θέμα μου. Αφού πια αυτές είχαν περικόψει κάθε προϋπόθεση για τη ζωή της ύλης, πείθει τη μητέρα μας να αφήσει τη συνηθισμένη της ζωή και την επιδεικτική διαβίωση και τις υπηρεσίες των υπηρετών της, που είχε συνηθίσει από τα περασμένα χρόνια. Την πείθει να γίνει ομότιμη εκείνων με το υψηλό φρόνημα και να μπει η ίδια μέσα στη ζωή των παρθένων όσες είχε μαζί της και από υπηρέτριες και υποταχτικές να τις κάνει αδελφές και ισότιμές της. Θέλω όμως να κάνω μια μικρή ακόμα παρένθεση στη διήγησή μου και να μην παραλείψω ένα τέτοιο στοιχείο που φανερώνει καλύτερα το υψηλό ήθος της παρθένου.

Ο δεύτερος μετά τον μέγα Βασίλειο από τους τέσσερις αδελφούς μας ονομαζόταν Ναυκράτιος. Ξεχώριζε από τους άλλους ως προς τη δωρεά της φύσης, και στην ομορφιά και στη δύναμη του σώματος και στην επιτηδειότητα στο καθετί. Όταν ήταν είκοσι δύο χρόνων και έδωσε σε δημόσιο ακροατήριο αποδείξεις των κόπων του, ώστε να σειστεί γι’ αυτό όλη η συγκέντρωση εκείνων που άκουαν, από κάποια πρόνοια του Θεού, περιφρονώντας όλα όσα είχε στα χέρια του, σ’ ένα μεγάλο φτερούγισμα του νου του, έφυγε για τη μοναχική και χωρίς ατομική περιουσία ζωή. Δεν πήρε τίποτε μαζί του, αλλά μόνο τον εαυτό του. Τον ακολουθούσε κάποιος από τους υπηρέτες μας που λεγόταν Χρυσάφιος, και επειδή ήταν φίλος του και επειδή είχαν κάνει την ίδια εκλογή βίου.

 

Ζούσε λοιπόν μόνος του, αφού εγκαταστάθηκε σε μια γωνιά κοντά στον Ίριδα, ένα ποτάμι που διασχίζει στη μέση τον Πόντο. Πηγάζει από την ίδια την Αρμενία και ρέοντας από τους δικούς μας τόπους χύνεται στον Εύξεινο Πόντο. Κοντά στο ποτάμι αυτό βρήκε έναν τόπο ο νέος, σκεπασμένο από πυκνόφυλλα δέντρα και κρυμμένο σε μια λαγκαδιά κάτω από το φρύδι της ράχης του βουνού, και ζούσε εκεί. Είχε ξεφύγει τους θορύβους της πόλης και από τις στρατιωτικές ασχολίες και τη ρητορική των δικαστηρίων. Και αφού απαλλάχτηκε από όλα όσα ζαλίζουν με τον κρότο τους την ανθρώπινη ζωή, υπηρετούσε προσωπικά ο ίδιος κάποιους γέροντες που τους ταλαιπωρούσε η φτώχεια και η αρρώστια, αφού έκρινε ότι έπρεπε να βάλει σκοπό της ζωής του αυτή την ασχολία.

Κυνηγούσε λοιπόν κι έπιανε ψάρια ο ευλογημένος, και επειδή ήταν εξαίρετος για κάθε κυνηγετική επινόηση, εξασφάλιζε με το κυνήγι στους γέροντες την τροφή τους και συνάμα καταδάμαζε τη νεότητά του με τους κόπους αυτούς. Αλλά εκτελούσε πρόθυμα και τα θελήματα της μητέρας, αν κάποτε του ζητούσε κάτι, και με τους δύο τρόπους κυβερνούσε ορθά τη ζωή του: με τους κόπους συγκρατούσε τις ορμές της νιότης και με το ενδιαφέρον για τη μητέρα του άνοιγε τον δρόμο του προς τον Θεό διαμέσου των θείων εντολών.

Ήταν το πέμπτο έτος που ζούσε φιλοσοφώντας με τον τρόπο αυτόν και με τη ζωή του έκανε άξια για καλοτύχισμα τη μητέρα, τόσο γιατί καταστόλιζε τη ζωή του με τη σωφροσύνη, όσο και γιατί έβαλε όλη τη δύναμή του για να εκτελεί το θέλημα της μητέρας. Και να, ένα βαρύ και τραγικό χτύπημα από την επιβουλή, φαντάζομαι, του εχθρού μας, συμβαίνει στη μητέρα, που έφτασε να ρίξει στη συμφορά και το πένθος όλη τη γενιά μας. Αρπάζεται ξαφνικά από τη ζωή ο Ναυκράτιος. Δεν μας έκανε μια αρρώστια που προηγήθηκε να υποψιαστούμε τι θα συνέβαινε, ούτε μια συνηθισμένη και γνωστή αιτία προκάλεσε τον θάνατο του νέου. Αλλά ενώ είχε βγει για κυνήγι, με το οποίο εύρισκε τα απαραίτητα γι’ αυτούς που γηροκομούσε, τον φέρνουν νεκρό στο σπίτι του, και αυτόν και τον σύντροφο της ζωής του, Χρυσάφιο.

Από τα διατρέξαντα ήταν η μητέρα μακριά· βρισκόταν σε απόσταση τριών ημερών από τη συμφορά. Έρχεται κάποιος σ’ αυτήν και της έφερε το μήνυμα. Ήταν τέλεια σε κάθε αρετή, αλλά ήταν άνθρωπος κι αυτή, όπως οι άλλοι. Τσάκισε η ψυχή της και της έλειψε αμέσως πνοή και μιλιά· έχασε τα λογικά της μπροστά στη συμφορά και έπεσε μόλις δέχτηκε το κακό άκουσμα, συγκλονισμένη από το απροσδόκητο χτύπημα, σαν ένας γενναίος αθλητής.

Στην περίσταση αυτή φάνηκε η αρετή της μεγάλης Μακρίνας. Στο πάθημα αυτό αντέταξε το λογικό και φύλαξε και τον εαυτό της από την πτώση, αλλά έγινε και στήριγμα της μητρικής αδυναμίας κάνοντάς τη να βρει τον εαυτό της από το βυθό της λύπης, μένοντας η ίδια σταθερή και αλύγιστη, έδειξε και στη μητρική ψυχή τον δρόμο προς την ανδρεία.

Δεν παρασύρθηκε λοιπόν η μητέρα από το πάθημα ούτε έκανε κάτι ταπεινό και γυναικείο, ώστε να βάλει τις φωνές για το κακό, να σκίσει τα ρούχα της ή να θρηνήσει τη συμφορά ή να σηκώσει θρήνους με θλιβερά μοιρολόγια. Αλλά έμενε ήσυχη και καρτερική κι απέκρουε τις παρορμήσεις της ανθρώπινης φύσης με τους λογισμούς τους δικούς της κι αυτούς που της διατύπωνε η θυγατέρα της για αντιμετώπιση της συμφοράς. Τότε προ πάντων φάνηκε η υψηλή και ένθεη ψυχή της κοπέλας. Κι εκείνη δηλαδή σαν άνθρωπος έπασχε το ίδιο, γιατί ήταν αδελφός της και μάλιστα ο αδελφός ο προικισμένος με χάρες που έγινε ανάρπαστος από τέτοιο θάνατο. Ανέβηκε όμως πιο πάνω από την ανθρώπινη φύση και συνεπήρε με τους ίδιους λογισμούς της και τη μητέρα και την ανέβασε πάνω από το πάθος, παιδαγωγώντας την στην υπομονή και την ανδρεία με το παράδειγμά της. Εξάλλου και ο βίος εκείνης που ολοένα γινόταν ψηλότερος με την αρετή δεν έδινε τον καιρό στη μητέρα να στενοχωριέται για το αγαθό που της έλειπε πιο πολύ απ’ ό,τι να χαίρεται για το αγαθό που είχε μπροστά της.

