Κυριακή 22 Ιουνίου 2025

Ἡ ἀξία τῆς προσηλώσεώς μας κατά τήν προσευχήν

 

  «Ἐὰν γὰρ προσεύχωµαι γλώσσῃ, τὸ πνεῦµά µου προσεύχεται, ὁ δὲ νοῦς µου ἄκαρπός ἐστι.» (Α΄ Κορ. 14, 14). (Δηλ.: Διότι, ἐὰν προσεύχωµαι µὲ τὸ χάρισµα τῆς γλώσσης, προσεύχεται µὲν ἡ ψυχή µου, ποὺ εὑρίσκεται ὑπὸ τὴν ἐπίδρασιν τοῦ Πνεύµατος καὶ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτόν της ἑνωµένον µὲ τὸ Πνεῦµα, ἀλλ’ ὁ νοῦς µου δὲν κατανοεῖ ἐκεῖνα ποὺ λέγω καὶ συνεπῶς παραµένει ἄκαρπος καὶ χωρὶς ὠφέλειαν».

  • Πότε ἡ προσευχὴ εἶναι ὠφέλιμη καὶ εἰσακούεται; Ὅταν εἴμαστε ἑνωμένοι μὲ τὴν Χάρη τοῦ Κυρίου.
  • Τί λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος;

  «Ἄς πλησιάζουμε τὸν Θεὸ κι ἄς γονατίζουμε μπροστά Του, ὄχι μόνο σωματικά, ἀλλὰ καὶ πνευματικά. Ἄς τὸ σκεφθοῦμε, σὲ ποιὸν πλησιάζουμε καὶ γιὰ ποιὸ λόγο καὶ ποιὰ ὠφέλεια θέλουμε νὰ πετύχουμε. Προσερχόμαστε στὸν Θεό, τὸν ὁποῖο, ὅταν τὸν εἶδαν τὰ Σεραφεὶμ ἔστρεψαν ἀλλοῦ τὰ μάτια τους, ἐπειδὴ δὲν μποροῦσαν ν’ ἀντικρύσουν τὴν ἀκτινοβολία Του, τὸν ὁποῖο τὸν βλέπει ἡ γῆ καὶ τρέμει. Στὸ Θεὸ προσερχόμαστε, στὸν ὁποῖο κατοικεῖ φῶς ἀπρόσιτο (Α΄ Τιμ. 6, 16). Καὶ προσερχόμαστε, γιὰ νὰ Τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπ’ τὴ γέεννα, νὰ συγχωρήση τὶς ἁμαρτίες μας, νὰ μᾶς ἀπαλλάξη ἀπ’ τὶς ἀφόρητες ἐκεῖ­νες τιμωρίες, γιὰ νὰ κληρονομήσουμε τὸν Οὐρανὸ καὶ τὰ ἀγαθά, ποὺ ὑπάρχουν ἐκεῖ».

  • Μέσα στὴν Ἐκκλησία, κατὰ τὴν θεία Λειτουργία, ἀγωνιζόμαστε, ἁγιαζόμαστε καὶ προγευόμαστε τὴ μέλλουσα εὐφροσύνη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καὶ μέσα σὲ αὐτήν, τελικά, σωζόμαστε καὶ γευόμαστε ὀντολογικὰ τὴν ἄκτιστη Χάρη καὶ τὴν ἄκτιστη δόξα τοῦ Χριστοῦ μας.

  Ἰδιαίτερα ὁ Ἅγιος Πορφύριος ἐτόνιζε τὰ ὀφέλη τοῦ ἐκκλησιασμοῦ. «Μπαίνοντας στὴν ἄκτιστη Ἐκκλησία, ἐρχόμαστε στὸν Χριστό, μπαίνουμε στὸ ἄκτιστον. Καλούμαστε, δηλαδή, κι ἐμεῖς οἱ πιστοὶ νὰ γίνομε ἄκτιστοι κατὰ χάριν, νὰ γίνουμε μέτοχοι τῶν θείων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, νὰ μποῦμε μέσα στὸ μυστήριο τῆς θεότητος, νὰ ξεπεράσουμε τὸ κοσμικό μας φρόνημα, νὰ ἀποθάνουμε κατὰ “τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον” καὶ νὰ γίνουμε ἔνθεοι. Ὅταν ζοῦμε στὴν Ἐκκλησία, ζοῦμε τὸν Χριστό».

  • Στὸ περιοδικὸ «ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΝΙΚΗ» παραστατικὰ ἀναφέρεται, στὴν ἀξία τῆς προσήλωσής μας κατὰ τὴν θ. Λειτουργίαν:

«Κάποτε ἕνας εὐλαβὴς χριστιανὸς πῆγε καὶ παραπονέθηκε στὸν ἱερέα τῆς ἐνορίας του.

