Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Ἅγ. Τύχων Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν (19/01/1865 – 25/03/1925)

Μία συνοπτικὴ ἐξιστόρησις τοῦ βίου του

Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Τσαγκάρης, Θεολόγος

 Ὁ Ἅγιος Τύχων γεννήθηκε στὶς 19 Ἰανουαρίου 1865 στὸ Κλὶν τῆς Κομητείας Τοροπιὲτς τῆς ἐπαρχίας Πσκὼβ καὶ ἦταν γιὸς Ἱερέα. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Βασίλειος Ἰβάνοβιτς Μπελάβιν. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τῆς Πετρούπολης. Δίδαξε στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τοῦ Πσκὼφ καὶ διηύθυνε τὶς ἱερατικὲς σχολὲς τοῦ Καζὰν καὶ τῆς Χέλμ. Τὸ 1891 ἐκάρη Μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε Ἱερέας. Τὸ 1897 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Λιούμπλιν, Βικάριος τῆς Ἐπισκοπῆς Χὲλμ καὶ Βαρσοβίας καὶ τὸ 1898 στὰ (33) τριάντα τρία του χρόνια, ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος Ἀλεουτίων καὶ Ἀλάσκας. Στὶς 17 Ἰανουαρίου 1900 ὁ τίτλος τῆς Ἐπαρχίας του μεταβλήθηκε σὲ «Ἀλεουτίων καὶ Βορείου Ἀμερικῆς». Τὸ 1905 μεταφέρει τὴν ἕδρα τῆς Ἐπισκοπῆς του ἀπὸ τὸ Σὰν Φραντσίσκο στὴ Νέα Ὑόρκη καὶ ἱδρύει στὴ Μιννεάπολη τὸ πρῶτο Ὀρθόδοξο Θεολογικὸ Σεμινάριο στὶς Η.Π.Α. Τὸ 1907 προάγεται σὲ Ἀρχιεπίσκοπο Γιάροσλαβ καὶ Ροστόβου καὶ λίγο ἀργότερα, τὸ 1913, ἀναλαμβάνει Ἀρχιεπίσκοπος Βίλνας καὶ Λιθουανίας. Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1917 ψηφίζεται Ἀρχιεπίσκοπος Μόσχας καὶ Κολόμνης καὶ στὶς 28 Ὀκτωβρίου τοῦ ἴδιου ἔτους, ἐξελέγη, ἀπὸ κληρικολαϊκὴ πανρωσικὴ Σύνοδο, Πατριάρχης Μόσχας καὶ πασῶν τῶν Ρωσιῶν, παρουσίᾳ 12.000 πιστῶν, μέσα στὸν Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Σωτῆρος τῆς Μόσχας, μπροστὰ στὴν θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς Παναγίας τοῦ Βλαντιμὶρ.

  Ἡ ἐκλογή του ἔγινε μὲ κλήρωση μεταξὺ τριῶν ὑποψηφίων. Ὁ ἔγκλειστος τυφλὸς στάρετς τῆς Ὄπτινα Ἀλέξιος, τράβηξε ἕνα ἀπὸ τοὺς τρεῖς κλήρους, μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ὑποψηφίων γιὰ τὸν Πατριαρχικὸ θρόνο, ποὺ εἶχαν τοποθετηθεῖ μέσα σὲ μία λάρνακα μὲ ἅγια λείψανα, ποὺ ἔγραφε τὸ ὄνομα τοῦ Τύχωνα.

  Ὁ Τύχων εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει πολλὰ προβλήματα. Τὸ μεγαλύτερο ἦταν ἡ κυβέρνηση τῶν Μπολσεβίκων, ποὺ ὡς πρώτη φροντίδα της εἶχε, νὰ ἐκδώσει τὸν Ἰανουάριο τοῦ 1918 διάταγμα χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ πολιτείας καί, ἀμέσως μετά, νὰ νομοθετήσει τὸν χωρισμὸ Ἐκκλησίας καὶ ἐκπαίδευσης. «Ὁ νόμος «Περὶ χωρισμοῦ Ἐκκλησίας καὶ Κράτους» ποὺ δημοσίευσε ὁ Λένιν περιόριζε τὴν Ἐκκλησία στὰ αὐστηρῶς τελετουργικά της καθήκοντα καὶ ἀπαγόρευε τὴν διδασκαλία τῶν Θρησκευτικῶν στὰ σχολεῖα (θρησκευτικὰ μαθήματα μποροῦσαν νὰ διδάσκονται μόνον ἰδιωτικῶς, σὲ ὁμάδες μαθητῶν ὄχι ἄνω τῶν τριῶν!). Ἡ Ἐκκλησία στεροῦνταν τῆς περιουσίας της, καθὼς καὶ τοῦ δικαιώματος νὰ ἀποκτήσει περιουσία στὸ μέλλον. Οἱ θρησκευτικὲς ὀργανώσεις ἀπαγορεύτηκαν καὶ ἔπαψαν νὰ θεωροῦνται νομικὰ πρόσωπα».