Όταν λοιπόν έπαυσε η μητέρα να φροντίζει για την ανατροφή και τη μόρφωση και την αποκατάσταση των παιδιών και διανεμήθηκαν στα παιδιά τα περισσότερα υλικά αγαθά της ζωής, τότε όπως είπα προηγουμένως, η ζωή της παρθένου γίνεται οδηγός της μητέρας για τη φιλόσοφη αυτή και άυλη ζωή. Αφού την απομάκρυνε από όλα όσα είχε συνηθίσει, την έφερε στο δικό της επίπεδο της ταπεινοφροσύνης, κάνοντάς την να γίνει ισότιμη με το σύνολο των παρθένων, ώστε να μοιράζεται μαζί τους εξίσου και φαγητό και ύπνο και όλη γενικά τη ζωή. Και ήταν τόση η τάξη της ζωής της τη μέρα και τη νύχτα, ώστε να είναι ανώτερη περιγραφής. Όπως δηλαδή οι ψυχές αποδεσμευόμενες με τον θάνατο από τα σώματα, ελευθερώνονται μαζί κι από τις μέριμνες της ζωής αυτής, έτσι και η ζωή εκείνων είχε χωριστεί και είχε εγκατασταθεί μακριά από κάθε βιοτική ματαιότητα και συντονιζόταν προς μίμηση της ζωής των αγγέλων. (…)

Στο μεταξύ έγινε η μετάσταση στον Θεό της μητέρας που είχε φτάσει σε πλούσια γηρατειά, αναπαύοντας τη ζωή της στα χέρια και των δύο της παιδιών. Αξίζει να εκθέσω τα λόγια της για να ευλογήσει τα παιδιά της. Θυμήθηκε με τον πρόσφορο τρόπο και όσα δεν ήταν κοντά της, ώστε να μη μείνει κανένα χωρίς την ευλογία της, και ιδιαίτερα με την προσευχή της εναπέθεσε τα παρόντα στα χέρια του Θεού. Αυτά τα δύο κάθονταν δίπλα της από το ένα και το άλλο μέρος του κρεβατιού· άγγιξε με τα χέρια της τα παιδιά της και είπε, με φωνή που έσβηνε, αυτά προς τον Θεό.

Σ’ εσένα, Κύριε, προσφέρω και τις απαρχές και τη δεκάτη από τον καρπό των πόνων μου. Προσφορά απαρχής είναι η πρωτότοκη κόρη μου και δεκάτη αυτός εδώ, ο τελευταίος μου πόνος. Σ’ εσένα ο νόμος αφιερώνει και τα δύο και είναι αφιερώματα δικά σου. Ας έρθει λοιπόν ο αγιασμός σ’ αυτήν εδώ την αρχή μου και σ’ αυτό εδώ το δέκατο.

Είπε κι έδειξε με τις δεικτικές λέξεις την κόρη και το γιο της. Μόλις έπαυσε την ευλογία, έπαυσε και να ζει, παραγγέλλοντας στα παιδιά της να αποθέσουν το σώμα της μαζί με τη σορό του πατέρα. Εκπλήρωσαν την παραγγελία της κι επιδόθηκαν σε ακόμη ψηλότερη φιλοσοφία, προσπαθώντας να ξεπεράσουν τον ίδιο τον εαυτό τους και αποκρύπτοντας τα κατορθώματά τους από τους μεταγενέστερους.

 

Αυτή την εποχή ο μέγας ανάμεσα στους αγίους Βασίλειος αναδείχτηκε πρωτοστάτης της Εκκλησίας της Καισάρειας. Εισάγει τότε τον αδελφό του στον κλήρο με το βαθμό του πρεσβυτέρου, χειροτονώντας τον με τη μυστική ιερουργία. Τώρα η ζωή τους προχωρεί ακόμα περισσότερο στη σεμνότητα και στην αγιότητα, καθώς η πνευματικότητά τους μεγάλωσε με την ιερωσύνη. Πέρασαν οχτώ χρόνια από το γεγονός αυτό και τον ένατο χρόνο ο ονομαστός σε ολόκληρη την οικουμένη Βασίλειος μεταφέρεται από τα ανθρώπινα στον Θεό κι έγινε αφορμή κοινού πένθους για την πατρίδα μας και την οικουμένη. Από μακριά ήρθε στην αδελφή το μήνυμα της συμφοράς· η ψυχή της κλονίστηκε από την τόσο μεγάλη απώλεια (πώς ήταν δυνατό να μην αγγίζει κι εκείνην η συμφορά, που την ένιωσαν ως και οι εχθροί της αλήθειας;). Κι όπως η δοκιμασία του χρυσού γίνεται, όπως λένε, σε διάφορα χωνευτήρια, ώστε, αν διαφύγει κάτι από την πρώτη χώνευση, να ξεχωριστεί κατά τη δεύτερη και πάλι με την τελευταία να καθαριστεί κάθε ακαθαρσία που έχει αναμιχθεί σ’ αυτόν, και η ακριβέστατη βάσανος του δοκιμασμένου χρυσού είναι αυτή, αν δηλαδή περνώντας από κάθε χοάνη δεν αποβάλει καμιά ακαθαρσία, κάτι παρόμοιο έγινε και σ’ εκείνη. Αφού δοκιμάστηκε από τις διάφορες προσβολές των λυπηρών η υψηλή διάνοιά της, αναδείχτηκε η γνησιότητα και το ατάραχο της ψυχής της· το πρώτο ήταν η μετάσταση του άλλου αδελφού μας, έπειτα ο αποχωρισμός από τη μητέρα, και το τρίτο, όταν το κοινό στολίδι της γενιάς μας, ο Βασίλειος, έφυγε από τη ζωή των ανθρώπων. Έμεινε λοιπόν όπως ένας ανίκητος αθλητής, που δεν λύγισε από καμιά συμφορά.

Ήταν ένατος μήνας μετά τη συμφορά αυτή ή λίγο περισσότερο και συναθροιζόταν σύνοδος επισκόπων στην πόλη του Αντιόχου, στην οποία πήρα μέρος κι εγώ. Όταν τελειώσαμε και γυρίζαμε πάλι καθένας στην πόλη του, έρχεται επιθυμία σ’ εμένα τον Γρηγόριο να περάσω από την αδελφή. Γιατί είχε μεσολαβήσει πολύ διάστημα, που εμπόδισαν να την επισκεφθώ τα δεινά των πειρασμών, που υπέφερα καθώς μ’ έδιωχναν οι αρχηγοί της αίρεσης από κάθε μέρος της πατρίδας. Και μετρώντας το ενδιάμεσο διάστημα, που οι πειρασμοί μας εμπόδισαν να δούμε ο ένας τον άλλον, δεν φαινόταν μικρή η διάρκειά του, που έφτανε παραλίγο τα οχτώ χρόνια. Αφού λοιπόν είχα διανύσει τον περισσότερο δρόμο και μου έμενε ακόμα μιας μέρας δρόμος, ένα όνειρο που είδα στον ύπνο μου μ’ έκανε να περιμένω κάτι φοβερό για το μέλλον. Μου φαινόταν ότι κρατούσα στα χέρια μου λείψανα μαρτύρων κι έβγαινε απ’ αυτά μια λάμψη σαν από καθαρό καθρέφτη κατάντικρυ στον ήλιο, ώστε να θαμπώνουν τα μάτια από την αντανάκλαση της λάμψης. Κι ενώ είδα την ίδια νύχτα τρεις φορές αυτό το όνειρο, δεν μπορούσα να εξηγήσω καθαρά τι μου υπαινισσόταν, προέβλεπα όμως ότι θα έπαιρνα λύπες στην ψυχή και περίμενα να κρίνω αυτή τη φαντασία από την έκβασή της. Όταν πια έφτασα κοντά σ’ εκείνη την άκρη, όπου ζούσε η αδελφή πραγματοποιώντας την αγγελική και ουράνια ζωή, ρώτησα κάποιον από τους φίλους πρώτα για τον αδελφό μου, αν ήταν εκεί. Κι όταν είπε ότι είχε ξεκινήσει για να με συναντήσει και ήταν τέσσερις μέρες τώρα, κατάλαβα τι είχε συμβεί, ότι ερχόταν σ’ εμένα από άλλο δρόμο, και τότε ρώτησα για τη μεγάλη μας. Απαντώντας μου, ότι είχε αρρωστήσει, βιαζόμουν ακόμα περισσότερο να διανύσω τον υπόλοιπο δρόμο μου. Με είχε πιάσει κι ένας φόβος που μου προμηνούσε το μέλλον και με τάραζε. Όταν έφτασα πια στο μέρος εκείνο (κι είχε προαναγγείλει η φήμη την παρουσία μου στην αδελφότητα), όλο το τάγμα των ανδρών ξεχύθηκε προς εμάς από τον ανδρώνα. Ήταν συνήθειά τους να τιμούν με υποδοχή όσους αγαπούσαν. Οι γυναίκες μοναχές μας περίμεναν παραταγμένες στην είσοδο της εκκλησίας. Κι όταν πήρε τέλος η ευχή και η ευλογία που τους έδωσα κι αυτές, μετά το κόσμιο σκύψιμο της κεφαλής για την ευλογία, έφευγαν οπισθοχωρώντας και δεν έμεινε πια εκεί κοντά μου καμία, υπέθεσα τι συνέβαινε, αφού δεν ήταν μαζί τους η ηγουμένη. Προηγήθηκε κάποιος προς το σπίτι όπου ήταν η μεγάλη μας κι αντικρίζοντας την πόρτα βρέθηκα μέσα στο ιερό εκείνο κατοικητήριο. Την είχε πια καταβάλει για τα καλά η αρρώστια· δεν ήταν ξαπλωμένη σε κρεβάτι ή σε στρώμα, αλλά στο δάπεδο μ’ ένα σανίδι κάτω από τον σάκο της και πάλι ένα άλλο σανίδι υποστήριζε την κεφαλή της, που σκοπός του ήταν να της χρησιμεύει ως προσκέφαλο, λοξά κάτω από το κεφάλι και υψώνοντας τον αυχένα της έτσι όπως ήθελε.

