Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 31/3/2025 [1]
Ὀρθόδοξος Τύπος, 4/4/2025 – 9/5/2025, ἀρ. φύλλων 2537-2541.
Τίτλος δημοσίευσης Ὀ.Τ.: «Οἱ λατινογενεῖς νεωτερισμοί εἰς τήν Θείαν Λειτουργίαν καί Λατρείαν».
(γιὰ καλύτερη ἀνάγνωση δεῖτε τό PDF στό τέλος)
Ἡ Λατινογενὴς Λειτουργική Κίνηση[2], [3] τάχα Ἀναγέννηση ἢ Ἀνανέωση, ἐπιχειρῆται στὴν Ἑλλάδα ἐδῶ καὶ περισσότερο ἀπὸ ἕναν περίπου αἰῶνα, καὶ δὲν ξεκίνησε τό 1999[4] ἀπὸ τὸν μακαριστὸ Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χριστόδουλο, ὅπως ἐσχάτως ἀναφέρθηκε.[5]
Στὴν πρώϊμή της ἀλλὰ συστηματικὴ μορφή, μᾶς ἦρθε κυρίως μέσῳ τοῦ Παναγιώτου Τρεμπέλα[9], [10], [11] (τῶν ὀργανώσεών του, τῶν μαθητῶν του), ποὺ ἐπηρρεάσθηκε ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικοὺς καὶ Προτεστάντες,2 καὶ κυρίως μᾶς ἦρθε μὲ τὴν Βʹ Βατικάνεια Σύνοδο (1962-1965) καὶ τὶς «προετοιμασίες» αὐτῆς.
«Ὅλες αὐτὲς οἱ δραστηριότητες [τῶν Δυτικῶν][12] περιῆλθαν εἰς γνῶσι καὶ ἑνὸς ἕλληνος θεολόγου μὲ ζῆλο διὰ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀλλὰ μὲ ἔμμεσο μαθητεία εἰς τὴν Πατερικὴ παράδοσι, (ἀφοῦ γνώρισε τοὺς Πατέρας μέσῳ τρίτων, δηλαδὴ κάποιων δυτικῶν συγγραφέων, κατὰ συγκινητικὴ μεταγενεστέρα ὁμολογία του, ἀξία νὰ μᾶς διδάξη πολλὰ περὶ ἀρετῆς καὶ ταπεινοφροσύνης). Ἔτσι, λοιπόν, ὁ ὄντως ἀοίδιμος αὐτὸς καθηγητὴς τῆς θεολογίας, ἐπεδόθη μὲ ἐξαιρετικὴ ἀφοσίωσι εἰς τὸ νὰ ἐπικρατήση καὶ εἰς τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο μία βαθεῖα λειτουργικὴ ἀναγέννησι. Μεταξὺ τῶν βασικῶν του αἰτημάτων, (κατὰ τὰ γραφόμενά του ἤδη ἀπὸ τὸ 1948), ἦταν ἡ ἀνάγνωσι τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ,[13], [14], [15] ἡ τέλεσι τῆς Λειτουργίας κατ’ ἐνώπιον τοῦ λαοῦ, (αἴτημα τὸ ὁποῖον ἴσως ἐγκατέλειψε ἀργότερα), ἡ γονυκλισία τῆς Κυριακῆς,[16] οἱ εὐχὲς τοῦ σαραντισμοῦ, ἡ χρῆσι ἀτομικῶν βιβλιαρίων, γιὰ τὴν παρακολούθησι τῆς Λειτουργίας, ἡ ἐνθάρρυνσι τῆς δημιουργίας μιᾶς ψυχολογικῆς ἐξάρσεως κατὰ τὴν λατρεία, κ.τ.λ. (ὅλ' αὐτὰ δανεισμένα, βεβαίως, ἀπὸ τὴ δυτικὴ «λειτουργικὴ κίνησι», ποῦ τόσο ἐθαύμαζε).»2
Ὅμως ἐνῷ αὐτὴ ἡ Λειτουργική Κίνησις φαίνεται δροῦσε στὴν Ἑλλάδα ἀρχικῶς ὑπόκωφα, λόγῳ τῶν ἀντιδράσεων τῶν παραδοσιακῶν Κληρικῶν ἀκόμη καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου,13, 14, [17] ἀργότερα σταδιακὰ καὶ κυρίως μὲ τὴν ἐκλογὴ Ἐπισκόπων ἀπὸ τὶς «Ἀδελφότητες»,[18] ἐπὶ μακαριστοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν Ἰερωνύμου Κοτσώνη (1967-1973),9, [19] «29 νεοεκλεγέντες μητροπολίτες προσκειμένους, πλὴν δύο ἢ τριῶν στὶς ἀδελφότητες ‘ΖΩΗ’ καί ‘ΣΩΤΗΡ’,[20] πολέμιες μέχρι τότε τῆς ἐπίσημης Ἐκκλησίας»,19 ἀπέκτησε διαρκῶς αὐξανόμενη δυναμικὴ καὶ ἐπιρροή.
Ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλὰ ὡς συνέπεια, «ἡ Ἀποστολική Διακονία ἁλώθηκε ἀπὸ στελέχη τῆς ‘ΖΩΗΣ’»,[21], [22], [23] μὲ ὅτι σημαίνει αὐτὸ γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση καὶ τὶς ἐκδόσεις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, καὶ κυρίως τῶν ἐπισήμων Ἱερατικῶν καὶ Ἀρχιερατικῶν αὐτῆς Λειτουργικῶν βιβλίων. Προϊόντος τοῦ χρόνου,13, [24] καὶ μὲ τὴν ἀφόρητον πίεσιν τῶν λειτουργικῶν «ἀναγεννητῶν», στὸ ἐπίσημο Ἱερατικόν ἐκμηδένισαν τὴν παραδοθεῖσα ὑπὸ τῶν Ἁγίων Πατέρων ζῶσα καὶ ἀρχαία Παράδοση· α. τῆς μυστικῆς Προσευχῆς (μυστικῶν Εὐχῶν) τοῦ Ἱερέως[25] (καὶ ὁ πιστός Λαός, μυστικῶς προσεύχεται ἐντὸς τῆς ἐκκλησίας, καὶ ὄχι ἐκφώνως),[26] καὶ β. τοῦ ἀθεάτου τῆς Ἁγίας Τραπέζης κατὰ τὴν Ἁγίαν Ἀναφοράν14 (ἀπὸ τὴν Μ. Εἴσοδο μέχρι τὴν Θεία Κοινωνία) μὲ τὸ κλείσιμο τῆς Ὠραίας Πύλης τοῦ Τέμπλου (πράγμα τὸ ὁποῖον γινόταν φυσικά καὶ στὴν Ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία μέχρι τὸ πρόσφατο παρελθόν).[27]
Οὐχ ἤττονος σημασίας, καὶ οἱ «δύο παράπλευρες ἐνέργειες ποὺ μαρτυροῦν τὴν μεθοδικὴ προσπάθεια ἁλώσεως τῆς θεολογικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως ἀπὸ τὴν ὁμάδα Ἱερωνύμου [Κοτσώνη, 1967-1973] καὶ τοὺς κύκλους τῆς ‘ΖΩΗΣ’· ἡ ἴδρυση Θεολογικῆς Ἀκαδημίας[28] καὶ ἡ ὑπαγωγὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐκπαιδεύσεως στὴν Ἐκκλησία, οὐσιαστικὰ στοὺς κύκλους τῆς ‘ΖΩΗΣ’. Στὸ ἔργο αὐτὸ πρωτοστάτησε ὁ καθηγητὴς Σ. Ἀγουρίδης.[29] Γενικὸς διευθυντὴς τῆς ἐκκλησιαστικῆς αὐτῆς ἐκπαιδεύσεως διορίστηκε ἐπιτελικὸ στέλεχος τῆς ἀδελφότητας «Ζωή», ὁ ἀρχιμανδρίτης Μάξιμος Ψιλόπουλος, ἐνῶ γενικὸς διευθυντὴς θρησκευμάτων ἀνέλαβε ἄλλο ἐπιτελικὸ στέλεχος τῆς «Ζωῆς», ὁ ἐκπαιδευτικὸς σύμβουλος Κ. Κούρκουλας. Ἀποτέλεσμα τῆς παραεκκλησιαστικῆς αὐτῆς εἰσβολῆς στὴν παιδεία ἦταν ὅτι καταδιώχθηκαν ὅλοι οἱ καθηγητὲς ποὺ δὲν εἶχαν ὑποταχθεῖ στὴν ὁμάδα καὶ διορίσθηκαν ‘ἡμέτεροι’ σὲ ὅλες τὶς καίριες θέσεις. Ἡ σύνταξη νέων προγραμμάτων καὶ ἡ συγγραφὴ ἐγχειριδίων ἀνατέθηκαν σὲ συνειδητὰ στελέχη τοῦ ἴδιου κύκλου μὲ ἐπιδίωξη νὰ μορφώσουν τὸν νὲο τύπο θεολόγου καὶ κληρικοῦ».[30]
Βέβαια σὺν τῷ χρόνῳ καὶ ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς πράξεις καὶ τοὺς καρποὺς αὐτῶν (τὸ ἐκκλησίασμα μειώθηκε περίπου 30% ἀπό τό 1967 στό 1970)[31] μαθεύτηκαν τὰ ἀνωτέρω, καὶ «κάηκαν» οἱ ἐν λόγῳ ἀδελφότητες, ἐξέλιπον καὶ οἱ ἰδρυτές των, ὁπότε πῆραν τὴν κατιούσα.
Φαίνεται πάντως, ἀπὸ τὴν ταχύτατη διάδοση τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως καὶ εἰδικὰ τῶν πολλῶν (συνεχῶς ἐφευρισκομένων) νεωτερισμῶν της, στοὺς Πρεσβυτέρους καὶ Ἐπισκόπους τῆς Ἐκκλησίας μας, σήμερα, ὅτι παρόμοιες μέθοδοι καὶ τακτικὲς συνεχίζονται στὴν Ἐκκλησία μας (καλύτερα βέβαια ὀργανωμένες, μυστικὲς καὶ ὑπόκωφες ἀπὸ ὅτι μὲ τὶς Ἀδελφότητες), μὲ ἄλλα πρόσωπα καὶ ὁμαδούλες,18 μὲ περιοδικά, διαδικτυακές ἰστοσελίδες, βιντεο-ἰστότοπους, ἀκαδημίες «θεολογικῶν» σπουδῶν, κλπ..[32]
Μετὰ τὸ 1998, μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου,9 καὶ τοῦ Μητρ. Καισαριανῆς Δανιήλ (ἀπό τό 2000),9 δυστυχῶς ἐπισημοποιήθηκε καὶ ἐδραιώθηκε (ὡς τά σήμερα) ἡ Λατινογενής αὕτη2 Λειτουργική Κίνηση τάχα Ἀναγέννηση, στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, μὲ τὴν (ἀπό τό 2000, ὑπ’ ἀριθμ. πρωτ. 695/ 330/09.02.2000 ἀποφάσεως τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου ἐπί Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου) «Εἰδική Συνοδική Ἐπιτροπή Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως» (2000 - σήμερα), [33], 2, 3, 6 μὲ πρῶτο καὶ ὡς φαίνεται ἰσόβιο Πρόεδρο τὸν Μητροπολίτη Καισαριανῆς Δανιήλ.
