Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Ὁ Πατριάρχης εἶναι Ἐπίσκοπος μόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως!

Γράφει ὁ κ. Παναγιώτης Κατραμάδος, θεολόγος

  Οἱοσδήποτε λάβει ἀνὰ χεῖρας καὶ μελετήσει μίαν ἐκκλησιαστικὴν ἱστορίαν θὰ διαπιστώση τὰ ἑξῆς σχετικῶς μὲ τὴν διοικητικὴν διάρθρωσιν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πολιτεύματος. Ἅπαντες οἱ Ἱεράρχαι ὡς διάδοχοι τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἦσαν ἐξ ἀρχῆς –καὶ παραμένουν- ἴσοι μὲ ἰσότιμον ἄποψιν καὶ ψῆφον. Ἡ ἀνάγκη ἐπικοινωνίας τῶν Ἐπισκόπων διὰ τὴν λύσιν πρακτικῶν καὶ δογματικῶν ζητημάτων ἀπήτει τὴν φυσικὴν παρουσίαν αὐτῶν εἰς Ἱ. Συνόδους κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς Ἀποστολικῆς Συνόδου. Λογικὸν καὶ αὐτονόητον ἦτο ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι ἐπεκοινώνουν μὲ τοὺς πλησιοχώρους αὐτῶν Ἐπισκόπους. Ὡς ἀντιλαμβάνεται κανείς, ὅπως διὰ τὸ ἐμπόριον, τὰ ταξίδια, τὰς προμηθείας κάθε περιοχὴ ἀνέπτυσσε σχέσεις μὲ τὰς κεντρικάς πόλεις, ἀναλόγως λοιπὸν ἔπραξαν καὶ οἱ Ἐπίσκοποι. Αἱ κεντρικαὶ πόλεις ἦσαν ἤδη καθορισμέναι ἀπὸ τὸ σύστημα διοικήσεως τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, κα­θὼς ἑκάστη Ἐπαρχία εἶχε ἕδρας διὰ τοὺς τοπικοὺς διοικητάς. Ἑπομένως ὡς ἦτο εὔλογον οἱ Ἐπίσκοποι ποὺ κατεστάθησαν  εἰς αὐτάς τὰς πόλεις ἀπετέλουν τὸ σημεῖον ἀναφορᾶς ὁλοκλήρου τῆς Ἐπαρχίας. Ἡ θέσις τους αὐτὴ δὲν ἦταν αἰώνια οὔτε θείῳ δικαίῳ διὰ τοῦτο καὶ ἡ ἀλλαγὴ τῶν ἑδρῶν Διοικήσεως ἐπέφερεν ἀλλαγὴν καὶ τῆς σπουδαιότητος τοῦ Ἐπισκόπου. Αὐτὸ ἴσως δυσηρέστει κάποιους Ἐπισκόπους, ὅμως δὲν ἠδύναντο νὰ προβάλουν κάποιον θεολογικὸν λόγον, καθὼς οἱ Ἐπίσκοποι ἦταν ἴσοι καὶ ἡ ἀλλαγὴ ἁπλῶς ἐπεφόρτιζε εἰς ἄλλον Ἐπίσκοπον τὰ διαδικαστικὰ μὲ τὴν διοίκησιν.

  Κατὰ τὴν ἐποχὴν τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἰς τὰς ἐκκλησιαστικάς διοικήσεις, αἱ ὁποῖαι συνέπιπτον μὲ τὰς πολιτικάς, προΐστατο ἕνας ἀρχιεπίσκοπος. Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας εἶχε ἐπίβλεψιν τῆς Αἰγύπτου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας τῶν ἀνατολικῶν διοικήσεων, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἐφέσου τῆς δυτικῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Καισαρείας τοῦ Πόντου, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης τοῦ Ἀνατολικοῦ Ἰλλυρικοῦ, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ρώμης τῆς μέσης καὶ κάτω Ἰταλίας κ.λπ. Ἡ σημερινὴ Κωνσταντινούπολις ἦτο μία ἀφανὴς ἐπισκοπή, καθὼς τὸ Βυζάντιον ἦτο ἕνα ἀσήμαντον χωρίον, ἡ ὁποία ὑπήγετο εἰς τὸν Ἀρχιεπίσκοπον Ἡρακλείας, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἐπίβλεψιν τῆς Θράκης.

  Ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ἐπιβεβαιώνει μὲ τὴν ἀναγνώρισιν τῆς Αὐτοκεφαλίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου ὅτι ὅλες αἱ περιφέρειαι τῆς Αὐτοκρατορίας ἦσαν ἀναλόγως ὀργανωμέναι, αὐτοδιοίκητοι καὶ ἐλεύθεραι ἀπὸ ὁποιανδήποτε ἐπέμβασιν τῆς μιᾶς πρὸς τὴν ἄλλην. Αὐτὸ εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικὸν διότι ἀποδεικνύει ὅτι καίτοι ἀπὸ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον κάποιαι ἕδραι π.χ. Ἀντιοχείας κ.λπ. λόγῳ τοῦ γεγονότος ὅτι ἀπετέλεσαν σπουδαῖα κέντρα τῆς πολιτικῆς διοικήσεως ἦταν ἰδιαιτέρως γνωστὰ, εἰς καμίαν περίπτωσιν δὲν ἐδίδετο εἰς αὐτὰ ἡ ἐξουσία νὰ ἀναμειγνύωνται εἰς τὰ ἐσωτερικὰ ἄλλων Ἐπαρχιῶν. Διὰ τοῦτο καὶ ἡ Γ΄ Οἰκουμενικὴ ἀπηγόρευσε τὰς ἐπεμβάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀντιοχείας εἰς τὴν Κύπρον, ὄχι ἀνακηρύττουσα μίαν καινοφανῆ αὐτοκεφαλίαν, ἀλλὰ ἐπιβεβαιώνουσα τὸν ἕως τότε ὑπάρχον σεβασμὸν μεταξὺ Αὐτοκεφάλων Ἀρχιεπισκοπῶν.

  Σταδιακῶς ἕως τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον ἡ συγκεντρωτικὴ τάσις τῶν Αὐτοκρατόρων ὤθησεν εἰς τὴν προβολὴν τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς τοῦ μοναδικοῦ κέντρου τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Κατ’ ἀναλογίαν ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε πλέον ηὐξημένην ἐπιρροὴν ἐπισκιάζουσα τὰς πλησιοχώρους Ἀρχιεπισκοπάς Ἡρακλείας, Ἐφέσου καὶ Καισαρείας. Τοιουτοτρόπως κατὰ τὴν σύγκλησιν τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου τὸ 451 μ.Χ. ὁ 28ος ὁρίζει μὲ σαφήνειαν τὰ μητροπολιτικὰ ὅρια τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Παραθέτομεν μέρος τοῦ Κανόνος εἰς μετάφρασιν:

  «ἀπέδωσαν τὰ πρεσβεῖα στὸν θρόνο τῆς Πρεσβυτέρας Ρώμης, ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ πόλη βασίλευε, καὶ μὲ τὸ ἴδιο σκεπτικὸ κινούμενοι ἀπένειμαν τὰ ἴσα πρεσβεῖα στὸν θρόνο τῆς νέας Ρώμης (= Κωνσταντινουπόλεως), ἐπειδὴ ἡ πόλη τιμήθηκε μὲ τὴν ἐγκαθίδρυση τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας καὶ τῆς συγκλήτου, ὥστε ὁ θρόνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως νὰ μπορεῖ νὰ χειροτονεῖ μόνο τοὺς Μητροπολίτες τῶν πολιτικῶν διοικήσεων Πόντου, Ἀσίας καὶ Θράκης».