Όταν με είδε να πλησιάζω στην πόρτα, σηκώθηκε πάνω στον αγκώνα της και δεν μπορούσε πια να τρέξει σ’ εμένα, γιατί είχε πλέον από τον πυρετό εξασθενήσει η δύναμή της. Στηρίζοντας όμως τα χέρια της στο έδαφος και βγαίνοντας όσο μπορούσε έξω από τον τόπο που πλάγιαζε, εκπλήρωσε την τιμή της προϋπάντησής μου. Τρέχοντας εγώ και παίρνοντας στα χέρια μου το πρόσωπό της, που έγερνε στο χώμα, την σήκωσα και την έβαλα να πλαγιάσει όπως συνήθιζε. Εκείνη ύψωσε το χέρι στον Θεό και είπε: Μου έκανες κι αυτή τη χάρη εσύ, ο Θεός μου, και δεν άφησες ανεκπλήρωτη την επιθυμία μου, γιατί παρακίνησες τον υπηρέτη σου να επισκεφθεί τη δούλη σου.

Καί για να μη με στενοχωρήσει το παραμικρό, προσπαθούσε να καταπραΰνει το βαριανάσαμά της και έκανε κόπο να κρύψει το πνίξιμο από άσθμα. Προσπαθούσε με όλα ν’ αλλάξει και να γίνει πιο χαρούμενη, αρχίζοντας η ίδια τους λόγους που επιθυμούσα και με τις ερωτήσεις της δίνοντάς μου την αφορμή να μιλήσω. Όταν στη συνέχεια της συνομιλίας μας έγινε αναφορά του Μεγάλου Βασιλείου, εμένα έσπασε η ψυχή μου και το πρόσωπό μου έγειρε σκυθρωπό, ενώ χύνονταν από τα μάτια μου τα δάκρυα. Εκείνη όμως ήταν τόσο μακριά από το να νιώσει το ίδιο ταπεινό συναίσθημα με εμένα, ώστε έκανε τη θύμηση του Αγίου αφορμή για την υψηλότερη φιλοσοφία και, μιλώντας με τέτοιο τρόπο για τη φύση του ανθρώπου, αποκάλυπτε με τον λόγο της τη θεία οικονομία που είναι κρυμμένη μέσα στα λυπηρά και ανέπτυσσε τα σχετικά με τη μέλλουσα ζωή ωσάν να ήταν θεοφορημένη από το Άγιο Πνεύμα. Νόμιζα πως η ψυχή μου λίγο ακόμα και θα ήταν έξω από τα όρια της ανθρώπινης φύσης, συνεπαρμένη από τα λόγια εκείνης και με την οδηγία του λόγου της μπαίνοντας μέσα στα άδυτα του ουρανού.

Και όπως στην ιστορία του Ιώβ ακούμε ότι, ενώ έλιωνε όλο το σώμα του από τις σαπισμένες πληγές του και τα υγρά, δεν άφηνε τη σκέψη του να επιμένει στο αίσθημα του πόνου, αλλά άφηνε βέβαια το σώμα να πονά, εκείνος όμως δεν έχανε την ενεργητικότητά του ούτε διέκοπτε τον λόγο του που αναφερόταν στα υψηλά, το ίδιο έβλεπα να γίνεται και στη μεγάλη μας· ο πυρετός μάρανε όλη τη δύναμή της και την έσπρωχνε στο θάνατο, εκείνη όμως ήταν σαν κάποια δροσιά να δρόσιζε το σώμα της· τόσο ο νους της ήταν τελείως ανεμπόδιστος στη θεωρία του για τα υψηλά, ώστε τόση αρρώστια δεν τον επηρέαζε καθόλου. Αν δεν θα έπαιρνε απέραντο μάκρος το γράμμα μου, θα τα διηγόμουν όλα με τη σειρά, πώς τη συνεπήρε ο λόγος φιλοσοφώντας για την ψυχή και εξηγώντας την αιτία της ζωής της σάρκας και ποιος ο σκοπός του ανθρώπου και πώς έγινε θνητός και από πού προήλθε ο θάνατος και πώς γίνεται από αυτόν η ανάλυση πάλι προς τη ζωή. Αυτά όλα, σαν να ήταν εμπνευσμένη από τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος, τ’ ανέπτυσσε όλα με σαφήνεια και λογική σειρά, ενώ ο λόγος της κυλούσε με μεγάλη ευκολία, όπως το νερό κυλά ανεμπόδιστα από κάποια πηγή στην κατηφοριά.

Όταν ολοκληρώθηκε ο λόγος μας, μου λέει· είναι ώρα, αδελφέ μου, να ξεκουράσεις λίγο το σώμα σου που είναι κατάκοπο από την πολλή οδοιπορία. Για μένα η μεγάλη κι αληθινή ξεκούραση ήταν να τη βλέπω στο πρόσωπο και ν’ ακούω τους υψηλούς λόγους της. Αφού όμως αυτό ήταν ευχαρίστηση κι επιθυμία της, για να δει ότι σε όλα υπακούω στη δασκάλισσά μου, βρήκα ετοιμασμένο έναν τόπο χαρούμενο σ’ έναν από τους κήπους εκεί κοντά και είπα ν’ αναπαυθώ κάτω από τον ίσκιο των αναδενδράδων. Δεν ήταν όμως δυνατό να έχω την αίσθηση των ευχάριστων, ενώ η ψυχή ταραζόταν μέσα μου από την προσμονή των θλιβερών. Γιατί είχα τη γνώμη ότι όσα έβλεπα ξεδιάλυναν το αίνιγμα του ονείρου που είχα δει. Γιατί αυτό που έβλεπα μπροστά μου ήταν στ’ αλήθεια ένα λείψανο Αγίου, που ήταν πια νεκρό για την αμαρτία, αλλά καταφωτιζόταν από τη χάρη του Πνεύματος που κατοικούσε μέσα του. Και τα έλεγα αυτά σε κάποιον που είχε ακούσει από πριν το όνειρό μου. Κι ενώ εμείς, όπως είναι φυσικό, ήμαστε καταλυπημένοι περιμένοντας το θλιβερό, δεν ξέρω πώς στοχάστηκε τι είχαμε στο νου μας και μας στέλνει μία από τις πιο χαρούμενες ειδήσεις· μας παράγγελνε να είμαστε ήσυχοι και να μη χάσουμε τις καλές ελπίδες μας γι’ αυτήν, γιατί είχε αισθανθεί μία μεταβολή προς το καλύτερο. Αυτά δεν τα έλεγε για να μ’ εξαπατήσει, αλλά ο λόγος ήταν η πραγματική αλήθεια κι ας μη τον ήξερα εγώ για την ώρα. Ήταν πραγματικά σαν τον δρομέα που ξεπέρασε τον αντίπαλό του και τώρα πια φτάνοντας στο τέρμα και πλησιάζοντας το βραβείο και βλέποντας το στεφάνι της νίκης και σαν να έχει επιτύχει πια στο αγώνισμά του, χαίρεται ο ίδιος και στους φίλους του από τους θεατές δίνει το καλό μήνυμα. Από μία τέτοια διάθεση κι εκείνη μας έδινε να ελπίζουμε τα καλύτερα γι’ αυτήν. Είχε πλέον το βλέμμα στραμμένο προς το βραβείο της άνω κλήσης κι έλεγε σχεδόν για τον εαυτό της ό,τι και ο Απόστολος· «τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης, που θα μου απονείμει ο δίκαιος κριτής», επειδή «αγωνίστηκα τον ωραίο αγώνα, έτρεξα τον δρόμο ως το τέλος και φύλαξα την πίστη».

