
‘‘Οἱ Προτεστάντες μεταρρυθμιστές ὄχι μόνο ἀπέρριψαν ὅτι θεώρησαν καταχρήσεις στὴν “Ἐκκλησία” τους, ἀλλὰ ἀπέρριψαν καὶ τὴν Λειτουργία [Τυπικόν] τῆς ἐποχῆς τους’’, Alcuin Reid
Ἡ Ὀρθόδοξος ἀφετηρία τῆς Λειτουργιολογίας-Τελετουργικῆς, εἰδικά μετὰ τὴν ἐμπειρία τῆς 100+χρονης παναιρέσεως τῆς «Εἰκονομαχίας»1 ποὺ συνετάραξε τὴν Ἐκκλησία, εἶναι κατασταλαγμένη διαχρονικά, εἶναι αὐτὴ τοῦ Συνοδικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας: «Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν».
Ἔστω ὅτι οἱ διασημότεροι τῶν Λειτουργιολόγων, Τυπικολόγων, Θεολόγων, εἰς ἀναζήτησιν τῆς «αὐθεντικῆς (original) λειτουργικῆς παραδόσεως», μαζευτοῦν καὶ δουλέψουν συλλογικὰ πάνω σὲ ὅλα τὰ σωζόμενα ἀρχαῖα βυζαντινὰ χειρόγραφα τοῦ Κόσμου, καὶ μετὰ ἀπὸ χρόνια δουλειᾶς φτιάξουν τὸ καλύτερο «Τυπικόν», ποὺ θὰ περιλαμβάνει καὶ τὴν καλυτέρα «Λειτουργική Διάταξη» κατ’ αὐτοὺς (κατ’ αὐτοὺς = ὑποκειμενικότητα), ἕνα στὴν οὐσία συνονθύλευμα ἐπιλεγμένων «ἀρχαίων» διατάξεων (ἐπιλεγμένων σύμφωνα μὲ ἀμφιλεγόμενα προσωπικά καὶ μοντερνιστικὰ κριτήρια, καὶ συνάμα ἀπορριφθέντων ἄλλων ἐξίσου ἀρχαίων διατάξεων), καὶ ἑρμηνευμένων, ἐπεξηγημένων σύμφωνα μὲ τὴν προσωπική καὶ φυσικά προκατειλημμένη (biased) γνώμη ἑκάστου (ποὺ φυσικὰ ὑπόκειται κι αὐτὴ σὲ σφάλματα), μὲ διατάξεις γιὰ τὴν Παρακλητική, τὸ Μηναῖον, τὸ Τριώδιον, τὸ Πεντηκοστάριον, καὶ ἐν γένει γιὰ τὸν Ἑσπερινό, τὸν Ὄρθρο, τὴν Θεία Λειτουργία, καὶ ὅλες τὶς Ἀκολουθίες, μαζὶ καὶ Ἀσματικὲς ἢ ὅτι ἄλλες Ἀκολουθίες ὑπῆρχαν στὴν ἀρχαιότητα.
Φυσικὰ γιὰ νὰ βγεῖ αὐτὸ τὸ «Τυπικόν», τὰ χειρόγραφα τὰ ὁποῖα θὰ χρησιμοποιήσουν οἱ Ἐρευνητές, θὰ εἶναι ἴσως λίγο ἀπὸ τὸν Δ΄ (4ον) αἰῶνα (πάπυροι),2 ἀπὸ τὸν Η΄ (8ον) αἰ., μέχρι τόν ΙΕ΄ (15ον) αἰῶνα,3 καὶ σίγουρα θὰ χρησιμοποιήσουν καὶ τὸν Ἅγιο Φιλόθεο Κόκκινο,4 καὶ θὰ ἀναγκαστοῦν νὰ συμβουλευτοῦν μέχρι καὶ τὸν Κ‘ (20όν) αἰῶνα, τὸν ἀείμνηστο π. Γεώργιο Ῥῆγα.5
Ἄρα, σὲ ποιὰ χρονολογία, σὲ ποιὸ ἔτος ἀναφέρεται τό «Τυπικόν» αὐτό; Σὲ ποιά χρονολογία εὑρίσκετο ἡ «αὐθεντικὴ λειτουργικὴ παράδοση»; Οὔτε κι αὐτοί γνωρίζουν. Καὶ ἐπειδὴ ἡ ὅλη Ἐργασία (ἀναγκαστικά) δὲν ἔχει ἀντικειμενικότητα, μετὰ ἀπὸ χρόνια θὰ βρεθοῦν ἕτεροι Λειτουργιολόγοι ποὺ θὰ προσφέρουν ἕτερον6, 7 Συνονθύλευμα ἀρχετύπων καὶ ἀρχεγόνων διατάξεων, καὶ σὲ δουλειὰ νὰ βρισκόμαστε. Ἄρα σὲ καμιὰ χρονολογία τοῦ παρελθόντος, δὲν εὑρίσκεται ἡ “original” Αὐθεντική Λειτουργική Παράδοση, οὔτε τάχα Ἀρχικές Λειτουργικές Μορφές, σέ ὁλοκληρωμένη μορφή. Αὐτό εἶναι οὐτοπία.