  Ἑπομένως τὰ πρεσβεῖα ἀπεδόθησαν χαριστικῶς εἰς τὸ Πατριαρχεῖον διὰ ἀποκλειστικὰ πολιτικοὺς λόγους, οἱ ὁποῖοι σήμερον πρέπει νὰ σημειώσωμεν μὲ ἔμφασιν ὅτι ἔχουν ἐκλείψει. Ἐπιπροσθέτως τὰ πρεσβεῖα ἐδόθησαν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον καὶ ὄχι εἰς τὸν Πατριάρχην προσωπικῶς, δηλαδὴ εἰς σύν­οδον καὶ ὄχι εἰς πρόσωπον. Τί ἀκριβῶς προέβλεπαν; Μόνον τὴν χειροτονίαν, ὄχι τὴν ἐκλογήν, καὶ μόνον Μητροπολιτῶν, οὐχὶ δὲ καὶ τῶν ὑποκειμένων εἰς αὐτοὺς ἁπλῶν Ἐπισκόπων τῶν συγκεκριμένων ἐπαρχιῶν. Ρητῶς λοιπὸν καθορίζεται ὅτι αἱ ἐπαρχίαι ποὺ ἀνήκουν εἰς τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως εἶναι μόνον Πόντου, Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Θράκης. Αὐταὶ βεβαίως ὄχι μὲ τὰ σημερινὰ ὅρια ἀλλὰ μὲ ἐκεῖνα ποὺ ὡρίζοντο τότε ἀπὸ τὴν πολιτικὴν διοίκησιν, ὡς ἀναφέρει ὁ Κανών. Ὁποτεδήποτε τὰ γεωγραφικὰ ὅρια τῆς πολιτικῆς διοικήσεως ἤλλαζαν μετεβάλλοντο καὶ τὰ ἐκκλησιαστικά. Ἑπομένως εἰς τὸ Πατριαρχεῖον -οὐχὶ δὲ εἰς μόνον τὸν Πατριάρχην- σήμερον ἀνήκει μόνον ὁ Πόντος, ἡ Μικρὰ Ἀσία καὶ ἡ Ἀνατολὴ Θράκη, ἐφόσον ἡ Δυτικὴ εὑρίσκεται εἰς ἄλλα πολιτικὰ ὅρια. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ «τῆς βαρβαρικοῖς», ποὺ ἀναφέρει ὁ Κανών, τὰ παρελείψαμεν καθὼς ἔπαυσαν νὰ ὑπάρχουν «βάρβαροι» ἀφ’  ἧς στιγμῆς ἔλαβαν Αὐτοκεφαλίαν ὅλαι αἱ πλησιόχωροι αὐτῶν τῶν διοικήσεων περιοχαί.

  Ἑπομένως ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως εἶναι μόνον Ἐπίσκοπος τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ Μητροπολίτης –δηλαδὴ προεδρεύει τῆς Ἱ. Συνόδου- τῶν Ἐπαρχιῶν Πόντου, Μικρᾶς Ἀσίας καὶ Ἀνατολικῆς Θράκης. Ὁ δὲ τιμητικῶς τίτλος «Οἰκουμενικὸς» ἀπεδόθη τὸ 587 μ.Χ. ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸν ἀποκλειστικῶς εἰς τὸν Πατριάρχην Ἅγ. Ἰωάννην τὸν Νηστευτήν, ὅμως τὸ οἰκειοποιήθησαν καὶ οἱ ἑπόμενοι, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχη κάποιο περιεχόμενον.

  Κατὰ τὴν Ὀθωμανικὴν Αὐτοκρατορίαν προέκυψαν στρεβλώσεις εἰς τὴν ἐκκλησιαστικὴν διοίκησιν, διότι ὁ ἀλλόπιστος κατακτητὴς ἐπεθύμει δι’  ἑνὸς ἀτόμου, τοῦ Πατριάρχου, νὰ ἐλέγχη ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν ἀπανταχοῦ τῆς Γῆς. Τὸ Πατριαρχεῖον ὑπέκυψε, δὲν ἐλησμόνησεν ὅμως ποῖον ἦτο τὸ ἀρχικὸν πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτο τὸ Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως τὸν 19ον αἰῶνα ἀποστέλλον συνοδικὴν ἐπιστολὴν εἰς τὸν Πάπαν Λέοντα τὸν ΙΓ΄ γράφει τὴν ἀλήθειαν:

