Γεννάδιος Σχολάριος꞉ «μητραλοίας» ὁ ἀπεμπολῶν τήν «παραδεδομένην πίστιν» καί ἀποτολμῶν τήν ψευδῆ μετά τῶν Λατίνων ἕνωσιν
ΠΑΤΡ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΣ, ΓΝΗΣΙΟΣ ΦΙΛΟΣ ΤΩΝ ΛΑΤΙΝΩΝ!
Γράφει ὁ κ. Γεώργιος Τραμπούλης, θεολόγος
Δημοσιεύθηκε στήν ἐπίσημη σελίδα τοῦ facebook τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰταλίας ἡ ἀκόλουθη ἀντορθόδοξη ἀλλά καί συνάμα ἐξοργιστική ἀνάρτηση꞉
«Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, Τιμήθηκε μέ Ἰδιαίτερη Θέση στήν Κηδεία τοῦ Πάπα.
Στίς 26 Ἀπριλίου 2025, ἡ Α.Θ. Παναγιότης, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, παρέστη στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στήν Ρώμη, τιμώμενος μέ ἰδιαίτερη θέση, σύμφωνα μέ τά ἐκκλησιαστικά του «προνόμια», ὅπως αὐτά καθορίζονται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς ἀδιαίρετης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας.
Κατά τήν διάρκεια τῆς λαμπρῆς τελετῆς, ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης κατετάγη σέ θέση ἐξαιρετικῆς τιμῆς, πλησίον τῆς Ἁγίας Τράπεζας καί ἐνώπιον τοῦ Σώματος τῶν Καρδιναλίων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ θέση αὐτή συνάδει μέ τόν Γ΄ Κανόνα τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία συγκλήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη τό 381 καί ὁρίζει ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως κατέχει τήν τιμητική δεύτερη θέση μετά τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης:
“Τὸν μὲν τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἐπίσκοπον, ἔχειν τὰ πρεσβεῖα τῆς τιμῆς μετὰ τὸν τῆς Ρώμης Ἐπίσκοπον, διὰ τὸ εἶναι αὐτὴν Νέαν Ρώμην.”
Ἀντίστοιχα, ἡ Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, πού πραγματοποιήθηκε στήν Χαλκηδόνα τό 451, ἐπανεβεβαίωσε ὅτι ὁ Θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως “ἀπολαμβάνει τῶν ἴσων πρεσβείων πρὸς τὴν πρεσβυτέραν Ῥώμην, καὶ ἐν ἐκκλησιαστικοῖς ὑποθέσεσιν ἀναγνωρίζεται ὡς ἡ ἐκείνη, κατατασσόμενος δεύτερος μετ’ αὐτήν”. Τό ἴδιο ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τήν Πενθέκτη (ή Κανόνων) Σύνοδο τοῦ 692.
Ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης χαρακτήρισε τόν Πάπα Φραγκίσκο “πολύτιμο ἀδελφό ἐν Χριστῷ” καί “γνήσιο φίλο τῆς Ὀρθοδοξίας”, προσθέτοντας: “Καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν δώδεκα ἐτῶν τῆς παποσύνης του, ὑπῆρξε πιστός φίλος, συνοδοιπόρος καί ὑποστηρικτής τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου… Ἀφήνει πίσω του ἕνα φωτεινό παράδειγμα αὐθεντικῆς ταπεινοφροσύνης καί ἀδελφικῆς ἀγάπης”».
Κατ’ ἀρχάς νά σημειωθῆ ὅτι σέ ὅλη αὐτήν τήν φιέστα τῆς κηδείας τοῦ πάπα Φραγκίσκου κάπου χαμένος βρισκόταν παραγκωνισμένος καί ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, χωρίς νά κατέχη καμία κεντρική θέση, ὅπως ἄλλωστε ἀναμενόταν. Στήν πραγματικότητα ὑπέστη ἕνα ἐξευτελισμό, σέ ἀντίθεση μέ τούς Οὐνίτες πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν στήν κηδεία καί ἔψαλαν καί στά ἑλληνικά.