–Σεβαστέ μου πατέρα, μὲ συγχωρεῖτε ποὺ σᾶς ἀπασχολῶ, ἀλλὰ θέλω νὰ δηλώσω ὅτι πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ ξαναπατήσω στὴν ἐκκλησία.

–Εὐλογημένε, γιὰ στάσου λίγο, ἔτσι ξαφνικά; Μπορῶ νὰ μάθω τὸν λόγο;

–Δὲν ἀντέχεται, πάτερ μου, κάθε φορὰ ποὺ πάω στὸν ναό, γιὰ νὰ προσευχηθῶ, ὑπάρχει ἀταξία, κουτσομπολιό, ἀσέβεια. Ὁ ἕνας κοιτάει ἀπὸ ἐδῶ, ὁ ἄλλος κοιτάει τὸν ἄλλον. Γι’ αὐτὸ καὶ ἐγὼ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ μὴ ξαναπατήσω στὸν ναό.

Σκέφτηκε γιὰ λίγο ὁ καλὸς ἱερέας, ἐνῶ ἀπὸ μέσα του προσευχόταν. Καὶ τότε μία φώτιση τοῦ ἦλθε στὸν νοῦ. Θὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν ἐνορίτη του νὰ ἐφαρμόσει μία παλιὰ μέθοδο ποὺ εἶχε ἀκουστά.

–Καλά, εὐλογημένε, τοῦ εἶπε καθησυχαστικά. Ἀλλά πρὶν πάρης τὴν ὁριστικὴ καὶ ἀμετάκλητη ἀπόφαση, θέλω νὰ μοῦ κάνης μία ἐξυπηρέτηση.

–Καὶ βέβαια, πάτερ μου, ἀφοῦ ξέρετε πόσο σᾶς ἐκτιμῶ.

–Θέλω νὰ πάρης ἕνα ποτήρι γεμᾶτο μὲ νερὸ μέχρι ἐπάνω, καὶ νὰ κάνης τρεῖς γύρους περιμετρικὰ τοῦ ναοῦ, χωρὶς νὰ σοῦ πέση οὔτε μία σταγόνα.

–Μὰ δὲν καταλαβαίνω, πάτερ, ποῦ θὰ σᾶς βοηθήση αὐτό;

–Μόλις τὸ κάνης, θὰ καταλάβης…

Παίρνει λοιπὸν τὸ ποτήρι ὁ πιστὸς καὶ μὲ προσεγμένα βήματα ξεκινάει γιὰ τὸν πρῶτο γῦρο, συνεχίζει μὲ προσήλωση τὸν δεύτερο γῦρο προσέχοντας νὰ μὴ τοῦ φύγη οὔτε σταγόνα, ὅπως τοῦ παρήγγειλε ὁ ἱερέας.

Τελικὰ μὲ πολλὴ προσοχὴ καὶ ἐπιμέλεια κατάφερε νὰ παραδώση τὸ ποτήρι, χωρὶς νὰ πέση οὔτε σταγόνα.

–Ἐντάξει. Τώρα εἶμαι ἐλεύθερος νὰ φύγω…

–Μία στιγμή. Νὰ σὲ ρωτήσω κάποια πράγματα. Ὅταν ἔκανες τὸν πρῶτο γῦρο, παρατήρησες τὸν περιπτερὰ ποὺ τακτοποιοῦσε τὰ ράφια;

–Ὄχι.

–Μάλιστα. Ὅμως, θὰ εἶδες, φαντάζομαι, ἕνα ποὺ παραβίασε τὸ κόκκινο φανάρι.

–Ὄχι βέβαια, πάτερ, ἀφοῦ ἤμουν προσηλωμένος στὸ ποτήρι.

–Πολύ ὡραῖα. Ὅταν ἤσουν στὸν τρίτο γῦρο καὶ πλησίαζες σὲ ἐμένα, θὰ ἄκουσες τότε φαντάζομαι τὶς δύο γυναῖκες, ποὺ μάλωναν γιὰ τοὺς κήπους τους.

–Πάτερ μου, θὰ ἀστειεύεστε βέβαια, τότε ἦταν ἡ πιὸ κρίσιμη στιγμή, καὶ θὰ ἄκουγα τὶς γυναῖκες;

–Πολύ ὡραῖα! Λοιπόν, τόσο προσηλωμένοι πρέπει νὰ εἴμαστε καὶ μέσα στὸν ναό, προσέχοντας νὰ μὴ χάσουμε τίποτα ἀπὸ τὰ τελούμενα. Καὶ τότε, δὲν θὰ ἀντιλαμβανώμαστε τί γίνεται γύρω μας.

Ἀπὸ τότε ὁ ἄνθρωπος ἄλλαξε τρόπο σκέψης καί, ὅταν ἔμπαινε μέσα στὸν ναό, μὲ πλήρη προσήλωση συμμετεῖχε στὰ τελούμενα, χωρὶς νὰ χάνη οὔτε μία σταγόνα».