Ἕνας πολὺ ἁπλὸς λόγος, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται ποτὲ νὰ χρησιμοποιηθεῖ μιὰ τέτοια Ἐργασία ὡς «Τυπικόν» ἢ «Λειτουργική Διάταξη» τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἶναι ὁ ἑξῆς:
Ποτέ, σὲ καμία δεδομένη χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἱστορίας της, ἡ Ἐκκλησία δὲν χρησιμοποίησε τέτοιο «Τυπικόν» ἢ τέτοια «Διάταξη», τέτοιο προϊὸν Κοπτοραπτικῆς, μία à la carte Λειτουργιολογία ἀπὸ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
Τὸ νέο αὐτὸ «Τυπικόν» εἶναι στὴν οὐσία Ἀντικουαριανισμός (Antiquarianism),8 ἡ πιὸ ἀκραία περιφρόνηση καὶ ἄρνηση τῆς διὰ ζώσης παραδοθείσης Ἱερᾶς Παραδόσεως, ἀντίστοιχα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔκαναν οἱ Προτεστάντες, καὶ οἱ Λατῖνοι μετὰ τὴν Σύνοδο τοῦ Τριδέντου9 καὶ κυρίως μετὰ τὴν Βʹ Βατικάνεια Σύνοδό τους.
Ἀντικουαριανισμὸς εἶναι ἡ ἐπιλεκτικὴ ἀπόρριψη τῆς ζώσας Ἱερᾶς Παραδόσεως, καὶ ἡ ἐπιλεκτικὴ ἀνάδειξη μεμονωμένων (πολλάκις παρερμηνευμένων) ἀρχαίων καὶ ἀσύγχρονων στοιχείων τῆς ἱστορίας τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὸ δοκοῦν, ὡς τάχα Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. 10
Ὁ Ἀντικουαριανισμὸς εἶναι χαρακτηριστικὸν τοῦ Προτεσταντισμοῦ (οἱ Προτεστάντες ἀπορρίψανε τὴν Ἱερὰ Παράδοση, καὶ ἀεὶ ψάχνουν νὰ βροῦν …Παράδοση). Εἶναι ἐπίσης ξεκάθαρη περιθωριοποίηση (καὶ μάλιστα ἄρνηση) τῆς Θείας Πρόνοιας, περιθωριοποίηση τοῦ ἴδιου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας. Βλ. καὶ τὰ ἄρθρα μας γιὰ τοὺς Πειραματισμούς,11 καὶ τοὺς Λατινογενεῖς Νεωτερισμοὺς στήν Θεία Λατρεία.12
Ἡ αὐθεντικὴ Λειτουργικὴ Παράδοση, στὸ σήμερα, στὸν ἐνεστῶτα χρόνο, εἶναι αὐτὴ ποὺ παρελάβαμε διὰ ζώσης, ζωντανά, καὶ αὐτὴν ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ διαφυλάξουμε καὶ νὰ μεταλαμπαδεύσουμε: «Ἡ Ἐκκλησία ὡς παρέλαβεν».
