«Πνευματική φαρέτρα τοῦ Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ»
Ὑπό Μον. Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἀνάμεσα στούς μεσήλικες καί νέους ἀδελφούς ἔχει τό προβάδισμα στά χρόνια μέ τήν κατάλευκη γενειάδα, τό γηρασμένο καί ἀρκετά κυρτωμένο κορμί, πού τό σύρει παντοῦ μέ τήν βοήθεια μιᾶς μαγκούρας ὁ συμπαθέστατος Γέροντας Σπυρίδων. Κάτι μέ ὠθεῖ νά τόν πλησιάσω καί νά σταθῶ σέ διάλογο μαζί του. Ξέρω πολλά ἀπό τήν ζωή του, ἀλλά ὄχι ὅλα. Δέν ἦλθε μικρός στό μοναστήρι, ἀλλά μετά ἀπό μία παντρειά ἀπό τήν ὁποίαν ἀπέκτησε 4 παιδιά. Ἔμεινε χῆρος στήν πιό ἀκμαία ἡλικία τῶν 36 ἐτῶν, ἀδημονοῦσε πότε νά ἀναστήση τά παιδιά του γιά νά φύγη κι αὐτός ἀπό τά ἐγκόσμια καί νά κυττάξη τήν δόλια τήν ψυχή του. Καί τοῦ τά ἔδωσε ὁ Θεός, ὅπως τά ποθοῦσε. Καί μοναχός ἔγινε, καί κόρη του ἔφυγε γιά μοναχή σέ νησί τῆς Θάσου καί ἕνας ἀπό τούς γυιούς του ἀπέκτησε μιά δεκάδα παιδιά καί ἄλλες πολλές εὐλογίες.
Μά δέν κρατιέμαι καί τρέχω ἕνα ἀπόγευμα στό κελλί του. Ἄλλωστε τοῦ ἀρέσει πολύ νά διασταυρώνη δυό κουβέντες μέ τόν καθένα, πού ἔχει τόν χρόνο νά θυσιάζη μέ τόν χαριτωμένο Γέροντα.
-Ἔε, ποιός κτυπάει;
-Νά περάσω;
Ναί. Νἆναι εὐλογημένο. Ἔλα.
-Εὐλογεῖτε, γέρο Σπυρίδων. Τί κάνετε;
Κάθομαι καί διαβάζω. Φοβερά πράγματα...
Τί διαβάζετε;
-Τόν Ὅσιο Κασσιανό τόν Ρωμαῖο
-Ὅπως ἐνθυμεῖσθε, πάτερ Σπυρίδων, σᾶς εἶχα πῆ ἀπό παλαιότερα νά κάνουμε αὐτή τήν συνάντησι γιά νά γνωρισθοῦμε καλλίτερα.
Ἄς ξεκινήσουμε λοιπόν ἀπό τούς γονεῖς σας. Μετά πόσα ἀδέλφια εἴσασταν στό σπίτι σας, ποιές δουλειές ἐκάνατε στόν κόσμο καί πῶς ἀποφασίσατε νά γίνετε μοναχός.
Ναί, ἀδελφέ μου. Οἱ γονεῖς μου κατήγοντο ἀπό τήν Μικρά Ἀσία, ἀπό τήν περιφέρεια τῆς Προύσσης πού λέγεται καί Βιθυνία. Τό χωριό τους λεγόταν Μουδανιά καί ἦταν κοντά στό ξακουστό βουνό Ὄλυμπος, ὅπου ἐκεῖ παλαιότερα ἀνθοῦσε ὁ μοναχισμός. Οἱ γονεῖς μου ὠνομάζοντο Ἀπόστολος καί Χαρίκλεια. Ἦταν ἀρραβωνιασμένοι ὅταν ἔγινε ἡ μικρασιατική καταστροφή. Τόν πατέρα μου τόν ἐστράτευσαν καί ἔφθασε ὁ στρατός μας μέχρι τά Ἄδανα. Ἦλθε μαντᾶτο ὅτι μᾶς ἐγκατέλειψαν οἱ σύμμαχοι καί ὁ ἑλληνικός στρατός σκορπίσθηκε. Τότε τά τραῖνα γεμᾶτα μέ κόσμο κατευθύνοντο ἀπό τά βάθη τῆς Τουρκίας πρός τά παράλια μέ ἐλπίδα νά ἀποβιβασθοῦν σέ κάποιο θαλάσσιο μέσον καί νά ἐπιστρέψουν στήν Μητέρα Ἑλλάδα. Ἔφθασε σέ κάποιον σταθμό καί ὁ πατέρας μου, ἀλλά ἀδύνατον νά εὑρεθῆ τόπος νά τόν πάρουν. Παρεκάλεσε τούς ὑπευθύνους νά τόν βάλουν στήν ὀροφή ἑνός βαγονιοῦ, γιατί εἶναι στρατιώτης καί κινδυνεύει