Ἀπορεῖ κανείς, πῶς εἶναι δυνατόν, στήν ἐπίσημη σελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰταλίας νά δημοσιεύεται ἡ ὡς ἄνω ἀντορθόδοξη καί βλάσφημη ἀνάρτηση, ἡ ὁποία ἀνατρέπει τήν Ὀρθόδοξη Παράδοση καί τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία μίας χιλιετίας, ἀναιρώντας τό μέγα χάσμα πού χωρίζει ἀπό τό 1054 τήν ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τήν στιγμή πού οἱ Βυζαντινοί πρόγονοί μας, χάριν ἐμμονῆς τους στήν Ὀρθόδοξη πίστη, εἶχαν ὡς βίωμα νά παραμένουν μακριά τῶν Λατίνων καί νά μή ἐπιτρέπουν κανένα ἀπολύτως μέ αὐτούς συγχρωτισμό, ἡ ἐπίσημη σελίδα τῆς Μητροπόλεως Ἰταλίας διαγράφει αὐτήν τήν παράδοση καί ὡς ἄλλοι γραικύλοι, γράφει ὅτι «ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, παρέστη στήν ἐξόδιο ἀκολουθία τοῦ Πάπα Φραγκίσκου στή Ρώμη, τιμώμενος μέ ἰδιαίτερη θέση, σύμφωνα μέ τά ἐκκλησιαστικά του “προνόμια”, ὅπως αὐτά καθορίζονται ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς ἀδιαίρετης Χριστιανικῆς Ἐκκλησίας».
Γιά τήν Μητρόπολη Ἰταλίας καί τόν προκαθήμενό της Μητροπολίτη Ρώμης Πολύκαρπο τό σχίσμα τοῦ 1054 ἔχει ἀποκατασταθῆ καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί ἡ ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐξισώνονται καί ὁμιλοῦν γιά μία ἀδιαίρετη ἐκκλησία. Γιά τόν Μητροπολίτη Πολύκαρπο καί οἱ δύο ἐκκλησίες εἶναι κάτοχοι τῆς γνήσιας ἀποστολικῆς πίστεως, τῆς μυστηριακῆς χάριτος καί τῆς ἀποστολικῆς διαδοχῆς, ἀθετώντας ἔτσι τήν σταθερή καί ἁγία Παράδοση τῶν Πατέρων πού θέλει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία νά εἶναι Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική. Ὁ δουλοπρεπής Μητροπολίτης Ρώμης μέ τήν ἀνάρτησή του ἀρνεῖται νά στοιχηθῆ πίσω ἀπό τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας πού θέλουν τό σχίσμα τοῦ 1054 νά συνεχίζη νά ὑφίσταται, ἀφοῦ τό Βατικανό συνεχίζει νά παραμένη ἀμετανόητο καί ἡ φιλαρχία του ἐξακολουθεῖ νά ὁραματίζεται ἕνα παγκόσμιο ἐκκλησιαστικοπολιτικό ὀργανισμό κάτω ἀπό τό σκῆπτρο τοῦ ρωμαίου ποντίφηκα. Αὐτή ἡ φιλαρχία εἶναι πού ὠθοῦσε καί ὠθεῖ σήμερα τό Βατικανό γιά προσέγγιση καί ἕνωση τοῦ διαιρημένου χριστιανικοῦ κόσμου Ἀνατολῆς καί Δύσης.
Ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος Χρυσόστομος Β΄, κρίνοντας τήν ἀπόφαση τῆς Γ΄ Πανορθοδόξου Διασκέψεως στήν Ρόδο τό 1964, πού ὥριζε ὅτι «ἑκάστη ἐκ τῶν κατά τόπους Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐλευθέρα, ἵνα ἐξακολουθῆ, ἐξ ἑαυτῆς καί οὐχί ἐξ ὀνόματος συνόλης τῆς Ὀρθοδοξίας, καλλιεργοῦσα ἀδελφικάς σχέσεις μετά τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας», εἶχε γράψει ὅτι «Δέν γνωρίζομεν διάταξίν τινα τῶν Ἱερῶν Κανόνων, ἐπιτρέπουσαν εἰς Αὐτοκέφαλον Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν νά κοινωνῆ ἐξ ἑαυτῆς καί οὐχί ἐξ ὀνόματος συνόλης τῆς Ὀρθοδοξίας μεθ’ οἱασδήποτε ἑτεροδόξου Ἐκκλησίας…».
Ὅπως ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας κατά τήν πατριαρχεία του ἐξάσκησε τήν διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὡς κοσμική ἐξουσία, ἀσκώντας την προνομιακά καί αὐταρχικά καί οὔτε κἄν δέν ἀνέμεινε, ὅπως θά ὤφειλε, τήν συγκατάθεση καί τῶν ἄλλων αὐτοκεφάλων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, γιά νά ἀνακοινώση τήν ἄρση τοῦ ἀναθέματος τοῦ 1054 τό 1965· ἔτσι καί σήμερα ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί ὁ Προκαθήμενός της λειτουργεῖ ἀνεξέλγκτα καί αὐταρχικά, πέρνοντας ἀποφάσεις καί προβαίνοντας σέ πράξεις, οἱ ὁποῖες ἔρχονται σέ εὐθεῖα ἀντιπαράθεση πρός τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Ὅπως συνέβηκε μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρα γιά τήν ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ 1054, ἔτσι καί στίς ἡμέρες μας ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος προχωρᾶ ἀνεξέλεγκτα σέ ἐνέργειες, ὅπως ἡ ἕνωση μέ τούς Λατίνους, παρεξηγώντας τά ὅρια καί τό πλαίσιο τῶν καθηκόντων του. «…ἀνέλαβε ρόλο νομοθέτη καί μεταρρυθμιστῆ, κατά τρόπο παράνομο καί ἄγνωστο στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ», ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ σέ ὁμιλία του ὁ λόγιος ἀσκητής μοναχός καί συγγραφέας πατήρ Παῦλος ὁ Κύπριος τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1970 μέ θέμα «Ἡ Ἑορτολογική Ἑνότης τῶν Ὀρθοδόξων καί περί “Κοινοῦ Πάσχα”».
Τίθεται ἔτσι τό ἐρώτημα, ἐάν οἱ φιλολατῖνοι καί ἑνωτικοί τοῦ Φαναρίου καί τῶν Μητροπόλεων πού αὐτό ἔχει ὑπό τήν δικαιοδοσία του, ὁμολογοῦν δημόσια μέ τέτοια ἀναισχυντία τίς αἱρετικές ἀπόψεις τους, ὅταν κατ’ ἰδίαν μέ τούς παπικούς κρυφά καί παραβίστο συνευρίσκονται τί εἶναι ἱκανοί νά ὁμολογήσουν;
Ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων καί ἁγίων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, πού θέλει τούς Λατίνους νά εἶναι σχισματικοί καί αἱρετικοί, σύμφωνα μέ τήν νέα θεολογία πού ἀκολουθεῖ τό Φανάρι, ἔχει σήμερα ἀκυρωθῆ. Ἡ ἀδιαίρετη καθολική καί ἀποστολική ἐκκλησία, γιά τήν ὁποία κάνει ἀναφορά ἡ νέα ἐκκλησιολογία καί στήν ὁποία βασίζεται ἡ ἀνάρτηση τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ἰταλίας, δέν εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι ἡ ἐκκλησία τῆς ὁποίας οἱ διάφορες χριστιανικές αἱρετικές ἐκκλησίες καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποτελοῦν μέλη της.
Στό κείμενο τοῦ Balamand τοῦ Λιβάνου, πού ὑπογράφτηκε τό 1993 μέ τούς Λατίνους καί τό ὁποῖο προσφέρει ἐκκλησιαστική πληρότητα καί γνησιότητα στόν παπισμό, ἀναφέρεται ὅτι «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν Ἐκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην, τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολική διαδοχή τῶν ἐπισκόπων- δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιότητα μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν (σσ. τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Λατίνων). Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται ὁ ἀναβαπτισμός. Διά τοῦτον ἀκριβῶς τόν λόγον ἡ Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτάς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς ἐκκλησίας, ἀπό κοινοῦ ὑπευθύνους διά τήν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρός τήν θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτερα ὡς πρός τήν ἑνότητα».
Ὁ Γεώργιος Καραλής σέ κείμενο πού δημοσίευσε μέ τίτλο «Κριτική τοῦ κειμένου “Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τὸν λοιπὸ Χριστιανικὸ κόσμο”», τῆς Συνόδου τῆς Κρήτης, ἀναφερόμενος στήν νέα ἐκκλησιολογία, στήν ὁποία βασίσθηκε καί ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης, γράφει μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ ἀπό τήν μία νά λέει ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία τοῦ συμβόλου τῆς πίστης, ἀλλά ἀπό τήν ἄλλη πρέπει νά τό ἀρνηθεῖ στήν πράξη, κάτι τό ὁποῖο ἐπιβάλλει σέ κάθε ἐκκλησία-μέλος του τό ΠΣΕ προκειμένου νά μπορεῖ νά συμμετάσχει σ’ αὐτό. Ἡ ὑποχρεωτική λοιπόν, γιά ὅλα τά μέλη του, ἐκκλησιολογική θεώρηση τοῦ ΠΣΕ, ἀνακηρύσσει ὅτι μία “ἱστορική” ἐκκλησία, ἐν προκειμένῳ ἡ Ὀρθόδοξη, δέν δύναται νά ταυτίζεται μέ τήν “Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ” πού εἶναι πληρέστερη ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Στήν νέα ἐκκλησιολογία ἑπομένως, δηλώνεται ἀνοικτά ὅτι: ἡ “Ἐκκλησία” ἡ μόνη ἀληθινή, εἶναι πληρέστερη καθώς περιλαμβάνει τήν μετοχή τῶν διαφόρων «ἱστορικῶν ἐκκλησιῶν» πού θά πρέπει νά βρίσκονται σέ κοινωνία, σχέση, καί ὁ τύπος τῆς κοινωνίας ἀποφασίζεται ἀπό τό ΠΣΕ. Οἱ Ὀρθόδοξοι, οἱ Λατῖνοι καί οἱ Προτεστάντες οὐσιαστικά μετέχουν στήν “Ἐκκλησία”, ὅπως τήν ὁρίζει τό ΠΣΕ. Ἡ δέ “Ἐκκλησία” τοῦ ΠΣΕ δέν μπορεῖ ποτέ νά διαιρεθεῖ. Κατά συνέπεια, ἡ διαίρεση σέ «ἱστορικές ἐκκλησίες» προϋποθέτει ἀπομάκρυνση ἀπό τήν καθολικότητα, ἀλλά ὄχι ἀπώλεια. Ἀποτελοῦν μέρος τῆς “Ἐκκλησίας”, ἁπλά, σέ διαφορετικό βαθμό.
Ἡ πίστη δέν εἶναι θεμελιώδης, εἶναι μία ἀναγκαιότητα πού πρέπει νά ἀπελευθερωθεῖ, γιά νά εἴμαστε σέ κοινωνία- σχέση. Τό μόνο πραγματικό γιά τήν σύγχρονη ἐκκλησιολογία εἶναι ἡ κοινωνία- σχέση τῶν «ἱστορικῶν Ἐκκλησιῶν», οἱ ὁποῖες καθότι μετέχουν τῆς “Ἐκκλησίας”, ὀνομάζονται ἀδελφές ἐκκλησίες. Κατά συνέπεια, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μπορεῖ νά πιστεύει ὅτι εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά πρέπει παράλληλα νά ἀναγνωρίσει ὅτι σέ αὐτήν μετέχουν καί αἱρετικές καί σχισματικές ψευδοεκκλησίες, οἱ ὁποῖες σίγουρα πρέπει νά ἀναγνωριστοῦν ὄχι ὡς αἱρετικές ἤ σχισματικές, ἀλλά ὡς διακριτές μέν, ἀλλά πάντως ἀδελφές ἐκκλησίες».
