ΣΑΡΑΝΤΟΣ I. ΚΑΡΓΑΚΟΣ
H ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
«Η ελληνική δολιότης»
Το κήρυγμα του Παΐσιου συνέχισαν οι Βελίνος (1802-1839) και Απρίλωφ, κυρίως οι μαθητές του τελευταίου. Η Ευρώπη αρχίζει να πληροφορείται τα περί υπάρξεως νέου σλαβικού έθνους μόλις το 1840 με το βιβλίο του Ροβέρτου Συπριέν Οι Σλάβοι της Τουρκίας. Το βιβλίο αυτό προκάλεσε αίσθηση στους πνευματικούς κύκλους, γιατί πολλοί αγνοούσαν την ύπαρξη βουλγαρικού έθνους και απορούσαν, που βρίσκεται το έθνος αυτό.
Η Ρωσία έσπευσε αμέσως να εκμεταλλευθεί αυτόν τον εθνικιστικό σπινθήρα και μέσω των πανεπιστημίων της άρχισε να δημιουργεί τη στρατιά των αποστόλων της νέας σλαβικής ιδεολογίας, που για να εξαπλωθεί και να εδραιωθεί, χρησιμοποίησε αρχικώς τη θρησκεία.
Προηγουμένως εχρειάζοντο ορισμένα πειστήρια για την ύπαρξη αυτής της ενότητας. Όμως, κατ’ αντίθεση προς τους άλλους Σλάβους, οι Βούλγαροι δεν έχουν αφήσει μνημεία φιλολογίας.
Την έλλειψη αυτή οι Σλάβοι ιστορικοί απέδωσαν σε δολιότητα των Ελλήνων. Ο πανσλαβιστής Τσέχος ιστορικός Hajec γράφει ότι «οι Έλληνες εξαφάνισαν όλα τα αρχαία βουλγαρικά χειρόγραφα και μνημεία» (Bulgarien unter der Türkenherrschaft, 1925, σ. 124). Δυστυχώς την άποψη αυτή άκριτα υιοθετεί και ο γνωστός μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος στο βιβλίο του Ρήγας Φεραίος και η Βαλκανική Ομοσπονδία, που εκδόθηκε το 1945. Αναφερόμενος στην πολιτική του Πατριαρχείου ο Κορδάτος γράφει: «Πρώτα-πρώτα έστειλαν Ρωμηούς δεσποτάδες στη Βλαχία, Σερβία και Βουλγαρία, ύστερα απαγόρευσαν να τυπώνονται βιβλία στις τοπικές ντοπιολαλιές. Όσα τέτοια βιβλία υπήρχαν τα εξαφάνισαν! Επίσης και την παλιά βιβλιοθήκη των Βουλγάρων Πατριαρχάδων του Τυρνόβου την έκαψαν. Τα αρχαία βουλγαρικά χειρόγραφα κι αυτά καταστράφηκαν».
Αυτά που λέγει ο Κορδάτος είναι ανυπόστατα και ιστορικώς ατεκμηρίωτα. Πέφτει θύμα του μηχανιστικού τρόπου, με τον οποίο ερμηνεύει την ιστορία, κυρίως όμως της κομμουνιστικής του ιδεοπληξίας που είχε διαμορφωθεί μέσα στο κλίμα που διεμόρφωνε η ελεγχόμενη από το Κ.Κ. Βουλγαρίας Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία. Χωρίς να παραβλέπουμε την ύπαρξη κακών κληρικών, σε γενικές γραμμές το Πατριαρχείο -ακόμη και την ώρα που παίζονταν οι τύχες του βόρειου Ελληνισμού- έμεινε πιστό στην οικουμενική αποστολή του. Αν επέμενε στην ελληνική γλώσσα, αυτό δεν το έκανε ως όργανο μιας ελληνικής πολιτικής. Απλώς, η ελληνική ήταν η πνευματική γλώσσα της Ρωμηοσύνης, από την οποία δεν έπρεπε ν’ αποσπασθούν οι ορθόδοξοι πληθυσμοί της Βαλκανικής, κυρίως. Ακόμη, αν το Πατριαρχείο εφάρμοζε εξ αρχής στενή εθνικιστική πολιτική, δεν θα υπήρχαν σήμερα οι βαλκανικές εθνότητες, θα είχαν εξελληνισθεί. Το Πατριαρχείο απεναντίας, συνετήρησε τις τοπικές διαλέκτους. Ο Γερμανός γεωγράφος Gerlach στο ημερολόγιό του γράφει πως στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου στο Πιρότ οι μοναχοί δίδασκαν τη βουλγαρική γλώσσα. Εξ άλλου το πρώτο βουλγαρικό περιοδικό, που έβγαλε ο Κωνσταντίνος Fotinov, τυπώθηκε στη Σμύρνη το 1844, περιοχή ελεγχόμενη πνευματικά από το Πατριαρχείο. Αλλά και ο έκδοτης, όπως παρατηρεί ο Κων. Άμαντος, «δεν ήτο γνήσιος Βούλγαρος, αν κρίνωμεν από το όνομά του» (Ιστορικαί σχέσεις Ελλήνων, Σέρβων και Βουλγάρων, Αθήναι 1949, σ. 37).