νά συλληφθῆ ἀπό τούς τούρκους. Ἔτσι καί ἔγινε. Ἔφθασαν στό τελευταῖο σταθμό, στήν Ραιδεστώ. Ἐκεῖ περίμενε καί ἡ μάννα μου μέ τήν μητέρα της, ἡ ὁποία ἦταν πολύ εὐλαβής. Εἶχε γιά προστάτη της τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ, στό ὄνομα τοῦ ὁποίου ὑπῆρχε ἐκεῖ κοντά τους μοναστήρι. Ὅ,τι ἀρρώστειες καί συμφορές τούς ἐβασάνιζαν ἐπήγαιναν στόν Ταξιάρχη. Τοῦ ἐδιάβαζαν μία Παράκλησι καί ἐπέστρεφαν ὑγιεῖς. Τό ἴδιος ἔκαναν καί οἱ μουσουλμάνες γυναῖκες στίς ὁποῖες ὁ Ταξιάρχης θαυματουργοῦσε. Ἐπίσης ἡ γιαγιά μου εἶχε καί μία θαυματουργή εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου σπίτι της. Ὅταν τό 1922 ἔγινε ἡ ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν, ἔβαλε ἡ γιαγιά μου μέ τήν τελευταία κόρη της, τήν μάννα μου, ὅ,τι πολύτιμα εἶχαν μέσα σ᾿ἕνα μπαοῦλο, τό ἔβαλαν στό πλοῖο καί ξεκίνησαν γιά τήν Ἑλλάδα. Στή Ραιδεστώ πού ἔφθασαν συναντήθηκαν μέ τόν πατέρα μου καί μέ πλοῖο ἦλθαν στήν Θεσσαλονίκη. Τό μπαοῦλο τό ἔκλεψαν κάτι στρατιῶτες. Ἀμέσως ἡ γιαγιά μου ζήτησε βοήθεια ἀπό τόν λαό καί τό μπαοῦλο τό ἔδωσαν οἱ κλέπτες.
Φθάνοντας στήν Θεσσαλονίκη κατεσκήνωσαν σέ κάτι σταύλους ζώων τῶν ἄγγλων στρατιωτῶν, ἐκεῖ πού σήμερα εἶναι οἱ ἀποθῆκες πετρελαίου. Ἔφτιαξαν μέ σανίδια δύο μικρά δωμάτια καί ἔμεναν. Ἡ μητέρα μου εἶπε στόν πατέρα μου ὅτι δέν γίνεται νά μένουν ἀκόμη ἀρραβωνιασμένοι καί νά κοιμοῦνται ξεχωριστά, διότι πρέπει νά δημιουργήσουν καί οἰκογένεια. Δέχθηκε τήν πρότασί της ὁ πατέρας μου. Ἐπῆγαν στήν μητρόπολι καί ἔκαναν τόν γάμο τους στήν ἐκκλησία τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἔτσι ξεκίνησαν οἱ γονεῖς μου τήν καινούργια τους ζωή στήν Ἑλλάδα μέ μεγάλη πτώχεια. Πρώτη του δουλειά νά πηγαίνει τίς νύκτες στούς σταθμούς τῶν τραίνων περιμένοντας τούς ἐπιβάτες νά τούς πωλήση ρόφημα, τό σαλέπι. Τήν ἡμέρα ἔτρεχε στά ἀκρογιάλια καί ἔψαχνε γιά κογχύλια, μίδια καί πεταλίδες, τά ὁποῖα καί πωλοῦσε τά βράδυα στά καφενεῖα. Τό κράτος, ὅλους τούς κατοίκους τῶν Μουδανιῶν, τούς ἐμάζευσε καί τούς ἔδωσε ἐδαφικό χῶρο νά κτίσουν τό δικό του χωριό, τά Νέα Μουδανιά, στήν Χαλκιδική. Ἔμειναν λίγο διάστημα καί πάλι ἔφυγαν ἀναζητώντας ξηρό καί ὑγιεινό κλῖμα, διότι ἐκεῖ ὑπῆρχε ἑλονοσία. Τελικά κατέληξαν στήν Νιγρίτα, ὅπου βρῆκαν καί δουλειά στά καπνά. Ἔκεῖ ἔκτισαν μέ πολλές οἰκονομίες σπίτι καί ἐδημιούργησαν καί τήν οἰκογένειά τους.
Ἐγέννησαν 4 παιδιά. Ἐγώ ἤμουν ὁ πρῶτος. Ὁ ἀδελφός μου Ἀνδρέας ἀπέθανε 4 ἐτῶν καί ἐμείναμε τελικά δύο ἀγόρια καί ἕνα κορίτσι.
