Παρασκευή 25 Ιουλίου 2025

Η ΑΛΗΘΗΣ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ

 

π. Δημητρίου Μπόκου

Περιερχόμενος τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Ἰουδαίας ὁ Χριστός, βρέθηκε μπροστὰ σὲ δύο τυφλούς, ποὺ ζήτησαν μὲ δυνατὲς κραυγὲς νὰ τοὺς σπλαχνιστεῖ καὶ νὰ τοὺς θεραπεύσει ἀπὸ τὴν τύφλωση. Ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε ἂν πιστεύουν ὅτι μπορεῖ νὰ τὸ κάνει αὐτὸ καὶ ἐκεῖνοι ἀπάντησαν θετικά. Καὶ ὁ Χριστὸς τοὺς ἔδωσε τὸ φῶς τους (Κυριακὴ Ζ΄ Ματθαίου).

Οἱ δυὸ τυφλοὶ στὴν ἱκεσία τους ὀνόμαζαν τὸν Χριστὸ υἱὸ τοῦ Δαυΐδ. «Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυΐδ». Εἶχαν δηλαδὴ ἐνστερνισθεῖ τὴ γνώμη, ὅτι ἔχουν μπροστά τους ὄχι ἕναν ἁπλὸ ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἀναμενόμενο ἔνδοξο ἀπόγονο τοῦ Δαυΐδ, τὸν Μεσσία καὶ λυτρωτὴ τῶν ἀνθρώπων. Πίστευαν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶχε προφητευθεῖ ἀπὸ ὅλους τοὺς προφῆτες. Ἀλλὰ ἡ πίστη τους δὲν σταματοῦσε ἐκεῖ.

Ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς θεράπευσε ἀμέσως, ἀλλὰ τοὺς ἄφησε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν καθ’ ὁδὸν καὶ νὰ φωνάζουν. Ὅταν ἔφτασαν στὸ σπίτι ὅπου πήγαινε ὁ Χριστός, τὸν πλησίασαν καὶ τότε ὁ Χριστὸς τοὺς ρώτησε: «Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι;» Ὅτι ἔχω πράγματι τέτοια δύναμη, νὰ σᾶς θεραπεύσω; Καὶ αὐτοὶ ἀπάντησαν χωρὶς ἀμφιβολία: «Ναί, Κύριε». Τὸν προσφώνησαν Κύριο, δηλαδὴ Θεό τους. Ἔδειξαν μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ὅτι δὲν ἔβλεπαν μπροστά τους ἁπλῶς ἄνθρωπο, ἀλλὰ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Κύριος ἦταν μόνο ὁ Θεὸς ὁ Παντοκράτωρ. «Ἐγώ εἰμι Κύριος ὁ Θεός σου… Ἄκουε, Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστιν» (Ἐξ. 20, 2. Δευτ. 6, 4). Ἦταν ἡ πρώτη καὶ βασικὴ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ δόθηκε στοὺς Ἰσραηλῖτες μὲ τὸν πιὸ ἐπίσημο τρόπο στὸ ὄρος Σινᾶ.

Οἱ δυὸ τυφλοὶ δείχνουν νὰ ἀντιλαμβάνονται αὐτὸ ποὺ γιὰ τοὺς δῆθεν σοφοὺς ἑρμηνευτὲς τοῦ Μωσαϊκοῦ νόμου, νομικούς, γραμματεῖς καὶ φαρισαίους, παρέμενε ἄλυτο, κεκρυμμένο μυστήριο. Ὅτι ὁ Μεσσίας δὲν ἦταν μόνο ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός. Υἱὸς Θεοῦ, Θεὸς ἴσος πρὸς τὸν Πατέρα, ὄχι ἁπλῶς προφήτης ἢ ἄνθρωπος σοφός. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μάλιστα τοὺς προκάλεσε κάποτε, γιὰ νὰ τοὺς φράξει τὰ στόματα, ἐπειδὴ συνεχῶς καραδοκοῦσαν νὰ τὸν παγιδεύσουν.

Καὶ τοὺς ἔθεσε τὸ ἐρώτημα: Τί γνώμη ἔχετε γιὰ τὸν Μεσσία Χριστό; «Τίνος υἱός ἐστι;» Τοῦ ἀπαντοῦν: Θὰ εἶναι ἀπόγονος τοῦ Δαυΐδ. Ξαναρωτάει ὁ Χριστός: Πῶς γίνεται λοιπὸν ὁ Δαυΐδ, φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, νὰ τὸν ἀποκαλεῖ Κύριο; Διότι πράγματι ὁ Δαυΐδ, σὲ ἕναν κατ’ ἐξοχὴν χριστολογικό του ψαλμό, λέει τὰ ἑξῆς ἀκατάληπτα λόγια: «Εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου», δηλαδὴ εἶπε ὁ Κύριος (ὁ Θεὸς Πατὴρ) στὸν Κύριό μου (στὸν Θεὸ Υἱό, τὸν Χριστό), κάθησε στὰ δεξιά μου μέχρι νὰ βάλω «τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου» (Ψαλμ. 109, 1).

Ὁ Δαυΐδ λοιπὸν ἀποκαλεῖ Κύριο τὸν Χριστό. Πῶς γίνεται νὰ εἶναι υἱός του, ἀπόγονός του;

Στὸ ἐρώτημα τοῦ Χριστοῦ κανένας ἀπὸ τοὺς «σοφοὺς» διδασκάλους τοῦ Ἰσραὴλ δὲν μπόρεσε νὰ δώσει ἀπάντηση. Μόνο ἂν δεχτοῦμε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὄχι μόνο ἄνθρωπος, ἀλλὰ καὶ Θεός, κατανοοῦμε γιατί δὲν εἶναι μόνο υἱὸς τοῦ Δαυΐδ, ἀλλὰ καὶ Κύριός του. Ἡ σοφία τοῦ κόσμου ἀδυνατεῖ νὰ λύσει τέτοια μυστήρια. Χρειάζεται «ἡ ἄνωθεν σοφία», ὁ φωτισμὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὅποιος συλλαμβάνει αὐτὴ τὴν ἀλήθεια καὶ ὁμολογεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Θεὸς ποὺ ἔγινε καὶ ἄνθρωπος, εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ.

Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι (ὁ μόνος) Θεάνθρωπος, ἔχει τὸ πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου, ὁ ὁποῖος «ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη» (Α΄ Ἰω. 4, 2-3).

Ἔχουμε τὴν ἀληθῆ θεογνωσία τῶν δύο τυφλῶν, ἢ εἴμαστε σὰν τοὺς τυφλοὺς φαρισαίους;