Κωνσταντίνος Κυριακού
ΣΤΙΣ ΦΥΛΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΟΤΖΑ
Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΚΟΛΑΣΗ, Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΕΛΙ
Ο άγριος χειμώνας έδιωξε πρόωρα το μελαγχολικό φθινόπωρο του 1944. Ο πόλεμος στην Αλβανία τελείωσε. Τούς λαούς τού Ανατολικού μπλόκ, για 50 χρόνια, θα τούς πλακώσει η βαριά κόκκινη κάπα τού δράκουλα της κομμουνιστικής δικτατορίας. Η ζωή θα κυλήσει ανάποδα. Ο αιώνιος γλαυκός ήχος της καμπάνας, πού μάς θύμιζε ότι ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ζωής· άρχισε να σβήνει. Οι άνθρωποι πού ζούσαν σ’ αυτή την άβυσσο έμειναν και δίχως αυτή την παρηγοριά. Η πίστη στο Θεό πληγώθηκε και ο κόσμος άρχισε να στρέφει τη ματιά του προς τον Φαραώ δικτάτορα Ενβέρ Χότζα. Αυτός με την χειρότερη μορφή της τρομοκρατίας προσπάθησε να μάς σκοτώσει και την ελπίδα, για να γινόταν ο Σωτήρας μας.
Στην αλβανική επικράτεια ζούσαν Αλβανοί, Έλληνες, Σλάβοι, Αθίγγανοι κ.λπ. Σ’ όλους αυτούς τούς λαούς οι κομμουνιστές, αντί τού φωτός πού τούς είχαν τάξει τούς έφεραν το σκοτάδι, αντί της χαράς τη λύπη, αντί της ομόνοιας τη διχόνοια, αντί της αγάπης το μίσος.
Αυτοί οι φεουδάρχες ούτε σήμερα δεν βρήκαν το κουράγιο να δηλώσουν φανερά, ότι όχι μόνο δεν μπόρεσαν να χτίσουν τον παράδεισο πάνω στη γη, αλλά δεν μπόρεσαν να διαφυλάξουν ούτε τις ανθρώπινες άξιες. Και όταν μιά πολιτική κίνηση αδυνατεί να φυλάξει αυτές τις αξίες, αυτής της ίδιας και όχι των αντιπάλων της, η μοίρα της φυλάει το χειρότερο, όπως και αποδείχτηκε.
Η μαύρη προοπτική στην Αλβανία έγινε αισθητή από τις πρώτες μέρες. Η ανασφάλεια για το σήμερα και για το αύριο ήταν έντονη. Οι νύχτες ήταν φορτισμένες με φόβο. Οι πόρτες των σπιτιών, μέσα στο βαθύ σκοτάδι, φορές χτυπούσαν δυνατά μέχρι πού σπάζαν και φορές πολιτισμένα. Σε κάθε περίπτωση, τα θύματα ακολουθούσουν τούς χασάπηδες και όλοι τους είχαν την ίδια τύχη, δεν ξαναγύριζαν πίσω. Ή τούς δίκαζαν ισόβια ή τούς εξόντωναν.
Σε αναλογία με τις άλλες εθνικότητες στην Αλβανία αυτοί πού βασανίστηκαν και εξοντώθηκαν σε μεγάλο βαθμό, ήταν οι Βορειοηπειρώτες Έλληνες, πού στη γενικότητα είχαν χρυσή καρδιά. Ο φάκελος αυτών φορτωνόταν με φοβερές και ανύπαρκτες κατηγορίες, και μετά οι κανίβαλλοι μας φοβέριζαν, και μάς έπιναν το αίμα για πολλές δεκάδες χρόνια. Αυτούς τούς αθώους, αφού τούς άρπαζαν, τούς έκλειναν σε βρώμικα κελιά ή σε αποχωρητήρια και μετά διέταζαν τις οικογένειες τους να φέρουν ένα στρώμα στην αστυνομία. Δεν είναι ολίγες οι περιπτώσεις πού τα ίδια τα παιδιά έβλεπαν τούς αστυνομικούς να σβαρνίζουν στο τσιμέντο τούς πεσμένους γονείς τους και άλλη ομάδα αστυνομικών να ξεκαρδίζεται στα γέλια στο κεφαλόσκαλο τού ανακριτικού γραφείου. Τις κρύες νύχτες ακούγονταν πυροβολισμοί όπλων και την επόμενη μέρα επαληθευόταν ο φόβος των ενδιαφερομένων. Ο άνθρωπός τους -πατέρας, αδελφός, θείος, κ.λπ – είχε δολοφονηθεί.
