Κυριακή 27 Ιουλίου 2025

Ἀγόρασε τὸν Παράδεισον

  «Πωλήσατε τὰ ὑπάρχοντα ὑµῶν καὶ δότε ἐλεηµοσύνην. Ποιήσατε ἑαυτοῖς βαλάντια µὴ παλαιούµενα, θησαυρὸν ἀνέκλειπτον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ὅπου κλέπτῃς οὐκ ἐγγίζει οὐδὲ σὴς διαφθείρει» (Λουκ. ιβ΄, 33). (Δηλ.: Καὶ ἐὰν διὰ τὴν ἐξασφάλισιν τῆς οὐρανίου αὐτῆς βασιλείας τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ σᾶς γίνωνται ἐµπόδιον, πωλήσατε ὅσα ἔχετε καὶ δώσατέ τα ἐλεηµοσύνην εἰς τοὺς πτωχούς. Καὶ µὲ τὴν ἐλεηµοσύνην καὶ τὴν ἀγαθοεργίαν κάµετε διὰ τὸν ἑαυτόν σας πουγγιά, ποὺ δὲν παλιώνουν, θησαυρὸν ποὺ δὲν χάνεται καὶ δὲν λιγοστεύει· θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανούς, ὅπου δὲν πλησιάζει κλέπτης διὰ νὰ τὸν ἁρπάση, οὔτε σκόρος τὸν καταστρέφει).

  • Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει πῶς νὰ ἀγοράσουμε τὸν Παράδεισο:

  «Ἐνῶ κάθεσαι στὸ σπίτι σου, ἔρχεται ὁ πτωχὸς νὰ σοῦ πουλήση τὸν Παράδεισο καὶ σοῦ λέει: “Δῶσε μου λίγο ψωμὶ καὶ πάρε τὸν Παράδεισο. Δῶσε μου ἕνα ροῦχο καὶ πάρε τὴν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Δῶσε μου λίγα χρήματα καὶ πάρε τὴν χαρὰ τῶν Ἀγγέλων». Δῶσε κάτι. Μόνο δῶσε. Δῶσε καὶ ἀγόρασε τὸν Παράδεισο!…».

  • Μία διδακτικὴ ἱστορία δανειζόμαστε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη:

  «Μέσα στὸν ἀποστατημένο Ἰσραήλ, τὰ δύσκολα ἐκεῖνα χρόνια τῶν Προφητῶν Ἠλία καὶ Ἐλισαίου, γύρω στὸ 850 π.Χ., τότε ποὺ οἱ περισσότεροι Ἰσραηλίτες εἶχαν ἀκολουθήσει τὴν εἰδωλολατρικὴ θρησκεία τοῦ ἀσεβοῦς βασιλιᾶ Ἀχαὰβ καὶ τῆς διεφθαρμένης γυναίκας του Ἰεζάβελ καὶ προσ­κυνοῦσαν τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ καὶ τῆς Ἀστάρτης, ζοῦσε κάπου στὴν περιοχὴ τῆς Σαμάρειας ἕνας προφήτης μὲ τὴν γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του. Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, «φοβούμενος τὸν Κύριον», μᾶς πληροφορεῖ τὸ Ἱερὸ κείμενο (Δ΄ Βασ. δ΄ 1-7).

Ζοῦσαν καλά, μέχρις ὅτου, ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς τοῦ Θεοῦ, ξαφνικὰ κάποια μέρα πέθανε. Πέθανε καὶ ἄφησε πίσω του τὴν χήρα γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά τους, μὲ χρέη. Κάποιο δάνειο εἶχε πάρει, δὲν πρόλαβε ὅμως νὰ τὸ ἀποδώση, καὶ τώρα ὁ δανειστὴς ἐκινεῖτο ἀπειλητικὰ πρὸς τὴν χήρα. Καὶ καθὼς δὲν ὑπῆρχε, φαίνεται κάποια ὑποθήκη -πτωχὴ ἦταν ἡ οἰκογένεια, μόλις τὰ ἔβγαζε πέρα- ἀπειλοῦσε πώς, ἂν δὲν τοῦ ἀποδοθοῦν καὶ οἱ τόκοι μαζὶ μὲ τὸ χρέος, θὰ ἔπαιρνε γιὰ δούλους τὰ δύο ἀγόρια της.

Ἔντρομη ἡ μάνα ἔτρεξε στὸν προφήτη Ἐλισαῖο καὶ μὲ σπαρακτικὲς φωνὲς καὶ παρακάλια «ἐβόα», ἱκέτευε βοήθεια.

– Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω; ἀπάντησε ἐκεῖνος. Πές μου, τί ἔχεις στὸ σπίτι σου;

– Τίποτε δὲν ὑπάρχει, ἀπάντησε μὲ ἀγωνία ἐκείνη, παρὰ μόνο λίγο λάδι σ’ ἕνα δοχεῖο, νὰ ἀλείφουμε στὸ ψωμὶ μὲ τὰ παιδιά μου, νὰ μποροῦμε νὰ ζοῦμε.

Ὁ μέγας Προφήτης μὲ διπλῆ τὴν χάρη, ποὺ εἶχε ἐπάνω του ἀπὸ τὸν διδάσκαλό του Ἠλία, γνώριζε πὼς ὁ Θεὸς θὰ ἔκανε τὸ θαῦμα Του στὴν εὐσεβῆ γυναίκα. Δὲν τῆς τὸ ἀποκάλυψε ὅμως ἐξαρχῆς, παρὰ τῆς εἶπε τὰ ἑξῆς λόγια, δοκιμάζοντας μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ τὴν πίστη της:

– Ἄκου τί θὰ κάνης: Θὰ πᾶς τριγύρω στὴ γειτονιὰ καὶ θὰ ζητήσης νὰ σοῦ δώσουν ἄδεια δοχεῖα. Μὴ διστάσεις. Θὰ τὰ πάρης στὸ σπίτι σου, θὰ κλειστῆς μέσα μαζὶ μὲ τὰ παιδιά σου καὶ ἀπὸ τὸ δικό σου δοχεῖο μὲ τὸ λάδι θὰ ἀδειάζης στὰ ἀδειανὰ μέχρι νὰ γεμίσουν. Κάθε ἕνα ποὺ θὰ γεμίζη, θὰ τὸ ἀφήνης στὴν ἄκρη.

Ἡ γυναίκα, ἀφοῦ τὸ εἶπε ὁ Προφήτης τοῦ Θεοῦ, τὸ ἔκανε.

Ἄρχισε νὰ ἀδειάζη, μὰ ἄδειαζε, ἄδειαζε καὶ τὸ λάδι δὲν ἔλεγε νὰ τελειώση. Γέμισε ὅλα τὰ δοχεῖα τῶν γειτόνων, καὶ μόλις γέμισε καὶ τὸ τελευταῖο, τότε σταμάτησε τὸ λάδι νὰ αὐξάνη. Τὰ ἔβαλε στὴν ἄκρη, γεμᾶτα, καὶ πῆγε στὸν Προφήτη νὰ τοῦ ἀναγγείλη τὸ θαῦμα καὶ νὰ ζητήση περαιτέρω ὁδηγίες. Ὅ,τι θὰ τῆς ἔλεγε, ἦταν ἀποφασισμένη νὰ τὸ κάνη.

Θὰ χάρηκε ἀσφαλῶς ὁ Προφήτης στὸ ἄκουσμα. Θὰ δόξασε τὸν Θεόν. Θὰ θαύμασε τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοὴ τῆς γυναίκας. Γυρνᾶ ἀμέσως καὶ τῆς λέει:

– Πήγαινε τώρα καὶ πούλησε τὸ λάδι, καὶ μὲ τὰ χρήματα ποὺ θὰ εἰσπράξης νὰ πληρώσης τὸ χρέος σου. Ὅσο σοῦ περισσέψει, νὰ τὸ κρατήσης, γιὰ νὰ τρέφεσαι ἐσὺ καὶ τὰ παιδιά σου…

Ἴσως τὸ πιὸ ἐκπληκτικὸ στὴν θαυμαστὴ αὐτὴ ἱστορία ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη δὲν εἶναι τὸ ὅτι ἀπὸ ἕνα δοχεῖο γέμισαν πολλά. Γιὰ τὸν Θεὸ δὲν ὑπάρχει τίποτε δύσκολο, καὶ μπορεῖ στὸ ἑπόμενο λεπτὸ νὰ σοῦ δώση ὅλα ὅσα χρειάζεσαι, καὶ πολὺ περισσότερα ἀκόμη. Αὐτὸς εἶναι ποὺ ἀνοίγει τὸ χέρι Του καὶ γεμίζει τὰ σύμπαντα μὲ τὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς εὐλογίες Του. Ὁ ἴδιος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι δέν θα μᾶς ἀφήση: «οὐ μή σε ἀνῶ, οὐδ’ οὐ μή σέ ἐγκαταλίπω»    ( Ἑβρ. 13,5).

Ὁ Θεός εἶναι πλούσιος καί ἐλεήμων.