Ἐγώ γεννήθηκα τό 1923. Τελείωσα τό δημοτικό σχολεῖο στήν Νιγρίτα. Καί μετά βρῆκα ἕνα τεχνίτη πού ἔφτιαχνε κάρρα καί μέ πῆρε γιά μαθητευόμενο. Μετά δούλευα σέ σιδηρουργεῖο. Ταυτόχρονα βοηθοῦσα καί στίς γεωργικές δουλειές τοῦ σπιτιοῦ. Κουβαλοῦσα ξύλα ἀπό τά βουνά καί τά πωλοῦσα. Στά 17 χρόνια μου κηρύχθηκε ὁ πόλεμος τοῦ ᾿40 καί ἄρχισαν νέες περιπέτειες. Τήν περίοδο τοῦ ἀνταρτοπολέμου, ἐπειδή ἡ Νιγρίτα δέν ὡργανώθηκε στό πλευρό τῶν ἀνταρτῶν, ἐπικηρύχθηκε γιά νά καταστραφῆ. Ἕνας φίλος μου μέ τόν ὁποῖον εἴχαμε ἀνοίξη σιδηρουργεῖο γιά κατασκυεή γεωργικῶν ἐργαλείων, συνελήφθη μέ τόν πατέρα του καί τόν ἀδελφό του καί ἐσφάγησαν. Ἐμένα μέ κατηγόρησαν ὅτι κλέπω τόν λαό, ἐπειδή ἡ ἀγοραπωλησία τότε γινόταν μέ εἴδη. Ἔδινα στούς γεωργούς γεωργικά ἐργαλεῖα καί ἔπαιρνα ἀπ᾿ αὐτούς γεωργικά προϊόντα. Κατάλαβα ὅτι κινδυνεύει ἡ ζωή μου, γι᾿ αὐτό καί ἐδραπέτευσα στήν Θεσσαλονίκη. Ἐκεῖ ἐδούλευα σέ γκαράζ αὐτοκινήτων. Γιά κάποια δουλειά κατέβηκα κάποτε στήν Ἀθήνα μ᾿ ἕνα χαλασμένο αὐτοκίνητο καί χωρίς φρένα. Στόν δρόμο παρεξέκλινε τῆς πορείας του καί τραυματίσθηκα. Ἰδού τό σημάδι πού ἔχω ἀκόμη στό μέτωπο. Ἀναγκάσθηκα μετά ἀπό λίγο καιρό νά γυρίσω πάλι στήν Νιγρίτα. Γιά ἕνα χρόνο ἐργλασθηκα σέ ἕνα παντοπωλεῖο. Κατόπιν ἔπιασα δουλειά σάν ὁδηγός ἀσθενοφόρου στό νοσοκομεῖο τῆς Νιγρίτας. Ἐκεῖ γνώρισα μία νοσοκόμα, πού ξεχώριζε ἀπό τίς ἄλλες. Τελικά μαζί της παντρευθήκαμε, ὅταν ἐγώ ἤμουν 33 ἐτῶν. Στήν συνέχεια κατήργησαν τήν κυκλοφορία τοῦ ἀσθενοφόρου, σάν πολύ δαπανηροῦ, καί μοῦ πρότειναν ἐργασία σάν κλητῆρας, ἀλλά μέ χαμηλότερο μισθό. Δεν δέχθηκα. Κτυπήθηκα ἀπ᾿ ἐδῶ καί ἀπ᾿ ἐκεῖ ζητώντας δουλειά. Τελικά ἄνοιξα μανάβικο, τό ὁποῖο ἀνεβάθμισα σέ παντοπωλεῖο. Ἐπήγαινα καλά. Ἀποκτήσαμε τέσσερα παιδιά: τόν Ἀπόστολο, τήν Στέλλα, τήν Βρυαίνη, πού τώρα εἶναι μοναχή καί τόν Ἀναστάσιο πού ζῆ ἀκόμη ἀνύπαντρος στήν Θεσσαλονίκη. Ἡ γυναῖκα μου ἀπό τιν δεύτερο χρόνο τοῦ γάμου μας ὑπέφερε ἀπό μία ἀθεράπευτη ἀρρώστεια τήν ἀρθρίτιδα, ἀπό τήν ὁποία πονοῦσαν τά κόκκαλά της, τά ἐντερά της καί τά πάντα. Παντοῦ τρέχαμε στούς γιατρούς καί στήν ἀγορά φαρμάκων.