Προπαγανδιστικό μασσάζ
(…)
Τη δυσφορία των σλαβόφωνων πληθυσμών κατά των κοινοτικών αρχόντων, ανωτάτων κληρικών και πλουσίων εμπόρων και γαιοκτημόνων, εκμεταλλεύθηκε επιτηδείως η σλαβική προπαγάνδα και τη μετέτρεψε σε δυσφορία κατά των Ελλήνων γενικά, δηλαδή κατά του ελληνικού πληθυσμού, κατά της ελληνικής παιδείας και εκκλησίας, που κατευθύνονταν από το Πατριαρχείο, το οποίο «αποτελούσαν αμιγώς Έλληνες. Όμως, ο Ελληνισμός ποτέ δεν είχε πολιτικό χαρακτήρα· είχε μόνο πνευματικό. Αν είχε πολιτικό χαρακτήρα, το Πατριαρχείο πολύ πριν από το 1821 αλλά και μετά, θα είχε εκπονήσει σχέδιο εξελληνισμού των Ορθοδόξων που βρίσκονταν υπό την πνευματική του διαποίμανση. Το Πατριαρχείο έμεινε πιστό στην ιδέα της Ρωμηοσύνης, μέσα στην οποία όλοι οι λαοί (Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Βλάχοι κ.λπ.) θα ζούσαν αρμονικά μέσα στο πνεύμα της χριστιανικής αγάπης. Άλλωστε μέσα στα 500 χρόνια της σουλτανικής κυριαρχίας, ποτέ δεν είχαν εκδηλωθεί φυλετικές αντιθέσεις. Τώρα όμως ο σλαβισμός (που είναι πολιτική κίνηση) στρέφεται κατά του Ελληνισμού, που μοιραία παίρνει έναν πολιτικό και φυλετικό κι όχι πια πνευματικό χαρακτήρα. Ο Ελληνισμός συνδέεται περισσότερο με το ελλαδικό κράτος, που είναι γέννημα του Μοριά (είχε κι έχει μοραΐτικο χαρακτήρα) και λιγότερο ή καθόλου με την ΚΠολη. Για τους Έλληνες της Ελλάδος η ΚΠολη γίνεται όραμα προς κατάκτηση κι όχι χώρος ή μέσον για την προβολή του οικουμενικού ελληνικού πνεύματος. Το τοπικιστικό μοραΐτικο πνεύμα, που εκφράζει περιέργως η Αθήνα, νίκησε το οικουμενικό πνεύμα της Πόλης.