Η νέα γενιά μεγάλωνε σ’ ένα εγκληματικό περιβάλλον με οργανωμένες προκλήσεις. Η «επανάσταση» ζητούσε θύματα και, τα πιθανότερα θύματα ήταν αυτοί, τα παιδιά των αντικαθεστωτικών Βορειοηπειρωτών οι οποίοι θα δοκίμαζαν στο πετσί τους για πολλά χρόνια την βία τού κράτους. Η επίθεση των κομμουνιστών εναντίον αυτών των οικογενειών είχε δύο στόχους:
1 Την οικονομική καταστροφή και
2 την ηθική υποβάθμισή τους.
Τα θηλυκά κινδύνευαν να γίνονταν θύματα βιασμού στα γραφεία της κρατικής ασφάλειας (SIGURIMI). Οι οικογένειες πουλούσαν όσο-όσο ό,τι είχαν και δεν είχαν ακόμα και το ίδιο τους το σπίτι για να κρατούσαν στη ζωή τον άνθρωπό τους στη φυλακή.
![]() |
Οι φυλακές του Spac |
Πώς επέζησαν αυτοί οι άνθρωποι; Αυτοί επέζησαν γιατί ήταν παλληκάρια, είχαν πίστη στο Θεό, είχαν υπομονή και κράτησαν ζωντανή την ελπίδα και τον πόθο για την Ελλάδα. Η ζωή αυτών των ανθρώπων ήταν ένας σκληρός αγώνας για την μη επαλήθευση της θεωρίας των κομμουνιστών ότι «οι εχθροί τού λαού είναι τα αποβράσματα μιας γερασμένης και υποβαθμισμένης τάξης».
Αυτοί εμάς μάς ήθελαν μόνον για ζώα δουλειάς. Τα θύματα τού συστήματος ήταν τόσο πολύ απομονωμένα από την κοινωνία πού ο συνάνθρωπος δεν τολμούσε να γύριζε ούτε το κεφάλι και να κοίταζε την πόρτα τού σπιτιού τους. Πολλές φορές οι κομμουνιστές μαλάκωναν τον πόλεμο των τάξεων, αλλά ο φεουδάρχης Ενβέρ μας διαβεβαίωνε ότι:
«Αυτός ο ιερός πόλεμος μπορεί να κάμει ζικ-ζάκ και να αλλάξει μορφές, αλλά δεν θα πάψει ποτέ μέχρι, την ολοκλήρωση της οικοδομήσεως της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όλοι οι εχθροί τον λαού θα έχουν φριχτό τέλος και θα καταλήξουν στο καλάθι των άχρηστων».
Αυτή ήταν η πρακτική πλευρά της θεωρίας τού Μάρξ, για την ανθρώπινη κοινωνία.
Ο Ενβέρ και τα όργανά του ήταν τέρατα με ανθρώπινο πρόσωπο. Εμάς αυτοί μας μισούνε και θα μας μισούνε, γιατί δεν είμαστε αμαρτωλοί σαν και αυτούς, και σ’ αυτούς πάντα θα θυμίζουμε τα εγκλήματά τους, εμείς είμαστε οι κατήγοροί τους. Ίσως δεν θα υποφέραμε τόσο αν δεν εκδηλώναμε την ταυτότητά μας, αλλά είχαμε πάρει υπόψη τις συνέπειες και το να εκδηλωνόμασταν ήταν μία από τις πράξεις πού έδινε νόημα στην ύπαρξή μας. Γι’ αυτό βγάζαμε το πρόσωπο μπροστά τους με περηφάνεια.
