Παρασκευή 20 Ιουνίου 2025

ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ

π. Δημητρίου Μπόκου

Ὁ Χριστὸς «περιπατῶν παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας», ἄρχισε νὰ ἁλιεύει τοὺς πρώτους μαθητές του. Ὁ Πέτρος καὶ ὁ Ἀνδρέας, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, ἔλαβαν τὴν πρώτη κλήση τους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν. Οἱ Πρωτόκλητοι αὐτοὶ μαθητὲς ἄφησαν πράγματι πλοῖα καὶ δίκτυα, οἰκείους καὶ συγγενεῖς, καὶ ἔγιναν ἀκόλουθοί του (Κυριακὴ Β΄ Ματθαίου).

Τὸ σημαντικότερο βέβαια δὲν εἶναι οἱ περιουσίες ποὺ ἄφησαν, οὕτως ἢ ἄλλως ἁπλοῖ καὶ φτωχοὶ ἄνθρωποι ἦταν. Περισσότερο κόστος γι’ αὐτοὺς εἶχε ἡ ἐγκατάλειψη τοῦ τρόπου ζωῆς ποὺ εἶχαν ὣς τότε. Εἶπαν ὁριστικὰ ἀντίο στὴν ἥσυχη, ἤρεμη, ἁπλοϊκή, γαλήνια βιοτή τους. Ἄφησαν τὴν ἡσυχία τους γιὰ νὰ μποῦν σὲ περιπέτειες. Ὁ Χριστὸς δὲν τοὺς ἔδωσε ὑποσχέσεις γιὰ καλοπέραση, ἀλλὰ γιὰ κακοπάθεια καὶ μαρτύρια. Τί ἦταν τότε αὐτὸ ποὺ ἔκαμε τοὺς ἀποστόλους νὰ ἀφήσουν τὰ πάντα καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό;

Κατανόησαν μήπως ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὸ ἄμετρο βάθος τῆς θεϊκῆς σοφίας; Ὄχι βέβαια. Ἡ ἀκριβὴς γνώση «περὶ τῆς αὐθεντικῆς εἰκόνος τοῦ Θείου Εἶναι» δὲν δίδεται ἀμέσως, ἐξαρχῆς. Ἀποκτᾶται σταδιακά. Εἶναι ἡ συνεχὴς πάλη μὲ τὸν Θεό. Στὴ ζωὴ τοῦ κάθε ἀνθρώπου «ὁ Θεὸς ἀποκαλύπτεται βαθμηδόν». Κατὰ παρόμοιο τρόπο, σιγά-σιγά, «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως», «ἀπεκαλύπτετο Οὗτος εἰς τοὺς Πατέρας καὶ τοὺς Προφήτας μετ’ αὐξανομένης δυνάμεως καὶ βάθους» (Ἁγ. Σωφρονίου, Περὶ προσευχῆς, σ. 126). Τὸ ἴδιο ἀκριβῶς συνέβη καὶ στοὺς ἀποστόλους, ἀκόμη καὶ στὴν Παναγία.

Αὐτὸ ποὺ ἐξαρχῆς εἶχαν οἱ ἀπόστολοι, ἦταν μόνο ἡ πίστη. Τοὺς μίλησε ὁ Χριστὸς καὶ αὐτοὶ τὸν πίστεψαν. Δέχτηκαν τὰ λόγια του ὡς τὴν ἀπόλυτη ἀλήθεια. Ὁ Πρόδρομος Ἰωάννης τοὺς ὑπέδειξε τὸν Χριστὸ ὡς σωτήρα τοῦ κόσμου καὶ αὐτοὶ τὸν ἐμπιστεύτηκαν. Τὸν θεώρησαν ὡς τὸν μοναδικὸ θησαυρό. «Τὸ ὄντως ἐφετόν». Τὸ μόνο ποὺ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐπιθυμεῖ ὁ ἄνθρωπος. Πίστεψαν ὅτι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ. Ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας, ὁ ἀναμενόμενος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. «Ὃν ἔγραψε Μωυσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται» (Ἰω. 1, 46). Αὐτὸς ποὺ θὰ ἀλλάξει τὰ πάντα στὴ ζωή τους. «Ἰδοὺ καινὰ ποιῶ τὰ πάντα» (Ἀποκ. 21, 5). Γιὰ τὸν ὁποῖο καὶ μόνο ἀξίζει νὰ ζήσουν.

Τελεσιουργήθηκε ἔτσι μέσα τους μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ τὸ πρῶτο σωτήριο μυστήριο: Ἡ πίστη στὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστό, ποὺ «δι’ ἡμᾶς» ἔγινε καὶ ἄνθρωπος. Ἡ πίστη αὐτή, αὐξανόμενη μέρα μὲ τὴ μέρα, θὰ γινόταν ὁ σαρωτικὸς ἄνεμος ποὺ θὰ μετέβαλε ἄρδην τὴ ζωή τους.

Καὶ πρὶν καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτούς, πολλοὶ ἄνθρωποι πορεύτηκαν μὲ τὸ ἴδιο κριτήριο, μὲ ἀποκλειστικὴ πυξίδα τὴν πίστη τους.

Κορυφαῖος ὅλων ὁ εὐλογημένος γενάρχης τῶν ἐθνῶν Ἀβραάμ, ποὺ πίστεψε στὴν ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ, ἀκόμα καὶ ὅταν ὅλα τὰ λογικὰ δεδομένα στρέφονταν μανιωδῶς ἐναντίον του. «Ἐξῆλθεν» ἀπὸ τὴν πατρικὴ γῆ καὶ τὴ συγγένειά του, χωρὶς νὰ ξέρει κἂν ποῦ πηγαίνει. «Πίστει παρῴκησεν εἰς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας ὡς ἀλλοτρίαν» (Ἑβρ. 11, 8-9). Ἐμπιστεύθηκε πλήρως τὸν Θεό, ἀκόμα καὶ ὅταν τοῦ ὑποσχόταν υἱὸ στὰ ἑκατό του χρόνια, ἀκόμα καὶ ὅταν, ἐν συνεχείᾳ, τοῦ ζητοῦσε νὰ θυσιάσει αὐτὸν τὸν υἱό, μέσῳ τοῦ ὁποίου, κατὰ τὴν ὑπόσχεση πάντα τοῦ Θεοῦ, θὰ ἀποκτοῦσε πλῆθος ἀπογόνων, ὡς τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ.

Ἡ πίστη αὐτὴ τοῦ Ἀβραάμ, τῶν προφητῶν, τῶν ἀποστόλων, τῶν ἁγίων, εἶναι τὸ πρῶτο μεγαλειῶδες μυστήριο στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ἔχει τὴ δύναμη γιὰ τρομακτικὲς ἀνατροπὲς στὴ ζωή του.

Ἐμπιστευόμαστε ἐμεῖς καθόλου τὸν Χριστό;

«Πρόσθες ἡμῖν πίστιν», Κύριε!