Μᾶλλον ὅμως δὲν ἐπιχειρῆται Λειτουργική «Ἀναγέννηση»[34] ἀπό σύνολη τὴν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος,17, [35], [36] οὔτε φαίνεται νὰ ἔχουν ὅλοι λόγο (καὶ ἐνημέρωση) στὶς «εἰδικές» καὶ μὴ Συνοδικές Ἐπιτροπές, ὅπως ἀκριβῶς Ἀρχιερεῖς μας δὲν εἶχαν λόγο στὶς προετοιμασίες καὶ στὶς τελικὲς διπλωματικὲς διατυπώσεις τῶν Οἰκουμενιστῶν στὴν ἐν Κολυμβαρίῳ Σύνοδο (2016), ὅπου στὸ κείμενο γιὰ τοὺς Αἱρετικούς, «πέρασαν» ὅτι αὐτοὶ (οἱ Οἰκουμενιστές) ἤθελαν.[37], [38], [39], [40]
Ἔτσι καὶ ἐδῶ, διὰ τῆς γνησίας θυγατέρας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ,2 τῆς Λειτουργικῆς Κινήσεως ἤ Ἀναγεννήσεως ἤ Ἀνανεώσεως κτλ. (ἐδὼ καὶ περίπου ἕναν αἰῶνα), Λειτουργικά βιβλία, Ἱερατικά, Λειτουργικές παραδόσεις, ἀλλάζουν νεωτεριστικῶς, ἀμφισβητῶντας καὶ καταπατῶντας τὴν παραδοθεῖσα ἐκκλησιαστικὴ καὶ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας, ἐλευθέρως. Καὶ ἐνῷ στὸ Κολυμβάριον ὑπῆρξαν ὀρθόδοξες φωνὲς ἐνάντια στὶς διγλωσσίες, τοὺς διπλωματισμοὺς τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐδῶ, στὶς πολυχρόνιες μεθοδεύσεις τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, λόγῳ τῆς προωθουμένης ὑπ’ αὐτῆς γλυκιᾶς ἐπάρσεως καὶ ἐπιδείξεως (Κληρικαλισμοῦ),[41] ἐλάχιστοι κἂν ἀντιδροῦν.
Γιὰ αὐτὸ καὶ οἱ «Εἰδικές» καὶ μὴ Συνοδικές Ἐπιτροπές, θὰ ἔπρεπε κατὰ τὴν γνώμη μας, ἤδη ἀπὸ τὸν προηγούμενο αἰῶνα, νὰ ἔχουν/εἶχαν Πρόεδρο καί Μέλη μὲ περιορισμένη (π.χ. 4ετῆ) καὶ ὄχι ἰσόβια θητεία, ὥστε νὰ μὴν μονιμοποιοῦνται συγκεκριμένα ἰδεολογικά «ρεύματα» καὶ φατρίες στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ... .
Καλύτερα βέβαια θὰ ἦταν καὶ θὰ εἶναι ὅλοι ἀνεξαιρέτως οἱ Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας (σύνολη ἡ Ἱεραρχία) νὰ ἀσχοληθοῦν προσωπικὰ μὲ τὴν διατήρηση τῆς ζῶσας Ἱερᾶς Λειτουργικῆς μας Παραδόσεως, καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν τὴν Λειτουργία μας καὶ τὰ Ἱερατικὰ στὶς διάφορες ἀριστίνδιν ἐπιτροπές καί στὰ διάφορα συνέδρια.
Ἀρκετοὶ ἐναντιώνονται στὸν Οἰκουμενισμό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἄλλη δέχονται τοὺς νεωτερισμοὺς τῆς θυγατέρας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ: τὰ λατινογενὴ νεωτεριστικά (ἐκτὸς τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως) «γυμνά» Σύνθρονα,[42] τὴν ἐκτόπιση τοῦ Ἐσταυρωμένου65 πίσω στόν τοῖχο στόν ἀέρα (ἄνωθεν τοῦ νεωτεριστικοῦ λατινογενοῦς Συνθρόνου), ἀπὸ τὴν φυσική του καὶ παλαιοχριστινική θέση στὴν Ἁγία Τράπεζα,[43] τὸν Νεο-βαρλααμισμό καὶ Λαϊκισμό,6 τὴν διαρκῶς ἀνοιχτὴ Ὠραία Πύλη, τοὺς Νεωτερισμοὺς τῶν ἐκφώνων Ἱερατικῶν Εὐχῶν, καὶ τῆς ἐσχάτης πλάνης τοῦ ἐκφώνου Καθαγιασμοῦ, καὶ τὴν «versus populum» τέλεση Λειτουργιῶν (δηλ. τέλεση τῆς Λειτουργίας καὶ ἐν γένει Ἀκολουθιῶν, Μνημοσύνων, Ἁγιασμοῦ, Ἀρτοκλασίας) πρός τόν Λαό, πρός τήν δύση,41 κλπ..
Ἀπό τήν μία θρέφουν τό θηρίον τοῦ Οἰκουμενισμοῦ διὰ τῆς Λειτουργικῆς Κινήσεως (Ἀναγεννήσεως), υἱοθετῶντας καὶ προωθῶντας τοὺς ἐν ἀφθονίᾳ Λειτουργικοὺς Νεωτερισμούς, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μάχονται κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὴ ἐπιτυγχάνοντες ἐν τέλει τίποτε τὸ οὐσιαστικὸ στὸν ἀγῶνα τους.