  Νὰ τί ἔγραφε ὁ ἴδιος ὁ Λένιν γιὰ τὸν κλῆρο καὶ τὴν Ἐκκλησία: «Ὅσο περισσότερο πλήξουμε τοὺς κυριότερους ἐκπροσώπους τοῦ ἀντιδραστικοῦ κλήρου, τόσο καλύτερα θὰ εἶναι». «Πρέπει νὰ τοὺς δώσουμε ἕνα μάθημα, ὥστε ἐπὶ πολλὲς δεκαετίες οὔτε κἄν νὰ διανοηθοῦν ὅτι θὰ μποροῦσαν νὰ προβάλουν ἀντίσταση».

  Μὲ αὐτὸ τὸ σκεπτικό, ἀρχίζουν χιλιάδες ἐκτελέσεις Ἐπισκόπων, Ἱερέων, Μοναχῶν ἀλλὰ καὶ φυλακίσεις, ἐξορίες καὶ σφαγὲς Χριστιανῶν καί, ταυτόχρονα, λεηλασίες καὶ κλείσιμο χιλιάδων Ναῶν καὶ Μοναστηριῶν. Στὸν ἀνηλεῆ αὐτὸ διωγμὸ φονεύθηκαν, ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῶν Μπολσεβίκων, πάνω ἀπὸ 3.500 Ἐπίσκοποι καὶ Ἱερεῖς, περίπου 2.000 μοναχοὶ καὶ 3.000 Μοναχές. Ὁ Πατριάρχης ἀντέδρασε, δυναμικά, μὲ ἀφοριστικὴ Ἐγκύκλιο, ὅπου γράφει τὰ ἑξῆς: «…Οἱ δηλωμένοι ἢ κρυφοὶ ἐχθροὶ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, καταδιώκουν τὴν ἀλήθεια αὐτὴ καὶ ἀγωνίζονται νὰ ἐξαφανίσουν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Στὴ θέση τῆς χριστιανικῆς ἀγάπης σπείρουν παντοῦ τὰ σπέρματα τῆς κακίας, τοῦ μίσους καὶ τῶν ἀδελφοκτόνων μαχῶν… Συνέλθετε ἄφρονες, παύσατε τὶς σφαγές… Μὲ τὴν ἐξουσία, ποὺ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, σᾶς ἀπαγορεύουμε νὰ πλησιάσετε τὰ Μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, σᾶς ἀναθεματίζουμε, ἔστω κι ἂν φέρετε ἀκόμη τὸ χριστιανικὸ ὄνομα…».

  Σὲ μία ἄλλη Ἐπιστολὴ τοῦ γράφει πάλι: «…Δώσατε στὸν λαό, ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, λίθον, ἀντὶ ἄρτου καὶ ὄφιν, ἀντὶ ἰχθύος» (Ματθ. 7,9). Ἀντικαταστήσατε τὴν πατρίδα μὲ κάποια Διεθνῆ χωρὶς ψυχή. Διαιρέσατε τὴ χώρα σὲ ἀντιμαχόμενα στρατόπεδα… Ὑποσχεθήκατε τὴν ἐλευθέρια, ἀλλὰ κάθε πολίτης αἰσθάνεται τὸν ἑαυτό του ἀπειλούμενο καὶ ζεῖ μέσα στὴν τρομοκρατία τοῦ διωγμοῦ, τῆς ἁρπαγῆς, τῆς σύλληψης, τῆς ἐξορίας, τῆς ἐκτέλεσης. Τὴν ἐλευθερία αὐτὴν τὴν παραβιάζετε, κυρίως, ὅταν πρόκειται γιὰ τὴ χριστιανικὴ πίστη, μὲ ὕβρεις ἀπὸ μέρους τοῦ κρατικοῦ τύπου καὶ μὲ βεβηλώσεις τῶν ἱερῶν τόπων».