Τότε εἶχε παντοῦ ἀναπτυχθῆ ἔνα κῦμα ἀστυφιλίας. Ἀπό τίς 10.000 κατοίκους στήν Νιγρίτα ἔμειναν μόνο 5.000. Ὅλοι οἱ φίλοι μου ἔφυγαν. Μᾶς πῆρε κι ἐμᾶς τό ρεῦμα. Ἐπῆγα Θεσσαλονίκη ἐνοίκιασα μαγαζί καί μετέφερα τό ἐμπόρευμα ἐδῶ ἀπό τήν Νιγρίτα. Ἐνοικιάσαμε κι ἕνα σπιτάκι καί ἔμενα μέ τήν οἰκογένειά μου. Τότε ὁ Ἀναστάσιος ἦταν τριῶν μηνῶν. Κι ἐδῶ πάλι νά τρέχουμε στούς γιατρούς γιά τήν πάθησι τῆς γυναίκας μου. Μέχρι καί σέ ἀμερικανό γιατρό ἐπῆγα καί μοῦ εἶπε ὅτι δέν ὑπάρχει θεραπεία, ἀφοῦ καί ὁ πρόεδρος Τροῦμαν πάσχει ἀπό τήν ἴδια ἀρρώστεια. Στά διάστημα πού ζήσαμε μαζί, μέχρι τόν θάνατόν της, δηλαδή 15 χρόνια, ἀντιμετώπιζε τήν παθησί της, γιά νά μή πονεῖ, μέ κορτιζόνες. Κατόπιν τῆς προεκλήθηκε ὀστεοπώρωσις καί ἔπεσε στό κρεββάτι σχεδόν ἀκίνητη. Σταμάτησε σίγουρα ἀπό τήν δουλειά της. Βοήθησε πολύ τά παιδιά μας στόν δρόμο τοῦ Θεοῦ, διότι στό χωριό της ἐρχόταν κατηχήτρια ἀπό Θεσσαλονίκη καί ἐδίδασκε τά παιδιά.
-Πῶς ἐγίνατε ἐσεῖς μοναχός, πάτερ Σπυρίδων;
-Ἐγώ δέν ἤξερα τίποτε ἀπό μοναχισμό. Μοναχούς εἶχα ἰδῆ στήν Νιγρίτα πού ἐγύριζαν μ᾿ ἕνα γαϊδουράκι καί μέ τά Ἅγια Λείψανα γιά προσκύνημα καί ὁ κόσμος τούς ἔδινε λίγο σιτάρι ἤ καλαμπόκι. Κάτι ἄκουσα γιά τόν μοναχισμό ἀπό τόν γυιό μου τόν Ἀπόστολο, τόν ὁποῖον εἶχα στείλει στήν Ἀθωνιαδα σχολή νά σπουδάση. Αὐτός μοῦ μιλοῦσε γιά τήν ζωή τῶν μοναχῶν καά τά μοναστήρια τοῦ Ὄρους.
Τό 1972 ἀπέθανε ἡ γυναῖκα μου Ἀντωνία ἀπό μυοκαρδίτιδα στό νοσοκομεῖο της Νιγρίτας. Μοῦ ἄφησε τά παιδιά μας ἀπό ἡλικίας 5 ἕως 15 ἐτῶν. Ἐπῆρα τήν μάννα μου στό σπίτι μας νά μέ βοηθήση στήν ἀνατροφή τῶν παιδιῶν μου.
Τό μαγαζί μου κτυπιόταν ἀπό τά μεγαθήρια «σοῦπερ μάρκετ», τά ὁποῖα κατέβαζαν πολύ τίς τιμές καί ἀναγκάσθηκα νά τό κλείσω, διότι δέν συγκέντρωνα τά χρήματα γιά τά δύο ἐνοίκια σπιτιοῦ καί μαγαζιοῦ.