Ἡ λειτουργική «ἀναγέννηση»,2, 6, 10, 33, 35 ἔχει ἐπιφέρει ἤδη - ὡς μή ὤφελε - συντριπτική ἀλλοίωση, λατινογενεῖς νεωτερισμοὺς στὴν Λατρεία μας, καὶ στὴν Τάξιν τῆς Ἐκκλησίας μας μέ:[44]
1. τὴν προτεσταντίζουσα ἀντίληψη τῆς Θείας Λειτουργίας, καί ἐν γένει τῆς Θ. Λατρείας, 6, 33, 35, 65
2. τὴν λανθασμένη θεώρηση ὅτι ὁ Ἱερεύς/Ἐπίσκοπος πρέπει νὰ φαίνεται συνεχῶς στὴν Θεία Λειτουργία, ἐνῷ ὁ Ἱερεύς/Ἐπίσκοπος δὲν φαινόταν σχεδὸν καθόλου στὸν Λαό ἀπὸ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο μέχρι τὴν Θεία Κοινωνία (Ἁγία Ἀναφορά) ἀφοῦ τὸ Καταπέτασμα καὶ τὰ Βημόθυρα ἦσαν (καὶ εἶναι) κλειστά, μαρτυρούμενα ἤδη ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἰωάννη τὸν Χρυσόστομο καὶ σύνολη τὴν Ὀρθόδοξο Λειτουργική Παράδοση μέχρι τίς ἡμέρες μας,[45]
3. τὴν λανθασμένη θεώρηση, ἀκόμη καὶ ἀπὸ Ἐπισκόπους,[46] τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῶν τελουμένων ἐν αὐτῇ ὡς ἀπομίμησιν τοῦ θεάτρου, καὶ θεατρικῶν παραστάσεων,
4. τὶς περιφορὲς τῶν Εἰσόδων (μικρᾶς καὶ μεγάλης) ἀπὸ ἐντὸς ἢ περιμετρικὰ τοῦ Σολέα ποὺ γίνονταν παλαιά, σὲ περιμετρικὰ ὅλης τῆς Ἐκκλησίας μέχρι πίσω στὰ κεριά, καὶ οἱ πιστοὶ ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ ἦσαν πάντοτε στραμμένοι προσευχόμενοι πρὸς Ἀνατολάς, νὰ στρέφονται προτοῦ κἂν νὰ βγεῖ ὁ Ἱερεύς γιὰ τὴν Εἴσοδον, πρὸς Βορρᾶ καὶ Νότον καὶ Δύσιν, καὶ νὰ περιεργάζονται καὶ νὰ περισπῶνται πρὸς ἀλλήλους,
5. τὴν λανθασμένη θεώρηση ἀπὸ Κληρικούς, Ἐπισκόπους, ὅτι ὁ Λαός τάχα παρακολουθεῖ μέ συναισθηματικήν συμμετοχήν [!] σιωπηλῶς τά τελούμενα κατά τά ἱερά μυστήρια καί τάς ἀκολουθίας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ νυχθημέρου, ὅμως ὁ προσευχόμενος Λαός μυστικῶς, μέσα του, προσεύχεται στὴν Ἐκκλησία,26, [47] καὶ κληρικοὶ (ἐσχάτως) τὸν διακόπτουν συνέχεια βάζοντας ἔκφωνη ἀνάγνωση τῶν Προσευχῶν τους· ἂν ὅμως ὁ Λαὸς μιᾶς ἐνορίας ὄντως δὲν προσεύχεται στὴν Λειτουργία, αὐτὸ εἶναι ὄνειδος τῶν Κληρικῶν τοῦ Ναοῦ,[48]
6. τὶς ἔκφωνες διὰ μεγαφώνων Προσευχές τῶν Ἱερέων[49], [50] στὴν Λειτουργία (ἀντί μυστικῶς ὅπως ἔχει ἡ Ὀρθόδοξη Λειτουργική Παράδοση ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια), ποὺ δὲν ἀφήνουν τὸν πιστό Λαό νὰ προσευχηθεῖ,[51], [52], 44
7. τὴν διαρκῆ πρόκληση τῆς προσοχῆς τοῦ Λαοῦ πρὸς τοὺς Ἱερεῖς (=Κληρικαλισμός),[53], [54] κυρίως μὲ τὶς νεωτεριστικὲς ἔκφωνες ἀναγνώσεις τῶν ἱερατικῶν Προσ-ευχῶν.
8. τὰ «Ὅλοι μαζί»[55] τῶν ἀοιδῶν, γιὰ νὰ «κόβουν» τακτικὰ τὴν προσευχή τοῦ πιστοῦ Λαοῦ (τὸ πῆραν τώρα αὐτὸ καὶ Ψάλτες,[56] κατὰ παράβασιν κάθε παραδόσεως καὶ τάξεως)·53 ἂν ἦταν ἐν γνώσει σας, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ἢ ὁ Ὅσιος Ἐφραῖμ ὁ Κατουνακιώτης ἢ ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ἡσυχαστὴς στὸ ἐκκλησίασμα, θὰ τολμούσατε νὰ πεῖτε «ὅλοι μαζί»;25 (πρέπει οἱ νεωτεριστὲς γιὰ 2-3 μῆνες νὰ σταματήσουν νὰ λειτουργοῦν καὶ νὰ πᾶνε στὸ ἐκκλησίασμα νὰ ἐκκλησιάζονται, γιὰ νὰ ὑποφέρουν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ τοὺς ἴδιους τοὺς νεωτερισμούς ποὺ ἐπιβάλλουν στόν πιστό Λαό, καὶ στὸ τέλος μὲ εἰλικρίνεια καὶ φόβο Θεοῦ νὰ θέσουν πρὸς συζήτηση τὰ κατ’ αὐτοὺς θετικὰ καὶ ἀρνητικὰ τῶν νεωτερισμῶν τους),
9. τὴν ἔκφωνον προσευχήν ἑνὸς Ἱερέως καί οἱ λοιποί Συλλειτουργοὶ νὰ ἀκοῦνε (ποὺ εἶναι ἡ προσευχή τους;),13
10. τὸν πρόσφατο νεωτεριστικὸ ἔκφωνο ἢ βροντόφωνο50 Καθαγιασμό τῶν Τιμίων Δώρων[57] (καὶ νὰ μὴν ἀφήνουν τὸν Λαόν νὰ προσευχηθεῖ οὔτε σὲ αὐτὴν τὴν ἱερή στιγμή),26 καὶ τὰ Ἀμήν τοῦ Καθαγιασμοῦ στόν Λαό καί στούς Ψάλτες, λές καὶ ἔχουν ὁ Λαὸς καὶ οἱ Ψάλτες Ἱερωσύνη ...σὰν τοὺς Προτεστάντες·57 τά Ἀμήν αὐτά εἶναι μόνον τῆς Ἱερωσύνης, τῶν Ἱερέων, καὶ κατ’ οἰκονομίαν τῶν Διακόνων (δεῖτε τό Ἱερατικόν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, μέχρι καὶ τοῦ σήμερα),[58], [59]