Μας χαροποίησε η είδηση για την καλή τροπή κι απολαμβάναμε όσα είχαμε μπροστά μας. Κι αυτά ήταν λογής-λογής και η ετοιμασία περιλάμβανε κάθε ευχάριστο· τόσο πολύ η μεγάλη έφτανε ακόμα και στη φροντίδα τέτοιων πραγμάτων. Όταν την ξαναείδαμε (γιατί δε μας άφηνε να περνούμε μόνοι μας την ώρα της πολλής μας αργίας), φέρνοντας στη μνήμη της όσα είχε ζήσει από τα νιάτα της, τα διηγόταν όλα με τη σειρά σαν να ήταν γραμμένα, και όσα διατηρούσε στη μνήμη της από τη ζωή των γονιών μας και όσα είχαν γίνει πριν γεννηθώ και την κατοπινή ζωή τους. Και σκοπός της διήγησής της ήταν η ευχαριστία προς τον Θεό. Έδειχνε ότι η ζωή των γονιών μας δεν ήταν τόσο λαμπρή εξαιτίας της περιουσίας τους, όσο μεγάλωσε από θεία φιλανθρωπία, γιατί των γονιών του πατέρα είχε δημευθεί η περιουσία επειδή είχαν ομολογήσει τον Χριστό, με τον παππού της μητέρας είχε οργιστεί ο βασιλιάς και διάταξε να τον σκοτώσουν και όλα τα δικαιώματά του τα είχε μεταβιβάσει σε άλλους άρχοντες. Κι όμως είχε τόσο φημιστεί η ζωή τους χάρη στην πίστη τους, ώστε να μην υπάρχει άλλος πιο ονομαστός από αυτούς στα χρόνια εκείνα. Κι ακόμα, ενώ η περιουσία τους είχε χωριστεί ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών σε εννέα μέρη, τόσο πολύ με την ευλογία τους πλήθυνε το μερίδιο του καθενός, ώστε η ζωή του κάθε παιδιού ήταν πολύ πιο ευτυχισμένη από των γονιών τους. Εκείνη η ίδια, με όσα δόθηκαν σ’ αυτήν, δεν είχε υπολειφθεί καθόλου ως προς την ισομοιρία με τους αδελφούς. Τα χέρια του ιερέα τα είχαν όλα οικονομήσει σύμφωνα με τη θεία εντολή. Και από τη χορηγία του Θεού έγινε τέτοια η ζωή της, ώστε να μη σταματήσουν ποτέ τα χέρια της να εκτελούν την εντολή ούτε ποτέ να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου ανθρώπου, ούτε από κάποια ανθρώπινη ευεργεσία να λάβει τα μέσα για τη ζωή της σεμνότητας, αλλά ενώ ούτε όσοι ζητούσαν έφευγαν με άδεια χέρια, δεν υπήρχε ανάγκη ν’ αναζητηθούν όσοι θα έδιναν. Με τρόπο μυστικό ο Θεός πλήθυνε, όπως τους σπόρους, τις μικρές αφορμές από τα έργα σε πλούσιο καρπό. Κι όταν εγώ διεκτραγωδούσα τα βάσανα που περνούσα, πρώτα που ο βασιλιάς Ουάλης με καταδίωκε για την πίστη μου κι έπειτα που η σύγχυση των Εκκλησιών με καλούσε σε άθλους και κόπους, μου λέει.

«Δε θα παύσεις να αισθάνεσαι αγνωμοσύνη για τα θεία αγαθά; Δε θα θεραπεύσεις την αχαριστία της ψυχής σου; Στις αρετές των πατέρων σου δε θ’ αντιπαραθέσεις τις δικές σου; Αν και βέβαια τον κόσμο αυτόν αυτή είναι η πιο μεγάλη καύχησή μας, η προκοπή και η καταγωγή από ευγενείς. Ο πατέρας, λέει, νομιζόταν σπουδαίος στη μόρφωση στα χρόνια εκείνα, αλλά η φήμη του περιοριζόταν στα τοπικά δικαστήρια. Έπειτα, ενώ με τη ρητορική του ξεπερνούσε τους λοιπούς, η φήμη του δεν βγήκε έξω από τον Πόντο, αλλά του έφτανε να τον θεωρούν σπουδαίο στην πατρίδα. Εσύ όμως, λέει, είσαι ονομαστός σε πόλεις και δήμους και έθνη και οι Εκκλησίες σε στέλνουν και σε καλούν για τη συμφιλίωσή τους και τη διόρθωσή τους και δε βλέπεις αυτή τη χάρη; Ούτε καταλαβαίνεις την αιτία τόσο μεγάλων αγαθών, ότι είναι οι ευχές των γονέων μας που σε ανεβάζουν τόσο ψηλά, ενώ από τον εαυτό σου δεν έχεις καμιά ή λίγη μόνο ικανότητα;».

Τα έλεγε αυτά κι εγώ ποθούσα να παραταθεί η διάρκεια της ημέρας, ώστε να μη σταματήσει να καταγλυκαίνει την ακοή μου. Η φωνή όμως εκείνων που έψαλλαν με καλούσε στην επιλύχνιο ευχαριστία κι αφού μ’ έστειλε εμένα στην Εκκλησία, η μεγάλη εκείνη υψωνόταν πάλι με τις προσευχές της στο Θεό. Με αυτά έπεσε η νύχτα. Όταν ξημέρωσε, απ’ ό,τι έβλεπα κατάλαβα ότι η μέρα αυτή ήταν η τελευταία της ζωής της, επειδή ο πυρετός είχε εξαντλήσει όλη τη δύναμη που είχε. Αυτή αποβλέποντας στην αδυναμία του νου μας μηχανευόταν τρόπους να διώξει τη θλιβερή προσδοκία μας, σκορπίζοντας με τα καλά της εκείνα λόγια τη λύπη της ψυχής μας με αδύνατη στο εξής και πνιχτή αναπνοή.

 

Τώρα πια η ψυχή μου άλλαζε συνέχεια συναισθήματα μπροστά σε όσα έβλεπα· από τη μια με βάραινε η θλίψη, όπως ήταν φυσικό, επειδή έλεγα ότι δε θα ξανάκουγα τη φωνή αυτή, αλλά όπου να ’ναι θα μετέβαινε από την ανθρώπινη ζωή στην άλλη το καύχημα της γενιάς μας· από την άλλη όμως η ψυχή μου ήταν γεμάτη ένθεα συναισθήματα και ένιωθε ότι είχε βγει από τα όρια της κοινής μας φύσης. Γιατί το να μη ενοχληθεί καθόλου στις τελευταίες πνοές της από την προσμονή της μετάστασής της ούτε να δειλιάσει για τον αποχωρισμό της από τη ζωή, αλλά με υψηλό φρόνημα να φιλοσοφεί για όσα την αφορούσαν στη ζωή αυτή από την αρχή ως την τελευταία της αναπνοή, μου φαινόταν πως ξέφευγε τα ανθρώπινα όρια και έλεγα πως θα ήταν κάποιος άγγελος που κατ’ οικονομίαν είχε πάρει ανθρώπινη μορφή. Κι αφού δεν είχε καμιά συγγένεια ή σχέση με τη ζωή της σάρκας, δεν ήταν καθόλου παράδοξο που η διάνοιά της έμενε απαθής και δεν την τραβούσε η σάρκα στα δικά της πάθη. Γι’ αυτό μου φαινόταν πως την ώρα εκείνη φανέρωσε στους παρόντες εκείνο τον θείο και καθαρό έρωτα προς τον αόρατο Νυμφίο, που έτρεφε κρυμμένο στα βάθη της ψυχής της και έκανε γνωστή σ’ όλους τη διάθεσή της με τη βιασύνη της προς τον ποθητό της, για να φτάσει το γρηγορότερο κοντά του ελευθερωμένη από τα δεσμά του σώματος. Και πραγματικά πήγαινε όπως πηγαίνει κανένας σε εραστή χωρίς να αποσπά το βλέμμα κανένα άλλο από τα αγαθά της ζωής.

Είχε προχωρήσει πολύ η μέρα και ο ήλιος έγερνε στη δύση του. Η προθυμία όμως εκείνης δεν υποχωρούσε, αλλά όσο πλησίαζε προς την έξοδό της, επειδή έβλεπε καθαρότερα το κάλλος του Νυμφίου, έτρεχε προς τον ποθητό της με μεγαλύτερη βιασύνη κι έλεγε τέτοια λόγια όχι σ’ εμάς τους γύρω της, αλλά σ’ Εκείνον τον ίδιο, στον οποίο είχε προσηλώσει τα μάτια της. Ήταν πλαγιασμένη τώρα στο χώμα στραμμένη προς την ανατολή κι αφού σταμάτησε να μιλά σ’ εμάς, μιλούσε πια προσευχόμενη στο Θεό, ικετεύοντας με τα χέρια της και ψιθυρίζοντας με λεπτή φωνή, ώστε μόλις ακούγαμε τα λόγια της. Η προσευχή της ήταν τέτοια, ώστε να μην αμφιβάλλουμε ότι και προς το Θεό απευθυνόταν και ότι Εκείνος την άκουε.

