Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΚΒ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 1175(2)
Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος (Ἰω. 4,5-42)
18 Μαΐου 2025 (2005)
Τὸ «Χριστὸς ἀνέστη», ἡ ἀνάστασι τοῦ Χριστοῦ, εἶνε ἡ πιὸ τρανὴ ἀπόδειξις
ὅτι ὁ Χριστὸς ζῇ καὶ βασιλεύει, ὅτι εἶνε Θεός, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶνε
ἀληθινή, κι ὅτι κανένας σατανᾶς δὲν μπορεῖ νὰ ξερριζώσῃ τὸ δέντρο ποὺ
λέγεται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Θεὸς ὁ Χριστός! Αὐτὸ φωνάζει καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα. Ἀκούσατε τί εἶπε τὸ εὐαγγέλιο;
* * *
Μιλάει γιὰ μία γυναῖκα. Κατοικοῦσε σ᾿
ἕνα μικρὸ χωριὸ τῆς Σαμαρείας ποὺ λεγόταν Συχάρ. Αὐτὴ παντρεύτηκε, πῆρε
ἄντρα, ἀλλὰ δὲν ἔζησε μαζί του πολύ. Σὲ λίγο τὸν ἄφησε καὶ πῆρε δεύτερον
ἄντρα. Σύντομα ὅμως τὸν πέταξε κι αὐτὸν καὶ πῆρε τρίτο. Ἀλλὰ κι αὐτὸν
τὸν χώρισε καὶ πῆρε τέταρτο. Δὲν ἄργησε νὰ παρατήσῃ κι αὐτὸν καὶ νὰ πάρῃ
πέμπτον ἄντρα. Μὰ οὔτε ἐκεῖ σταμάτησε· ἔδωσε καὶ σ᾿ αὐτὸν μιὰ κλωτσιὰ
καὶ πῆρε ἕκτον ἄντρα. Ἕξι ἄντρες ἄλλαξε!
Αὐτὰ συνέβαιναν ἐκεῖνα τὰ χρόνια, ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἦταν ἄγνωστο στὸν
κόσμο. Πετοῦσαν ἡ γυναίκα τὸν ἄντρα κι ὁ ἄντρας τὴ γυναῖκα. Ἀλλ᾿ αὐτὰ
γίνονται καὶ σήμερα σὲ ὅσους δὲν πιστεύουν καὶ ζοῦν χωρὶς Θεό. Πλῆθος
τώρα τὰ διαζύγια. Πρῶτα στὴν Ἤπειρο, τὴ Μακεδονία, τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ
τὸν Πόντο, ἑκατὸ χρόνια περνοῦσαν καὶ διαζύγιο δὲν ἀκουγόταν. Μόνο τὸ
φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη χώριζε τὸ ἀντρόγυνο. Τώρα; Ἀπὸ τὰ διαζύγια ζοῦν
καὶ πλουτίζουν οἱ δικηγόροι. Μοῦ ᾿λεγε κάποιος χωρικός, ὅτι ἀναγκάστηκε
νὰ πουλήσῃ τὸ βόδι του γιὰ νὰ πληρώσῃ τὸ δικηγόρο. Τὰ δικαστήρια ἔγιναν
φάμπρικα τοῦ διαβόλου ποὺ βγάζει κάθε μέρα διαζύγια. Θεσπίστηκε ἀκόμα
καὶ τὸ αὐτόματο διαζύγιο (ἐγὼ προτίμησα νὰ πάω φυλακὴ παρὰ νὰ ὑπογράφω
τέτοια σατανικὰ διαζύγια). Φτάσαμε ἔτσι στὰ λόγια τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ
Αἰτωλοῦ, ποὺ προφήτευσε καὶ εἶπε, ὅτι θά ᾿ρθῃ μέρα ποὺ οἱ ἄντρες θ᾿
ἀλλάζουν γυναῖκα ὅπως ἀλλάζουν πουκάμισο καὶ οἱ γυναῖκες θ᾿ ἀλλάζουν
ἄντρα ὅπως ἀλλάζουν ῥόμπα. Πάει ἡ οἰκογένεια, ἔσβησε μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό.