Δυστυχῶς ὅμως μερικοί Ὀρθόδοξοι, δὲν ξεκινήσανε ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον ἀφετηρίαν, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ πλανεμένα κελεύσματα τῆς Βʹ Βατικάνειας Συνόδου, καὶ προσπαθοῦσαν μὲ τὴν Προκρούστεια μέθοδο νὰ διαμορφώσουν τὴν Ἱερὰν Παράδοσιν, τὴν Ἐκκλησία, καὶ τοὺς Κληρικούς, ὑπὲρ τῶν ὅσων διδάσκει ἡ πλανεμένη Ἑσπερία (ἅμα καὶ ὑπὲρ ἰδίων μοντερνιστικῶν ἰδεῶν).12 Ἔφτασαν στὸ σημεῖον, ὡσὰν νὰ Προτεσταντίζουν,13 νὰ ἀμφισβητοῦν τὴν παραδοθεῖσαν Ἱερὰν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, καὶ νὰ προωθοῦν ἀντικουαριανισμούς.10 Καὶ εἶναι νὰ θαυμάζει κανείς, ὅτι στὴν Δύση ἀρκετοὶ Δυτικοί (Καθολικοί, ἀκόμη καὶ Προτεστάντες) ἀντιστέκονται κατὰ αὐτῶν τῶν πλανεμένων θεωριῶν.
Σημειώσεις:
1. «Εἰκονομαχία» κατ’ εὐφημισμόν καλεῖται, δὲν ἦταν μόνον Εἰκονομαχία, ἀλλά οὐσιαστικά ἦταν Προτεσταντισμός, Παναίρεσις. Οἱ Εἰκονομάχοι ἦταν οἱ «Προτεστάντες» πρὸ τῶν Προτεσταντῶν. «Μέ τό διάταγμα [τοῦ εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Λέοντος Γʹ τοῦ Ἰσαύρου (717-741)] καταργήθηκε καὶ ἡ τιμὴ στὰ ἅγια λείψανα, συντομεύτηκαν οἱ Ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες, περιορίστηκαν οἱ Νηστεῖες, […]. Ὁ ἀνώτερος κλῆρος στὸ σύνολό του τάχτηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ [Εἰκονομάχου] Αὐτοκράτορα», Ἀθηνᾶ Ἰ. Τσιγκαροπούλου, Ἀναστήλωση τῶν Εἰκόνων, Ostracon Θεσσαλονίκη 2016, σ. 71.
2. Ὅλα τα χειρόγραφα σήμερα, δυστυχῶς, θεωροῦνται λειτουργιολογικῶς ἰσότιμα ἀνεξαιρέτως, ἂν καὶ σίγουρα κάποια θὰ εἶχαν ὑποστεῖ ἀλλαγὲς ἀπὸ τὶς ἰδεοληψίες καὶ παράδοσιν τῶν αἱρετικῶν τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἆραγε σήμερα, λειτουργιολογικῶς, τό Ἱερατικόν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, θεωρεῖται ἰσότιμον μὲ τὸ Ἱερατικόν τῶν Λατίνων, ἢ τῶν Οὐνιτῶν, ἢ τῶν Κοπτῶν, ἢ τῶν Μονοφυσιτῶν ἢ τῶν …Προτεσταντῶν;
3. Τὰ ἔντυπα σχεδὸν τὰ ἀπορρίπτουν λόγῳ ἐμμονῶν.
4. Ὁ Ἅγιος Φιλόθεος Κόκκινος (1300-1379) Πατρ. Κων/πόλεως, ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐξασφάλισε τὴν ὀρθὴ καὶ ὁμοιόμορφη τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας! Ἡ Διάταξη (Λειτουργίας) τοῦ Πατριάρχου Κων/πόλεως Ἁγίου Φιλοθέου Κοκκίνου [V.480 (ἔτους 1334)], [ΠΠ3-ΠΠ4], εἶναι ἡ πιὸ γνωστὴ καὶ ἡ πλέον ἀποδεκτὴ σὲ ὅλον τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. […] «Ἡ Διάταξη τοῦ Φιλοθέου κατὰ τὸν καθηγητὴ Ἰωάννη Φουντούλη ἀποτελεῖ «σταθμὸ στὴν ἐξέλιξη τῆς Θείας Λειτουργίας. Σταθεροποίησε καὶ βαθμηδὸν ἑνοποίησε τὶς λειτουργικὲς τυπικὲς διατάξεις καὶ ἐξασφάλισε τὴν ὀρθὴ καὶ ὁμοιόμορφη τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας», βλ. Διατάξεις τῆς Θείας Λειτουργίας, κατὰ τὰ Βατοπαιδινὰ Χειρόγραφα τοῦ ΙΔʹ αἰώνα, Ἱ.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, 2019, σ. 13, Προλεγόμενα Π.Ἰ. Σκαλτσῆ.