Έτσι την ώρα που αρχίζει τη δράση της η σλαβική προπαγάνδα τα δύο βασικά κέντρα του Ελληνισμού, Αθήνα και ΚΠολη, δεν λειτουργούν συντονισμένα. Το ένα αδυνατεί να καταλάβει το άλλο. Άλλωστε, η Αθήνα, με την αυτονόμηση της ελληνικής εκκλησίας, δημιούργησε το πρώτο ρήγμα στο Πατριαρχείο και έδωσε το παράδειγμα και στους άλλους βαλκανικούς λαούς, θα μπορούσε μάλιστα να υποστηριχθεί ότι οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί υπήρξαν περισσότερο ευλαβείς έναντι του Πατριαρχείου από τους ελληνοφώνους, αφού η πρώτη οργανωμένη αντίδραση εναντίον του σημειώνεται μόλις το 1857. Κατά το έτος αυτό άρχισε στο Φανάρι υπό την αιγίδα του Πατριαρχείου Σύνοδος αντιπροσώπων απ’ όλες τις επαρχίες. Στη Σύνοδο αυτή για πρώτη φορά οι Βούλγαροι αντιπρόσωποι ζήτησαν χωριστή εκκλησία και χωριστές κοινότητες. Αυτό σήμανε την αρχή της διασπάσεως του ορθοδόξου στοιχείου της Βαλκανικής.
Υπέρ του σχίσματος τάχθηκαν η Ρωσία (που το υπεκίνησε) και η Γαλλία που το δημιούργησε μέσω των Ιησουιτών και Λαζαριστών, που ήθελαν να προσδέσουν τον παθητικοποιημένο λαό της Βαλκανικής στο Βατικανό. Λόγω της μακράς δουλείας, των συνεχών πολέμων και άλλων συμφορών οι αγροτικοί πληθυσμοί της Βαλκανικής, ιδίως στις περιοχές της Μείζονος Μακεδονίας, παρουσιάζουν μίαν ασθενή αντίσταση στις ξένες προπαγάνδες. Ο αναλφαβητισμός συντελεί στο να πείθονται ότι είναι αυτό που η καλύτερη προπαγάνδα τους «πείθει» ότι είναι. Οι Λαζαριστές, που δημιούργησαν τα σοβαρότερα προβλήματα στον Ελληνισμό, ήσαν Γάλλοι μοναχοί, που ήθελαν να προωθήσουν την επιρροή της καθολικής θρησκείας στη Βαλκανική. Κι επειδή κύριο εμπόδιό τους -ήταν το ελληνοκρατούμενο Πατριαρχείο, η πολεμική τους στράφηκε κατά παντός ελληνικού. Το 1859 εγκατεστάθησαν στο Μοναστήρι (Βιτόλια) και με την προπαγάνδα τους δημιούργησαν τις πρώτες ουνιτικές κοινότητες.
Μέσω, λοιπόν, της Ουνίας, η Γαλλική διπλωματία πίστευε πως θα επηρεάσει τις θρησκευτικές και ακολούθως τις πολιτικές εξελίξεις στη Βουλγαρία.
Πραγματικά, στις 9 Ιουνίου 1861 η Πύλη αναγνώρισε τη «βουλγαροουνιτική» κοινότητα. Αρχηγός της νέας αυτής κοινότητας αναγνωρίστηκε ο καθολικός επίσκοπος Σομπόλσκι, που ήταν παλιός ηγούμενος σε βουλγαρικό μοναστήρι. Η αρχηγία του Σομπόλσκι κράτησε μόνο μία εβδομάδα (έως 18 Ιουνίου 1861). Έκτοτε εξαφανίστηκε. Κανείς δεν έμαθε τι απέγινε, που κατέφυγε. Η εξαφάνιση του Σομπόλσκι σήμανε ανακοπή της καθολικής προπαγάνδας. Οι Βούλγαροι Ορθόδοξοι, ενισχυμένοι και από τη Ρωσία απαίτησαν αυτοκέφαλη, αλλ’ Ορθόδοξη Εκκλησία.
