Κυριακή 8 Ιουνίου 2025

Πότε ἐπιτρέπεται μόνον τὸ Χρῖσμα

  «Ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται, ὁ δὲ ἀπιστήσας κατακριθήσεται» (Μᾶρκ. ιστ΄, 16). (: Ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πιστεύσῃ εἰς τὸ κήρυγµά σας καὶ θὰ βαπτισθῇ, θὰ σωθῇ, ἐκεῖνος ὅµως ποὺ θὰ ἀπιστήσῃ, θὰ κατακριθῇ).

  Δὲν μπορεῖ κανένας ἄνθρωπος νὰ σωθῆ, ἂν δὲν βαπτισθῆ.

  • Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος διευκρινίζει γιὰ τὸ βάπτισμα:

  «Πραγματικὰ τὸ βάπτισμα εἶναι ἐνταφιασμὸς καὶ ἀνάσταση. Γιατί ἐνταφιάζεται ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος μαζὶ μὲ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀνασταίνεται “ὁ νέος ποὺ ἀνανεώνεται κατ’ εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του” (Κολ. 3, 10). Ξεντυνόμαστε καὶ ντυνόμαστε. Ξεντυνόμαστε τὸ παλαιὸ ἔνδυμα ποὺ καταλερώθηκε ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν ἁμαρτημάτων, καὶ ντυνόμαστε τὸ καινούργιο, τὸ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κάθε κηλίδα. Ἀλλὰ τί λέγω; Ντυνόμαστε τὸν ἴδιο τὸν Χριστό. Γιατί λέγει, “ὅσοι βαπτιστήκατε στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, ντυθήκατε τὸν Χριστὸ”» (Γαλ. 3, 27).

  • Ὁ π. Γεώργιος Μεταλληνὸς σὲ εἰσήγησή του μὲ θέμα: «Βάπτισμα καὶ “ἀναβαπτισμὸς” τῶν αἱρετικῶν» μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει:
  • «Τὸ βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο τελεῖται διὰ τριῶν καταδύσεων καὶ ἀναδύσεων κατ’ «ἄγραφον» παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό, ἄλλωστε, καὶ μόνο σημαίνει ὁ ἑλληνικὸς ὅρος βάπτισμα (βαπτίζω ἐκ τοῦ βάπτω-βουτῶ). «Ἡ τριττὴ κατάδυσις καὶ ἀνάδυσις ἀποτελεῖ συμμόρφωσιν πρὸς τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου (κατὰ τὶς οἰκουμενικὲς συνόδους) καὶ ἐκφράζει τὴν τριαδικὴ φύσιν τοῦ Θεοῦ». Ὁ βαπτιζόμενος ἀποθνήσκει καὶ συνθάπτεται τῷ Χριστῷ εἰς τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος (πρβλ. Ρωμ. 6, 9).

  Οἱ παντὸς εἴδους αἱρετικοί, ὅπως τοὺς ὁρίζει ὁ Μ. Βασίλειος (Καν. α΄), εἶναι ἐκτὸς Ἐκκλησίας καὶ ἔτσι τὸ «βάπτισμά» τους εἶναι ἐντελῶς ἀνυπόστατο, «ψευδοβάπτισμα». Μὴ ἔχοντες ἱερωσύνη οἱ αἱρετικοί, οὔτε βάπτισμα ἔχουν.

  • Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς διέγνωσε ὅτι στὸν Δυτικὸ Χριστιανισμὸ δὲν ἔχουμε ἁπλῶς μιὰ νέα αἵρεση, ἀλλὰ ριζικὴ ἀλλοτρίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ, «ἕνα διαφορετικὸ Χριστιανισμό».

 Ἡ ἐφαρμογή, ἄρα, τῆς οἰκονομίας κατὰ τὴν ἐπιστροφή τους εἶναι ἀδύνατη, ὄχι μόνο λόγῳ τῶν αἱρέσεών τους, ἀλλὰ καὶ λόγῳ τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ μυστηρίου μὲ τὸν ραντισμὸ ἢ τὴν ἐπίχυση.