5. Οἰκονόμου Γεωργίου Ῥήγα (1884-1961), Τυπικόν, Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, 1994 (1908).
6. Μπορεῖ καὶ οἱ ἴδιοι νὰ ἀλλάξουν «γνώμη» ἀργότερα. Καὶ ὅταν ἀλλάξουν «γνώμη» ἢ τοὺς ἀποδειχθεῖ τὸ σφάλμα τοῦ μοντερνισμοῦ, τί γίνεται μὲ αὐτούς ποὺ συμπαρασύρανε; Καὶ ἂν συμπαρασύρανε ὅλη τὴν Ἐκκλησία; Καὶ μετὰ μὲ ἕνα συγγνώμη-λάθος ἔληξε τὸ θέμα;
7. Ὁ Ἰωάννης Φουντούλης ἀναφερόμενος στὸν μοντερνισμὸ τοῦ προηγουμένου αἰῶνος, νὰ κλείνει τὸ Καταπέτασμα καὶ τὰ Βημόθυρα (ἡ Ὡραία Πύλη) τὴν ὥρα τοῦ Κοινωνικοῦ ἀντὶ τῆς ἀρχαίας Παραδόσεως νὰ κλείνει μετὰ τὴν Μεγάλην Εἴσοδον (ἡ ἀρχαία Παράδοση τηροῦνταν τότε ποὺ ἔγραφε τὶς «Ἀπορίες» καὶ στὶς Ἐνορίες), ἀλλάζει διατύπωση (γνώμη) τρεῖς φορὲς γιὰ τὴν δική του ἔρευνα: Στόν α’ τόμο του [ ἔκδ. εʹ 1997 (ἔκδ. αʹ 1967), #52, σ. 106] ἀναφέρει (προκαλῶντας σύγχυση) ὅτι ὁ μοντερνισμὸς αὐτὸς «ἔχει τὸ ἔρεισμά του σὲ ἀρχαία λειτουργικὴ συνήθεια», ἐνῷ στόν β’ τόμο του [ἔκδ. δʹ 1994 (ἔκδ. αʹ 1967), #267, σ. 284] τόν ἀναφέρει (σωστά) ὡς «νεωτέρα πρᾶξις». Γράφει: «καίτοι ἄρχισε ἀπὸ πολλοὺς ἱερεῖς νὰ ἐπεκτείνεται καὶ σ’ αὐτὴν [ἐννοεῖ στὴν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία] ἡ νεωτέρα πρᾶξις, νὰ μὴ κλείεται δηλαδὴ ἡ ὡραία πύλη παρὰ μόνον κατὰ [τὸ] κοινωνικό, ἐν τούτοις κατὰ τὸ πλεῖστον ἀκόμη ἐξακολουθεῖ νὰ ἰσχύῃ τὸ παλαιότερο ἔθος καὶ τὰ βημόθυρα καὶ τὸ καταπέτασμα κλείονται κατ’ αὐτὴν εὐθὺς μετὰ τὴν εἴσοδον τῶν δώρων, γιὰ νὰ ἀνοιχθοῦν στὸ Μετὰ φόβου Θεοῦ…. Στὴν πάλη [!] αὐτὴ τῆς νεωτέρας πρὸς τὴν παλαιοτέρα πρᾶξι, δὲν εἶναι εὔκολο νὰ προβλέψῃ κανεὶς ποιὰ τελικῶς θὰ ὑπερισχύσῃ» [!]. Δυστυχῶς ὁ Φουντούλης δὲν πῆρε τότε θέσιν ὑπὲρ τῆς ἀρχαίας παραδόσεως (παλαιοτέρας πράξεως). Ἀργότερα, τό 1993 [Λειτουργική Αʹ, 1993, σσ. 241-242], ἀναφέρει τὸν μοντερνισμὸ ὡς «ὑπόλειμμα τῆς παλαιᾶς πράξεως». Ἡ ζημιὰ στὴν Παράδοση πάντως ἔγινε (μέχρι καὶ σήμερα) καὶ ἐγγράφως τό 1977 μὲ τὸ Ἱερατικὸν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ὅπου στὴν σ. 130, μετὰ τὸ Πάτερ ἡμῶν καὶ τὸ Τὰς κεφαλὰς ἡμῶν *, προστέθηκε γιὰ πρώτη φορὰ ἡ ἐπιεικῶς ἄκυρος σημείωσις: «*Κατὰ τὴν ἀρχαίαν παράδοσιν, κλείεται ἡ Ὡραία Πύλη καὶ ἀνοίγεται μὲ τὴν Κοινωνίαν τῶν Πιστῶν», τὸ ὁποῖον ὅμως δὲν ἀπαντᾶται στὴν ἀρχαία Παράδοση τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλὰ στὴν νεωτέρα τῶν Οὐνιτῶν καὶ τῶν Ἀρμενίων! Πάντως ὁ Φουντούλης (1927-2007), στὰ τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του (2002), παραδέχεται, γενικά, ὅτι «Καὶ πάλι ὅμως τὸ Καταπέτασμα ἀνελκυόταν [ἔκλεινε] μετὰ τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης καὶ τὴν ὁμολογία τῆς ὀρθῆς πίστεως μὲ τὴν ἀπαγγελία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου. Τὸ δὲ “θεᾶσθαι αὐτοψεὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς” ἦταν καὶ εἶναι τὸ φοβερὸ καὶ ἱερὸ προνόμιο τοῦ λειτουργοῦ, τοῦ “ἐνδεδυμένου τὴν τῆς ἱερατείας χάριν”. Ἡ ἀγάπη μας πρὸς τὸν περιούσιο λαὸ τοῦ Θεοῦ ἂς μὴ ἐπιτρέψει νὰ τοῦ ἐπιβάλλουμε βρόγχους εἰς κρῖμα καὶ εἰς κατάκριμα». Ὅμως ἡ ζημιὰ στὴν Ἱερὰ Παράδοση ἔγινε καὶ γίνεται συνεχῶς μεγαλύτερη. Γιὰ λεπτομέρειες, βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, κεφ. 18-19.
8. Εἶναι Δυτικός ὁ ὅρος, καθότι οἱ Δυτικοί πρωτοῆλθαν στὰ πρόσφατα χρόνια ἀντιμέτωποι μὲ αὐτὴν τὴν ἐξ ἀρχῆς Δυτική Λειτουργιολογική «μόδα» καλύτερα πλάνη (Liturgical Movement, Λειτουργική Κίνηση – Ἀναγέννηση), ποὺ οὐσιαστικά εἶναι Προτεσταντισμός ἐπανασυστημένος, Εἰκονομαχία ἐπανασυστημένη.
9. Γκρεμίσανε τά Τέμπλα τους, ἀπογυμνώσανε τὶς Τράπεζές τους, ἔκαναν τὴν Λειτουργία τους θέατρο (versus populum), καὶ ἔγιναν προτεσταντικώτεροι τῶν Προτεσταντῶν, γιὰ νὰ φέρουν πάλι πίσω τοὺς Προτεστάντες, καὶ ἐν τέλει τί κατάφεραν; Νὰ προτεσταντίζουν. Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, …, β’ ἔκδ., 23/4/2024.
10. Στὴν Δύση (ἀπὸ ὅπου καὶ προῆλθε ὁ Ἀντικουαριανισμός) τὸν ἔχει καταδικάσει ὁ Πάπας Πῖος ὁ 12ος (Pope Pius XII), Ἐγκύκλιος “Mediator Dei”, 1947. —Βλ. ἐπίσης, Peter Kwasniewski, The Continual Spectre of False Antiquarianism, 26/11/2018. (πρόσβαση, 27/6/2024): “there is a modern filter that determines what antiquity means and what makes an ancient element acceptable to moderns. In this way, all such “recoveries” are inherently and unavoidably modern rather than ancient. Thus, antiquarianism is doomed to collapse into the self-referential modernism that picks and chooses items still deemed “relevant” out of the indifferent mass of ateleological matter into which the Church’s past has been converted by modern philosophy. Nothing is valued simply on account of its being handed down; it is valued because it is wanted by a reformer according to his own lights and for his own purposes, be they good or ill,” δηλ. «ὑπάρχει ἕνα μοντερνιστικό «φίλτρο» ποὺ καθορίζει τί σημαίνει ἀρχαιότητα καὶ τί κάνει ἕνα ἀρχαῖο [λειτουργιολογικό / παραδοσιακό] στοιχεῖο ἀποδεκτὸ στοὺς σύγχρονους. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, ὅλες αὐτὲς οἱ [λειτουργιολογικές] «ἀνακαλύψεις» εἶναι ἐγγενῶς καὶ ἀναπόφευκτα σύγχρονες παρὰ ἀρχαῖες. Ἔτσι, ὁ Ἀντικουαριανισμός εἶναι καταδικασμένος νὰ καταρρεύσει στὸν αὐτοαναφερόμενο μοντερνισμὸ ποὺ διαλέγει καὶ ἐπιλέγει στοιχεῖα [σύμφωνα μὲ τὴν προσωπική (καὶ ἀρκετὲς φορές ἐσφαλμένη) ἐπεξήγηση, ἑρμηνεία τοῦ καθενός] ποὺ ἐξακολουθοῦν νὰ θεωροῦνται «σχετικὰ» μέσα ἀπὸ τὴν ἀδιάφορη μᾶζα ἀτελολογικῆς ὕλης, στὴν ὁποία ἔχει μετατραπεῖ τὸ παρελθὸν τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὴ σύγχρονη φιλοσοφία. Τίποτα δὲν ἐκτιμᾶται ἁπλῶς καὶ μόνο λόγῳ τοῦ ὅτι ἔχει παραδοθεῖ. Ἀποτιμᾶται ἐπειδὴ τὸ θέλει ἕνας μεταρρυθμιστὴς σύμφωνα μὲ τὶς δικές του ἰδέες καὶ γιὰ τοὺς δικούς του σκοπούς, εἴτε εἶναι καλοί εἴτε ἄρρωστοι».
—Σημειώνουμε ὅτι ὅταν διαβάζουμε γραφόμενα τῶν αἱρετικῶν Δυτικῶν, τά φιλτράρουμε, καὶ ἀπὸ αὐτὰ παίρνουμε -ἂν τὸ κρίνουμε-μόνον ὅτι εἶναι ὀρθόν, ὑγιὲς ποὺ δὲν ἀντιβαίνει στὴν Ὀρθόδοξον διδασκαλίαν καὶ τοὺς Ἱερούς Κανόνες. Ἂν κάποιος δὲν εἶναι εἰς θέσιν νὰ τὰ φιλτράρει, καλύτερα νὰ μὴ τὰ διαβάζει, γιὰ νὰ μὴ ζημιωθεῖ πνευματικά.
11. Σταματεῖστε τούς Πειραματισμούς στήν Θεία Λατρεία, στήν Θεία Λειτουργία, στό Τυπικόν, αʹ ἔκδοσις, 29/5/2024.
12. Οἱ Λατινογενεῖς Νεωτερισμοί τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως στήν Θεία Λατρεία καί Λειτουργία, Ὀρθόδοξος Τύπος, 4/4/2025 – 9/5/2025, ἀρ. φύλλων 2537 – 2541.
13. «Οἱ Προτεστάντες μεταρρυθμιστές ὄχι μόνο ἀπέρριψαν ὅτι θεώρησαν καταχρήσεις στὴν “Ἐκκλησία” τους, ἀλλὰ ἀπέρριψαν καὶ τὴν Λειτουργία [Τυπικόν] τῆς ἐποχῆς τους. Ἡ Προτεσταντική μεταρρύθμιση ἔχει περιγραφεῖ ὡς οὐσιαστικά μιά ἀντι-Λειτουργική ἐπανάσταση. Ἡ τυπική τους ἐπιθυμία ἦταν γιὰ μιά Λειτουργία [Τυπικόν] (“service”) ἐντελῶς νέα ποὺ θὰ βγεῖ ἀπὸ τὶς Γραφές καὶ ἄλλες αὐθεντικές πηγές. Ἔτσι οἱ Προτεσταντικές παραφυάδες ξέκοψαν ἐντελῶς ἀπὸ κάθε ἱστορική [ἐκκλησιαστική] ἐξέλιξη τῆς Λειτουργίας. Ἡ νομιμότητα τῆς φυσιολογικῆς ἐξέλιξης τῆς Λειτουργίας στὸν χρόνο ἀπορρίφθηκε, ἐλευθερώνοντας τούς μεταρρυθμιστές νά δημιουργήσουν Λειτουργίες σύμφωνα μέ τίς δικές τους ἰδεολογίες», Alcuin Reid, The Organic Development of the Liturgy, Ignatius Press, 2005, σσ. 39-40.