Υπήρχε κάποτε μια στιγμή, σχεδόν τελετουργική, σχεδόν ιερή, που η γιαγιά σου έφερνε έναν ελληνικό καφέ σε μικρό φλιτζάνι, ένα λουκουμάκι ροδόνερο ακουμπισμένο σε πιατάκι από πορσελάνη, κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Όχι παγωμένο από ψυγείο, αλλά από το παλιό ψυγείο πάγου, εκείνο που έκανε τα τοιχώματα να θολώνουν από δροσιά.
Δεν ήταν πολυτέλεια, ήταν τρόπος. Δεν ήταν κέρασμα, ήταν χρόνος που σταματούσε. Ήσουν παιδί, δεν ήξερες ακόμη να μετράς τον χρόνο, αλλά ήξερες να τον νιώθεις. Και σ’ αυτή τη σιωπηλή διάταξη, καφές, λουκούμι, νερό – υπήρχε μια τάξη του κόσμου πιο βαθιά από όποια λογική.
Το αγιορείτικο λουκούμι, ειδικά το ροδόνερο, κουβαλά αυτή την ατμόσφαιρα. Δεν είναι γλύκισμα, είναι μνήμη. Δεν είναι γεύση, είναι τρόπος παρουσίας. Φτιάχνεται απλά: ζάχαρη, νερό, άρωμα. Μα αυτό που μένει στο στόμα δεν είναι η γλύκα· είναι η ακινησία που γεννά. Ένα μικρό κομμάτι σιωπής που λιώνει αργά, σαν να προσπαθεί να μην τελειώσει. Σαν να σου λέει, χωρίς φωνή: «μην τρέχεις». Είναι η αντίσταση μιας υφής που κολλά στον ουρανίσκο για να σε σταματήσει. Να σε κρατήσει. Να σε φέρει πίσω σε κάτι που δεν λέγεται, αλλά μόνο προσφέρεται.
Στο Άγιον Όρος, το λουκούμι αυτό συνεχίζει να σερβίρεται μαζί με καφέ και νερό. Όχι για να τιμηθείς ως επισκέπτης, αλλά για να ενταχθείς στον ρυθμό του χώρου. Να αποβάλεις τη βιασύνη. Να θυμηθείς την απλότητα ως ποιότητα. Εκεί, δεν σου προσφέρεται για να το φας, σου προσφέρεται για να υπάρξεις. Μια προσφορά χωρίς όρους. Μια χειρονομία άχρονου σεβασμού.
Ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει πια τέτοιες χειρονομίες. Έχει την αίσθηση της διαρκούς κατανάλωσης, όχι της παραμονής. Έχει την ταχύτητα του καφέ στο χέρι, όχι τη βραδύτητα του φλιτζανιού που σε περιμένει. Δεν έχει σιπιατάκι· έχει πλαστικό καπάκι. Δεν έχει παγωμένο νερό με υγρασία στα τοιχώματα, έχει επιλογή θερμοκρασίας. Το λουκούμι, όμως, μένει. Αντιστέκεται. Είναι μια από τις τελευταίες μορφές φιλοξενίας που δεν εκπίπτουν σε εμπόρευμα.
Σ’ έναν κόσμο όπου όλα προσφέρονται για να κερδιστεί κάτι – χρόνος, προσοχή, επιρροή – το λουκούμι συνεχίζει να προσφέρεται χωρίς σκοπό. Και γι’ αυτό συγκινεί. Όχι για τη γεύση του. Αλλά γιατί, μασώντας το, κάτι ανοίγει μέσα σου: ένα ίχνος από παλιά αυλή, μια γιαγιά που δεν είναι πια εδώ, ένας κόσμος που δεν σε μετρούσε από το τι αποδίδεις, αλλά σε κρατούσε γιατί απλώς ήσουν εκεί.