11. τὸ δασκάλεμα τῶν Ψαλτῶν νὰ ἀφήσουν τὴν Παράδοσιν, νὰ μὴ ψάλλουν τὸ Σὲ ὑμνοῦμεν κατὰ τὴν Παράδοσιν στὴν διάρκεια τοῦ Καθαγιασμοῦ,57 νὰ τὸ λένε τροχάδην ἢ μετὰ τὸν Καθαγιασμό, γιὰ νὰ ἀκούγεται ὁ νεωτεριστικός ἔκφωνος (βροντόφωνος) Καθαγιασμός ἀπὸ τὰ μεγάφωνα,59
12. τὴν κατὰ παράβασιν τοῦ ἰσχύοντος Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας (ΤΜΕ), ἀπὸ τοῦ 2004 ἀργὴ καὶ ἐκτενέστατη ψαλμώδησιν τοῦ Ἀλληλούια πρὸ τοῦ Εὐαγγελίου[60] (ἀκόμη καὶ σὲ μικρὲς ἐνορίες)· γιὰ τὴν ἐπαναφορὰ ὅμως τῶν πάνυ ὠφέλιμων Τυπικῶν καὶ Μακαρισμῶν οὔτε λόγος ἀπὸ τοὺς «ἀναγεννητές»,
13. τὴν διαρκῆ καὶ κατὰ περιόδους ἐπαναλαμβανόμενη αἴτηση γιὰ μετάφραση[61] τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τῶν Λειτουργικῶν κειμένων,6, [62]
14. τὸν διαρκῆ κλονισμό τῶν κιόνων τῆς ζῶσας Ἱερᾶς Παραδόσεως, καὶ τοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ διάφορες προφάσεις, δημοσιεύσεις καὶ συζητήσεις,[63]
15. τὴν ἐν δυνάμει ἀνάδειξη κάθε σχεδὸν Ἐπισκόπου καὶ Κληρικοῦ, σὲ μέγα Τυπικολόγον καὶ μέγα Λειτουργιολόγον, καὶ μάλιστα μὲ «ἄδεια», ἤτοι μὲ ἐλευθερία, νὰ κάνει ὅτι θέλει στὴν Λατρεία μας, καὶ στὴν Τάξη (Τυπικόν) καὶ στὶς Ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐπιλέγοντας κατὰ τὸ δοκοῦν, μὲ μοντερνιστικά, προσωπικὰ καὶ ἰδεολογικὰ ὑποκειμενικὰ κριτήρια (κόβοντας καὶ ράβοντας) ἀπὸ τὸ παρὸν, τὸ παρελθόν, καὶ τὴν ἀρχαιότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ νὰ ἀκολουθοῦν λειτουργικήν Τάξιν, ποὺ ἡ Ἐκκλησία ποτὲ δὲν εἶχε σὲ καμία χρονικὴ στιγμὴ στὴν Ἰστορία της!63
16. τὴν ἀφαίρεση ἢ μετακόμιση ἀπὸ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἀκόμη καὶ τὴν ἀφαίρεση (ἢ μετακόμιση) τῶν Ἐξαπτερύγων, τοῦ Ἀρτοφορίου,[64], [65]
17. τὴν λατινογενὴ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου – χρόνια τώρα – μακρυά ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ πίσω στὸν τοῖχο τῆς Κόγχης ψηλά στὸν ἀέρα (γιὰ νὰ μπεῖ «γυμνό» Σύνθρονο νὰ «φαίνεται»),42, 43, 44
18. τὴν ἐπιλεκτικὴ ἐπαναφορὰ «γυμνῶν», καὶ καταργηθέντων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, Συνθρόνων στὸ Βῆμα ποὺ βλέπουν πρὸς τὴν δύση (στὰ πρότυπα τῶν Λατίνων),42 παραμερίζοντας ἀκόμη καί τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου καὶ τὸν Ἐσταυρωμένο ὡς ἐνοχλητικό,65, [66], [67], 44
19. τὴν μὴ ἐγκατάστασιν τῶν παλαιοχριστιανικῶν εὐρυχώρων Κιβωρίων περί καὶ ἄνω τῆς Ἁγίας Τραπέζης,[68] ποὺ χρησιμεύουν ὡς ταμιεῖον προσευχῆς τῶν Ἱερέων εἰδικὰ στὴν Ἁγία Ἀναφορά,[69]
20. τὴν νεωτεριστικὴ κατασκευὴ τῆς Ὠραίας Πύλης, μὲ πλάτος ...λεωφόρου,[70] γιὰ νὰ ἐξάπτεται ὁ κληρικαλισμός καὶ συνάμα ἡ περιέργεια τοῦ κόσμου, εἰς βάρος τῆς προσευχῆς,
21. τά διαρκῶς ἀνοιχτά Βημόθυρα στήν Θεία Λειτουργία καί στίς Ἀκολουθίες, καὶ τὴν διαρκῶς ἀνοιχτὴ Ὠραία Πύλη,[71], [72] ἀκόμη καί στὴν Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία, 14
22. τὴν ἀθέτηση τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως τοῦ κλεισίματος τοῦ Καταπετάσματος, δηλ. τοῦ ἀθεάτου τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Ἁγία Ἀναφορά, 14
23. τὴν «Λατινίζουσα» πρὸς τὴν δύση (πρός τόν Λαόν, «versus populum») τέλεση τῆς Λειτουργίας (!) σάν τὸν ἀρχιαιρεσιάρχη Λούθηρο, τούς Λατίνους καί Προτεστάντες, 41, [73], [74]
24. τὶς ὑπαίθριες καὶ ἐν σταδίοις Λειτουργίες, στὰ πρότυπα τῶν Λατίνων, Παπικῶν,72, [75]
25. τήν ἄτεμπλη, καὶ ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας,72, 75