«Εσύ, λέει, Κύριε, διέλυσες το φόβο μας για το θάνατο. Εσύ έκανες αρχή της αληθινής ζωής το τέλος της εδώ ζωής μας. Εσύ για ένα διάστημα αναπαύεις με ύπνο τα σώματά μας και τα ξυπνάς πάλι με την έσχατη σάλπιγγα. Εσύ δίνεις ως παρακαταθήκη στη δική σου γη, τη γη του σώματός μας, που διαμόρφωσες με τα ίδια σου τα χέρια, και παίρνεις πάλι πίσω ό,τι έχεις δώσει μεταμορφώνοντας με τη χάρη σου τη θνητή μας και ασχημάτιστη φύση σε άφθαρτη. Εσύ μας έσωσες από την κατάρα και την αμαρτία, αφού έγινες για χάρη μας και τα δύο. Εσύ συνέτριψες τα κεφάλια του δράκοντα, που ανοίγοντας το πελώριο χάσμα του λαιμού του με την παρακοή κατάπιε τον άνθρωπο. Εσύ μας άνοιξες το δρόμο για την Ανάσταση, συντρίβοντας τις πύλες του Άδη και εξουδετερώνοντας τον κυρίαρχο του θανάτου. Εσύ έδωσες σ’ αυτούς που σε φοβούνται το σημείο του αγίου Σταυρού για τη συντριβή του εχθρού και την ασφάλεια της ζωής μας. Εσύ, ο Θεός ο αιώνιος, που αφέθηκα στα χέρια σου αφότου με συνέλαβε η μητέρα μου, που σε αγάπησε η ψυχή μου με όλη τη δύναμή της, που σου αφιέρωσα από τη νεότητά μου ως τα τώρα και τη σάρκα μου και την ψυχή μου, Εσύ στείλε δίπλα μου άγγελο φωτεινό που να με χειραγωγήσει στον τόπο της αναψυχής, όπου κυλούν τα νερά της ανάπαυσης, στους κόλπους των αγίων Πατέρων. Εσύ που έσπασες τη φλόγινη ρομφαία και ξαναέβαλες τον άνθρωπο στον Παράδεισο, που συσταυρώθηκε μαζί σου και κίνησε τους οικτιρμούς σου, θυμήσου κι εμένα στη Βασιλεία σου, κι εγώ συσταυρώθηκα μ’ Εσένα και καθήλωσα αδρανοποιώντας τη σάρκα μου από το φόβο σου και φοβισμένη από τις θείες κρίσεις σου. Ας μη με χωρίσει το φοβερό χάσμα από τους εκλεκτούς σου, ούτε να σταθεί ο φθονερός εχθρός αντίθετος στο δρόμο μου, ούτε να μου σταθεί αντιμέτωπη η αμαρτία μου, αν έσφαλα κι αμάρτησα σε κάτι ή με λόγο ή με έργο ή με τη σκέψη από ανθρώπινη αδυναμία. Εσύ που έχεις εξουσία πάνω στη γη να συγχωρείς αμαρτίες, συγχώρησέ με, για να αναθαρρήσω και να βρεθώ μπροστά σου, όταν αποθέσω το σώμα μου, χωρίς ακαθαρσία στην ψυχή, αλλά να γίνει δεκτή η ψυχή μου στα χέρια σου άμωμη και ακηλίδωτη ως θυμίαμα ενώπιόν σου».

Κι ενώ έλεγε αυτά, σταύρωσε τα μάτια και το στόμα και την καρδιά. Και λίγο λίγο η γλώσσα, κατάστεγνη από τον πυρετό, δεν έλεγε πια ολόκληρες τις λέξεις και η φωνή πνιγόταν, και μόνο από τη διαστολή των χειλιών και την κίνηση των χεριών καταλαβαίναμε ότι προσευχόταν.

Μ’ αυτά ήρθε το βράδυ. Έφεραν μέσα φως κι αφού άνοιξε ξαφνικά ολοστρόγγυλα τα μάτια της και κοιτάζοντας τη λάμψη ήταν φανερό πως ήθελε να πει την επιλύχνιο ευχαριστία. Της έλειπε όμως η φωνή κι εκπλήρωνε την επιθυμία της μέσα στην καρδιά της και με την κίνηση των χεριών της, και μαζί με την εσωτερική τάση κινούνταν και τα χείλη. Όταν τελείωσε την ευχαριστία και το χέρι, σφραγίζοντας το πρόσωπο με το σημείο του σταυρού, σήμαινε το τέλος της προσευχής, έβγαλε έναν μεγάλο και βαθύ στεναγμό, και μαζί με την προσευχή τελείωσε και η ζωή της. Κι όπως έμεινε πια χωρίς πνοή και ακίνητη, θυμήθηκα τις παραγγελίες της που μου έδωσε ευθύς κατά την πρώτη συνάντησή μας: είπε ότι ήθελε να βάλω στα μάτια της τα δικά μου χέρια και να προσφέρω εγώ στο νεκρό σώμα της τη φροντίδα που έπρεπε. Έβαλα λοιπόν στο άγιο πρόσωπό της το χέρι μου, παγωμένο από τον πόνο, για να φανεί μόνο ότι δεν αδιαφορώ για την παραγγελία της. Γιατί τα μάτια της δεν είχαν ανάγκη να της τα κλείσει κάποιος· ήταν κλειστά όπως γίνεται στον φυσικό ύπνο, κλεισμένα κανονικά από τα βλέφαρά της. Επίσης ήταν και τα χείλη καλά κλειστά και τα χέρια ωραία ακουμπημένα στο στήθος, και όλο το σώμα προσαρμόστηκε αυτόματα στη σεμνή θέση που έπρεπε· δε χρειαζόταν το χέρι που θα το διευθετούσε.

Εμένα είχε παραλύσει η ψυχή μου από δύο πράγματα, και από όσα έβλεπα και από αυτούς τους γοερούς θρήνους των παρθένων που βοούσαν στ’ αυτιά μου. Κάποτε εκείνες ησύχασαν καρτερικά, κλείνοντας την οδύνη στην ψυχή και πνίγοντας την ορμή τους για θρήνο από τον φόβο εκείνης, σαν να φοβούνταν την επιτίμησή της με όλη τη σιωπή του προσώπου της, μήπως, παρά τη διαταγή της, με το ξέσπασμα των θρήνων τους λυπηθεί η διδασκάλισσά τους. Επειδή όμως η λύπη τους δεν ήταν δυνατό να συγκρατηθεί, αλλά η συμφορά, σαν φωτιά, πυρπολούσε μέσα τις ψυχές τους, ξαφνικά ξεσπά ένα πικρό, ασυγκράτητο βουητό, ώστε να μη μείνει πια το λογικό μου στη θέση του, αλλά σαν να με κατέκλυσε ένας χείμαρρος βούλιαξα στον πόνο, παρασυρμένος απ’ αυτόν, κι αμελώντας ό,τι είχα στα χέρια μου δόθηκα ολόκληρος στον θρήνο. Και μου φαινόταν κι εμένα δίκαιη και εύλογη η αιτία που θρηνούσαν οι μοναχές. Δε θρηνούσαν γιατί στερούνταν κάποια συνήθεια ή μια κηδεμονία σωματική ούτε τίποτε άλλο παρόμοιο που κάνει τους ανθρώπους να θρηνούν κατά τις συμφορές τους. Αλλά ολοφύρονταν έτσι και φώναζαν επειδή πίστευαν ότι είχαν αποκοπεί από αυτήν την ελπίδα που είχαν στον Θεό και στη σωτηρία της ψυχής τους. Έλεγαν:

«Έσβησε ο λύχνος των ματιών μας· έφυγε το φως που οδηγούσε τις ψυχές μας· διαλύθηκε η ασφάλεια της ζωής μας· χάθηκε η σφραγίδα της αφθαρσίας· διασπάστηκε ο σύνδεσμος της ομοφροσύνης, συντρίφτηκε το στήριγμα των αδυνάτων, έχασαν οι ασθενείς τη θεραπεία τους. Εσύ έκανες και τη νύχτα μας μέρα, φωτισμένη από την καθαρή ζωή. Τώρα και η μέρα μας θα στραφεί και θα γίνει ζόφος».

Πιο δυσβάσταχτο αναρρίπιζαν το πάθος όσες την αποκαλούσαν μητέρα και τροφό. Κι αυτές ήταν όσες, κατά τον καιρό της σιτοδείας, τις είχε περιμαζέψει ενώ ήταν πεταμένες στον δρόμο, και σαν τροφός τις γαλούχησε και τις ανέθρεψε και τις χειραγώγησε προς τον καθαρό και άφθαρτο βίο.

Κι όταν έβγαλα την ψυχή μου σαν από έναν βυθό κι ατένισα εκείνο το άγιο πρόσωπο, σαν να δέχτηκα επιτίμηση για την αταξία αυτών που θορυβούσαν με τους θρήνους τους, ύψωσα πολύ τη φωνή μου και φώναξα στις παρθένες λέγοντας:

«Κοιτάξτε αυτήν και θυμηθείτε τις παραγγελίες της που σας δίδαξαν την τάξη και την ευσχημοσύνη σε όλα. Η θεία αυτή ψυχή σας νομοθέτησε έναν ορισμένο χρόνο για δάκρυα, παραγγέλλοντάς σας να το πράττετε την ώρα της προσευχής. Αυτό μπορείτε να κάνετε και τώρα, αν μεταβάλετε τις κραυγές των θρήνων σε γλυκιά ψαλμωδία».

Αυτά έλεγα με υψωμένη φωνή, για να καλύψω τη βοή των θρήνων. Έπειτα παρακίνησα να μπουν στο διπλανό σπίτι και να μείνουν λίγες από αυτές, που την ευχαριστούσε να την υπηρετούν όσο ζούσε.

