Πέμπτη 5 Ιουνίου 2025

Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου. Κατήχηση 16 γιά τούς ἐν Νικαίᾳ ἅγιους Πατέρες καί γιά ὅσα ἐδογμάτισαν γιά τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὅτι ἡ ὀρθή πίστη χρειάζεται καί σωστή ζωή[1]

Μετάφραση: Βασιλείου Κατσαροῦ

Ὁμότιμου Καθηγητῆ Α.Π.Θ.

  1.  Ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἰδοὺ ἡ μεταξύ δύο φωσφόρων καὶ σωτηρίων ἑορτῶν ἑορτή. Ἰδοὺ ἡ μεταξύ δύο οὐρανομηκῶν πανηγύρεων πολύφωτοι ἀστέρες. Ἰδοὺ μεταξύ δύο οὐρανοδρόμων ἁρμάτων τριακόσιοι δέκα ὀχτώ ἡνίοχοι, ὄχι πάντως γιὰ νὰ κρατήσουν μὲ τὰ ἡνία τὴν ὁρμὴ τῶν θείων αὐτῶν ἡνιοχουμένων ἁρμάτων, ἀλλὰ αὐτοὺς ποὺ δείχνουν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης γι᾿ αὐτοὺς ποὺ ἐπιβαίνουν σ’ αὐτὰ ἐδῶ τὰ ἅρματα νὰ τοὺς καθοδηγήσουν νὰ πιστέψουν ὅτι ἀπὸ τὴ μιὰ ἀνέβασε στὶς οὐράνιες ἁψίδες καὶ τοὺς πατρικοὺς κόλπους ἀπὸ τὴ γῆ τὸν σαρκοφόρο Θεὸ Λόγο, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅτι «ἄλλον παράκλητο» ἀντὶ γι’ αὐτὸν ποὺ ἀναλήφθηκε, «ὅπως ἀκριβῶς ἐπιφερόμενη πάνω τους βίαιη πνοὴ» ἀπὸ ἐκεῖ ἀντικατέβασε, γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ τὸ ρηθὲν ὅτι «σᾶς συμφέρει ἐγὼ νὰ ἀπέλθω. Ἐὰν λοιπὸν ἐγὼ δὲν ἀπέλθω, ὁ παράκλητος δὲν θὰ ἔλθει σὲ σᾶς· ἐὰν ὅμως ἐγὼ πορευθῶ, θὰ τὸν στείλω σ’ ἐσᾶς· κι ἀφοῦ ἔλθει ἐκεῖνος θὰ ἐλέγξει τὸν κόσμο γιὰ τὴν ἁμαρτία καὶ τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν κρίση».
  2.  Μὲ τὴν πατρικὴ εὔνοια αὐτῶν, λοιπόν, ὁ μὲν Ἕνας, ἀφοῦ ἀνέλθει μὲ τρόπο ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ εἰπωθεῖ, ἐπιβαίνοντας σὲ συννεφένιο ἅρμα μετὰ τῆς σαρκός, ὁ δὲ Ἄλλος, ἀφοῦ κατέλθει ἀκατανόητα μὲ ἦχο «φερομένης πνοῆς βιαίας» καὶ ἀφοῦ μοιράσει γλῶσσες πύρινες στοὺς μύστες τῆς χάριτος, ἦταν ἀνάγκη νὰ φωτισθεῖ μὲ σκοπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη «κάθε ἄνθρωπος ποὺ ἔρχεται στὸν κόσμο». Κι ἐπειδὴ φθόνησε ὁ σατανάς αὐτὸ τὸ καλό, ἔριξε σκοτάδι μάλλον καί, ἀφοῦ ἔσπειρε ζιζάνια ποικίλων αἱρέσεων, αἰχμαλώτισε τοὺς πιὸ πολλούς καί, ἀντὶ νὰ γίνουν ὅλοι καὶ νὰ εἶναι καὶ νὰ λέγονται χριστιανοί, χαρακτηρίσθηκαν καὶ εἶναι καὶ λέγονται αἱρετικοί, δηλαδὴ ἀρειανοὶ καὶ νεστοριανοί, μακεδονιανοὶ καὶ ἰακωβίτες καὶ ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα, τῶν ὁποίων καὶ τὰ βρωμερὰ ὀνόματα καὶ τὰ μισητὰ δόγματα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος χρόνου καὶ νὰ τὰ λέμε καὶ νὰ τὰ γράφουμε.
  3.  Ἦταν τότε ἀνάμεσα στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς ἀπίστους πυκνὸς καπνὸς ἀντιμαχίας καὶ ἔριδας καί σκανδάλων. Γι’ αὐτὸ καὶ μεταξὺ τῆς Ἀνάληψης τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς καθόδου τοῦ Παρακλήτου συνέτρεξαν, θεοκίνητα καὶ μὲ διαταγή βασιλική, στὴ μεγάλη πόλη τῆς Νίκαιας οἱ ἔνδοξοι αὐτοὶ Πατέρες ὡς λαμπροὶ ἀστέρες, ὡς ἄοκνοι γεωργοί, ὡς κυβερνῆτες ἐνάρετοι, ὡς καλοὶ ποιμένες, καὶ ὡς φωστῆρες, καὶ μείωσαν τὸ σκοτάδι τῆς ἀσέβειας, ξερρίζωσαν, ὡς γεωργοί, τὰ ἀγκάθια τῆς βλασφημίας, χτύπησαν, ὡς κυβερνήτες, τὰ κύματα τῶν αἱρέσεων, ἀπώθησαν δὲ καὶ ἀφόρισαν καὶ ἐξεδίωξαν, ὡς ποιμένες, τοὺς λύκους ἀπὸ τὰ πρόβατα δίκαια καὶ ἔριξαν καὶ καταπάτησαν τὰ μωρὰ δόγματά τους ὡς βλάσφημα.
  4.  Δὲν συμφώνησαν νὰ θεωρεῖται κτίσμα ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦμα, ὅπως ἀνόητα ἐκεῖνοι θέσπισαν, ἀλλὰ σωστὰ καὶ ὅσια κήρυξαν Κτίστη μάλλον καὶ συνέχοντα τὴν κτίση καὶ ὁμοούσιο τοῦ Πατέρα. Καὶ τὴ θεότητα τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Πνεύματος μὲ καλὸ καὶ ἅγιο τρόπο, διὰ τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, λαμπρὰ καὶ ἐκ συμφώνου ἐκήρυξαν, κι ἐμεῖς πιστέψαμε καὶ πιστεύουμε σύμφωνα μὲ τὴ θεόπνευστη παράδοσή τους.
  5.  Καὶ εἶναι ἡ πίστη μας καλὴ καὶ ὀρθὴ καὶ ἄσπιλη, κι ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὴν δὲν ὑπάρχει ἄλλη· κι ἔχει ἀνάγκη ἡ ὀρθὴ πίστη καὶ ἀπὸ ὀρθὸ βίο καὶ ἔργα ἄξια τῆς πίστης, ὥστε, ὅπως ἀκριβῶς δύο ἐκλεκτὰ καὶ κατὰ Θεὸν συζευγμένα βόδια, νὰ συμφωνήσει ὁ βίος μὲ τὴν πίστη, ἀπὸ τὰ ὁποῖα καὶ καλλιεργεῖται καρπὸς ζωηφόρος.
  6.  Κι ὅταν βέβαια ἔχουμε πίστη ὀρθή, ὅμως βίο ἀκάθαρτο, τότε μοιάζουμε μὲ κάποιον πολὺ ἀνόητο ἄνθρωπο ποὺ ἕνωσε γουρούνι μὲ βόδι καὶ ἀγωνίζεται νὰ σπείρει καὶ νὰ καλλιεργήσει καὶ νὰ τραφεῖ ἀπὸ δῶ καὶ νὰ ζήσει καὶ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸν θάνατο· βλέποντας αὐτὸν αὐτοὶ ποὺ διαβαίνουν τὴν ὁδὸ τῆς ζωῆς, ἄνθρωποι θεοφοβούμενοι καὶ ἄγγελοι, λένε γελώντας: “Ἕλᾶτε νὰ δεῖτε ἄνθρωπο ἐπηρμένο καὶ ἀνόητο, πῶς ἕνωσε τὸ γουρούνι μὲ τὸ βόδι καὶ νομίζει ὅτι ἔτσι σπέρνει καὶ καλλιεργεῖ καὶ ζεῖ”· ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὸν εἶπαν· “Τί κοπιάζεις μάταια, ἄνθρωπε; Δὲν καταλαβαίνεις ὅτι σὲ ψέγουν καὶ γελοιοποιεἶσαι; Μάθε ὅτι δὲν συμφωνεῖ στὶς γεωργικές δουλειὲς τὸ βόδι μὲ τὸ γουρούνι· γιατὶ ἡ μόνη δουλειὰ τοῦ βοδιοῦ εἶναι νὰ σέρνει τὸ ἄροτρο καὶ νὰ ἀνοίγει αὐλάκια καὶ νὰ σπέρνει καὶ νὰ κάνει γεωργικὲς ἐργασίες, ἐνῶ ἡ τέχνη τοῦ γουρουνιοῦ εἶναι νὰ σκάβει τὴ γῆ μὲ τὴ μούρη καὶ νὰ κυλιέται στή λάσπη, κι ὅταν ἔρχεται ὁ καιρός, νὰ τὸ σφάζουν μὲ τὸ μαχαίρι”. Ἐκεῖνος δέ, ἀντὶ νὰ ἀποδεχθεῖ ὅσα τοῦ εἶπαν καὶ νὰ χωρίσει τὸ ζευγάρι, κοροϊδεύοντας μάλλον καὶ μὲ εὐχαρίστηση λέει: “Ναί, ναί, δὲν ξέρετε ἐσεῖς τί ἡδονὴ καὶ εὐχαρίστηση μοῦ προκαλεῖ αὐτὸ ἐδῶ τὸ ζευγάρι”.
  7.  Ἔτσι λοιπόν παρομοιάζονται αὐτοὶ ποὺ συνταιριάζουν τὸν γουρουνίσιο καὶ βρώμικο βίο τους μὲ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ ποὺ ὑποδουλώνονται στὴν ἁμαρτία· θεωροῦν εὐχαρίστηση καὶ ἡδονὴ τὴν ἁμαρτία ποὺ προξενεῖ πικρή κόλαση καὶ πολλές φορές αὐτοὺς ποὺ προτρέπουν τοὺς τέτοιου εἴδους ἀνθρώπους σὲ μετάνοια τοὺς ἐχθρεύονται ἢ ἀπὸ ἀναισθησία τοὺς κοροϊδεύουν γιὰ ὅσα εἶπαν καὶ τοὺς περιπαίζουν, ἢ καὶ καθόλου δὲν δίνουν σημασία στὴ δύναμη τῶν λεγομένων.
  8.  Ἀλλὰ «σκληρύνθηκε», λέει ὁ Θεὸς διὰ τοῦ Ἠσαΐα, «ή καρδιὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ βαριάκουσαν στ’ αὐτιά τους κι ἔκλεισαν τὰ μάτια τους, ὥστε ποτὲ νὰ μὴ βλέπουν μὲ τὰ μάτια καὶ νὰ μὴν ἀκοῦν μὲ τ’ αὐτιὰ καὶ νὰ νιώσουν μὲ τὴν καρδιὰ καὶ νὰ ἐπιστρέψουν καὶ νὰ τοὺς θεραπεύσω», ἀλλὰ θέλουν, λέει, ἔτσι νὰ ἐπιμένουν στὴν ἁμαρτία, ἕως ὅτου «νὰ ἐρημωθοῦν οἱ πόλεις ἀπὸ τὴν ἀνυπαρξία ἀνθρώπων καὶ ἡ γῆ νὰ ἐγκαταλειφθεῖ ἔρημη».
  9.  Αὐτὸ ἀκριβῶς βλέπουμε ὅτι ἔπαθε κι αὐτὸ τὸ νησί μας, ἡ Κύπρος, καὶ σπίτια πολλὰ καὶ ὅλες σχεδὸν οἱ κωμοπόλεις ἔμειναν ἔρημες καὶ ἀκατοίκητες ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Λένε· «σπίτια μεγάλα καὶ καλά», «καὶ δὲν θὰ ὑπάρχουν αὐτοὶ ποὺ τὰ κατοικοῦν κι αὐτὸς ποὺ σπέρνει ἕξι ἀρτάβες θὰ κάνει τρία μέτρα». Κι αὐτὸ ἐμεῖς τὸ πάθαμε γιὰ πολλὰ χρόνια, ἀλλὰ οὔτε ἔτσι ἀποκτήσαμε ἐπίγνωση τῶν καρπῶν τῶν ἔργων μας, οὔτε νιώσαμε στὴν καρδιὰ ἀπὸ ποῦ ἄραγε καὶ ποιός ὁ λόγος τόσο μεγάλης καταστροφῆς, οὔτε ἀκούσαμε αὐτὸν ποὺ μᾶς καλοῦσε καὶ μᾶς ἔλεγε «ἐπιστρέψτε σὲ μένα καὶ θὰ ἐπιστρέψω κι ἐγὼ σὲ σᾶς», ἀλλὰ ὁ καθένας ἔταξε δικό του νόμο στὸν ἑαυτό του τὸ δικό του θέλημα καὶ ἁμαρτάνει ὅπως θέλει, χωρὶς νὰ μνημονεύει οὔτε θάνατο, οὔτε Θεό, οὔτε κρίση.
  10.  Κι αὐτὰ δὲν τὰ γράφουμε ἁπλὰ καὶ ὡς ἔτυχε μιλώντας, ἀλλὰ ἀπὸ θλίψη τῆς καρδιᾶς κι ἐπιθυμώντας ἐκ βάθους τὴν σωτήρια ἐπιστροφὴ καὶ μετάνοια τοῦ καθενός σας, ὥστε νὰ μὴ λυπᾶται, ἀλλὰ νὰ εὐφραίνεται μάλλον ὁ Θεὸς μὲ τὰ ἔργα μας καὶ νὰ μᾶς ἀναδείξει μετόχους τῆς ἀτέλειωτης εὐφροσύνης καὶ βασιλείας του μὲ τὴ χάρη του, γιατὶ σ’ αὐτὸν ταιριάζει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνηση, στὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα πάντοτε, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

 

[1] Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Συγγράμματα, τόμος στ΄, Βίβλος τῶν Κατηχήσεων Α΄, μετάφρ. Βασιλείου Κατσαροῦ, ἔκδ. Ἱερᾶς Βασιλικῆς καί Σταυροπηγιακῆς Μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου, Πάφος-Κύπρος 2021, σ. 292-307.

 

*Το παρόν κείμενο δημοσιεύθηκε στο Περιοδικό “Παρέμβαση Εκκλησιαστική”, τεύχος 61 (Μάιος – Αύγουστος 2025), σελ. 100-102.

churchofcyprus