26. τήν ἐκπόμπευση καί διαπόμπευση τοῦ Μυστηρίου τῆς Θείας Εὐχαριστίας, μὲ τὶς Λειτουργίες στὸν Σολέα, μέ τήν τέλεση «ὑποδειγματικῶν» Λειτουργιῶν, τάχα γιά μαθητές, καί ἀνάρτηση φωτογραφιῶν σὲ ὅλο τὸ διαδίκτυο, μέ τίς κάμερες καί τίς φωτογραφίες μέσα στό Ἱερό Βῆμα, ἀκόμη καὶ φωτογραφίες τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, τῆς τελέσεως τοῦ Μυστηρίου, καὶ τῆς Προσκομιδῆς,72, 75
27. τὴν τέλεση τῶν Μνημοσύνων, ἐξ ἀποστάσεως, ἀπό τήν Ὠραία Πύλη, στραμμένοι πρός τήν δύση (πρός τόν Λαόν, «versus populum»!),41, [76] ὅμως καί τά Μνημόσυνα Προσευχή εἶναι73 καὶ ὁ Ἱερεύς κατὰ τὴν Παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νὰ πηγαίνει στὸ τραπέζι τοῦ Μνημοσύνου καὶ νὰ τελεῖ τὴν Ἀκολουθία προσευχόμενος πρός τήν Ἀνατολή,
28. τὴν τέλεση ὁμοίως τοῦ Ἁγιασμοῦ, ἀκόμη καί τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ πρός τήν δύση (!)76
29. τὴν τέλεση καὶ τῆς Ἀρτοκλασίας πρός τήν δύση (!)76
30. τὴν τέλεση ἀπαράδοτων Λειτουργιῶν ποὺ δὲν εἶναι τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας,
31. τὴν νομιζόμενη Λειτουργία τοῦ Ἰακώβου, ποὺ δὲν εἶναι τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου, ἀλλὰ μᾶλλον τοῦ τέλους τοῦ 4ου μὲ ἀρχές τοῦ 5ου αἰ. μ.Χ. (ποὺ τὴν εἶχε καταργήσει ἡ Ἐκκλησία μας), καὶ οἱ Λειτουργίες Ἰακώβου ποὺ τελοῦνται, σήμερα, εἶναι «Λειτουργικοὶ αὐτοσχεδιασμοί»,[77]
32. τὸ χαμηλό Δυτικόφερτο τέμπλο, ἐνῷ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ποτέ δέν εἶχε χαμηλό τέμπλο,[78]
33. τὸ ἄτεμπλο Βῆμα, στὰ πρότυπα τῶν Λατίνων καὶ τῶν Προτεσταντῶν,[79], [80], 44
34. τό κατάντημα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος ὡς κέντρου διερχομένων, φωτογράφων (καὶ ἱερόπαιδων-φωτογράφων) καί ἀσχέτων,
35. τό γονάτισμα ἐν Κυριακῇ κατά τήν Ἁγία Ἀναφορά, ἀντίθετα ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες,[81]
36. τὴν συντόμευση τοῦ Ὄρθρου (δηλ. τῆς Κατήχησης), καὶ τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιαστικῶν Ἀκολουθιῶν,8 καὶ τὴν ὑπερ-μεγέθυνση τοῦ χρόνου τῆς Λειτουργίας (καὶ ἰδιαίτερα τοῦ κενοῦ κηρύγματος),
37. τὰ πολλὰ καὶ ὑπερπληθῆ Συλλείτουργα, καὶ Ἀρχιερατικά Πολυσυλλείτουργα στὰ πρότυπα τῶν Παπικῶν[82] (μὲ τὶς χιλιάδες φωτογραφίες καί φλάς)[83] καὶ νὰ μένουν ἀλειτούργητοι Ναοί, Ἐνορίες, καὶ Χωριά, καὶ οἱ παππούδες νὰ μένουν ἀλειτούργητοι στὶς Ἐνορίες πού ἔχτισαν μὲ τὸν ὀβολό τους, (πόσες Κυριακές, τόν χρόνο, χρειάζονται γιὰ νὰ ἐλέγξει ὁ Ἐπίσκοπος πῶς τελεῖ τὴν Λειτουργία ὁ κάθε Πρεσβύτερός του, σὲ κάθε ἐνορία, καὶ πατρικῶς νὰ τὸν νουθετήσει ἀναλόγως; Πού ὁ χρόνος τότε γιὰ Πολυ - Ἀρχιερατικά Συλλείτουργα; —τί εὐχὲς ἀπὸ τὸν πιστὸ Λαὸ καὶ Χάρη ἀπὸ τὸν Θεὸν θὰ ἔπαιρνε ἕνας Μητροπολίτης (καὶ Ἀρχιμανδρίτης) ὅταν θὰ πήγαινε μόνος του (μὲ τὸν Διάκονό του) νὰ λειτουργήσει σὲ ἕνα ἀλειτούργητο χωριὸ (ἢ καὶ σὲ Μονὴ) ποὺ δὲν ἔχει Ἱερέα),
38. τὴν συνοδική καταπάτηση τῶν Πρεσβείων Χειροτονίας (ἀπό τό 1929),[84] καὶ νὰ βλέπει κανείς νεαρούς «ψιλῷ ὀνόματι» Ἀρχιμανδρίτες νὰ προΐστανται πολιῶν ἐγγάμων Κληρικῶν, ποὺ πρὶν λίγο τοὺς εἶχαν Διακόνους στὴν Ἐνορία τους,
39. τὴν κατάντια τῶν φωτογραφιῶν καί τῶν φλάς στοὺς Ναούς, ῥιπές φωτογραφιῶν σὲ κάθε κίνηση τοῦ Ἀρχιερέως, σὲ σημεῖο νὰ διερωτῶνται οἱ πιστοί· τὰ Συλλείτουργα, ἀκόμη καί οἱ ἐπισκέψεις στό Ἅγιον Ὄρος, γίνονται γιὰ τὶς φωτογραφίες, καὶ τὴν ἀνάρτησή τους στὰ εἰδησεογραφικά πρακτορεία;
40. τὶς Συναυλίες μεθ’ ὀργάνων στὸ δυτικὸν Πρεσβυτέριον (ἤτοι Σολέα) στοὺς Ἱεροὺς Ναούς,[85]
41. τὸ «ἄδειασμα» τῶν Ψαλτῶν στοὺς τοίχους τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ κεντρικὸν κλῖτος ποὺ εἶναι ἡ Παράδοσις, γιὰ νὰ γίνει «εὐάερος» ὁ Σολέας,[86]
