Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Μια αμαρτωλη γυναικα

++

Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1175(2)
Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
18 Μαΐου 2025 (2005)

Τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, ἀγαπητοί μου, ἀνάβουμε λαμπάδα κι ἀκοῦμε γιὰ πρώτη φορὰ τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Στὰ παλιὰ τὰ χρό­νια τὰ εὐλογημένα οἱ ἄνθρωποι τὸ «Χριστὸς ἀνέστη» τὸ ἔλεγαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ ἐ­πὶ σαράντα μέρες. Τώρα ἀκούγεται μόνο τὴ νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, καὶ μετὰ σβήνει πλέον καὶ στὶς καρδιές μας καὶ στὰ χείλη μας.

Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἡ πιὸ τρανὴ ἀπόδειξις ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει, ὅτι εἶνε Θεός, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε ἀληθινή, κι ὅτι κανένας σατανᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ξερριζώσῃ τὸ δέντρο ποὺ λέγεται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Θεὸς ὁ Χριστός! Αὐτὸ φωνάζει καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Ἀκούσατε τί εἶπε τὸ εὐαγγέλιο;

* * *

Μιλάει γιὰ μία γυναῖκα. Κατοικοῦσε σ᾿ ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Σαμαρείας ποὺ λεγόταν Συχάρ. Αὐτὴ παντρεύτηκε, πῆρε ἄντρα, ἀλλὰ δὲν ἔζησε μαζί του πολύ. Σὲ λίγο τὸν ἄφησε καὶ πῆρε δεύτερον ἄντρα. Σύντομα ὅμως τὸν πέταξε κι αὐτὸν καὶ πῆρε τρίτο. Ἀλλὰ κι αὐτὸν τὸν χώρισε καὶ πῆρε τέταρτο. Δὲν ἄργησε νὰ παρατήσῃ κι αὐτὸν καὶ νὰ πάρῃ πέμπτον ἄν­τρα. Μὰ οὔτε ἐκεῖ σταμάτησε· ἔδωσε καὶ σ᾿ αὐ­τὸν μιὰ κλωτσιὰ καὶ πῆρε ἕκτον ἄντρα. Ἕξι ἄντρες ἄλλαξε!
Αὐτὰ συνέβαιναν ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν ἄγνωστο στὸν κόσμο. Πετοῦ­σαν ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα κι ὁ ἄντρας τὴ γυναῖ­κα. Ἀλλ᾿ αὐτὰ γίνονται καὶ σήμερα σὲ ὅσους δὲν πιστεύουν καὶ ζοῦν χωρὶς Θεό. Πλῆθος τώρα τὰ διαζύγια. Πρῶτα στὴν Ἤπειρο, τὴ Μα­κεδονία, τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὸν Πόντο, ἑκατὸ χρόνια περνοῦσαν καὶ διαζύγιο δὲν ἀκουγόταν. Μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα; Ἀπὸ τὰ διαζύγια ζοῦν καὶ πλουτίζουν οἱ δικηγόροι. Μοῦ ᾿λεγε κάποιος χωρικός, ὅτι ἀναγκάστηκε νὰ πουλήσῃ τὸ βόδι του γιὰ νὰ πληρώσῃ τὸ δικηγόρο. Τὰ δικαστήρια ἔγιναν φάμπρικα τοῦ διαβόλου ποὺ βγάζει κάθε μέρα διαζύγια. Θεσπίστηκε ἀκόμα καὶ τὸ αὐτόματο διαζύγιο (ἐγὼ προτίμησα νὰ πάω