Μὴν παραξενεύεστε λοιπὸν ἀκούγοντας ὅτι ἐκεῖνα τὰ χρόνια μιὰ γυναίκα
ἄλλαξε πέντε ἄντρες καὶ ζοῦσε μὲ ἕναν ἕκτο ἄντρα παρανόμως,
ἀστεφάνωτη, ἀφοῦ τέτοια ἀστεφάνωτα ἀντρόγυνα ὑπάρχουν πολλὰ καὶ σήμερα
στὴν πατρίδα μας. Μήπως καὶ στὸν κύκλο σας ὑπάρχει κάποιος ἀστεφάνωτος;
Πρῶτα δὲν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας. Βλέπετε ποῦ φτάσαμε;
Ἂς ἐπανέλθουμε στὴ Σαμαρείτιδα. Αὐτὴ ζοῦσε ἔτσι ἐκεῖ στὸ χωριό της. Εἶχε
ὅμως κ᾿ ἕνα καλό· εἶχε ντροπή. Ἔνιωθε πὼς ἁμαρτάνει, καὶ κρυβόταν. Οἱ
γυναῖκες πήγαιναν πρωὶ στὴ βρύση γιὰ νερό· αὐτὴ πήγαινε μεσημέρι, ὅταν ὁ
ἥλιος ἔκαιγε τὶς πέτρες· τότε δειλὰ – δειλὰ ἔβγαινε νὰ πάρῃ νερὸ γιὰ τὸ
σπίτι της.
Ἔ, λοιπόν· αὐτὴ ἡ γυναίκα, αὐτὸ τὸ κουρέλι τοῦ διαβόλου, σώθηκε καὶ
ἔγινε – τί· ἁγία! Πῶς; Πῆγε ὁ Χριστὸς καὶ τὴ βρῆκε. Ξεκίνησε ἀπὸ μακριά,
πέρασε βουνὰ λαγκάδια γεφύρια…, περπάτησε μὲ τὰ πόδια του –τότε δὲν
ὑπῆρχαν αὐτοκίνητα–, βάδισε χιλιόμετρα, κ᾿ ἔφτασε στὸ χωριό. Πῆγε γι᾿
αὐτήν.
Σταμάτησε ὁ Χριστὸς ἐκεῖ στὴ βρύση κουρασμένος. Κι ὅπως ὁ κυνηγὸς
περιμένει τὸ λαγὸ νὰ περάσῃ, ὅπως ὁ ψαρᾶς ῥίχνει τὸ ἀγκίστρι νὰ πιάσῃ
τὸ ψάρι, ἔτσι κ᾿ ἐκεῖνος ἔστησε καρτέρι ἐκεῖ καὶ περίμενε. Καὶ νάτην
ἔρχεται. Δὲν τὸν ἤξερε τὸ Χριστό. Κατάλαβε ἀπὸ τὰ ῥοῦχα του καὶ ἐν
συνεχείᾳ ἀπὸ τὰ λόγια καὶ τὴν προφορά του, ὅτι εἶνε ξένος. Αὐτὴ ἦταν
ντόπια. Καὶ οἱ ντόπιοι –ὅπως καὶ μέχρι σήμερα δυστυχῶς– μισοῦσαν τοὺς
ξένους. Οἱ Ἰουδαῖοι δὲν ἤθελαν νὰ βλέπουν τοὺς Σαμαρεῖτες καὶ οἱ
Σαμαρεῖτες δὲν ἤθελαν νὰ βλέπουν τοὺς Ἰουδαίους. Ὁ Χριστός, ὅπως ἦταν
διψασμένος, λέει στὴ γυναῖκα· –Δός μου λίγο νερὸ νὰ πιῶ. Ἀντέδρασε
ἐκείνη· –Πῶς τολμᾷς, Ἰουδαῖος ἐσύ, νὰ ζητᾷς ἀπὸ μένα τὴ Σαμαρείτισσα
νερό; τί δουλειὰ ἔχουμε ἐμεῖς οἱ ντόπιοι μὲ τοὺς ξένους; Ἀλλὰ ὁ
Χριστός, ποὺ ἦρθε νὰ ἑνώσῃ τὸν κόσμο καὶ νὰ κάνῃ ὅλους μιὰ οἰκογένεια,
τῆς λέει· –Ἂν ἤξερες ποιός εἶν᾿ αὐτὸς ποὺ σοῦ ζητάει νερό, ἐσύ θὰ τοῦ
ζητοῦσες καὶ θὰ σοῦ ἔδινε νερὸ ἀθάνατο. (Ἐγώ, δηλαδή, ἔχω τὸ ἀθάνατο
νερό – ἐννοοῦσε τὴν ἀλήθεια του καὶ τὴ σωτηρία)… Ἔτσι ἄρχισε μιὰ
μοναδικὴ συζήτησι, ποὺ ἔκανε τὴ γυναῖκα νὰ θαυμάσῃ καί, ἡ ἁμαρτωλὴ αὐτή,
νὰ ξυπνήσῃ καὶ νὰ πῇ· –Περιμένουμε τὸ Μεσσία· ὅταν ἔρθῃ ἐκεῖνος, θὰ
μᾶς τὰ ἐξηγήσῃ ὅλα. –Ἐγὼ εἶμαι ποὺ σοῦ μιλῶ! τῆς εἶπε ὁ Χριστός.