42. τὴν μίξη ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν στὰ κλίτη τοῦ Ναοῦ, καὶ στὸν Ναόν ἐν γένει (στὸ ἐκκλησίασμα), [87]
43. τὴν προώθηση ψαλμωδίας ἀπό τόν Λαό, καί νά μήν εὐχαριστιέται κατανυκτική Ψαλμωδία ὁ πιστός Λαός ἀπὸ τοὺς Ψάλτες· μὲ τὴν χάβρα Ἰουδαίων ποὺ θὰ κάνουν τὴν Ἐκκλησία, τό μόνο ποὺ θὰ καταφέρουν οἱ Νεωτεριστές, θὰ εἶναι νὰ διώξουν τοὺς προσευχόμενους Πιστοὺς ποὺ θὰ πᾶνε σὲ ἄλλην ἐνορία ὅπου θὰ μποροῦν νὰ προσεύχονται χωρὶς νὰ περισπῶνται,26, 48
44. τὴν ἀνάδειξη τοῦ Κληρικοῦ ἢ τοῦ Ἐπισκόπου σὲ Μαέστρο,[88] νὰ κινεῖ μεγαλοπρεπῶς τὰ χέρια του καὶ νὰ χοραρχεῖ τὴν «ψαλμωδία» τοῦ Λαοῦ,48 νομίζοντας ὅτι ποιεῖ ἔργον θεάρεστον, σκανδαλίζοντας, ἐλκύοντας ἐντέχνως τὴν προσοχή τοῦ Λαοῦ, καὶ μὴ ἀφήνοντας τοὺς προσευχομένους Πιστούς νὰ προσευχηθοῦν·48, 85 δὲν πᾶμε Ἐκκλησία γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὸν διπλανό μας νὰ ψάλλει, οὔτε νὰ φωνάζει (ἂς ψάλλει μόνος στό σπίτι του, ἢ εἶναι ἀπαραίτητη ἡ παρουσία τοῦ κόσμου;),
45. τὴν εἰσαγωγὴ κοριτσιῶν ὡς παπαδάκια κλπ., λὲς καὶ ἐξέλιπον τὰ ἀγόρια,
46. τὴν χειροθεσία Ἀναγνώστριας, Ψάλτριας, ...ἀλήθεια ἀπό πού;[89] Κανένα Ὀρθόδοξο Εὐχολόγιον, καὶ ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια, δὲν ἀναφέρει χειροθεσία Ἀναγνώστριας, Ψάλτριας,[90], [91]
47. τὶς γυναῖκες Πρωτοψάλτες,[92], [93] καὶ τοὺς γυναικείους Χορούς στὶς Ἐνορίες,[94] κτλ.,
48. τοὺς μικτούς Χορούς (ἄνδρες μέ γυναῖκες), 87, 92
49. καὶ συνεχίζει ἀκάθεκτη ἡ Λειτουργική τάχα Ἀναγέννηση, καὶ οἱ προωθητές της, πρὸς Διακόνισσες, Ἱέρειες, καὶ ὅτι ἄλλο ... .[95]
Σημειωθήτω ὅμως ὅτι πολλοὶ Ἱεράρχες καὶ Κληρικοὶ καὶ Γέροντες ἀκόμη, ἔχουν (εἶχαν) παρασυρθεῖ ἀπὸ τοὺς Λειτουργικούς τάχα Ἀναγεννητές, στὰ παραπάνω θέματα, ἐδῶ καί 100+ χρόνια, εἴτε ἐν τῷ πρωΐμῳ ἐνθουσιασμῷ τους, εἴτε μεθοδικά, εἴτε ἐν ἀγνοίᾳ τους καλῇ τῇ πίστει.
Ὅλοι αὐτοὶ οἱ νεωτερισμοί, σιγά σιγά (σὲ βάθος αἰῶνος), μὲ ὑπομονή, μὲ μέθοδο, μὲ στρατηγική, μυστικῶς, ὑποκώφως[96] καὶ μὲ πολὺ μαεστρία δυστυχῶς εἰσήχθησαν στὴν λατρεία μας,[97] ὥστε οἱ περισσότεροι τῶν Κληρικῶν νὰ τοὺς ἐγκολπώνονται χωρὶς κἂν νὰ ἔχει χτυπήσει ἐντός τους οὔτε ἕνα «παραδοσιακό καμπανάκι» ἀφυπνίσεως.
Γράφει ὁ Φουντούλης: «Τὰ χειρόγραφα καὶ αἱ διατάξεις τῆς θείας λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων δὲν μαρτυροῦν γιὰ τὸ κλείσιμο αὐτὸ τῶν [Βημο-] θυρῶν μετὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο».[98] Καὶ ἐν τούτοις στὴν Προηγιασμένη ἀκόμη καὶ σήμερα κρατεῖ ἡ Παράδοσις τοῦ Καταπετάσματος στὶς Ἐνορίες![99] Καὶ συνεχίζει: «Τοῦτο ὅμως δὲν ἔχει σημασία, γιατὶ εἶναι γνωστό, ὅτι ὄχι μόνο στὴν λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, ἀλλὰ καὶ στὴν τελεία Λειτουργία [δηλ. τοῦ Χρυσοστόμου καὶ τοῦ Μ. Βασιλείου] μετὰ τὴν Εἴσοδο τῶν Δώρων ἐκλείοντο τὰ βημόθυρα καὶ τὸ Καταπέτασμα».98 Καὶ ἐπίσης λέει ὅτι: «οἱ παλαιότεροι Ἱερεῖς ἐνθυμοῦνται, ὅτι καὶ στὶς Ἐνορίες μέχρι προσφάτως ἴσχυε ἡ ἰδία πράξις.» 98 Κακῶς ὅμως λέει ἴσχυε (τό 1967, 1994), ἔπρεπε νὰ πεῖ ἰσχύει ἀκόμη (διὰ πυρὸς καὶ σιδήρου βέβαια), ὡς εἴδαμε στὴν ἐνότητα §18.1, τοῦ βιβλίου μας γιὰ τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας.99
Τὸ κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης, ἐπίσης τὸ διδάσκονταν οἱ Ἱερεῖς μας ἀπὸ τὴν προφορικὴ παράδοση, ἀπὸ τὴν ζῶσα παράδοση ἀπὸ τοὺς παλαιότερους Ἱερεῖς (ἰδίοις ὀφθαλμοῖς), καὶ ἐπίσης τὸ διδάσκονταν στὶς Ἱερατικές Σχολές, βλ. ἐπίσης, Ἀρχιεπ. Κορίνθου Βαρθολομαῖον,[100] καὶ ἀναγραφόταν ἰδιαίτερα στὴν σπανιοτέρως τελουμένη Προηγιασμένη μὲ κάθε λεπτομέρεια στὰ πρώτα Ἱερατικά τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, 1951-2000.99