Τήν πρώτη κόρη μου, τήν Στέλλα τήν ἔστειλα νά μάθη ραπτική γιά νά ράβη στό σπίτι μας καί νά προσέχη καί τά παιδιά, ἀλλά δέν τῆς ἄρεσε. Τελικά μπῆκε σάν πρακτική νοσοκόμα στό νοσοκομεῖο παίδων, κοντά στήν Καμάρα. Τότε θυνμήθηκα κι ἐγώ τήν παλιά μου ἐργασία στό νοσοκομεῖο τῆς Νιγρίτας καί ἐνδιαφέρθηκα νά μπῶ σάν ἀνειδίκευτοςε νοσοκόμμος στό θεαγένειο ἤ στό Ἀχέπα. Τελικά, ἀφοῦ ἔκανα αἴτησι, μέ πῆραν στό Ἀχέπα γιά νοσοκόμο. Τούς εἶπα νά μέ ἀσπασχολοῦν σέ βασικές ὧρες ἐργασίας γιά νά δουλεύσω καί σέ δεύτερη ἐργασία. Πράγματι μέ διώρισαν νά ἐργάζωμαι στό ἀπογευματινό ὡράριο ἀπό τίς 3 ἕως τίς 11 τό βράδυ. Τίς πρωϊνές ὧρες ἔπιασα δουλειά σέ μία ψησταριά. Ἔτσι, ἔπαιρνα 6000 δρχ. ἀπό τό νοσοκομεῖο καί 4000 ἀπό τήν ψησταριά καί ἐβόλευα ὅλες τίς δουλειές τοῦ σπιτιοῦ μας. Τότε, ἦταν ἡ δικτατορία τοῦ Γ. Παπαδόπουλου καί κινδύνευαν τά χρήματα νά χάσουν τήν ἀξία τους. Ἔτσι, ἀναγκάσθηκα νά πωλήσω τό σπίτι μας στήν Νιγρίτα, νά πωλήσω τά προϊόντα τοῦ παντοπωλείου καί μέ ἄλλες ο΄κονομίες ἔφθασα στίς 400.000 δρχ.μέ σκοπό νά πάρω ἕνα διαμέρισμα. Μέ τήν βοήθεια ἑνός φίλου μου μεσίτου, βρῆκα τό διαμέρισμα κοντά στήν Ἀχειροποίητο, τό ὁποῖον μοῦ κόστισε ἠ ἀγορά του 600.000 δρχ. Δανείσθηκα ἀπό δύο φίλους τά ἐλλείποντα χρήματα καί τό ἀγόρασα. Σήμερα μένει σ᾿ αὐτό ἡ κόρη μου Στέλλα μέ τήν οἰκογἐνειά της.
Κάνοντας τίς δύο δουλειές μου ἐδικαιούμην καί 4 ἡμέρες ἀναπαύσεως, τά «ρεπώ», ὅπως τά λένε σήμερα οἱ Ἕλληνες. Παίρνοντας αὐτές τίς ἄδειες ἄρχισα νά πηγαίνω στό Ἅγιον Ὅρος νά ἰδῶ, ὅσα μοῦ ἔλεγε ὁ γυιός μου ὁ Ἀπόστολος. Τό πρῶτο προσκύνημά μου τό ἔκανα περίπου τό 1980 μαζί μέ κάποιον ἀνιψιό μου. Ἐπηγαμε στό Κουτλουμούσιο. Σάν πεινασμένοι πού εἴμασταν, μᾶς ἔδωσαν φακές ἀλάδωτες καί οἱ πέτρες μέσα ἄφθονες, λίγες ξηρές ἐλιές καί ξερό ψωμί. Αὐτά εἶναι τά πλούσια ἀγαθά τοῦ Ὄρους; Μέ ρώτησε ὁ ἀνεψιός μου. Τοῦ εἶπα ὅτι γιά τά πνευματικά ἀγαθά ἐννοῦσα καί ὄχι τά ὑλικά. Κα΄τοπιν ἐπήγαμε στήν Καρακάλλου. Πηγαίνοντας γιά τήν Φιλοθέου, πήραμε λάθοες δρόμο καί φθάσαμε στήν κορυφογραμμή. Νύκτωσε καί ποῦ θά μείνουμε τώρα. Γυρίσαμε πίσω μέ ταχύτητα καί μόλις βρήκαμε τήν πόρτα τῆς Φιλοθέου ἀνοικτή καί ἀναπαυθήκαμε ἐκεῖ. Τήν ἄλλη ἡμέρα στενοχωρημένος ὁ ἀνεψιός μου γύρισε στόν κόσμο. Ἐγώ ἐπεσκέφθηκα καί ἄλλες μονές καί ἦλθα καί στήν Γρηγορίου.
-Πῶς ἀποφασίσετε νά μείνετε στήν Γρηγορίου;
Εἶχα γνωρίσει τόν ἱερομ. π. Βαρνάβα καί, ὅταν ἐρχόμουν ἐπήγαινα καί τίν βοηθοῦσα στό μαγειρεῖο. Μοῦ ἔδειξαν ἀγάπη καί οἱ Πατέρες καί ἰδιαίτερα ὁ Γέροντας, στόν ὁποῖον ἐζήτησα νά ἐξομολογηθῶ. Τότε ὁ Γέροντας, δέν εἶχε χρόνο καί μέ ἔστειλε στόν π. Φίλιππο, τόν ἡγούμενο τῆς Λαύρας, ὅπου θά ἐπήγαινα ἐκείνη τήν ἡμέρα. Τελικά, ὁπουδήποτε ἐπήγαινα μέ τραβοῦσε πολύ περισσότερο ἡ Γρηγορίου.