  • Τὸ χορηγούμενο χρῖσμα (λέει ὁ Νεόφυτος Καυσοκαλυβίτης) δὲν συνεπάγεται ὅτι γίνεται «δεκτὸ» τὸ λατινικὸ βάπτισμα, καθ’ ὅσον τὸ χρῖσμα διακρίνεται τοῦ βαπτίσματος, καθὼς ἀποτελεῖ χωριστὸ μυστήριο, τὸ ὁποῖο καθιστᾶ μέτοχο τῆς βασιλείας τοῦ Χριστοῦ τὸν ἤδη βαπτισθέντα (πρβλ. μη΄ Καν. Λαοδικείας). Ὁ μὴ κανονικῶς βαπτισθείς, ἄρα, καὶ ἀναγεννηθεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γίνη «μέτοχος Χριστοῦ ἐν μόνῳ τῷ χρίσματι», καθ’ ὅσον ἡ ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου δὲν συντελεῖται διὰ τοῦ χρίσματος, ἀλλὰ διὰ τοῦ βαπτίσματος, τὸ ὁποῖον ἀκριβῶς “σύμφυτον ποιεῖ (αὐτὸν) τοῦ ὁμοιώματος καὶ τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ” (Ρωμ. 6, 5)».
  • Ὅπως λέγει ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς:

  «Εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ ἀνθρώπινου γένους ὑπάρχουν τρεῖς κυρίως πτώσεις: τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα καὶ τοῦ Πάπα. Ἡ οὐσία τῆς πτώσεως εἰς τὴν ἁμαρτίαν εἶναι πάντοτε ἡ ἴδια… τὸ νὰ θέλη κανεὶς νὰ γίνη θεὸς διὰ τοῦ ἑαυτοῦ του. Ἀλλὰ τοιουτοτρόπως ὁ ἄνθρωπος ἐξισοῦται μὲ τὸν διάβολον» (τὸν Ἑωσφόρο)!

  Οἱ Ἱεροὶ Κανόνες (ἀρχίζοντας μὲ τοὺς Ἀποστολικοὺς Κανόνες) ὁρίζουν νὰ βαπτίζωνται οἱ αἱρετικοί, ἐπειδὴ δὲν ἔχουν τὸ γνήσιο Βάπτισμα. Ἐπίσης, ὁρίζουν καθαίρεση γιὰ τοὺς κληρικούς, ποὺ θεωροῦν ἔγκυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν ἤ ὁποιοδήποτε ἄλλο «μυστήριό» τους (Σχ. βλ. 46ος, 47ος, 68ος Ἀποστολικοὶ Κανόνες, 7ος τῆς Β΄, 84ος, 95ος τῆς ΣΤ΄, Α΄ τῆς Καρχηδόνος, 1ος, 2ος, 20ος, 47ος Μ. Βασιλείου, 6ος, 15ος Καρθαγένης).

  Μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ μόνο αὐτοί, οἱ ὁποῖοι ἀρνήθηκαν τὴν Ὀρθοδοξίαν, πηγαίνοντας σὲ αἱρετικοὺς καὶ ἐπέστρεψαν ἀπὸ τὴν αἵρεση ξανὰ στὴν Ὀρθοδοξία, μόνον αὐτοὶ χρίονται, μετὰ ἀπὸ ἐξομολόγηση τῆς ἁμαρτίας τῆς αἱρέσεως καὶ ἐγκατάλειψη τῆς αἱρετικῆς πίστεως. Τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος ἀνανεώνει τὶς δωρεὲς τοῦ Ἁγίου Πνεῦματος, ποὺ εἶχαν ἀπομακρυνθῆ ἀπὸ αὐτούς, ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ διέκοψαν τὴ σχέση τους μὲ τὸν Θεό, ἀποδεχόμενοι τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, ἐκλαμβανόμενο σὰν τὸ πρῶτο τους Χρῖσμα, μετὰ ἀπὸ τὸ χριστιανικό τους Βάπτισμα. Ἀμέσως μετά, κοινωνοῦν, πλησιάζοντας μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸν Χριστό, ἀπὸ τὸν Ὁποῖο τοὺς ἀπεμάκρυνε ἡ αἵρεση.

  • Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος Τσαλίκης ἀπέρριπτε στὴν πράξη τὴν αἱρετική, ἐκ τοῦ Φαναρίου πηγάζουσα, βαπτισματικὴ θεολογία, ποὺ διδάσκει ὅτι οἱ αἱρετικοὶ ἔχουν βάπτισμα. Γνώριζε ὅτι οἱ αἱρετικοὶ (Παπικοί – Προτεστάντες – Ἀγγλικανοί – Μονοφυσίτες: Ἀρμένιοι, Κόπτες, Συροϊακωβίτες, τοῦ Μπαλαμὰρ τῶν Ἰνδιῶν κ.λπ.) δὲν ἔχουν Θεία Χάρη, ἀφοῦ δὲν ἔχουν Ἱερωσύνη. Ἔχουν ἀπολέσει τὴν Ἀποστολικὴ Διαδοχή, ἀφοῦ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη. Οὔτε συμπροσευχὲς δὲν ἐπέτρεπε.
  • Τὸ ἔτος 1990 ἕνας παπικὸς στὸ ἐπάγγλεμα φαρμακοποιός, ἀπὸ τὸ Βόλο, πολὺ ἐλεήμων, εἶχε κατηχηθῆ καὶ ἤθελε νὰ βαπτισθῆ Ὀρθόδοξος, στὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυίδ, ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο, καὶ μάλιστα τὴν Πεντηκοστή. Ἐπειδὴ ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος σεβόταν τὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἱεραρχία, ἔστειλε ἕνα πνευματικό του παιδί, τὸν μακαριστὸ τώρα Μητροπολίτη Σιατίστης Παῦλο καὶ τὸν ἰατρὸ Μπαλδιμιτσὴ Νικόλαο νὰ ἀνακοινώσουν στὸν Ἐπίσκοπο τὴν ἀπόφαση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ἐπίσκοπος ὅμως μέσῳ τοῦ Διακόνου του διεμήνυσε ὅτι κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τὸ Βάπτισμα τῶν ρωμαιοκαθολικῶν εἶναι ἔγκυρο καὶ δὲν χρειάζεται νὰ ἐπαναληφθῆ. Μόνο μία γραπτὴ ὁμολογία πρέπει νὰ ὑπογράψη καὶ νὰ γίνη τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος. Ὅταν ἐνημέρωσαν τὸν Γέροντα αὐτὸς εἶπε: «Ἐγὼ δὲν ξέρω τί ἀπεφάσισε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ἐγὼ ξέρω ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο λέει: «ὁ πιστεύσας καὶ βαπτισθεὶς σωθήσεται» (Μᾶρκ. 16, 16).

  Ὅλα ἦταν ἕτοιμα, ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα ἔφεραν καὶ κολυμβήθρα ἀπὸ τὴν Λίμνη καὶ τὴν ἄλλη ἡμέρα θὰ γινόταν ἡ Βάπτιση. Τὴν Κυριακὴ ὅμως κάποια στιγμὴ ὁ ὑποψήφιος γιὰ βάπτιση φεύγει, ὁ ἀνάδοχος μπαίνει στὸ ἱερὸ τὴν ὥρα ποὺ λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας Ἰάκωβος καὶ τοῦ λέει ὅτι ὁ ὑποψήφιος γιὰ τὴν βάπτιση, σηκώθηκε καὶ ἔφυγε γιὰ Βόλο.

  Μὴ στενοχωριέσαι παιδί μου, εἶπε ὁ Γέροντας, σὲ 20 λεπτά, θὰ εἶναι ἐδῶ.

  Ὁ ἄνθρωπος εἶχε φτάσει στὸν Ἁγιόκαμπο καὶ εἶχε μάλιστα βγάλει εἰσιτήριο, γιὰ νὰ περάση ἀπέναντι. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ποὺ ἑτοιμαζόταν νὰ μπῆ στὸ καράβι, ἀκούει μιὰ βροντερὴ φωνή, ποὺ τοῦ ἔλεγε «Γύρνα πίσω». Πράγματι, προφανῶς μὲ τὴν προσευχὴ τοῦ Ἁγίου καὶ μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ γύρισε πίσω σὲ 20 λεπτά, ὅπως εἶχε πεῖ ὁ Ἅγιος παρ’ ὅτι ἡ ἀπόστασις ἦταν περίπου μία ὥρα.

  Ὅταν γύρισε καὶ παρουσιάστηκε στὸν Ἅγιο, ὁ Ἅγιος τοῦ εἶπε: «Γιατὶ ἔφυγες»; καὶ αὐτος τοῦ εἶπε: «Ντρέπομαι νὰ γδυθῶ μπροστὰ σὲ τόσο κόσμο». Ὁ Ἅγιος τὸν διαβεβαίωσε: «Ἡ Βάπτιση θὰ γίνη στὸ παρεκκλήσι τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους καὶ θὰ εἶναι μόνο ὁ Ἱερέας (Ἀρχιμανδρίτης τότε Παῦλος), ὁ ἀνάδοχος Νικόλαος Μπαλδιμιτσὴς καὶ ἐγώ». Πράγματι ἔγινε τὸ μυστήριο τῆς Βαπτίσεως καὶ ὅπως ἔλεγε ὁ Ἅγιος, τὸ Μοναστήρι τοῦ Ὁσίου Δαυΐδ εὐωδίαζε ἐπὶ 15 ἡμέρες.

  Ποιὰ ἄλλη βεβαίωση θέλουμε, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μὲ τὴν εὐωδία ἐπιβεβαιώνει τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ γίνη, δηλ. κανονικὰ τὸ Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καὶ ὄχι μόνο τὸ Μυστήριο τοῦ Χρίσματος.