 

Ανάμεσα σ’ αυτές ήταν μία από τις επιφανείς, που για τον πλούτο, τη γενιά, τη σωματική ομορφιά της και τη λοιπή κοσμική λάμψη της ήταν περιζήτητη στα νιάτα της. Είχε μπει με γάμο στο σπίτι κάποιου με μεγάλο αξίωμα κι αφού έμεινε μαζί του λίγο χρονικό διάστημα, νέα ακόμα διαζεύχθηκε από αυτόν. Έκανε φύλακα και παιδαγωγό της χηρείας της τη μεγάλη Μακρίνα και ζούσε μαζί με τις παρθένες, μαθαίνοντας κοντά τους τον βίο της αρετής. Ουετιανή ήταν το όνομά της και ο πατέρας της, Αράξιος, ήταν ένας από τους παράγοντες της ανώτατης βουλής. Προς αυτήν είπα ότι δεν είναι τώρα τουλάχιστον κακό να περιποιηθούν καλύτερα το σώμα της και με λαμπρά σάβανα να στολίσουν εκείνη την καθαρή και ακηλίδωτη σάρκα. Είπε πως πρέπει να ρωτήσει τι θεωρούσε η αγία καλό για την περίσταση αυτή· γιατί δεν είναι σωστό να της προσφέρουμε υπηρεσία που δεν την ευχαριστούσε. Οπωσδήποτε όμως, ό,τι είναι αγαπητό και ευάρεστο στον Θεό, το επιθυμούσε κι εκείνη.

Ήταν κάποια επικεφαλής του παρθενικού χορού με τον βαθμό της διακόνισσας. Αυτή ξέρει, είπε, τι ήθελε να γίνει κατά την ταφή της. Κι όταν τη ρώτησα γι’ αυτό (έτυχε να είναι παρούσα στη συζήτηση), είπε με δάκρυα τα εξής:

«Η αγία επιδίωξε τον στολισμό του καθαρού βίου· αυτό είναι και της ζωής της το εγκαλλώπισμα και το εντάφιο σάβανό της. Όσα αφορούν στον καλλωπισμό του σώματος, ούτε στη ζωή της τα δέχτηκε ούτε για την παρούσα περίσταση τα φύλαξε. Ώστε δεν πρέπει να θέλουμε κάτι περισσότερο απ’ ό,τι δεν έχει προπαρασκευαστεί».

Και δεν μπορούμε να βρούμε στα φυλαγμένα, είπα εγώ, κάτι που είναι δυνατό να ευπρεπίσει την εκφορά;

«Ποια φυλαγμένα;» είπε· «ό,τι έχει φυλαχτεί το έχεις στα χέρια σου. Να, το ιμάτιο, να, το κάλυμμα του κεφαλιού, τα τριμμένα παπούτσια της. Να, ο πλούτος της· να, η περιουσία της. Πέρα από αυτά που βλέπεις τίποτε δε φυλάγεται σε κρυμμένες κασέλες ούτε είναι κλειδωμένο σε αποθήκες. Μια αποθήκη του πλούτου της γνώριζε, το ουράνιο θησαυροφυλάκιο. Εκεί φύλαξε τα πάντα και στη γη δεν έχει μείνει τίποτε».

«Αν φέρω», της είπα, «ό,τι έχω ετοιμάσει εγώ για την ταφή μου, θα κάνουμε μήπως κάτι που δεν ήθελε

«Δεν νομίζω», είπε, «ότι αυτό θα είναι αντίθετο από ό,τι ήθελε. Γιατί θα τη δεχόταν και στη ζωή της την τιμή αυτή από σένα, τόσο για την ιεροσύνη που τιμούσε πάντοτε, όσο και για το κοινό σας αίμα. Δε θα νόμιζε ξένο από αυτήν ό,τι είναι του αδελφού της. Γι’ αυτό και παράγγειλε να στολίσεις το σώμα της με τα δικά σου χέρια».

Αφού πήραμε αυτή την απόφαση κι έπρεπε να τυλίξουμε με τα σεντόνια εκείνο το ιερό σώμα, μοιράσαμε τα καθήκοντα και καθένας έκανε γι’ αυτήν το δικό του. Διέταξα κάποιον από τους δικούς μου να φέρει την εσθήτα, ενώ η Ουετιανή, που ανέφερα, στολίζοντας με τα χέρια της την άγια εκείνη κεφαλή, όταν έφερε το χέρι στο λαιμό της με κοιτάζει και λέει:

«Να, τι λογής περιδέραιο κρέμεται από το λαιμό της αγίας».

Και όταν το είπε αυτό, λύνοντας από πίσω το κούμπωμα, άπλωσε το χέρι και μου δείχνει έναν σιδερένιο σταυρό κι ένα δαχτυλίδι από την ίδια ύλη, που, κρεμασμένα και τα δύο από λεπτή αλυσίδα, ήταν πάντα πάνω στην καρδιά της. Κι εγώ είπα:

«Ας τα πάρουμε εμείς· εσύ κράτησε το φυλαχτό του σταυρού, εμένα μου φτάνει η κληρονομιά του δαχτυλιδιού».

Εξάλλου και στη σφραγίδα του δαχτυλιδιού ήταν χαραγμένος ο σταυρός. Το κοίταξε η γυναίκα και μου λέει πάλι:

«Δεν είναι άσκοπη η εκλογή αυτού του αναμνηστικού. Στη σφενδόνη το δαχτυλίδι είναι κοίλο και είναι κρυμμένο εκεί κομμάτι από το ξύλο της ζωής. Κι έτσι, από επάνω η σφραγίδα με το σημείο που έχει φανερώνει αυτό που είναι από κάτω».

Και καθώς ήταν καιρός να τυλιχτεί μέσα στην εσθήτα το καθαρό σώμα και η εντολή της μεγάλης μου έκανε υποχρεωτική αυτή τη διακονία, η μέτοχος εκείνης της μεγάλης κληρονομιάς που μου παραστεκόταν και με βοηθούσε, μου λέει:

«Μην αφήσεις αμνημόνευτο το μεγαλύτερο από τα θαύματα που πέτυχε αυτή η αγία».

«Ποιο είναι αυτό;» είπα εγώ. Εκείνη γύμνωσε σ’ ένα μέρος το στήθος και είπε:

«Βλέπεις το λεπτό και αδιόρατο αυτό σημείο κάτω από το δέρμα; Μοιάζει με τρύπημα που έγινε από λεπτή βελόνα».

Ταυτόχρονα έφερε το λυχνάρι κοντότερα στο μέρος που μου έδειχνε. «Ποιο είναι λοιπόν το αξιοθαύμαστο», είπα, «αν έχει το σώμα της σ’ αυτό το μέρος ένα αόρατο στίγμα;»

«Αυτό», λέει, «είναι ανάμνηση που έμεινε στο σώμα της μεγάλης βοήθειας του Θεού. Έβγαλε κάποτε στο μέρος αυτό ένα επώδυνο σπυρί και ήταν κίνδυνος ή να ανοιχτεί ο όγκος ή οπωσδήποτε να εξελιχθεί το κακό σε αθεράπευτο, αν πλησίαζε στην περιοχή της καρδιάς. Την παρακαλούσε», λέει, «θερμά η μητέρα και την ικέτευε να δεχτεί τη φροντίδα του γιατρού, γιατί κι αυτή η επιστήμη φανερώθηκε από τον Θεό για τη σωτηρία των ανθρώπων. Εκείνη όμως, κρίνοντας ότι το να γυμνώσει ένα μέρος του σώματός της μπροστά σε μάτια ξένα ήταν χειρότερο από ό,τι έπασχε, όταν ήρθε το βράδυ, αφού τελείωσε τη συνηθισμένη υπηρεσία που πρόσφερε στη μητέρα της, μπαίνοντας μέσα στο παναγιαστήριο, γονατίζει ολονυχτίς μπροστά στον Θεό των ιάσεων και, ανακατεύοντας με τη γη το νερό που έτρεξε από τα μάτια της, χρησιμοποίησε για το πόνεμά της τον πηλό των δακρύων της. Και ενώ η μητέρα της στενοχωριόταν και την παρακαλούσε και πάλι να υποχωρήσει και να δεχτεί τον γιατρό, εκείνη έλεγε: “Είναι αρκετό για τη θεραπεία του κακού, αν η μητέρα κάνει με το χέρι της στον τόπο αυτό το σημείο του σταυρού”. Όταν η μητέρα της έβαλε μέσα στον κόρφο της το χέρι της για να σφραγίσει το μέρος, το σφράγισμα γινόταν, πόνεμα όμως δεν υπήρχε. Αλλά στη θέση του φρικτού εκείνου όγκου είδαμε», είπε, «αυτό το μικρό σημάδι που έμεινε ως το τέλος, για να θυμίζει τη θεία επέμβαση και να είναι αφορμή και θέμα αδιάκοπης ευχαριστίας προς τον Θεό».