Τά δυό παιδιά μου, ὁ Ἀπόστολος καί ἡ Στέλλα παντρεύθηκαν καί πῆγαν στά σπίτια τους. Ὁ Ἀπόστολος ἀπέκτησε 8 κορίτσια καί δύο ἀγόρια καί ἡ Στέλλα ἡ κόρη μου τρία ἀγόρια καί τρία κορίτσια. (;). Ὁπότε ἔχω συνολικά 16 ἐγγόνια ἀπό τά δύο αὐτά παιδιά μου. Ἔμεινα ἐγώ μέ τήν Χαρίκλεια καί τόν Ἀναστάσιο. Ἡ Χαρίκλεια ἄρχισε νά δουλεύει σ᾿ ἕνα ἵδρυμα παιδιῶν καί κάπου κάπου ὁ διευθυντής πού ἦταν ἐυλαβής τῆς εἶπε μία ἡμέρα: «Θέλεις νά πᾶς σ᾿ ἕνα μοναστήρι στήν Θάσο νά ξεκουρασθῆς;». «Πάω», τοῦ εἶπε ἐκείνη. Ἐπῆγε γιά δύο ἐβδομάδες καί ἐπέστρεψε μέ κομποσχοίνι καί πολύ πόθο γιά τόν μοναχισμό. Ἦλθε ὁ παπᾶ Ἐφραίμ ἀό τήν Ἀριζόνα τῆς Ἀμερικῆς, ὁ ὁποῖος εἶναι καί ὁ Πνευματικός πατήρ τῆς μονῆς τοῦ Ἀρχαγγέλου τῆς Θάσου καί μέ τήν εὐλογία του ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί ἔγινε ἐκεῖ μοναχή μέ τό ὄνομα Βρυαίνη.
Ἀφοῦ ἔφυγε καί ἡ κόρη αὐτή ἀπό τό σπίτι, σκέφθηκα ὅτι τώρα εἶναι καιρός νά φύγω κι έγώ γιά τό Ἅγιον Ὄρος. Ὁ Ἀναστάσιος, μόλις εἶχε γυρίσει ἀπό φαντάρος, ἄς κάνει τήν ζωή του, ὅπως τοῦ ἀρέσει. Ἐμένα θά μέ ρωτήση; Ἔτσι τό 1989 ἦλθα στήν Γρηγορίου ὁριστικά. Τότε ὁ Γέροντάς μας εἶχε τήν κεφαλαλγία γιά 15 περίπου μῆνες. Ὅταν ἔγινε καλά μέ ρώτησε πόσους μῆνες ἔχω στήν μονή καί τοῦ εἶπα 18 μῆνες. Τότε ἀπεφάσισε ὁ ἴδιος καί μέ ἔκανε κατ᾿εὐθεῖαν μεγαλόσχημο.
Σέ ποιά διακονήματα ὑπηρετήσατε, πάτερ Σπυρίδων, στήν Μονή μας;
-Ὅταν πρωτοῆλθα
ἄρχισα νά πλένω πιάτα. Μετά μέ ἔβαλαν νά περιοιοῦμαι τόν Γέρο Ἐφραίμ, πού ἦταν κατάκοιτος
στό γηροκομεῖο. Ἦταν λίγο ἰδιότροπος, ἀλλά τόν ἔκανα ὑπομονή. Τοῦ ἔλεγα: «Δέν
θά φύγω ὅ,τι καί νά μοῦ κάνης ἤ νά μέ στενοχωρεῖς. Ἄν μέ διώξης ὅμως θά φύγω
καί δέν θά γυρίσω νά σέ κυττάξω». Μετά τό μοναστήρι μέ ἔβαλε στό θυρωρεῖο τῆς
πύλης καί κατόπιν γιά πολλά χρόνια, μᾶλλον μέχρι σήμερα βοηθῶ στούς κήπους.
Ὑποφέρω ἀπό ἀρθριτικά, ἀπό προστάτη καί ἀπό διολίσθησι σπονδύλων τῆς μέσης μου
γι᾿ αὐτό καί περπατῶ στραβά.
Τί λόγο ἔχετε νά πῆτε στούς νεωτέρους πατέρες τῆς Μονῆς μας;
Τό πρῶτο πού θέλω νά τούς εἰπῶ εἶναι νά ἐκκλησιάζωνται καθημερινά. Ὁ ἐκκλησιασμός βοηθεῖ πολύ τόν μοναχό στήν σωτηρία του. Βλέπετε καί μένα πού εἶμαι τώρα σέ τόσο μεγάλη ἡλικία καί ὅμως κατεβαίνω στήν ἐκκλησία κάθε ἡμέρα, ἔστω καί νά ἔχω καί πόνους ἀπό τίς ἀρρώστειες μου. Ὕστερα νά κάνουν ὑπακοή καί νά ἀγαποῦν ὁ καθένας τήν δουλειά του.