Ἡ ἀποκάλυψις αὐτὴ τῆς ἔκανε τέτοια ἐντύπωσι, ὥστε ἄφησε ἐκεῖ τὴ στάμνα
της, τρέχει στὸ χωριὸ καὶ φωνάζει· –Ἐλᾶτε νὰ δῆτε κάποιον, ποὺ μοῦ εἶπε
ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς ζωῆς μου· μήπως αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός; Οἱ χωριανοὶ
ἄφησαν τὶς δουλειές τους, χωράφια καὶ ζῷα, καὶ βγῆκαν ὅλοι ἐκεῖ πού
ἦταν ὁ Χριστός. Αὐτὴ ἡ μαρτυρία της ἔκανε πολλοὺς νὰ πιστέψουν. Κάθησαν
καὶ τὸν ἄκουγαν ἀχόρταγα. Τὸν παρακάλεσαν μάλιστα καὶ ἔμεινε ἐκεῖ δύο
μέρες. Νηστικοὶ ἔμεναν κοντά του καὶ τὸν ἄκουγαν συνεχῶς – ὄχι μιὰ ὥρα,
ποὺ στεκόμαστε ἐμεῖς στὴν ἐκκλησία. Κι ἀπὸ τὴ διδαχή του πίστεψαν πολὺ
περισσότεροι. Καὶ ἔλεγαν στὴ γυναῖκα· –Τώρα πιστεύουμε στηριζόμενοι ὄχι
πλέον στὰ δικά σου λόγια· οἱ ἴδιοι ἀκούσαμε καὶ διαπιστώσαμε, ὅτι αὐτὸς
εἶνε πράγματι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός.
Ἡ γυναίκα αὐτὴ τί ἀπέγινε; Ἀφοῦ πίστεψε στὸ Χριστό, ἄλλαξε ζωή. Διέλυσε
τὸ παράνομο συνοικέσιο. Μὲ τὸ βάπτισμά της ὠνομάστηκε Φωτεινή. Πῆρε
κατόπιν ἕνα ῥαβδὶ καὶ ἔφυγε. Ἔγινε ἱεροκήρυκας. Πέρασε βουνὰ –
λαγκάδια, πῆγε παντοῦ. Ἔφτασε –ποῦ νομίζετε;– καὶ στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ
Σμύρνη. Κήρυξε κ᾿ ἐκεῖ τὸ Χριστό. Γι᾿ αὐτὸ ἀργότερα οἱ Ἕλληνες, στὰ
χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ἔχτισαν στὴ Σμύρνη μιὰ ὄμορφη ἐκκλησία τῆς
Ἁγίας Φωτεινῆς. Τὴν ἔχτισαν μέσα σὲ δύο μῆνες! Θὰ τὴ θυμοῦνται ὅσοι ὡς
στρατιῶτες πῆγαν στὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ πέρασαν ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας
Φωτεινῆς ν᾿ ἀνάψουν ἕνα κερὶ στὴν εἰκόνα της. Μετὰ μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στὴ
Σμύρνη καὶ βάλανε φωτιά. Τὸ περίφημο τέμπλο τῆς ἐκκλησίας ἐκείνης
σώθηκε καὶ ἔχει μεταφερθῆ στὴν Ἀθήνα· βρίσκεται τώρα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας
Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης, ποὺ σήμερα πανηγυρίζει.