Όταν τελειώσαμε το έργο μας και περιποιηθήκαμε το σώμα με ό,τι είχαμε, μας λέει πάλι η διακόνισσα:

«Δεν πρέπει να τη δουν οι μοναχές στολισμένη σαν νύφη. Αλλά έχω φυλάξει ένα σκούρο ιμάτιο της μητέρας σας, που είναι καλό να το ρίξουμε επάνω της, για να μη στολιστεί με τον παράξενο αυτό στολισμό της εσθήτας το ιερό αυτό κάλλος».

Τηρούσε όσα είχαν αποφασιστεί και της ρίξαμε το ιμάτιο. Αυτή όμως έλαμπε και μέσα στα σκούρα και νομίζω ότι η θεία δύναμη είχε προσθέσει στο σώμα της τη χάρη αυτή, ώστε, ακριβώς σύμφωνα με το όνειρό μου, να φαίνεται ότι έβγαινε μια ακτινοβολία από την ομορφιά της.

Κι ενώ εμείς ασχολούμαστε μ’ αυτά και αντηχούσε η περιοχή από τις ψαλμωδίες των παρθένων ανάμικτες με τους θρήνους, δεν ξέρω πώς από παντού ολόγυρα, καθώς ξαφνικά είχε διαδοθεί η φήμη, μαζεύτηκαν όλοι οι περίοικοι στον θάνατό της, ώστε το προαύλιο δεν ήταν αρκετό να χωρέσει τους μαζεμένους. Αφού λοιπόν τελέσαμε γύρω της ολονύκτια αγρυπνία με ύμνους όπως σε πανήγυρη μαρτύρων, όταν χάραξε η αυγή, το πλήθος, όσων είχαν μαζευτεί από την περιοχή ανδρών και γυναικών μαζί, τάραζαν με τους θρήνους τους την ψαλμωδία. Εγώ, μολονότι η ψυχή μου από τη συμφορά ήταν σε κακή κατάσταση, προσπαθούσα κατά το δυνατόν να μη λείψει τίποτε από όσα έπρεπε κατά την κηδεία αυτή. Χώρισα κατά φύλο τον λαό που είχε μαζευτεί κι αφού ανάμιξα τις γυναίκες με τις μοναχές και τους άντρες με το τάγμα των μοναχών, πέτυχα από τα δύο μέρη να αποτελεστεί μια εύρυθμη και αρμονική ψαλμωδία όπως στους χορούς των ψαλτών, συγκροτημένη με κοσμιότητα από το κοινό ψάλσιμο όλων. Όσο προχωρούσε η ημέρα λίγο λίγο κι είχε γεμίσει ασφυκτικά ο απόμακρος εκείνος τόπος από το πλήθος των μαζεμένων, έφτασε ο προϊστάμενος επίσκοπος των τόπων εκείνων (Αράξιος ήταν το όνομά του κι είχε έρθει με όλο τον ιερό κλήρο) και παρακαλούσε να πηγαίνει ήρεμα το σκήνωμα, γιατί ήταν πολύ το μεταξύ διάστημα και το πλήθος για μια γρήγορη κίνηση θα γινόταν εμπόδιο. Και μ’ αυτά τα λόγια προσκαλούσε όλους όσοι μετείχαν μαζί του στην ιερωσύνη, για να μεταφέρουν εκείνοι το σκήνωμα.

Αφού αποφασίστηκε έτσι και ήταν να τη σηκώσουμε, σήκωσα εγώ την κλίνη και κάλεσα κι εκείνον από το άλλο μέρος κι αφού κι άλλοι δύο τιμημένοι κληρικοί κράτησαν το πίσω μέρος του κρεβατιού, προχώρησα περπατώντας σιγά, όπως έπρεπε, και η πορεία μας γινόταν αργά. Γιατί ο λαός ήταν πυκνός γύρω από την κλίνη και όλοι δεν χόρταιναν αυτό το ιερό θέαμα και δεν υπήρχε τρόπος να διανύσουμε εύκολα την πορεία μας. Προπορευόταν από τη μια και την άλλη όχι μικρό πλήθος διάκονοι και υπηρέτες που πήγαιναν μπροστά από το σκήνωμα στην πομπή στοιχημένοι, κρατώντας όλοι στα χέρια λαμπάδες από κερί. Και όλο αυτό που γινόταν ήταν μια μυστική πομπή από τη μια άκρη ως την άλλη κι επικρατούσε μια μελωδία όπως η υμνωδία των τριών παίδων. Κι ενώ η απόσταση από την άκρη εκείνη ως τον οίκο των μαρτύρων όπου ήταν και τα σώματα των γονέων ήταν επτά ή οκτώ στάδια, μόλις μπορέσαμε να κάνουμε τον δρόμο αυτό ολόκληρη την ημέρα. Δεν άφηνε το πλήθος που ακολουθούσε και το άλλο που ολοένα προσθέτονταν να προχωρήσουμε όπως θέλαμε. Όταν περάσαμε την πόρτα του οίκου, αποθέσαμε την κλίνη και πρώτα επιδοθήκαμε στην προσευχή. Η προσευχή μας έγινε αφορμή θρήνου για τον λαό. Γιατί, όταν σταμάτησε η ψαλμωδία και αντίκρισαν οι παρθένες το ιερό της πρόσωπο και φανερωνόταν πια η σορός των γονέων που κοντά της ήταν αποφασισμένο να καταθέσουμε το σκήνος της, έβαλε κάποια μια άτοπη κραυγή, ότι έπειτα από τη στιγμή αυτή δεν θα ξαναδούμε πια το θείο αυτό πρόσωπο. Όμοια φωνή έβαλαν και οι άλλες παρθένες και πέρασε μια άτακτη σύγχυση την κόσμια εκείνη και ιεροπρεπή ψαλμωδία, καθώς όλοι ταράχτηκαν από τον θρήνο των παρθένων. Με δυσκολία κάποτε, μετά από δικό μου νεύμα να κάνουν σιωπή και με την υπόδειξη του κήρυκα για προσευχή και φωνάζοντας μέσα στην εκκλησία τις συνηθισμένες επικλήσεις, έλαβε ο λαός τη στάση της προσευχής.

Κι όταν η προσευχή έλαβε το τέλος που έπρεπε, με κατέλαβε ένας φόβος της θείας εντολής που εμπόδιζε να αποκαλυφθεί η ασχημοσύνη του πατέρα και της μητέρας. Πώς θα μπορέσω, είπα, ν’ αποφύγω αυτό το κατάκριμα, παρατηρώντας στα σώματα των γονέων την κοινή ασχημοσύνη της ανθρώπινης φύσης, που, όπως είναι φυσικό, είχαν εξαρθρωθεί και διαλυθεί και είχαν μεταβληθεί σε άσχημο και δύσμορφο θέαμα; Και ενώ σκεφτόμουν αυτά και η αγανάκτηση του Νώε κατά του γιου του επέτεινε τον φόβο μου, η ιστορία του Νώε με συμβουλεύει το πρακτέο. Πριν αντικρίσουμε τα σώματά τους, καλύφθηκαν με καθαρό σεντόνι, που αμέσως με το άνοιγμα του καλύμματος έμπαινε το σεντόνι από τη μια και την άλλη άκρη. Κι αφού σκεπάστηκαν έτσι τα σώματα με το σεντόνι, σηκώνοντας από την κλίνη το ιερό εκείνο σώμα εγώ και ο τοπικός επίσκοπος που ανέφερα, το ξαπλώσαμε δίπλα στη μητέρα, απαγγέλλοντας κοινές και για τις δύο ευχές. Αυτό σ’ όλη τους τη ζωή ζητούσαν κι οι δύο από τον Θεό, ν’ ανταμώσουν τα σώματά τους το ένα το άλλο μετά τον θάνατο και να μη διασπαστεί ούτε στον θάνατο ο σύνδεσμός τους στη ζωή.

Αφού εκπληρώσαμε όλα τα καθιερωμένα για την εκφορά κι έπρεπε πάλι να επιστρέψουμε, έπεσα πάνω στον τάφο κι αφού ασπάστηκα το χώμα, πήρα πάλι τον δρόμο σκυφτός και δακρυσμένος· συλλογιζόμουν τι αγαθό χάθηκε από τη ζωή. Στον δρόμο μου κάποιος επιφανής από τους στρατιωτικούς που είχε μια στρατιωτική διοίκηση σε μια πολίχνη στον Πόντο, της οποίας το όνομα είναι Σεβαστόπολις, που ζούσε μαζί με τους υπηκόους του, με υποδέχτηκε φιλόφρονα όταν έφτασα εκεί. Στενοχωρήθηκε πολύ όταν άκουσε τη συμφορά (ήταν από τη γενιά μας, συγγενής και φίλος) και μου είπε κι αυτός κοντά στους άλλους γι’ αυτήν ένα θαύμα που είχε κάνει· αυτό και μόνο θα περιλάβω στην ιστορία μου και θα τελειώσω τη συγγραφή μου. Όταν σταματήσαμε τα δάκρυα και μιλούσαμε ήρεμα, απευθύνθηκε σ’ εμένα και μου είπε: «Άκουσε πόσο σπουδαίο και πόσο μεγάλο αγαθό έφυγε από τη ζωή μας». Κι άρχισε να μου διηγείται.