Επικεφαλής της θρησκευτικο-πολιτικής αυτής κινήσεως ετέθησαν δύο βουλγαρικού φρονήματος επίσκοποι, ο Αυξέντιος και ο Ιλαρίων. Το Πατριαρχείο τους είχε αφορίσει από τον Δεκέμβριο του 1860 κι αυτοί είχαν απαντήσει στο αφοριστικό έγγραφο μ’ εκτενές υπόμνημα τον Ιανουάριο του 1861. Το Πατριαρχείο διέταξε τον εκτοπισμό τους στα Πριγκιπόννησα, αλλ’ η τουρκική κυβέρνηση, διαισθανόμενη τον πολιτικό κίνδυνο που αντιπροσώπευαν, τους χώρισε και τους εξόρισε πιο μακριά: τον Αυξέντιο στο Ικόνιο και τον Ιλαρίωνα στον Βόλο. Το 1864 ύστερ΄ από ισχυρή πίεση της ρωσικής διπλωματίας ανεκλήθησαν κι εγκατεστάθησαν στο Ορτάκιοϊ (παλαιό προάστιο της Πόλης στην ευρωπαϊκή ακτή του Βοσπόρου). Το 1866 οι δύο σχισματικοί επίσκοποι ζητούν από τον σουλτάνο αναγνώριση του σχίσματος. Το επόμενο έτος (1867) εκδιώκεται από τους Βουλγάρους ο Έλληνας επίσκοπος Τυρνόβου. Τον Μάιο του ίδιου έτους το «Κεντρικόν μυστικόν βουλγαρικόν κομιτάτου» ζητεί από τον σουλτάνο ν’ αποκτήσει η Βουλγαρία ανεξάρτητη διοίκηση, ο σουλτάνος να πάρει τον τίτλο του βασιλιά της Βουλγαρίας, ν’ αναγνωρισθεί αυτοκέφαλος βουλγαρική εκκλησία και να εγκατασταθεί Βούλγαρος πατριάρχης και βουλγαρική σύνοδος στο Τύρνοβο.
Οι διεκδικήσεις αυτές προωθούνταν με πολλούς και ποικίλους τρόπους. Συγκεκριμένα, το 1865 ο Πέτκο Ροϊκώβ Σλαβέικωφ άρχισε στην ΚΠόλη την έκδοση εφημερίδας με τίτλο Μακεδονία, για την προπαγάνδιση των βουλγαρικών αξιώσεων στους πληθυσμούς της Μακεδονίας. Παραλλήλως, Βούλγαροι προπαγανδιστές, με την ιδιότητα του δασκάλου ή του κληρικού, διέτρεχαν τη μακεδονική ύπαιθρο, για να προσελκύσουν πληθυσμούς. Επειδή η προπαγάνδα προσέκρουσε πρωτίστως στο θρησκευτικό αίσθημα των κατοίκων, ακολούθησαν ένοπλα βουλγαρικά τμήματα. Η «πειθώ» των όπλων είναι πιο άμεση, μαζική και γρήγορη.
Η βουλγαρική Εξαρχία
Αλλ’ η διπλωματία απέδωσε περισσότερα υπέρ των Βουλγάρων. Ο Ρώσος πρεσβευτής στην Πόλη Ιγνάτιεφ, που βρισκόταν σε συνεχή επαφή με το πανσλαβιστικό κομιτάτο Μόσχας και το βουλγαρικό του Γαλατά, συντονίζει και μεθοδεύει όλες τις κινήσεις. Το 1866 ξεσπά η μεγάλη Κρητική επανάσταση. Ο Ιγνάτιεφ, σε συνεργασία με τον Άγγλο πρεσβευτή Έλιοτ (η Αγγλία ήθελε για λογαριασμό της την Κρήτη και δεν επιθυμούσε την ένωση με την Ελλάδα), συνέλαβε το ακόλουθο σχέδιο: Βούλγαροι εθελοντές να πολεμήσουν κατά των Κρητών. Όντως, το 1867 πολλές βουλγαρικές κοινότητες με αίτησή τους ζητούν από τον σουλτάνο να στείλουν ένοπλα τμήματα στην Κρήτη για να πολεμήσουν κατά του κοινού εχθρού! Έτσι εμφανίζονταν στα μάτια του σουλτάνου σαν πιστοί υπήκοοι και σαν αντίβαρο στις εθνικές διεκδικήσεις των Ελλήνων.