Πῶς βλέπετε τό μοναστήρι σήμερα;
Βλέπω νά ἀνέχεται πολλά πράγματα ὁ Γέροντας. Πολύ χαλαρά εἶναι τά πράγματα. Ἴσως διότι δέν μπορεῖ νά μᾶς παρακολουθεῖ ὁ Γέροντας, ἐπειδή εἴμεθα πολλοί καί ἐκεῖνος εἶναι καί φιλάσθενος. Ἀλλά αὐτή ἡ χαλαρότης προέρχεται καί ἀπό τήν ἀμέλεια τῶν μοναχῶν. Μᾶς συμβουλεύει ὁ Γέροντας, ἀλλά δέν μᾶς τιμωρεῖ μέ ἀποτέλεσμα νά μή συμμορφώνεται ὁ σημερινός μοναχός. Ὁ Γέροντας ἔχει ἀπεριόριστη ἀγάπη κι αὐτή εἶναι τό μεγαλύτερο μέσον γιά τήν αὔξησι τῆς πίστεως καί τήν μετάνοια. Ἀγαπῶ τόν Γέροντα καί δέν θέλω νά παραιτηθῆ, ἀλλά τί θά γίνη μ᾿ αὐτή τήν χαλαρότητα; Πρέπει νά βρῆ κάποιον κατάλληλον ὁ Γέροντας νά τόν ἀντικαθιστᾶ. Καλός εἶναι καί ὁ π. Πανάρετος, ἀλλά πολύ ἡσυχαστικός καί μαλακός. Δέν ἔχει καί τό διοικητικό χάρισμα καί οὔτε γιά ἡγούμενος κάνει. Ἔτσι, νομίζω. Δέν ξέρω τί θέλει ὁ Θεός. Κατάλληλους γιά ἡγομένους ἐγώ θεωρῶ τούς: π. Λουκᾶ, π. Θεόδωρο, π. Χριστοφόρο....
Ποιούς ἁγίους ἔχετε σέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια;
Ἡ μάννα μου, ὅπως σοῦ εἶπα εἶχε μεγάλη εὐλάβεια στόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ καί στόν Ἅγιο Νικόλαο. Καί ἰδού, μέ τίς εὐχές της, ἡ κόρη μου πῆγε γιά μοναχή στήν μονή τοῦ Ἀρχαγγέλου κι ἐγώ γιά μοναχός στήν μονή τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, πού εἶναι Προστάτης ὁ ἅγιος Νικόλαος.
Πολλά θαύματα μικρά καί μεγάλα μᾶς κάνει καθημερινά ὁ Θεός, ἀλλά ἐμεῖς τά θεωροῦμε συμπτώσεις καί τυχαῖα γεγονότα, ἀλλά μέσα ἀπ᾿ αὐτά φανερώνεται ἡ πρόνοια καί ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τόν κάθε ἄνθρωπο.
Εἶσθε εὐχαριστημένος πού εἶσθε στό μοναστήρι;
Καί βέβαια εἶμαι κι ἐγώ καί ἡ κόρη μου πού μᾶς κάλεσε ὁ Θεός σ᾿ αὐτή τήν ὑψηλή πολιτεία τῶν ἀγγέλων. Μᾶς ἔβγαλε καί μᾶς γλύτωσε ἀπό τόσους πειρασμούς καί δυσκολίες τοῦ κόσμου.
Δέν θέλω νά βγαίνω καθόλου ἔξω, ἀλλά γιά λόγους ἀσθενείας πρέπει νά πηγαίνω γιά ἐξετάσεις καί θεραπεία.
Πῶς θ᾿ ἀποκτήσουμε τήν ταπείνωσι, πάτερ Σπυρίδων;
Ἡ ταπείνωσις εἶναι πολύ μεγάλη ἀρετή κι ἄν τήν εἴχαμε ἀποκτήσει, ἐπάνω σ᾿ αὐτή θά μπορούσαμε νά στηρίξουμε ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές. Αὐτή εἶναι τό ὑπόβαθρο. Προέρχεται ἀπό τά δάκρυα τῆς μετανοίας, ἀλλά κι αὐτά εἶναι πολύ ἀκριβά. Ποῦ νά τά βροῦμε γιά νά τά ἀγοράσουμε; Σπάνια μοῦ στέλλει ὁ Κύριος καί κάποια σταγόνα ἀπ᾿ αὐτά τά καθαρτικά δάκρυα. Μόνοι μας δέν μποροῦμε νά τά προκαλέσουμε....