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι, προτοῦ πολεμηθεῖ (ἀπὸ τοὺς Λειτουργικούς Ἀναγεννητές) ἡ ΠροσΕυχή τῶν Ἱερέων, δηλ. ἡ μυστικὴ Προσευχή τῶν Ἱερέων στὴν Λειτουργία,51 βλ. Ματθ. ϛʹ 5-6 (καὶ ὁ Λαὸς μυστικὰ Προσεύχεται, ὄχι εἰς ἐπήκοον τοῦ διπλανοῦ του!),26 πολεμήθηκε τόν 20όν αἰ. (ὅπως καὶ στοὺς αἱρετικοὺς Λατίνους τέσσερις αἰῶνες νωρίτερα τόν 16ον αἰ.)[101] πρωτίστως ἡ ἀπόκρυψις τῆς θέας τῆς Ἁγίας Τράπεζας,78 ἀπὸ τὰ Βημόθυρα καὶ τὸ Καταπέτασμα-Βῆλον (καὶ τὸ Εἰκονοστάσιον-Τέμπλον φυσικά), στὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς (ἀπὸ τὴν Μ. Εἴσοδον μέχρι τήν Θ. Κοινωνίαν),99 εἰδικὰ μὲ τὴν ἀνεκδιήγητη σημείωση τοῦ Ἱερατικοῦ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας τοῦ 1977.[102]
Ἔτσι λοιπὸν ἀνοίχτηκε, μεθοδικὰ καὶ στρατηγικά, ὁ δρόμος γιὰ τὴν Λειτουργική τάχα Ἀναγέννηση τῷ ὄντι Λειτουργική Ἀλλοίωση, δηλ. ἀνοίχτηκε ὁ δρόμος γιὰ τοὺς λατινογενεῖς νεωτερισμούς στὴν Λειτουργία καὶ στὴν Θεία Λατρεία.
Ἐὰν ἀκόμη κλεινόταν τὸ Καταπέτασμα καὶ τὰ Βημόθυρα κατὰ τὴν Ἁγία Ἀναφορά (ὅπως τὸ εἶχε ἡ ζῶσα Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας μας, καὶ ἀκόμη τηρεῖται στὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ ἀλλοῦ), οἱ λατινογενεῖς Λειτουργικοὶ Νεωτερισμοί (τῶν ...Ἀναγεννητῶν), δὲν θὰ μποροῦσαν κἂν νὰ στεριώσουν τόσο εὔκολα ὅπως σήμερα!
Tὸ κλείσιμο τῆς Ὠραίας Πύλης, μεγάλως κόβει καὶ τὴν ἐπίδειξη καὶ τὸν Κληρικαλισμό, καὶ συνεπῶς εὐεργετεῖ καὶ δυναμώνει τὴν Προσευχή τῆς Ἐκκλησίας.
Καὶ ὄχι μόνον ὁ Ἐσταυρωμένος, ἀλλὰ κυρίως τό Εἰκονοστάσιον – Τέμπλον πολὺ ἐνοχλεῖ τοὺς Λειτουργικούς Ἀναγεννητές, ποὺ ἂν μποροῦσαν θὰ τὸ γκρέμιζαν, ὅπως ἔκαναν οἱ Παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες τόν 16ον αἰ. κ.ἔ.!79
Τὸν Θεὸν δὲν τὸν φοβοῦνται, ἀλλὰ φοβοῦνται τοὐλάχιστον τόν Λαόν ...μέχρι στιγμῆς, ἢ ἐμπαίζουν τὸν Λαὸν βάζοντας τραπέζι ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, στὸν Σολέα, γιὰ Τράπεζα, σὰν τοὺς Λατίνους ἀπό τόν 16ον αἰ. κ.ἑ., καὶ σὰν τοὺς Ἀρμένιους ποὺ ἀκολουθοῦν τοὺς Λατίνους.
Ἴσως ποῦν μερικοί, καλά, αὐτὴ ἡ λειτουργικὴ «ἀναγέννηση» ὅπως τὴν ὑλοποιοῦν οἱ δικοί μας, δὲν ἔχει κάνει κανένα καλό; Φυσικά καὶ θὰ ἔχει κάνει, ἀλλὰ τὸ θέμα εἶναι ἐπίσης καὶ τί δὲν ἔχει κάνει ποὺ ἀφήνει (ἢ μᾶλλον γεννᾶ, προωθεῖ καὶ ἐνθαρρύνει) τόσους λατινογενεῖς νεωτερισμοὺς νὰ σαρώνουν τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ποὺ ἄφησε (ἢ κώφευε) ἐπί 2+ ἔτη τὸν Κλῆρο νὰ πλανᾶται στὴν πλάνη τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ Ἐσταυρωμένου,65 καὶ νὰ ἀφαιρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κλῆρος (!) τὸν Ἐσταυρωμένο ἀπὸ τὴν ἀρχαία θέση του στὴν Ἁγία Τράπεζα, καὶ εὐτυχῶς ποὺ βρέθηκαν κάποιοι πιστοί στὸ Περιστέρι, ὁ Μητροπολίτης πρ. Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, ὁ Ὀρθόδοξος Τύπος, καὶ Ὀρθόδοξες ἰστοσελίδες ἁπλῶν πιστῶν, καὶ ἄλλοι κατόπιν,[103], [104], [105], [106], [107], [108], [109], [110], [111] (γιατὶ ὅπως εἴπαμε, ὁ Ἐσταυρωμένος φαρισαϊκῶς καὶ λατινογενῶς ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα πρὸς τὸν τοῖχο τῆς κόγχης ψηλά, ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς Λειτουργικοὺς Ἀναγεννητές (!), χρόνια πρό τοῦ Περιστερίου, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ τὸ λατινογενὲς «γυμνό» καὶ κατηργημένο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Σύνθρονον,42 καὶ κανεὶς δὲν ἀντιδροῦσε, καὶ ἐν πολλοῖς οὔτε ἀντιδρᾶ). Πάντως, σκοπός τοῦ ἄρθρου μας δὲν εἶναι ἡ ἀξιολόγηση τῆς ