
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει (Κ. Κολασ. β΄, 8):
«Βλέπετε µή τις ὑµᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσµου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν·» (Κολασ. β΄, 8). (Προσέχετε µήπως σᾶς ἐξαπατήσῃ κανεὶς µὲ τὴν ψευδοφιλοσοφίαν καὶ τὴν ἀδειανὴν ἀπὸ ὠφέλιµον περιεχόµενον ἀπάτην, ποὺ στηρίζεται ὄχι εἰς θείαν ἀποκάλυψιν, ἀλλ’ εἰς τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶναι φτιασµένη σύµφωνα µὲ τὴν στοιχειώδη καὶ παιδαριώδη θρησκευτικὴν διδασκαλίαν τοῦ πλανωµένου κόσµου καὶ ὄχι σύµφωνα πρὸς τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστοῦ).
«Γιατὶ αὐτὸ τὸ δένδρο δὲν τὸ φύτεψε ὁ Παῦλος, δὲν τὸ πότισε ὁ Ἀπολλώς, δὲν τὸ αὔξησε ὁ Θεός (βλ. Α΄ Κορ. 3, 6), ἀλλὰ τὸ φύτεψε ἡ ἀνώφελη περιέργεια τῶν λογισμῶν, τὸ πότισε ἡ ἀλαζονεία τῆς παραφροσύνης, καὶ τὸ αὔξησε ὁ ἔρωτας τῆς φιλοδοξίας. Χρειαζόμαστε λοιπὸν τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ὄχι μόνο νὰ τὸ ξεριζώσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ κατακόψουμε τὴ γεμάτη ἀπὸ κακία αὐτὴ ρίζα».
- Τὶ πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς;
Στὸ Γεροντικό ἀναφέρεται τὸ ἀκόλουθο γεγονός!
«Ἦλθε κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς γέροντες στὸν Ἀββᾶ Λώτ, στὸ μικρὸ ἕλος τοῦ Ἀρσενοΐτη, τὸν παρακάλεσε γιὰ κελλὶ καὶ τοῦ ἔδωσε. Ἦταν δὲ ὁ γέρων ἄρρωστος. Καὶ τὸν περιποιήθηκε ὁ Ἀββᾶς Λώτ. Καὶ ἂν ἔρχονταν κάποιοι νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν Ἀββᾶ Λώτ, τοὺς ἔκανε νὰ πηγαίνουν καὶ στὸν ἄρρωστο γέροντα. Καὶ ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ τοὺς λέγη λόγια τοῦ Ὠριγένη (αἱρετικοῦ). Καὶ θλιβόταν ὁ Ἀββᾶς Λώτ, λέγοντας: «Μὴ καὶ νομίσουν οἱ πατέρες ὅτι καὶ ἐμεῖς ἔτσι εἴμαστε». Καὶ νὰ τὸν βγάλη ἀπὸ ἐκεῖ φοβόταν, ἐξ αἰτίας τῆς ἐντολῆς. Σηκώθηκε λοιπὸν ὁ Ἀββᾶς Λὼτ καὶ πῆγε στὸν Ἀββᾶ Ἀρσένιο καὶ τοῦ ἐξέθεσε τὰ σχετικὰ μὲ τὸν γέροντα. Τοῦ λέγει τότε ὁ Ἀββᾶς Ἀρσένιος: «Μὴ τὸν διώξης. Ἀλλὰ νὰ τοῦ πῆς: Νά, ἀπὸ ὅσα δίνει ὁ Θεός, φάγε, πιὲς ὅπως θέλεις, μόνο αὐτὰ τὰ λόγια νὰ μὴ λές. Καὶ ἂν θέλη, διορθώνεται. Ἀλλὰ ἂν δὲν θέλη νὰ συμμορφωθῆ, μόνος του θὰ ζητήση νὰ φύγη ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν τόπο. Καὶ δὲν θὰ σταθῆς αἰτία σύ». Ἔφυγε λοιπὸν ὁ Ἀββᾶς Λὼτ καὶ ἔκαμε ἔτσι. Καὶ ὁ γέρων, μόλις τὰ ἄκουσε αὐτά, δὲν ἤθελε νὰ συμμορφωθῆ. Ἀλλὰ ἄρχισε νὰ παρακαλῆ, λέγοντας: «Γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ἀφῆστέ με νὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ, γιατί δὲν μπορῶ πλέον νὰ ὑπομείνω τὴν ἔρημο». Καὶ ἔτσι, σηκώθηκε καὶ ἔφυγε, προπεμπόμενος μὲ ἀγάπη».
Τί μᾶς διδάσκει; Νὰ ἀποφεύγουμε κάθε αἱρετικὸ καὶ πλανεμένο μὲ διάκριση.
- Μία πλάνη ἀπὸ τὶς πολλές, ποὺ ὑπάρχουν εἶναι ἡ Γιόγκα. Στὸ βιβλίο «Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὁ Προφήτης», Ἐκδ. «Ἁγιοπαυλίτικο ἱερὸ κελλὶ Ἁγ. Θεοδώρων, Ἅγιον Ὄρος», ἀναφέρεται μία μαρτυρία ἀνώνυμου πιστοῦ πῶς ἀπηλλάγη ἀπὸ τὴν πλάνη τῆς Γιόγκα:
«Ὁ θεῖος μου ἦταν βιβλιοπώλης καὶ ἀπὸ μικρὸς ἀπέκτησα δύο βιβλία, τὴ Σολομωνικὴ καὶ τὴν Ἁγία Γραφή. Μελετώντας τὴ Σολομωνικὴ ἄκουγα στὴν κουζίνα ἔντονους θορύβους, χωρὶς νὰ εἶναι κανεὶς μέσα. Μία ἡμέρα ἄνοιξα ἀπότομα τὴν πόρτα καὶ ἄκουσα δυνατὸ τρεχαλητὸ ἔξω ἀπὸ τὴν κουζίνα, ἐνῶ δὲν ἔβλεπα κανένα ἄνθρωπο.
Τὰ γεγονότα αὐτὰ μοῦ κίνησαν τὴν περιέργεια καὶ γράφτηκα σὲ δύο σχολὲς γιόγκα-θιβετιανοῦ βουδισμοῦ. Ἦταν εὐκτήριοι οἶκοι καὶ γινότανε μύηση στὶς ἀνατολικὲς θρησκεῖες. Ὅταν ἐπισκέφθηκα ἕνα Πνευματικὸ καὶ τοῦ τὰ ἀνέφερα, μοῦ ἐπέβαλε κανόνα ἀποχῆς ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία γιὰ 7 χρόνια. Ἤμουν μόλις 12 ἐτῶν.
Ἔμαθα τότε ὅτι ἐκδόθηκε ἕνα βιβλίο γιὰ τὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ καὶ πῆγα στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ ἀειμνήστου Δημ. Παναγόπουλου καὶ τὸ ἀγόρασα. Τὸ διάβασα καὶ κάτι ὄμορφο ξύπνησε μέσα μου, γι’ αὐτὸ ἀγόρασα καὶ ἄλλα χριστιανικὰ βιβλία. Ὁ Δ. Παναγόπουλος μὲ συνέδεσε μὲ τὸν π. Ἐπιφάνιο Θεοδωρόπουλο, ὁ ὁποῖος διέκοψε τὸν κανόνα ἀποχῆς ἀπὸ τὴν θεία Κοινωνία καὶ κοινώνησα στὰ 16 μου χρόνια. Ἐκεῖ γνώρισα κάποιον, ποὺ εἶχε ξεμπλέξει ἀπὸ τὴ γιόγκα παλιότερα καὶ μοῦ εἶπε: «Ἕλα νὰ σὲ πάω σὲ ἕνα Ἅγιο σὰν αὐτοὺς ποὺ βλέπεις στὶς εἰκόνες στὴν Ἐκκλησία». Καὶ μὲ τοὺς δεῖκτες τῶν χεριῶν του διέγραψε στὸν ἀέρα ἕνα κύκλο, ὑποδηλώνοντας τὸ φωτοστέφανο.
Ὅταν ἐπισκέφθηκα τὸν Ἅγιο Πορφύριο, κάθισα καὶ μοῦ μίλησε γιὰ ἀρκετὴ ὥρα. Θυμᾶμαι πὼς τὸ συμπέρασμά του ἦταν πὼς ἡ γιόγκα εἶναι οὐσιαστικὰ μαγεία καὶ σατανισμὸς καὶ σφοδρὸς πολέμιος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὴν ἑπόμενη φορὰ ποὺ πῆγα, πρὶν φθάσω, σταμάτησα σὲ ἕνα μπακάλικο καὶ κάποιος μὲ ρώτησε γιὰ τὸν Ἅγιο: «Τί κάνει ὁ μάγος;».
Ὅταν τὸ εἶπα στὸν Ἅγιο, μὲ ἔβαλε καὶ κάθισα στὸ κρεβάτι του. Ξαφνικὰ ἄκουσα ἕνα δυνατὸ βουητὸ γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου, σὰν νὰ ὑπῆρχε ἕνα σμῆνος ἀπὸ ἔντομα ποὺ περιστρέφονταν μὲ μεγάλη ταχύτητα γύρω-γύρω ἀπὸ τὸ κεφάλι μου. Τὰ ἄκουγα, χωρὶς νὰ τὰ βλέπω, καὶ ἄρχισα νὰ ζαλίζομαι. Γύρισα καὶ κοίταξα τὸν Ἅγιο. Ἐκεῖνος σήκωσε τὸ χέρι του καὶ μὲ μία κίνηση (ὅπως ὅταν διώχνουμε κάποιον) ὅλος αὐτὸς ὁ θόρυβος χάθηκε ἀπότομα καὶ συνῆλθα.
Πίστευα πὼς ἡ γιόγκα καὶ ὁ Χριστιανισμὸς μιλοῦνε γιὰ τὴν ἀγάπη. Μὲ τὸν Ἅγιο κατάλαβα πὼς ἡ γνήσια ἀγάπη, ἡ θυσιαστική, βρίσκεται μόνο στὴ θρησκεία μας καὶ πὼς ὁ Χριστὸς εἶναι τὸ πᾶν, εἶναι ἡ Ἀλήθεια, εἶναι τὸ Φῶς καὶ ἡ Ζωή. Κατάλαβα πὼς ὅλα τὰ ὡραῖα εἶναι στὸν Χριστό.
Διαγράφθηκα ἀπὸ ὅλες τὶς σχολὲς καὶ ἀπομακρύνθηκα ὁριστικὰ ἀπὸ τὴ γιόγκα. Ἄρχισα νὰ γνωρίζω πνευματικοπαίδια τοῦ Ἁγίου καὶ ἀνέβαινα τακτικὰ στὰ Καλλίσια, ὅπου παρακολουθοῦσα τὶς θ. Λειτουργίες, ἐξομολογιόμουνα καὶ κοινωνοῦσα.
Ἦταν μία ὄμορφη περίοδος τῆς ζωῆς μου. Εἶχα βγεῖ ἀπὸ τὸ σκότος στὸ φῶς καὶ εἶχα ἀλλοιωθῆ, καθὼς μία χαρὰ καὶ μία εἰρήνη γεννιόταν μέσα μου.
Πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου, ποὺ τὸν θεωρῶ προστάτη τῆς οἰκογένειάς μου, βαπτίσαμε τὸν γιό μας Πορφύριο».