Το 1869 έληξε με δραματικό τρόπο η Κρητική επανάσταση. Ο Ιγνάτιεφ έκρινε κατάλληλη τη στιγμή να προωθήσει το βουλγαρικό θρησκευτικό αίτημα. Ο σουλτάνος, για να εκδικηθεί τους Έλληνες και το Πατριαρχείο, υπογράφει στις 10 Μαρτίου 1870 φιρμάνι, που είχε συντάξει ο ίδιος ο Ιγνάτιεφ, με το οποίο αναγνώριζε την αυτόνομη βουλγαρική Εξαρχία και έδινε άδεια λειτουργίας βουλγαρικών σχολείων. Όμως, το άρθρο 10 του φιρμανίου περιέχει διάταξη μακιαβελικής συλλήψεως. Ορίζει ότι, πέρα από τις περιοχές που αναγνωρίστηκαν σαν εξαρχικές, στ’ άλλα μέρη, αν το σύνολο ή τα 2/3 των κατοίκων επιθυμούν να υπαχθούν στην Εξαρχία, μπορούν να ενταχθούν. Το άρθρο αυτό έφερε τη διαίρεση ανάμεσα στον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό και προωθούσε τον οξύ φυλετικό ανταγωνισμό.
Η 10η Μαρτίου 1870, ημέρα ιδρύσεως του βουλγαρικού εξαρχάτου, πρέπει να θεωρηθεί αφετηρία σχηματισμού του βουλγαρικού κράτους. Οι Βούλγαροι (αλλ’ όχι μόνον αυτοί) έδωσαν ιδιαίτερη λαμπρότητα στην επίσημη τελετή, που έγινε στις 24 Μαΐου 1870 σε μια βουλγαρική μονή του Φαναριού. Πέρα από τους Ρώσους, που δικό τους δημιούργημα ήταν η Εξαρχία, ικανοποιημένοι φαίνονται και οι Άγγλοι. Ο Άγγλος πρεσβευτής Έλιοτ σε έγγραφό του προς το Φόρεϊν Όφις γράφει στις 24 Δεκεμβρίου 1870 πως «το τελευταίο μέτρο της Πύλης για την απελευθέρωση της βουλγαρικής εκκλησίας προκάλεσε άριστη εντύπωση στον πληθυσμό». Η Αγγλία πίστευε ότι θα προσεταιριστεί πολιτικά τους Βουλγάρους. Το Βατικανό πάλι πίστευε ότι θα τους προσεταιρισθεί θρησκευτικά. Όμως, το κέρδος του Βατικανού ήταν η διάσπαση και η σπορά μίσους μεταξύ των Ορθοδόξων. Ο Πάπας πίστευε ότι η Ορθοδοξία θ’ αυτοδιαλυθεί από τις εσωτερικές έριδες που ξεκινούσαν από τις εθνικιστικές διεκδικήσεις, κι έτσι το παλαιό όνειρο της παγκόσμιας κυριαρχίας πάνω σ’ όλους τους Χριστιανούς θα γινόταν πραγματικότητα.
Βέβαια το όνειρο του Πάπα δεν έγινε πραγματικότητα. Όμως πραγματικότητα έγινε η διάσπαση των Ορθοδόξων. Το Πατριαρχείο κήρυξε όλους τους εξαρχικούς Βουλγάρους σχισματικούς. Αλλά το Εξαρχάτο επεκτείνει διαρκώς την επιρροή και την κυριαρχία του. Αξιοποιώντας την αναλογία των 2/3 που αναφέρει το άρθρο 10 του φιρμανίου, αποσπά επί πλέον το 1872 τις επισκοπές του Μπέλες, Αχρίδος και Σκοπιών, παρ’ όλο που εκεί το ελληνικό στοιχείο ήταν υπέρτερο αριθμητικά, οικονομικά και πνευματικά. Όμως οι Βούλγαροι υπήρξαν δραστηριότεροι, μεθοδικότεροι, πρακτικότεροι. Κυρίως, είχαν πίσω τους το πανίσχυρο πανσλαβιστικό κίνημα και τις ξένες προπαγάνδες. Ο Σλαβέικωφ έβγαζε την εφημερίδα του σε γλώσσα ελληνική, για λόγους παραπλανητικούς. Ρώσοι πράκτορες ασκούσαν