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἄλλοτε οἱ Πατριάρχες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀδέκαστοι κριτές ὅλων ὅσων ἀθετοῦσαν τούς Ἱερούς Κανόνες καί ἀπαγόρευαν τήν προσευχή μέ τούς αἱρετικούς. Κάτι τό ὁποῖο ἐπιβεβαιώνεται ἀπό τήν ἐγκύκλιο τοῦ Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κυρίλλου Ε΄, ἡ ὁποία εἶχε σταλῆ τό 1749 πρός τούς Ὀρθοδόξους τῆς Σίφνου καί τῆς Μυκόνου καί ἔγραφε μεταξύ τῶν ἄλλων ὅτι «… Γράφοντες διά τοῦ παρόντος συνοδικῶς ἐντελλόμεθα καί παραγγέλλομεν πατρικῶς καί πνευματικῶς ὅλους τούς ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ ὀρθοδόξους ἀπό τοῦδε καί εἰς τό ἑξῆς μή τολμήσετε τό σύνολον νά συγκοινωνῆτε μετά τῶν αὐτόθι φρατόρων καί φραγκοπατέρων καί λοιπῶν Δυτικῶν, εἴς τε ἱερά τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίας Μυστήρια καί εἰς τάς λοιπάς ἐκκλησιαστικάς τελετάς, προσευχάς τε καί ἱερουργίας, ἀλλά νά φυλάττετε ἀνόθευτον καί ἀδιάφθορον τό ἀρχαῖον καί πατροπαράδοτον σέβας τῆς εὐσεβοῦς ἡμῶν πίστεως καί τό ἀκοινώνητον ὅλως μετ’ ἐκείνων ἐν πάσαις καί ἱεραῖς τελεταῖς καί ἀκολουθίαις. Ἐάν δέ μετά τήν πατριαρχικήν καί συνοδικήν ἡμῶν ἐπιτίμησιν, πατρικήν τε καί πνευματικήν παραίνεσιν καί νουθεσίαν ταύτην, τολήση τις ἀπό λόγου σας φανῆ ἀπειθής καί ἐναντίος καί εἴτε τις ἐκ τῶν αὐτόθι ἱερέων τολμήση καί φωραθῆ συνευχόμενος τοῖς Λατίνοις ἤ προσφοράς δεχόμενος ἐκείνων ἤ μνήμας ἄγων ὑπέρ αὐτῶν… ὁ τοιοῦτος ἱερεύς θέλει καθυποβληθῆ τελείᾳ καθαιρέσει τῆς ἱερωσύνης αὐτοῦ διά πατριαρχικοῦ καί συνοδικοῦ ἡμῶν γράμματος…».
Αὐτοί ἦσαν ἄλλοτε οἱ Πατριάρχες τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀπαγόρευαν ὁποιονδήποτε συγχρωτισμό μέ τήν αἵρεση, ἐν ἀντιθέσει ὁ σημερινός Πατριάρχης τιμᾶται μέ ἰδιαίτερη θέση «πλησίον τῆς Ἁγίας Τράπεζας καί ἐνώπιον τοῦ Σώματος τῶν Καρδιναλίων τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας». Ὅμως τό ποιό ἀνησυχητικό εἶναι ὅτι σέ ὅλη τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπῆρξε ἕνας Προκαθήμενος ἤ ἕνας Ἐπίσκοπος νά στιγματίση τήν πράξη αὐτή τοῦ Πατριάρχη Βαρθολομαίου καί γενικότερα τίς ἀνεξέλεγκτες καί ἀντορθόδοξες ἐνέργειές του. Σέ ἀντίθεση ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος Σχολάριος εἶχε χαρακτηρίσει «μητραλοίαν» τόν ἀπεμπολοῦντα τήν «παραδεδομένη πίστιν» καί ἀποτολμῶντα τήν ψευδῆ μετά τῶν Λατίνων ἕνωση.