«Μας ήρθε κάποτε η επιθυμία, σ’ εμένα και τη γυναίκα μου, να επισκεφθούμε από ενδιαφέρον το φροντιστήριο της αρετής. Γιατί έτσι νομίζω πρέπει να λέμε, είπε, το μέρος εκείνο όπου ζούσε η μακάρια εκείνη ψυχή. Μαζί μας ήταν και το κορίτσι μας, που είχαν πονέσει τα μάτια του από κάποια λοιμώδη αρρώστια. Παρουσίαζε ένα θέαμα αποκρουστικό και ελεεινό· είχε μεγαλώσει ο χιτώνας του ματιού γύρω από την κόρη και άσπριζε από την αρρώστια. Μόλις όμως μπήκαμε μέσα στη θεία εκείνη διαμονή, μοιράζοντας εγώ κι η σύζυγός μου κατά φύλο την επίσκεψή μας —εγώ ήμουν στο ανδρικό τμήμα, όπου ηγούμενος ήταν ο αδελφός σου Πέτρος, κι εκείνη μπήκε στο γυναικείο και ήταν μαζί με την αγία—, αφού μείναμε αρκετό χρονικό διάστημα, κρίναμε πως ήταν καιρός να αναχωρήσουμε από το μοναστήρι. Είχαμε σηκωθεί για αναχώρηση και οι εκδηλώσεις της αγάπης ήταν ίσες για μας κι από τους δυο τους. Κι εμένα ο αδελφός σου με καλούσε να μείνω και να καθίσω στο πνευματικό τραπέζι και η μακάρια αδελφή σου δεν άφηνε τη γυναίκα μου, αλλά έχοντας στην αγκαλιά της το κορίτσι μας, έλεγε ότι δε θα της το ’δινε προτού καθίσουν στο τραπέζι και τους φιλοξενήσει με τον πλούτο της ευσέβειάς της. Φιλώντας το παιδί κατά τα συνηθισμένα και πλησιάζοντας το στόμα στα μάτια του, όταν είδε τι είχε πάθει γύρω από την κόρη, λέει:

«Αν μου κάνετε τη χάρη και μείνετε μαζί μας στο τραπέζι, θα σας δώσω κι εγώ όχι μικρή ανταμοιβή γι’ αυτή την τιμή».

«Ποια ανταμοιβή;» είπε η μητέρα του παιδιού.

«Έχω φάρμακο», είπε η μεγάλη, «που έχει τη δύναμη να θεραπεύσει το πάθος του ματιού».

Μου φέρνουν μήνυμα από το γυναικωνίτη για την υπόσχεση εκείνη και μείναμε μετά χαράς, δίνοντας λίγη σημασία στην ανάγκη ν’ αναχωρήσουμε. Τελείωσε το τραπέζι και ολοκληρώσαμε και την προσευχή.

Ο μεγάλος Πέτρος φιλοξένησε κι ευχαρίστησε εμένα με τη γενναιοδωρία του και η αγία Μακρίνα περιποιήθηκε τη γυναίκα μου με κάθε ευπρέπεια και καλοσύνη, κι έτσι ευχαριστημένοι και χαρούμενοι ξαναπήραμε τον ίδιο δρόμο και οδοιπορώντας διηγούμαστε τα δικά του ο καθένας στον άλλο. Εγώ διηγούμουν όσα είδα και άκουσα στον ανδρώνα κι εκείνη εξιστορούσε το καθένα λεπτομερώς κι όπως γίνεται σε ιστορίες νόμιζε ότι δεν έπρεπε να παραλείψει ακόμα και το πιο μικρό. Και διηγώντας τα όλα με τη σειρά σαν να έκανε συγγραφή, όταν έφτασε στο σημείο εκείνο που της δόθηκε η υπόσχεση της θεραπείας του ματιού, διέκοψε τη διήγησή της και είπε. Τι είναι αυτό που πάθαμε; Πώς ξεχάσαμε την υπόσχεσή της, το θεραπευτικό εκείνο κολλύριο;

Στενοχωρήθηκα κι εγώ μαζί της για την αμέλειά μας και πρόσταζα κάποιον να τρέξει γρήγορα για το φάρμακο. Κοιτάζει κατά τύχη η μικρή, που ήταν στα χέρια της τροφού της, προς τη μητέρα της και η μητέρα παρατηρώντας τα μάτια του παιδιού λέει με δυνατή φωνή γεμάτη από χαρά και έκπληξη αυτά.

Πάψε να στενοχωριέσαι για την αμέλειά μας. Να, δεν χάσαμε τίποτε από όσα μας υποσχέθηκε· αλλά το αληθινό φάρμακο που θεραπεύει τις αρρώστιες, που είναι η θεραπεία με την προσευχή, και μας το έδωσε και έκανε ήδη την ενέργειά του. Δεν έμεινε το παραμικρό από την αρρώστια του ματιού της, αλλά το καθάρισε το θείο εκείνο φάρμακο.

Κι ενώ τα έλεγε αυτά, αγκαλιάζει και η ίδια το παιδί και το βάζει και στα δικά μου χέρια. Εγώ αναλογίστηκα τότε τα θαύματα του Ευαγγελίου για τα οποία υπάρχει δυσπιστία και είπα.

Γιατί είναι υπερβολικό ν’ αποκαθιστά ο Θεός τη δράση των τυφλών, τη στιγμή που τώρα η δούλη του κατορθώνει τις θεραπείες εκείνες με την πίστη σ’ αυτόν που πραγματοποιεί κάτι όχι πολύ κατώτερο από εκείνα τα θαύματα;

Τα έλεγε αυτά κι η φωνή του πνιγόταν στους λυγμούς και τα δάκρυα κυλούσαν άφθονα κατά τη διήγησή του. Αυτά είπε ο στρατιωτικός.
Όσα άλλα παρόμοια άκουσα από όσους έζησαν μαζί της και γνωρίζουν λεπτομέρειες γι’ αυτήν, δεν νομίζω πως είναι ακίνδυνο να τα περιλάβω στη διήγησή μου. Γιατί οι πολλοί κρίνουν την αξιοπιστία των λεγομένων ανάλογα με τα δικά τους μέτρα· ό,τι ξεπερνά τη δυνατότητα του ακροατή το περιφρονούν, θεωρώντας το ψέμα και όχι αληθινό. Γι’ αυτό παραλείπω την απίστευτη εκείνη σοδειά κατά την πείνα, πώς, ενώ έπαιρναν το σιτάρι για τις ανάγκες τους, δε γινόταν καθόλου αισθητή η αφαίρεση, αλλά παρέμενε ίσο στον όγκο και προτού μοιραστεί στις ανάγκες εκείνων που ζητούσαν και έπειτα από αυτό. Παραλείπω και άλλα πιο παράδοξα από αυτά, θεραπείες ασθενειών, καθάρσεις από δαίμονες, προφητείες αληθινές για όσα έμελλαν να συμβούν.

Όλα αυτά όσοι τα γνωρίζουν ακριβώς πιστεύουν πως είναι αληθινά κι ας είναι πάνω από πίστη· οι πιο υλόφρονες όμως τα θεωρούν έξω από το ενδεχόμενο· αυτοί δεν ξέρουν ότι η διανομή των χαρισμάτων γίνεται ανάλογα με την πίστη, περιορισμένη για τους ολιγόπιστους, απλόχερη για όσους έχουν την ευρυχωρία της πίστης μέσα τους. Για να μη ζημιωθούν λοιπόν οι πιο ολιγόπιστοι από τις δωρεές του Θεού, γι’ αυτό ακριβώς παραιτήθηκα από την παραπέρα εξιστόρηση των θαυμάτων των πιο υψηλών. Θεώρησα ότι ήταν αρκετό να διηγηθώ την ιστορία της μ’ αυτά που είπα.

 

Ἀπολυτίκιον Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα. Σοφίας ἔρωτι, τὸν νοῦν πτερώσασα, κόσμου εὐπάθειαν, ἔμφρονως ἔλιπες, καὶ ἐνδιαίτημα τερπνὸν ἔγενου θείας ἀγάπης, σὺ γὰρ δι’ ἀσκήσεως, καὶ ἠθῶν τελειότητας, νύμφη ἔχρηματισας, τοῦ Σωτῆρος περίδοξος, ὦ πρέσβευε ὑπὲρ τῶν βοώντων χαίροις Μακρίνα θεοφόρε.

 

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ – ΕΙΣ ΤΟΝ ΒΙΟΝ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΑΚΡΙΝΗΣ – ΕΠΕ (9) σελ. 335-391 – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1990

ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