πίεση πάνω στους τοπικούς πληθυσμούς. Το Πατριαρχείο και αρκετές ελληνικές κοινότητες διαμαρτυρήθηκαν για άσκηση τρομοκρατίας και για νοθεία του εκλογικού αποτελέσματος. Ο γνωστός Τούρκος πολιτικός Μιδάτ πασάς, που διεπνέετο από αντιβουλγαρικά αισθήματα προσπαθούσε – αλλά ματαίως – να περιορίσει τις ρωσικές διεισδύσεις εντός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Συνθήκη Αγίου Στεφάνου – Μεγάλη Βουλγαρία
Το 1875 οι Τούρκοι έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης (που κήρυξαν την ένωσή τους με τη Σερβία) και ανάλογο αυτονομιστικό κίνημα στη Βουλγαρία. Απειλήθηκε γενικότερη βαλκανική σύρραξη. Οι Τούρκοι «συνταγματικοί» ανέτρεψαν τον Αβδούλ Αρίζ και ανέβασαν στο σουλτανικό θρόνο τον Αβδούλ Χαμίτ, που, μέσω του πρωθυπουργού του Μιδάτ, υποσχέθηκε να παραχωρήσει φιλελεύθερο Σύνταγμα, το οποίο θα κατοχύρωνε τις ελευθερίες των υπηκόων του. Ο Μιδάτ πασάς, διαπνεόμενος από αντιβουλγαρικά αισθήματα, κωλυσιεργούσε, για ν’ αποτρέψει τις ρωσικές ραδιουργίες. Οι αντιπρόσωποι των Μ. Δυνάμεων απαίτησαν αυτονομία της Βουλγαρίας και ριζικότερες μεταρρυθμίσεις. Ο σουλτάνος αρνήθηκε, οι πρεσβευτές αποχώρησαν, το λόγο πια θα είχαν τα όπλα.
Η άρνηση του σουλτάνου ήταν ένα θαυμάσιο πρόσχημα για τον τσάρο Αλέξανδρο Β’ να κηρύξει πόλεμο κατά της Τουρκίας (12 Απριλίου 1877). Όπως λέει στο πολεμικό διάγγελμά του, «η άρνηση της Τουρκίας να βελτιώσει τη θέση των Χριστιανών στην Ελληνική χερσόνησο, τον αναγκάζει να λάβει τα όπλα κατά των Τούρκων». Οι Ρώσοι μαζί με τους Ρουμάνους πέρασαν τον Δούναβη, ανέτρεψαν την ηρωική άμυνα του Οσμάν πασά στην Πλεύνα, κατέλαβαν τη Σόφια, τη Φιλιππούπολη και την Αδριανούπολη και προέλασαν έως τον Άγιο Στέφανο, προάστιο της ΚΠόλεως. Οι Τούρκοι υστερ’ από διαπραγματεύσεις τριών μηνών αναγκάσθηκαν να υπογράψουν τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (2 Μαρτίου 1878). Με αυτή:
- Προέκυψε η Μεγάλη Βουλγαρία, της οποίας τα σύνορα άρχιζαν από Βράνια μέχρι Καστοριάς και των ορέων του Γράμμου, εκάλυπταν την κοιλάδα του Αξιού και την Καβάλα, άφηναν έξω την Αλεξανδρούπολη κι έφθαναν έως τον Δούναβη και τον Εύξεινο. (…)
Συνθήκη Βερολίνου ( Ιούνιος 1878)
Νέο συνέδριο άρχισε στο Βερολίνο, υπό την προεδρία του Βίσμαρκ. Υστερ’ από επίπονες διαπραγματεύσεις το συνέδριο έλαβε τις ακόλουθες αποφάσεις:
- Η Βουλγαρία ανεγνωρίσθη ως ανεξάρτητη ηγεμονία, φόρου υποτελής στον σουλτάνο. (…)
ΣΑΡΑΝΤΟΣ I. ΚΑΡΓΑΚΟΣ – ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΗΝ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΩΝ ΣΚΟΠΙΩΝ – ΕΚΔΟΣΕΙΣ GUTENBERG 1992 –ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