Σήμερα ὁ Γέρο Σπυρίδων πλησιάζει τά 90 χρόνια. Κάνει συνεχῶς θεραπεία μέ προβλήματα πού ἔχει στήν κοιλιακή χώρα. Δέν ἀπουσιάζει ποτέ ἀπό τίς Ἀκολουθίες τῆς ἐκκλησίας κι ἄς βαδίζει κουτσαίνοντας, κυρτωμένος καί στηριζόμενος στήν μαγκούρα του. Τό πρόσωπό του εἶναι πάντα εἰρηνικό, χαρούμενο καί προσδοκᾶ ἀφόβως τήν μεγάλη κλῆσι γιά τήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
-Φοβᾶσθε τόν θάνατο, πάτερ Σπυρίδων;
Ὄχι, μέ τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ. Δέν περίμενα νά φθάσω σήμερα στά 90 χρόνια μου, ἐνῶ ὁ πατέρας μου ἀπέθανε στά 53 χρόνια του. Χαίρομαι πού θά πάω στόν προοροσμό μου. Ἤλθαμε γιά νά φύγουμε, διότι ἐκεῖ εἶναι ἡ παντοτεινή μας πατρίδα. Ἔχουμε Φιλάνθρωπο Θεό καί θά μᾶς ἐλεήσει. Σάν χριστιανός καί μοναχός ἔκανα ὅ,τι ἠμποροῦσα γιά τήν σωτηρία μου. Ἔπεσα καί σέ ἁμαρτίες καί λάθη στήν ζωή μου. Τά ἐξωμολογήθηκα. Ἐλπίζω στόν Θεό νά μέ συγχωρήσει καί νά μοῦ χαρίσει τόν ποθητό Παράδεισο.
Τόν τελευταῖο καιρό, λόγω τῶν παθήσεών του, ἐρχόταν στήν ἐκκλησία μέ τό καροτσάκι. Ἐτελέσαμε καί τά Πάσχα μαζί τοῦ 2015. Καθόταν στό καριτσάκι του μέσα στήν ἀναστάσιμη Λειτουργία. Τοῦ εὐχήθηκα χρόνια πολλά, Χριστός Ἀνέστη καί καλό Παράδεισο. Μοῦ εἶπε μέ ἁπλότητα καί σιγουριά: Ἁὐτό εἶναι τό τελευταῖο μου Πάσχα στήν γῆ». Καί πράγματι μετά ἀπό δύο περίπου μῆνες ἀνεχώρησε. Τήν τελευταία ἡμέρα του συμμετεῖχε στήν Λειτουργία πού ἔγινε στό ἐκκλησάκια τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας. Ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντωνβ Μυστηρίων. Μοῦ εἶπε: «Τώρα ἄς ἔλθει ὁ Κύριός μας νά μέ πάρει. Τόν περιμένω. Εἶμαι ἕτοιμος! Ἐπῆγε γιά λίγη ξεκούρασι στό γειτονικό κελλί του. Ξαφνικά παρουσίασε αναιτίως πυρεττό. Ἦταν τά προοίμια τῆς ἀναχωρήσεώς του. Τό βράδυ στίς 6 ἐξάπλωσε. Καί ἔκλεισε τά μάτια του ὁριστικῶς. Αἰωνία του ἡ μνήμη. Νά ἔχουμε τίς ἅγιες εὐχές του.
Μᾶς ἐδίδαξε μέ τήν ἐργατικότητά του, τήν ἀνελλειπῆ συμμετοχή του στίς ἀκολουθίες καθημερινά, τήν ἁπλότητα καί τήν ἀοργησία του. Πάντοτε ἦταν πρός ὅλους πρόσχαρος, προσιτός, εἰρηνικός. Διεκρίνετο γιά τήν κατά Θεόν σοφία του, τίς συμβουλές του. Δέν θά ξεχάσουμε τό ἁπλοϊκό χαμόγελό του. Αὐτός ἦταν ὁ ἀγωνιστής Γέροντας Σπυρίδων. Βασανίσθηκε στόν κόσμο σάν πατέρας οἰκογενειάρχης, ἀλλά καί στό μοναστήρι μας ἦλθε μέ ἐκπληκτικό ζῆλο καί ἐπιδόθηκε στούς μοναχικούς ἀγῶνες του. Εἶθε ἡ θαυμαστή βιοτή του νά ἀποτελεῖ πάντοτε γιά ἐμᾶς τούς διαδόχους του λαμπρό παράδειγμα πρός μίμησι γιά τήν ἐπίτευξι καί τῶν ἰδικῶν μας μοναστικῶν στόχων. Ἀμήν.
-Ὄχι καθόλου. Θά πάω ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ προορισμός ὅλων μας.
Μέ τήν εὐλογία τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου