«Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυµῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν Ἰορδάνῃ ποταµῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξοµολογούµενοι τὰς ἁµαρτίας αὐτῶν» (Μᾶρκ. Α΄, 5). (Καὶ ἐπήγαιναν πρὸς αὐτὸν οἱ κάτοικοι ὁλοκλήρου τῆς Ἰουδαίας καὶ οἱ Ἱεροσολυµῖται καὶ ἐβαπτίζοντο ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου ὅλοι εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταµόν, συγχρόνως δὲ ἐξωµολογοῦντο φανερὰ τὰς ἁµαρτίας των).
«Βλέπεις τὴν ὠφέλεια τῆς ἐξομολογήσεως; Βλέπεις ὅτι σώζονται ὅσοι μετανοοῦν;
Ὁ Ἀχαάβ, ὁ βασιλιὰς τῆς Σαμάρειας ὑπῆρξε ὑπερβολικὰ παράνομος, εἰδωλολάτρης, προφητοκτόνος, ἀσεβὴς καὶ ἄδικος. Ὅταν ὅμως μὲ τὴ βασίλισσα Ἰεζάβελ σκότωσε τὸν Ναβουθαὶ καὶ ἦλθε ὁ προφήτης Ἠλίας καὶ τὸν ἀπείλησε, ἀμέσως ἔδειξε μετάνοια. Ξέσκισε τὴ βασιλικὴ ἐνδυμασία καὶ φόρεσε τὸν πένθιμο σάκκο. Τί εἶπε τότε ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς στὸν Ἠλία; «Βλέπεις τὴ μετάνοια τοῦ Ἀχαάβ; Δὲν θὰ τὸν τιμωρήσω!» (πρβλ. Γ΄ Βασ. 20:29).
Συγχωρεῖ ὁ φιλάνθρωπος Θεὸς τὸν Ἀχαάβ, μολονότι ἔμελλε ἐκεῖνος νὰ συνεχίση τὶς ἁμαρτίες του. Ὁ Κύριος, βέβαια, δὲν ἀγνοοῦσε τὸ μέλλον του, ἀλλὰ τώρα, στὸν καιρὸ τῆς μετάνοιας, τοῦ χαρίζει τὴν ἀνάλογη συγχώρηση. Εἶναι χαρακτηριστικὸ τοῦ δίκαιου δικαστῆ νὰ ἀνταποκρίνεται κατάλληλα σὲ κάθε περίσταση ποὺ παρουσιάζεται».
- Ὁ μπάρμπα-Θεόδωρος ζοῦσε σ’ ἕνα χωριὸ τοῦ Ξηρομέρου τῆς Αἰτωλοακαρνανίας. Ἦταν περίπου 52 ἐτῶν καὶ δὲν εἶχε ποτὲ ἐξομολογηθῆ. Πήγαινε ὅμως στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶχε καλὴ προαίρεση.
Κάποτε, ὅταν βρέθηκε στὸν Ἀστακό, (κωμόπολη) γιὰ μία ὑπόθεσή του, πῆγε στὸν Ἱ. Ναὸ τοῦ Ἁγίου Νικολάου, βρῆκε τὸν ἐφημέριο π. Ἱερόθεο, ποὺ ἦταν καὶ Πνευματικός, καὶ ἐξωμολογήθηκε. Ἔκανε μία τυπικὴ ἐξομολόγηση καὶ τὶς βαρειὲς ἁμαρτίες δὲν τὶς εἶπε. Ἐκεῖνος γιὰ νὰ τὸν στηρίξη στὴν μετάνοια, τοῦ συνέστησε νὰ ἐπισκεφθῆ τὴν ἱερὰ Μονὴ τοῦ Ἁγίου Γερασίμου στὴν Κεφαλληνία ποὺ πανηγυρίζει τὸ καλοκαίρι στὶς 16 Αὐγούστου.
Πράγματι, ὁ ἀείμνηστος μπάρμπα-Θεόδωρος, μετέβη μὲ ἄλλους προσκυνητὲς στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου στὶς 15 Αὐγούστου. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 15ης Αὐγούστου μεταφέρουν τὴν τιμία Λάρνακα τοῦ Ἁγίου Γερασίμου στὸν μεγάλο ναὸ γιὰ τὴν τελετὴ τῆς πανηγύρεως. Κατὰ τὴν μεταφορὰ ἡ Λάρνακα τοῦ Ἁγίου περνᾶ πάνω ἀπὸ ἀρρώστους, κυρίως δαιμονισμένους καὶ τὴν συνοδεύει ὁ Ἀρχιερεὺς τῆς περιοχῆς, περιστοιχούμενος ἀπὸ πλειάδα ἱερέων τῆς νήσου Κεφαλονιᾶς. Βρέθηκε λοιπὸν καὶ ὁ μπάρμπα-Θεόδωρος ἐκεῖ κοντά, σὰν τὸν Ζακχαῖο, παρακολουθώντας τὴν τελετὴ τῆς μεταφορᾶς τῆς τίμιας Λάρνακας τοῦ Ἁγίου.