  Τὸ 1922 ἡ Κυβέρνηση διατάζει: «…Νὰ ἀφαιρεθοῦν (μὲ τὴ βία καὶ ὄχι μὲ τὴ σύμφωνη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας) ἀπὸ τοὺς Ναούς, ὅλα τὰ τιμαλφῆ γιὰ τοὺς πεινασμένους …». Ὁ Πατριάρχης ἀπαντᾶ μὲ Ἐγκύκλιο: «…Μία τέτοια πράξη εἶναι ἱεροσυλία καὶ δὲν μποροῦμε νὰ ἐγκρίνουμε τὶς κατασχέσεις…». Γίνεται δίκη, γιὰ τὴ σύνταξη καὶ διάδοση αὐτῆς τῆς Ἐγκυκλίου τοῦ Πατριάρχη. Ὁ Πατριάρχης παρουσιάζεται στὸ Δικαστήριο καὶ παίρνει πάνω του ὅλη τὴν εὐθύνη γιὰ ὅ,τι ἔχει συμβεῖ :

– Ἰσχυρίζεστε, τὸν ρωτάει ὁ Πρόεδρος τοῦ Δικαστηρίου, πὼς ἐνῶ ἀκόμα διαπραγματευόσασταν μὲ τὴν κυβέρνηση, δημοσιεύθηκε πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη σας τὸ διάταγμα γιὰ τὴν ἀφαίρεση τῶν πολύτιμων ἀντικειμένων τῶν ναῶν:

– Πατριάρχης: Ναί.

Πρόεδρος: Πιστεύετε δηλαδὴ πὼς ἡ Σοβιετικὴ Κυβέρνηση δὲν ἔπραξε σωστά;

– Πατριάρχης: Ναί.

(Αὐτὴ ἡ τόσο ἁπλὴ ἀπάντηση, σήμαινε ἁπλά, γιὰ ὅποιον τολμοῦσε νὰ τὴ δώσει, ἐξορία καὶ ἀργὸ θάνατο, στὴν παγωμένη Σιβηρία ἢ ἄμεση ἐκτέλεση, μὲ τὸ αἰτιολογικὸ τῆς ἀντισοβιετικῆς προπαγάνδας).

– Πρόεδρος: Ὀφείλετε νὰ ὑπακοῦτε καὶ νὰ ἐφαρμόζετε τοὺς νόμους τοῦ κράτους, ναὶ ἢ ὄχι;

– Πατριάρχης: Ναί, ὅταν ὅμως αὐτοὶ δὲν εἶναι ἀντίθετοι μὲ τοὺς κανόνες τῆς εὐσέβειας (δηλ. τῆς πίστης καὶ τῆς Ἐκκλησίας).

Ἡ ἱστορία βέβαια, θὰ ἦταν γραμμένη διαφορετικά, ἂν ὅλοι, σὲ παρόμοιες ἐρωτήσεις καὶ καταστάσεις ἀπαντοῦσαν, ἔτσι, ὅπως ἀπάντησε ὁ Ἅγιος Πατριάρχης Τύχων.

Ἔπειτα ἀπὸ μία ἑβδομάδα, τὸν συλλαμβάνουν γιὰ ἀντισοβιετικὴ προπαγάνδα καὶ τὸν φυλακίζουν γιὰ (13) δεκατρεῖς μῆνες. Ἐλευθερώνεται, ἀλλὰ καὶ πάλι διατάζεται ὁ κατ’ οἶκον περιορισμός του στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ντονσκόι τῆς Μόσχας, ὅπου ζοῦσε ὡς ἐλεύθερος πολιορκημένος. Γίνονται πολλὲς δολοφονικὲς ἀπόπειρες ἐναντίον του. Ἡ ὑγεία του κλονίζεται καὶ τὸ βράδυ τῆς 25ης Μαρτίου τοῦ 1925, σὲ ἡλικία 60 ἐτῶν, δηλώνοντας προφητικὰ πώς: «Ἡ νύχτα θὰ διαρκέσει πολὺ καὶ θὰ εἶναι ἰδιαίτερα σκοτεινὴ» καὶ λέγοντας τρεῖς φορές, τὸ «Δόξα σοι, Κύριε», παραδίδει τὴν ψυχή του στὸν Κύριο. Αὐτὸς ὁ ἀγωνιστὴς Ἱεράρχης, ὁ ἄγρυπνος Ποιμένας λογικῶν προβάτων, ὁ ὑπερασπιστὴς τῶν δικαίων τῆς Ἐκκλησίας, ἔναντι τῆς αὐθαιρεσίας καὶ τῆς βίας τῆς κρατικῆς ἐξουσίας, ἀνακηρύχθηκε ἀπὸ τὴ Ρωσικὴ Ἐκκλησία Ἅγιος στὶς 9 Ὀκτωβρίου τοῦ 1989.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Παναγιώτη Τσαγκάρη, «Ἀγῶνες γιὰ τὴν ταυτότητά μας» – Ἅγιοι καὶ Ἱεράρχες τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, ποὺ ἀγωνίστηκαν γιά: τὴν ἀλήθεια τῆς πίστης, τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἔθνους μας (Μυτιλήνη 2011).

https://orthodoxostypos.gr