φυλακὴ παρὰ νὰ ὑπογράφω τέτοια σα­τανικὰ διαζύγια). Φτάσαμε ἔτσι στὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, ποὺ προφήτευσε καὶ εἶπε, ὅτι θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ οἱ ἄντρες θ᾿ ἀλ­λάζουν γυναῖκα ὅπως ἀλλάζουν πουκάμισο καὶ οἱ γυναῖκες θ᾿ ἀλλάζουν ἄντρα ὅπως ἀλ­λάζουν ῥόμπα. Πάει ἡ οἰκογένεια, ἔσβησε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό.
Μὴν παραξενεύεστε λοιπὸν ἀκούγοντας ὅτι ἐκεῖνα τὰ χρόνια μιὰ γυναίκα ἄλλαξε πέν­τε ἄντρες καὶ ζοῦσε μὲ ἕναν ἕκτο ἄντρα παρα­νόμως, ἀστεφάνωτη, ἀφοῦ τέτοια ἀστεφάνω­τα ἀντρόγυνα ὑπάρχουν πολλὰ καὶ σήμερα στὴν πατρίδα μας. Μήπως καὶ στὸν κύκλο σας ὑπάρχει κάποιος ἀστεφάνωτος; Πρῶτα δὲν ὑ­πῆρχε οὔτε ἕνας. Βλέπετε ποῦ φτάσαμε;
Ἂς ἐπανέλθουμε στὴ Σαμαρείτιδα. Αὐτὴ ζοῦσε ἔτσι ἐκεῖ στὸ χωριό της. Εἶχε ὅμως κ᾿ ἕ­να καλό· εἶχε ντροπή. Ἔνιωθε πὼς ἁμαρτάνει, καὶ κρυβόταν. Οἱ γυναῖκες πήγαιναν πρωὶ στὴ βρύση γιὰ νερό· αὐτὴ πήγαινε μεσημέρι, ὅταν ὁ ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες· τότε δειλὰ – δειλὰ ἔβγαινε νὰ πάρῃ νερὸ γιὰ τὸ σπίτι της.
Ἔ, λοιπόν· αὐτὴ ἡ γυναίκα, αὐτὸ τὸ κουρέ­λι τοῦ διαβόλου, σώθηκε καὶ ἔγινε – τί· ἁγία! Πῶς; Πῆγε ὁ Χριστὸς καὶ τὴ βρῆκε. Ξεκίνησε ἀπὸ μακριά, πέρασε βουνὰ λαγκάδια γεφύρια…, περπάτησε μὲ τὰ πόδια του –τότε δὲν ­ὑπῆρχαν αὐτοκίνητα–, βάδισε χιλιόμετρα, κ᾿ ἔφτασε στὸ χωριό. Πῆγε γι᾿ αὐτήν.
Σταμάτησε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ στὴ βρύση κουρασμένος. Κι ὅπως ὁ κυνηγὸς περιμένει τὸ λα­γὸ νὰ περάσῃ, ὅπως ὁ ψαρᾶς ῥίχνει τὸ ἀγ­κίστρι νὰ πιάσῃ τὸ ψάρι, ἔτσι κ᾿ ἐκεῖνος ἔστησε καρτέρι ἐκεῖ καὶ περίμενε. Καὶ νάτην ἔρχεται. Δὲν τὸν ἤξερε τὸ Χριστό. Κατάλαβε ἀπὸ τὰ ῥοῦχα του καὶ ἐν συνεχείᾳ ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὴν προφορά του, ὅτι εἶνε ξένος. Αὐτὴ ἦταν ντόπια. Καὶ οἱ ντόπιοι –ὅπως καὶ μέχρι σήμερα δυστυχῶς– μισοῦσαν τοὺς ξένους. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ βλέπουν τοὺς Σαμαρεῖ­τες καὶ οἱ Σαμαρεῖτες δὲν ἤθελαν νὰ βλέπουν τοὺς Ἰουδαίους. Ὁ Χριστός, ὅπως ἦταν διψασμένος, λέει στὴ γυναῖκα· –Δός μου λίγο νε­ρὸ νὰ πιῶ. Ἀντέδρασε ἐκείνη· –Πῶς τολμᾷς, Ἰουδαῖος ἐσύ, νὰ ζητᾷς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρεί­τισσα νερό; τί δουλειὰ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ντό­πιοι μὲ τοὺς ξένους; Ἀλλὰ ὁ Χριστός, ποὺ ἦρ­θε νὰ ἑνώσῃ τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνῃ ὅλους μιὰ οἰκογένεια, τῆς