Αυτό μάς κόστιζε, μάς χώριζε από ανθρώπους και από πράγματα πού ήταν ζωτικά για μάς, από τούς γονείς μας, από τα παιδιά μας, τ’ αδέλφια μας, μάς χώριζε από το σπίτι μας. Μ’ όλα ταύτα εκείνοι πού εξευτελίστηκαν παγκοσμίως ήταν αυτοί και όχι εμείς.
Ο σκοπός μας ήταν να κρατούσαμε ζωντανό το εθνικό φρόνημα και να πεθαίναμε καθαροί, να πεθαίναμε άνθρωποι. Την Ελλάδα μας την αγαπάγαμε με τον ίδιο τρόπο πού την λάτρευαν και οι παππούδες μας, και είμαστε σίγουροι ότι πράξαμε σωστά, όπως είμαστε σίγουροι ότι η πλειοψηφία τού Ελληνικού λαού δεν μπορεί να νοιώσει τα πάθη μας.
Ίσως σε κάποιους όλα αυτά να μοιάζουν με παραμύθια, γιατί ζήσανε και μεγαλώσανε με άλλες έγνοιες και με άλλους προβληματισμούς. «Ο χορτασμένος δεν πιστεύει το νηστικό».
Για μάς υπήρχαν μόνο υποβαθμισμένες δουλειές, όπως χαμάληδες, εργάτες με τον κασμά και το φτυάρι κ.λπ. Έτσι οι τύραννοι άφηναν ελεύθερες θέσεις εργασίας για τούς δικούς τους, ικανοποιώντας και τα άγρια ένστικτα της μάζας, την οποία την έπαιρναν με το μέρος τους με το κουτάλι αδειανό. Οι «εχθροί του λαού» ήταν το σκιάχτρο πού φοβέριζαν και τρομοκρατούσαν καθημερινά τη μάζα. Και αν καμμιά φορά οι κομματάρχες έκαναν ελιγμό υπέρ κάποιου, αυτό το έκαναν μόνο και μόνον για να «δικαιολογήσουν» τα χτυπήματα σε δεκάδες άλλους.
Όταν ο Ενβέρ Χότζας τα χάλαγε με κάποιο σύμμαχο κράτος, όπως με την Γιουγκοσλαβία στα τέλη της δεκαετίας τού 1940, με την Σοβιετική Ένωση στις αρχές της δεκαετίας τού 1960, ή με την Κίνα στην δεκαετία τού 1970, προσωρινά και υποκριτικά βασίλευε μιά ψεύτικη ησυχία. Αυτή η ησυχία έκρυβε τρομερούς κινδύνους, γιατί έπειτα ακολουθούσαν μυστήριες εξοντώσεις και ξαφνικές καταδιώξεις. Η «κάθαρση» περίμενε πολλούς. Αυτή η κάθαρση ακολουθούσε πάντα μετά από δηλώσεις τού δικτάτορα ότι:
«Το Κόμμα και ο λαός θα αλλάξουν τα φώτα όλων των αντιδραστικών, σε τέτοιο βαθμό πού ούτε στον ύπνο τους δεν θα ονειρεύονται τον χαμένο τους παράδεισο».
Αυτή ήταν η προειδοποίηση για την «σιδερένια σκούπα» πού θα έκλεινε στα κελιά των φυλακών δεκάδες και εκατοντάδες άλλους αθώους. Αυτή η υπό ένταση κατάσταση επεκράτησε κοντά μισόν αιώνα για τούς Βορειοηπειρώτες, γιατί όπως έλεγαν οι κομμουνιστές «με την Μοναρχοφασιστική Ελλάδα η Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας τα έχει πάντα χαλασμένα. Η Ελλάδα είναι ο μεγαλύτερος εχθρός -μάς έλεγαν- γιατί έχει εδαφικές βλέψεις στη μικρή αλλά πανίσχυρη Αλβανία.».
Οι κομμουνιστές καμάρωναν γι’ αυτά πού έκαναν και έλεγαν ότι «καθαρίζουμε την σκόνη από τα άνθη της Άνοιξης».
Όλην αυτή την πίεση την υπεστήκανε τα θύματα αυτής της τυραννίας. Για να επιζούσαμε, εκτός των άλλων, έπρεπε πάντα να κρύβαμε τα αισθήματα και κάθε πρωί να βάζαμε την μάσκα του ευχαριστημένου ανθρώπου.