* * *
Αὐτὰ μὲ λίγα λόγια λέει τὸ εὐαγγέλιο
σήμερα (βλ. Ἰω. 4,5-42), ἀδελφοί μου. Ἐγὼ θέλω νὰ σταματήσω σ᾿ ἕνα
σημεῖο. Εἴδαμε, ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή, ὅταν πίστεψε, πῆγε στὸ χωριὸ καὶ
φώναξε· Ἐλᾶτε νὰ δῆτε τὸ Χριστό!… Καὶ πῆγαν ὅλοι. Καταλαβαίνετε τί
θέλω τώρα νὰ πῶ; Ὅτι καὶ σήμερα, κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία λειτουργία,
ὁ Χριστὸς εἶνε ἐδῶ. Μὴ βλέπετε ὅτι οἱ λειτουργοὶ εἴμαστε ἄνθρωποι,
παπᾶδες ἢ δεσποτάδες. Ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι εἴμαστε, ἀτελεῖς ἄνθρωποι
εἴμαστε, ἀνίκανοι νὰ κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὰ ἅγια· ἀλλ᾿ ὅταν
φορέσουμε τὴν ἱερατικὴ στολή, ἐκείνη τὴν ὥρα ὁ παπᾶς δὲν εἶνε πλέον
ἄνθρωπος, δὲν εἶνε ὁ παπα – Δημήτρης ἢ ὁ παπα – Νικόλας· εἶνε ὁ
Χριστὸς ὁ ἴδιος. Κι ὅταν χτυποῦν οἱ καμπάνες τί λένε; Δὲν ἀκοῦτε; Ἐλᾶτε
Χριστιανοί, λένε, εἶνε ὁ Χριστός στὴν ἐκκλησιά!… Ἐδῶ εἶνε τὸ
Εὐαγγέλιο, ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος, ἐδῶ ἡ κανδήλα τῆς πίστεως, ἐδῶ τὸ θυμίαμα
τῆς προσευχῆς, ἐδῶ ἡ κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος, ἐδῶ τὸ πανάγιο σῶμα
καὶ τὸ τίμιο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ εἶνε ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἴδιος ὁ
Χριστός.
Ἀλλὰ οἱ Χριστιανοὶ τί κάνουν; Οἱ Σαμαρεῖτες ἔτρεξαν ἀφήνοντας τὰ πάντα.
Τώρα, ποὺ εἶνε πάλι ὁ Χριστὸς ἐδῶ καὶ ἡ καμπάνα κράζει Ἐλᾶτε, ποιοί
ἔρχονται; Γιά μετρῆστε. Ποῦ εἶνε τὰ παιδιά; ποῦ εἶνε οἱ νέοι; ποῦ εἶνε
οἱ νέες; ποῦ εἶνε οἱ Χριστιανοί; Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ἐμεῖς σήμερα
ἁμαρτάνουμε, ὑστεροῦμε ἐν συγκρίσει μ᾿ ἐκείνους.
Μὴν ἐπηρεάζεστε, ἀδελφοί μου, ἀπὸ τὸ πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου. Ὅταν
ἀκοῦτε τὴν καμπάνα, φτερὰ στὰ πόδια! Οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐπέτρεπαν νὰ
χτυποῦν καμπάνες· ἀλλὰ καὶ χωρὶς καμπάνα γέμιζαν οἱ ἐκκλησιές. Τώρα
χτυποῦν καμπάνες, ἀλλὰ «στοῦ κουφοῦ τὴν πόρτα ὅσο θέλεις χτύπα».
Φτάσαμε σὲ χρόνια σατανικά. Γι᾿ αὐτὸ τιμωρούμεθα καὶ σειόμεθα. Καὶ θὰ
γίνουν κι ἄλλα φοβερὰ πράγματα· γιατὶ ἀφήσαμε τὸ Θεό, φύγαμε ἀπ᾿ τὸ
Θεό.
Αὐτὰ μᾶς διδάκει μιὰ ἁμαρτωλὴ γυναίκα, ποὺ εἶχε ἕξι ἄντρες, ἀστεφάνωτη,
καὶ μετανόησε κ᾿ ἔγινε ἡ ἁγία Φωτεινή, ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα καὶ
ἀκούσαμε τὸ εὐαγγέλιό της.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Νικολάου Κάτω Ὑδρούσης – Φλωρίνης τὴν 24-5-1981. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-5-2005, ἐπανέκδοσις 25-4-2025.