Ὁ Χριστὸς ἀποστέλλει τοὺς μαθητές του, τοὺς ἀποστόλους, ἀλλὰ καὶ ὅλους τοὺς Χριστιανούς, γιὰ νὰ εἶναι φῶς μέσα στὸν κόσμο. Ἡ παρουσία τῶν Χριστιανῶν δὲν πρέπει νὰ περνάει ἀπαρατήρητη, ἀλλὰ νὰ εἶναι φανερὴ σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι ἀθέατη μιὰ πόλη ποὺ εἶναι κτισμένη πάνω σὲ βουνό. Καὶ ὅποιος ἀνάβει τὸ φῶς, δὲν τὸ σκεπάζει, δὲν τὸ κρύβει σὲ κάποιο ἀπόκρυφο μέρος, ἀλλὰ τὸ βάζει σὲ μέρος ψηλό, γιὰ νὰ φέγγει παντοῦ καὶ νὰ βλέπουν ὅλοι μέσα στὸ σπίτι (Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πατέρων).
Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἂν καὶ μίλησε μὲ τρόπο ποὺ κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ μιλήσει, μᾶς παραπέμπει ἐν τούτοις νὰ προσέξουμε καὶ νὰ μιμηθοῦμε κυρίως τὴν ἄμεμπτη ζωή του. «Ἅγιοι γίνεσθε, (δι)ὅτι ἐγὼ ἅγιός εἰμι». Προβάλλει πρὸς μίμηση τὸν ἑαυτό του. Ἔκαμε τὰ πάντα καὶ ὑπέστη τὰ ἅγια Πάθη του, «ὑμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν», ὥστε νὰ ἀκολουθήσουμε ἐμεῖς τὰ δικά του ἀχνάρια. Ἡ θεία μορφή του εἶναι τὸ τέλειο παράδειγμα, εἶναι τὸ φῶς γιὰ μᾶς, διότι «ἁμαρτίαν οὐκ ἐποίησεν, οὐδὲ εὑρέθη δόλος ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ» (Α΄ Πέτρ. 1, 16. 2, 21-22).
Τί θέλει νὰ μᾶς πεῖ ὁ Χριστός; Ὅτι τὸ καλύτερο κήρυγμα θὰ εἶναι ἡ ἁγία ζωὴ τῶν Χριστιανῶν. Ὄχι τὰ λόγια, ἀλλὰ τὰ ἔργα. «Ἔρχου καὶ ἴδε». Ὅταν οἱ Χριστιανοὶ ζοῦν σύμφωνα μὲ τὰ διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου, γίνονται φῶς τοῦ κόσμου. Ὅπως φῶς εἶναι καὶ ὁ Χριστός. Μεταφέρουν παντοῦ τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ. Τὰ καλά τους ἔργα εἶναι τὸ φῶς ποὺ σώζει τὸν κόσμο. «Οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων», παραγγέλλει ὁ Χριστός. Οἱ ἄνθρωποι, βλέποντας τὰ καλὰ ἔργα τῶν Χριστιανῶν, θὰ ἔλθουν «εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας». Θὰ γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸ Θεό. Θὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα τους «τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Θὰ σωθοῦν.
Διαβάζουμε στὸ Γεροντικὸ γιὰ τὸν ἀββᾶ Παμβῶ (18 Ἰουλίου), ὅτι εἶχε γίνει σωστικὸ φῶς γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Χωρὶς νὰ κηρύττει μὲ λόγια, ἀκόμα καὶ ὅταν τὸν ρωτοῦσαν φορτικὰ οἱ ἄνθρωποι. Ἦταν τόσο ταπεινός, ποὺ ἐπὶ τρία χρόνια ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴν τοῦ δώσει δόξες ἐπὶ τῆς γῆς. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἄκουσε. Τὸν δόξασε τόσο πολύ, ὥστε κανένας ἄνθρωπος δὲν μποροῦσε νὰ ἀτενίσει τὸ πρόσωπό του, γιατὶ ἀκτινοβολοῦσε ἀπὸ θεϊκὴ λαμπρότητα. Ὅπως ἔγινε μὲ τὸν Μωυσῆ, ὅταν ἔλαβε ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ τὶς δέκα ἐντολὲς καὶ ἔλαμπε ἀπὸ τότε τὸ πρόσωπό του, ἔτσι καὶ τοῦ ἀββᾶ Παμβῶ «ὡς ἀστραπὴ ἔλαμπε τὸ πρόσωπον». Καὶ ἦταν «ὡς βασιλεὺς καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου αὐτοῦ». Ἦταν γιὰ ὅλους ἕνα φῶς «ἐπὶ τὴν λυχνίαν», φώτιζε τὸν δρόμο τους πρὸς τὸν Θεό. Παρόμοιο φῶς ἦταν καὶ εἶναι ὅλοι οἱ ἅγιοι γιὰ τὸν κόσμο.
Ἀλλὰ μπορεῖ νὰ συμβεῖ καὶ τὸ ἀντίθετο. Ὁ Χριστιανὸς νὰ εἶναι ὄχι φῶς, ἀλλὰ σκοτάδι γιὰ τὸν κόσμο. Νὰ ἔχει μόνο λόγια καλά, ἀλλὰ ἔργα πονηρά. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς θὰ ἀκούσει ἀπὸ τὸν Χριστό: «Οἶδά σου τὰ ἔργα, ὅτι ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς, καὶ νεκρὸς εἶ» (Ἀποκ. 3, 1). Ὁ Χριστὸς ἐπισήμανε καὶ ἐπέκρινε ἰδιαίτερα τὴν ὑποκριτικὴ αὐτὴ στάση, ἐξαπολύοντας φοβερὰ «οὐαὶ» ἐναντίον τῶν ὑποκριτῶν γραμματέων καὶ φαρισαίων. Ὁ λόγος; «Λέγουσι γὰρ καὶ οὐ ποιοῦσιν» (Ματθ. 23, 3). Ὅταν λέμε ὅτι εἴμαστε μὲ τὸν Θεό, ἀλλὰ «ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν» (Α΄ Ἰω. 1, 6).
Σὲ κάθε ἐποχὴ οἱ ὑποκριτὲς Χριστιανοί, εἴτε ποιμένες εἴτε ποιμαινόμενοι, γίνονται σκοτάδι, καταστροφὴ γιὰ τὸν κόσμο. Οὔτε οἱ ἴδιοι εἰσέρχονται στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ἀποτρέπουν καὶ ἀπομακρύνουν ἀπὸ αὐτὴν καὶ ὅσους θὰ ἤθελαν νὰ μποῦν. Ἐξ αἰτίας τους τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ «βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι» (Ματθ. 23, 14. Ρωμ. 2, 24).
Ποῦ μᾶς κατατάσσουν τὰ δικά μας ἔργα; Μᾶς κάνουν φῶς ἢ σκοτάδι γιὰ τὸν κόσμο;