λέει· –Ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό, ἐσύ θὰ τοῦ ζητοῦ­σες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ἀθάνατο. (Ἐγώ, δηλαδή, ἔχω τὸ ἀθάνατο νερό – ἐννοοῦσε τὴν ἀλήθεια του καὶ τὴ σωτηρία)… Ἔτσι ἄρχισε μιὰ μοναδικὴ συζήτησι, ποὺ ἔκανε τὴ γυναῖκα νὰ θαυμάσῃ καί, ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτή, νὰ ξυπνή­σῃ καὶ νὰ πῇ· –Περιμένουμε τὸ Μεσσία· ὅταν ἔρ­θῃ ἐκεῖνος, θὰ μᾶς τὰ ἐξηγήσῃ ὅλα. –Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ! τῆς εἶπε ὁ Χριστός.
Ἡ ἀποκάλυψις αὐτὴ τῆς ἔκανε τέτοια ἐντύπωσι, ὥστε ἄφησε ἐκεῖ τὴ στάμνα της, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ φωνάζει· –Ἐλᾶτε νὰ δῆ­τε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Οἱ χωριανοὶ ἄφησαν τὶς δουλειές τους, χωρά­φια καὶ ζῷα, καὶ βγῆκαν ὅλοι ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Χριστός. Αὐτὴ ἡ μαρτυρία της ἔκανε πολλοὺς νὰ πιστέψουν. Κάθησαν καὶ τὸν ἄκουγαν ἀχόρ­ταγα. Τὸν παρακάλεσαν μάλιστα καὶ ἔμεινε ἐ­κεῖ δύο μέρες. Νηστικοὶ ἔμεναν κοντά του καὶ τὸν ἄκουγαν συνεχῶς – ὄχι μιὰ ὥρα, ποὺ στεκόμαστε ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία. Κι ἀπὸ τὴ διδα­χή του πίστεψαν πολὺ περισσότεροι. Καὶ ἔλεγαν στὴ γυναῖκα· –Τώρα πιστεύουμε στηριζόμενοι ὄχι πλέον στὰ δικά σου λόγια· οἱ ἴδιοι ἀκούσαμε καὶ διαπιστώσαμε, ὅτι αὐτὸς εἶνε πράγματι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Ἡ γυναίκα αὐτὴ τί ἀπέγινε; Ἀφοῦ πίστεψε στὸ Χριστό, ἄλλαξε ζωή. Διέλυσε τὸ παράνομο συνοικέσιο. Μὲ τὸ βάπτισμά της ὠνομάστηκε Φωτεινή. Πῆρε κατόπιν ἕνα ῥαβδὶ καὶ ἔ­φυγε. Ἔγινε ἱεροκήρυκας. Πέρασε βουνὰ – λαγκάδια, πῆγε παντοῦ. Ἔφτασε –ποῦ νομίζετε;– καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Σμύρνη. Κήρυ­ξε κ᾿ ἐκεῖ τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ ἀργότερα οἱ Ἕλ­ληνες, στὰ χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ἔχτισαν στὴ Σμύρνη μιὰ ὄμορφη ἐκκλησία τῆς Ἁ­γίας Φωτεινῆς. Τὴν ἔχτισαν μέσα σὲ δύο μῆ­νες! Θὰ τὴ θυμοῦνται ὅσοι ὡς στρατιῶτες πῆγαν στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ πέρασαν ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς ν᾿ ἀνάψουν ἕνα κερὶ στὴν εἰκόνα της. Μετὰ μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴ Σμύρνη καὶ βάλανε φωτιά. Τὸ περίφημο τέμ­πλο τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης σώθηκε καὶ ἔχει μεταφερθῆ στὴν Ἀθήνα· βρίσκεται τώρα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης, ποὺ σήμερα πανηγυρίζει.