Τότε λοιπὸν ξεπετάχτηκε ἕνας δαιμονισμένος καὶ ἄρχισε νὰ λέγη:
«Θόδωρε, τί θέλεις ἐσὺ ἐδῶ; Ἦλθε καὶ ὁ Θόδωρος στὸν Καψάλη!»
(Ἔτσι ἀποκαλεῖ τὸν Ἅγιο Γεράσιμο ὁ διάβολος).
Μετὰ ἀπευθυνόμενος σ’ ἕνα ἄλλο δαιμονισμένο τοῦ λέγει: «Θωμᾶ, ἀκοῦς; Ἦλθε καὶ ὁ Θόδωρος στὸν Καψάλη! Δός του χαβαδάκι!».
Ἄρχισαν, λοιπόν, νὰ τοῦ φωνάζουν ὑπενθυμίζοντας καὶ ἁμαρτίες, τὶς ὁποῖες δὲν εἶχε ἐξομολογηθῆ καὶ οἱ ὁποῖες ἦταν θανάσιμες, ἐνῶ αὐτὸς ἔνιωθε καταντροπιασμένος.
Ἀκούοντας ὅλα αὐτὰ ὁ μπάρμπα-Θεόδωρος, ἔντρομος ἔτρεξε μπροστὰ στὴν τιμία Λάρνακα καὶ ἀπευθυνόμενος στὸν ἀείμνηστο Ἀρχιερέα π. Ἱερόθεο Βουῆ, τοῦ λέγει:
«Τρελλαίνομαι, θέλω Πνευματικὸ νὰ ἐξομολογηθῶ τώρα».
Τότε ὁ ἀείμνηστος Ἀρχιερεὺς σταμάτησε τὴν πομπή, δέχθηκε μὲ στοργὴ τὸν μπάρμπα-Θεόδωρο καὶ ἀνέθεσε σ’ ἕνα Πνευματικὸ νὰ τὸν ἐξομολογήση κατ’ ἰδίαν μέσα στὸν μικρὸ Ἱ. Ναό, ἐνῶ ἡ πομπὴ συνέχισε τὴν πορεία της. Μετὰ οἱ δαιμονισμένοι δὲν μποροῦσαν πλέον νὰ τοῦ ποῦν τίποτε, γιατί εἶχαν σβησθῆ οἱ ἁμαρτίες του μὲ τὴν καλὴ ἐξομολόγηση.
Αὐτὰ τὰ διηγήθηκε αὐτούσια ὁ ἀείμνηστος μπάρμπα-Θεόδωρος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τότε ἄλλαξε ριζικὰ τὴν ζωή του, ζώντας μὲ συνεχῆ μετάνοια καὶ τηρώντας μὲ φόβο Θεοῦ τὶς ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ. Ἔφτασε σὲ ἡλικία 95 ἐτῶν καὶ ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ καὶ μετανοίᾳ.
- Μιὰ φορὰ ἕνας νέος πῆγε στὸν Ἅγιο Παΐσιο καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγώ, Πάτερ Παΐσιε, κάνω πνευματικὴ ζωή, ἐκκλησιάζομαι καὶ κοινωνῶ». Ὁ Ὅσιος τὸν ἄκουγε σιωπηλός, μὲ σκυμμένο τὸ κεφάλι. Ὕστερα τὸν κοίταξε καὶ τὸν ρώτησε:
– Πνευματικὸ ἔχεις; Ἐξομολογεῖσαι;
– Δὲν ἔχω, ἀπάντησε ὁ νέος, ἀλλὰ ὅταν θέλω νὰ κοινωνήσω, ἐξομολογοῦμαι μπροστὰ στὶς εἰκόνες.
Τότε ὁ Ὅσιος εἶπε:
– Μπορεῖς, καλό μου παιδί, νὰ δῆς τὸ πρόσωπό σου χωρὶς καθρέφτη; Εἶναι δυνατὸν νὰ βλέπης τὶς ἁμαρτίες σου, χωρὶς νὰ ἐξομολογῆσαι σὲ Πνευματικό; Γίνεται νὰ παίρνης ἄφεση ἁμαρτιῶν, χωρὶς νὰ βάλη ὁ ἱερέας ἐπάνω σου πετραχήλι καὶ χωρὶς νὰ σοῦ διαβάση συγχωρητικὴ εὐχή;
Κάποιος τοὺς ἔστελνε πρῶτα νὰ ἐξομολογηθοῦν, «γιὰ νὰ φύγη ἡ ὀμίχλη καὶ νὰ καθαρίση ὁ ὁρίζοντας», ὅπως ἔλεγε, καὶ ὕστερα νὰ συζητήσουν μαζί του, ὥστε νὰ μπορέσουν νὰ συνεννοηθοῦν.