Στην Αλβανία ο Ενβέρ Χότζα και τα όργανά του καταδίωξαν την εθνική Ελληνική Μειονότητα με τέτοιους άγριους τρόπους, που θα τούς ζήλευε και ο ίδιος ο Στάλιν.
Οι κομμουνιστές ήταν «πανικόβλητοι τρομοκράτες», φοβόνταν την σκιά τους, η μανία τους ήταν να καθάριζαν τούς αντιπάλους τους, πού δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μόνο τα θύματά τους. Η εντολή τού Ενβέρ Χότζα ήταν: «Να χτυπήσουμε την μοναρχοφασιστική αντίδραση στό έμβρυό της».
Εμείς οι Βορειοηπειρώτες, βάσει τού σκεπτικού τους, έχουμε κληρονομήσει το μεγάλο σφάλμα από τη στιγμή πού είδαμε το φως τού Ήλιου, γιατί γεννηθήκαμε Έλληνες. Έτσι έπρεπε από μόνοι μας να καταρτίζαμε την κατηγορία για την καταδίκη μας και να δείχναμε και ικανοποιημένοι. Έπρεπε να τιμωριόμασταν για τρομοκράτες, για πράκτορες της Ελληνικής Ασφάλειας, για συμμετοχή στο νικηφόρο στρατό τού στρατηγού Ναπολέοντα Ζέρβα, για αυτονομιστικές κινήσεις, για σαμποταριστές και για ό,τι άλλο ζητούσαν οι περιστάσεις, βάσει της πολιτικής κατάστασης στην Αλβανία και στο εξωτερικό.
Οι Βορειοηπειρώτες έπρεπε να ζούσαν πάντα με την αγωνία της ανασφάλειας, έπρεπε να ευχαριστιόνταν με το ελάχιστο, να δούλευαν σκληρά και να σκέπτονταν τόσο, όσο τούς επέτρεπε η νέα σοσιαλιστική κοινωνία.
Ο δικτάτορας με την ωραία όψη και με τη βαμμένη ψυχή τα κατάφερε αυτά με δολοφονίες, φυλακίσεις, εξορίες, πείνα, με αυτοαπομόνωση, με ελεγχόμενη παιδεία, με υποκρισία, αθεΐα, με 750.000 πολυβολεία και προπαντός με την διεξαγωγή της επανάστασης μέσα στην ίδια την οικογένεια. Αυτό θα πει να πρόδιδε στη Σιγκουρίμι ακόμη και η μάννα το παιδί.
Για κάθε νέο άνθρωπο που έβαζαν φυλακή έλεγαν ότι δυναμώνει περισσότερο η δικτατορία του προλεταριάτου και η επαγρύπνηση του λαού. Η τροφή αυτή της νεκρής φιλοσοφίας των Μάρξ, Εγκελς, Λένιν και Στάλιν ήταν η αξιοπρέπεια τού κάθε τίμιου ανθρώπου. Αυτήν την περίοδο, κάτοικοι της Βορείου Ηπείρου, έχουν συλληφθεί, βασανισθεί, εξορισθεί και εξοντωθεί, έχουν σβηστεί από το χάρτη ολόκληρα χωριά. Η δικτατορία του Ενβέρ Χότζα εναντίον των Βορειοηπειρωτών άσκησε γενοκτονία· η οποία κατά καιρούς και με άλλες μορφές συνεχίζεται και στις μέρες μας.
Συμπέρασμα: Αν εδώ και τώρα, δεν αντιμετωπιστεί σωστά το Βορειοηπειρωτικό, από εμάς τούς ίδιους από την Ελλάδα, Αμερική και άλλους διεθνείς φορείς θα έχουμε συρρίκνωση ξανά του Ελληνισμού.
Πηγή: Οι ξεχασμένοι ήρωες – Η τραγωδία του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού, Κων. Κυριακού, εκδ. Νέα Θέσις.
Ο Κωνσταντίνος Κυριακού, Έλληνας της Βορείας Ηπείρου, φυλακίστηκε σε ηλικία 18 χρονών για 9 χρόνια από το 74 ως το 1982