* * *

Αὐτὰ μὲ λίγα λόγια λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμε­ρα (βλ. Ἰω. 4,5-42), ἀδελφοί μου. Ἐγὼ θέλω νὰ σταματήσω σ᾿ ἕνα σημεῖο. Εἴδαμε, ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή, ὅταν πίστεψε, πῆγε στὸ χωριὸ καὶ φώνα­ξε· Ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸ Χριστό!… Καὶ πῆγαν ὅ­λοι. Καταλαβαίνετε τί θέλω τώρα νὰ πῶ; Ὅτι καὶ σήμερα, κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία λειτουρ­γία, ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ. Μὴ βλέπετε ὅτι οἱ λειτουργοὶ εἴμαστε ἄνθρωποι, παπᾶδες ἢ δε­σποτάδες. Ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι εἴμαστε, ἀτελεῖς ἄνθρωποι εἴμαστε, ἀνίκανοι νὰ κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὰ ἅγια· ἀλλ᾿ ὅταν φορέ­σουμε τὴν ἱερατικὴ στολή, ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ παπᾶς δὲν εἶνε πλέον ἄνθρωπος, δὲν εἶνε ὁ πα­πα – Δημήτρης ἢ ὁ παπα – Νικόλας· εἶνε ὁ Χρι­στὸς ὁ ἴδιος. Κι ὅταν χτυποῦν οἱ καμπάνες τί λένε; Δὲν ἀκοῦτε; Ἐλᾶτε Χριστιανοί, λένε, εἶ­νε ὁ Χριστός στὴν ἐκκλησιά!… Ἐδῶ εἶνε τὸ Εὐ­αγγέλιο, ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος, ἐδῶ ἡ κανδήλα τῆς πίστεως, ἐδῶ τὸ θυμίαμα τῆς προσ­ευχῆς, ἐδῶ ἡ κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος, ἐδῶ τὸ πανά­γιο σῶμα καὶ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ εἶ­νε ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ τί κάνουν; Οἱ Σαμαρεῖ­τες ἔτρεξαν ἀφήνοντας τὰ πάντα. Τώρα, ποὺ εἶνε πάλι ὁ Χριστὸς ἐδῶ καὶ ἡ καμπάνα κράζει Ἐλᾶτε, ποιοί ἔρχονται; Γιά μετρῆστε. Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά; ποῦ εἶνε οἱ νέοι; ποῦ εἶνε οἱ νέ­ες; ποῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί; Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ἐμεῖς σήμερα ἁμαρτάνουμε, ὑστεροῦμε ἐν συγκρίσει μ᾿ ἐκείνους.
Μὴν ἐπηρεάζεστε, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸ πνεῦ­­μα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅταν ἀκοῦτε τὴν καμ­πάνα, φτερὰ στὰ πόδια! Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν νὰ χτυποῦν καμπάνες· ἀλλὰ καὶ χωρὶς καμπάνα γέμιζαν οἱ ἐκκλησιές. Τώρα χτυποῦν καμπάνες, ἀλλὰ «στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅ­σο θέλεις χτύπα». Φτάσαμε σὲ χρόνια σατανικά. Γι᾿ αὐτὸ τιμωρούμεθα καὶ σειόμεθα. Καὶ θὰ γίνουν κι ἄλλα φοβερὰ πράγματα· γιατὶ ἀ­φήσαμε τὸ Θεό, φύγαμε ἀπ᾿ τὸ Θεό.
Αὐτὰ μᾶς διδάκει μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ εἶχε ἕξι ἄντρες, ἀστεφάνωτη, καὶ μετανό­ησε κ᾿ ἔγινε ἡ ἁγία Φωτεινή, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα καὶ ἀκούσαμε τὸ εὐαγγέλιό της.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Κάτω Ὑδρούσης – Φλωρίνης τὴν 24-5-1981. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-5-2005, ἐπανέκδοσις 25-4-2025.

augoustinos-kantiotis