Το λουκούμι δεν είναι πια για να το φας. Είναι για να το θυμάσαι. Για να σου θυμίζει ότι κάποτε, το να είσαι παρών, καθισμένος, χωρίς λόγο, με ένα φλιτζάνι στο χέρι και μια σταγόνα ροδόνερου στο στόμα, ήταν αρκετό. Ήταν ζωή.
Manos Lambrakis
Δεν ήταν πολυτέλεια, ήταν τρόπος. Δεν ήταν κέρασμα, ήταν χρόνος που σταματούσε. Ήσουν παιδί, δεν ήξερες ακόμη να μετράς τον χρόνο, αλλά ήξερες να τον νιώθεις. Και σ’ αυτή τη σιωπηλή διάταξη, καφές, λουκούμι, νερό – υπήρχε μια τάξη του κόσμου πιο βαθιά από όποια λογική.
Το αγιορείτικο λουκούμι, ειδικά το ροδόνερο, κουβαλά αυτή την ατμόσφαιρα. Δεν είναι γλύκισμα, είναι μνήμη. Δεν είναι γεύση, είναι τρόπος παρουσίας. Φτιάχνεται απλά: ζάχαρη, νερό, άρωμα. Μα αυτό που μένει στο στόμα δεν είναι η γλύκα· είναι η ακινησία που γεννά. Ένα μικρό κομμάτι σιωπής που λιώνει αργά, σαν να προσπαθεί να μην τελειώσει. Σαν να σου λέει, χωρίς φωνή: «μην τρέχεις». Είναι η αντίσταση μιας υφής που κολλά στον ουρανίσκο για να σε σταματήσει. Να σε κρατήσει. Να σε φέρει πίσω σε κάτι που δεν λέγεται, αλλά μόνο προσφέρεται.
Στο Άγιον Όρος, το λουκούμι αυτό συνεχίζει να σερβίρεται μαζί με καφέ και νερό. Όχι για να τιμηθείς ως επισκέπτης, αλλά για να ενταχθείς στον ρυθμό του χώρου. Να αποβάλεις τη βιασύνη. Να θυμηθείς την απλότητα ως ποιότητα. Εκεί, δεν σου προσφέρεται για να το φας, σου προσφέρεται για να υπάρξεις. Μια προσφορά χωρίς όρους. Μια χειρονομία άχρονου σεβασμού.
Ο σύγχρονος κόσμος δεν έχει πια τέτοιες χειρονομίες. Έχει την αίσθηση της διαρκούς κατανάλωσης, όχι της παραμονής. Έχει την ταχύτητα του καφέ στο χέρι, όχι τη βραδύτητα του φλιτζανιού που σε περιμένει. Δεν έχει σιπιατάκι· έχει πλαστικό καπάκι. Δεν έχει παγωμένο νερό με υγρασία στα τοιχώματα, έχει επιλογή θερμοκρασίας. Το λουκούμι, όμως, μένει. Αντιστέκεται. Είναι μια από τις τελευταίες μορφές φιλοξενίας που δεν εκπίπτουν σε εμπόρευμα.
Σ’ έναν κόσμο όπου όλα προσφέρονται για να κερδιστεί κάτι – χρόνος, προσοχή, επιρροή – το λουκούμι συνεχίζει να προσφέρεται χωρίς σκοπό. Και γι’ αυτό συγκινεί. Όχι για τη γεύση του. Αλλά γιατί, μασώντας το, κάτι ανοίγει μέσα σου: ένα ίχνος από παλιά αυλή, μια γιαγιά που δεν είναι πια εδώ, ένας κόσμος που δεν σε μετρούσε από το τι αποδίδεις, αλλά σε κρατούσε γιατί απλώς ήσουν εκεί.
Το λουκούμι δεν είναι πια για να το φας. Είναι για να το θυμάσαι. Για να σου θυμίζει ότι κάποτε, το να είσαι παρών, καθισμένος, χωρίς λόγο, με ένα φλιτζάνι στο χέρι και μια σταγόνα ροδόνερου στο στόμα, ήταν αρκετό. Ήταν ζωή.
Manos Lambrakis