«….Θά
᾽ρθουν χρόνια κατηραμένα, εἶπε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἡ ἁρμονία
αὐτή, ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ, δὲν θὰ ὑπάρχῃ πιά. Ὁ
λαὸς θὰ εἶναι ἐναντίον τοῦ κλήρου.
Καὶ νά τὰ χρόνια αὐτά. Ποῦ νὰ πᾷς, Χριστιανέ μου; Νὰ κατεβῇς στὶς ταβέρνες; Νὰ πᾷς στὰ καφφενεῖα; Νὰ πᾷς στὰ χωριά; Νὰ πᾷς στὶς πολιτεῖες; Ν᾽ ἀνεβῇς στὰ βουνά; Ποῦ νὰ φτάσῃς; Δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει στόμα, ποὺ νὰ μὴ κατηγορῇ τὸν παπᾶ, ποὺ νὰ μὴ κατηγορῇ τὸν δεσπότη του.
Μὰ εἶνε ὅλα ἄδικα; Δὲν εἶναι ὅλα ἄδικα. Ἔχει δίκιο ὁ λαός, ἔχει δίκιο ὁ λαὸς ὁ Ἑλληνικὸς νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν ἱερέων του, ἐναντίον τῶν ἀρχιερέων του, ἐναντίον τοῦ κλήρου του, διότι ὁ κλῆρος δὲν ἐφάνη ἀντάξιος τῶν παραδόσεων του, τῆς ἱστορίας του, τῆς θυσίας του, τῶν ἀγώνων του, τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔχει δίκιο, τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ θὰ πιάσουν τὰ ξύλα οἱ Χριστιανοὶ νὰ καταδιώκουν καὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες.
Αὐτὰ τὰ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δὲν τὰ λέγω ἐγώ, δὲν τὰ λέγω ἐγώ. Εἶπε, ὅτι θὰ παύσῃ ἡ ἁρμονία μεταξὺ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ.
β΄) Εἶπε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ δὲν θὰ τολμοῦσα νὰ τὸ πῶ, γιατὶ ἀρκετοὺς διωγμοὺς ἔχω εἰς βάρος μου ἐκ μέρους τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παρερμηνεύει τοὺς λόγους μου καὶ εὑρίσκονται ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι νὰ μὲ συκοφαντοῦν καὶ νὰ μὲ διαβάλλουν. Ἀλλὰ λέγω ἀπόψε τὰ λόγια τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Τί εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; ὅτι θά ᾽ρθῃ ἡμέρα ποὺ οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες θὰ εἶνε οἱ χειρότεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὦ Χριστέ, ὦ Χριστέ, γιά ἀκοῦστε τί λόγια εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Καὶ τὰ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ κλαίοντας ὄχι γελώντας, κλαίοντας εἶπε ὅτι θά ᾽ρθουν χρόνια κατηραμένα, χρόνια τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ποὺ οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες θὰ εἶναι οἱ χειρότεροι ὅλων τῶν λαϊκῶν ἀδελφοί μου. Ἔε, ἀλλὰ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δὲν ἀπελπίζετο, ἐπίστευε εἰς τὸν Θεόν, ἐπίστευε εἰς τὴν αἰωνιότητα, ἐπίστευε εἰς τὴν πατρίδα μας, καὶ προφήτευσε ὅτι στὸ μικρὸ αὐτὸ βασίλειο θὰ ἔρθουν καὶ καλύτερες ἡμέρες».
Καὶ νά τὰ χρόνια αὐτά. Ποῦ νὰ πᾷς, Χριστιανέ μου; Νὰ κατεβῇς στὶς ταβέρνες; Νὰ πᾷς στὰ καφφενεῖα; Νὰ πᾷς στὰ χωριά; Νὰ πᾷς στὶς πολιτεῖες; Ν᾽ ἀνεβῇς στὰ βουνά; Ποῦ νὰ φτάσῃς; Δὲν ὑπάρχει, δὲν ὑπάρχει στόμα, ποὺ νὰ μὴ κατηγορῇ τὸν παπᾶ, ποὺ νὰ μὴ κατηγορῇ τὸν δεσπότη του.
Μὰ εἶνε ὅλα ἄδικα; Δὲν εἶναι ὅλα ἄδικα. Ἔχει δίκιο ὁ λαός, ἔχει δίκιο ὁ λαὸς ὁ Ἑλληνικὸς νὰ καταφέρεται ἐναντίον τῶν ἱερέων του, ἐναντίον τῶν ἀρχιερέων του, ἐναντίον τοῦ κλήρου του, διότι ὁ κλῆρος δὲν ἐφάνη ἀντάξιος τῶν παραδόσεων του, τῆς ἱστορίας του, τῆς θυσίας του, τῶν ἀγώνων του, τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔχει δίκιο, τὸ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, θά ᾽ρθῃ μέρα ποὺ θὰ πιάσουν τὰ ξύλα οἱ Χριστιανοὶ νὰ καταδιώκουν καὶ παπᾶδες καὶ δεσποτάδες.
Αὐτὰ τὰ εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, δὲν τὰ λέγω ἐγώ, δὲν τὰ λέγω ἐγώ. Εἶπε, ὅτι θὰ παύσῃ ἡ ἁρμονία μεταξὺ τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ.
β΄) Εἶπε καὶ κάτι ἄλλο, ποὺ δὲν θὰ τολμοῦσα νὰ τὸ πῶ, γιατὶ ἀρκετοὺς διωγμοὺς ἔχω εἰς βάρος μου ἐκ μέρους τῆς ἐπισήμου ἐκκλησίας, ἡ ὁποία παρερμηνεύει τοὺς λόγους μου καὶ εὑρίσκονται ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι νὰ μὲ συκοφαντοῦν καὶ νὰ μὲ διαβάλλουν. Ἀλλὰ λέγω ἀπόψε τὰ λόγια τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Τί εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός; ὅτι θά ᾽ρθῃ ἡμέρα ποὺ οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες θὰ εἶνε οἱ χειρότεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ὦ Χριστέ, ὦ Χριστέ, γιά ἀκοῦστε τί λόγια εἶπε ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός. Καὶ τὰ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ κλαίοντας ὄχι γελώντας, κλαίοντας εἶπε ὅτι θά ᾽ρθουν χρόνια κατηραμένα, χρόνια τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ποὺ οἱ παπᾶδες καὶ οἱ δεσποτάδες θὰ εἶναι οἱ χειρότεροι ὅλων τῶν λαϊκῶν ἀδελφοί μου. Ἔε, ἀλλὰ ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς δὲν ἀπελπίζετο, ἐπίστευε εἰς τὸν Θεόν, ἐπίστευε εἰς τὴν αἰωνιότητα, ἐπίστευε εἰς τὴν πατρίδα μας, καὶ προφήτευσε ὅτι στὸ μικρὸ αὐτὸ βασίλειο θὰ ἔρθουν καὶ καλύτερες ἡμέρες».