  «Κάθε Αὐτοκέφαλη Ἐκκλησία καὶ στὴν Ἀνατολὴ καὶ στὴν Δύση ἦταν ἐντελῶς ἀνεξάρτητη καὶ αὐτοδιοίκητη κατὰ τὴν περίοδο τῶν ἑπτὰ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὅπως οἱ Ἐπίσκοποι τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν τῆς Ἀνατολῆς, ἔτσι καὶ οἱ τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Ἱσπανίας, τῆς Γαλλίας, τῆς Γερμανίας καὶ τῆς Βρεττανίας κυβερνοῦσαν τὶς Ἐκκλησίες τους καθένας διὰ τῶν δικῶν τους Τοπικῶν Συνόδων, χωρὶς νὰ ἔχει κανένα δικαίωμα ἀνάμειξης ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος καὶ ὁ ἴδιος ὑπαγόταν καὶ ὑπάκουε στὶς συν­οδικὲς ἀποφάσεις. Γιὰ τὰ σπουδαῖα ζητήματα ποὺ ἀπαιτοῦσαν τὸ κῦρος ὅλης τῆς Ἐκκλησίας συγκαλοῦνταν Οἰ­κουμενικὴ Σύνοδος, ἡ ὁποία ἦταν καὶ εἶναι τὸ μόνο ἀνώτατο κέντρο ἀποφάσεων ὅλης τῆς Ἐκκλησίας».

  Ὁ ἰσχυρισμὸς τοῦ Φαναρίου ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καὶ ὅποια ἄλλη Ἐκκλησία εἶναι θυγατέραι, ἀποδεικνύεται ἱστορικῶς ἀναληθής, καθὼς τὸ Φανάρι ἀπερρόφησεν ἀντικανονικῶς Αὐτοκεφάλους Ἐπαρχίας ποὺ οὐδέποτε τοῦ ἀνῆκαν. Ἀντὶ ἑπομένως νὰ ἰσχυρίζεται ὅτι «ἐπιτροπικῶς» ἔδωσε τὰς Αὐτοκεφαλίας, ἂς γνωρίζη ὅτι οἱ Σουλτᾶνοι μὲ τὴν βίαν ἀνέθεσαν «ἐπιτροπικῶς» αὐτάς εἰς αὐτό, ἕως ὅτου ἐπανεύρουν τὴν Αὐτοκεφαλίαν τους τὸν 19ον αἰῶνα. Ἀντιθέτως μὲ τὴν ἀνάδυσιν τῶν ἐθνικῶν κρατῶν ἡ Κωνσταντινούπολις ἔπαυσε νὰ εἶναι ἡ Πρωτεύουσα Αὐτοκρατορίας καὶ ἑπομένως τὰ «πρεσβεῖα» ἔπαυσαν νὰ ἰσχύουν, ἐφόσον ἐκρημνίσθησαν τὰ πολιτικὰ θεμέλια, εἰς τὰ ὁποῖα αὐτὰ ἐστηρίζοντο.

  Πῶς ἐξηγεῖται ὅτι ἐνῶ τὸ Φανάρι παρεδέχετο τὴν ἀλήθειαν κατὰ τὸν 19ον αἰῶνα, σήμερον προβάλλει ἀνύπαρκτα προνόμια; Μετὰ ἀπὸ 400 χρόνια ἀπολύτου κυριαρχίας κατὰ τὴν Τουρκοκρατίαν ἐδημιουργήθη εἰς τὸν λαὸν ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωσις ὅτι «ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα». Αἱ Μεγάλαι Δυνάμεις ἀπεφάσισαν νὰ ἐκμεταλλευθοῦν αὐτὴν τὴν πλάνην καὶ ἐλέγχοντες τὸ Πατριαρχεῖον νὰ κρατοῦν ὑπὸ ὁμηρίαν ὅλην τὴν Ὀρθοδοξίαν, ἔτσι ὥστε ἀνενόχλητοι νὰ προωθήσουν τὰ σχέδια τῆς ἑνοποιήσεως τοῦ κόσμου ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τους. Τοιουτοτρόπως οἱ μὲν πολιτικοὶ ἐργάζονται τὴν παγκοσμιοποίησιν, τὰ δὲ ὑποχείριά τους, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ταγοί, τὸν οἰκουμενισμόν.

  Ὅσον ἀρνούμεθα νὰ ἀντικρύσωμεν τὴν ἱστορικὴν ἀλήθειαν καὶ ὑποστηρίζομεν τὰς ἀστηρίκτους εἰς τὴν Ἱ. Παράδοσιν φιλοδοξίας τῶν νεοκόπων Φαναριωτῶν, τόσον συνεργοῦμεν εἰς τὴν ἐπέλασιν τῆς νέας «Τουρκοκρατίας».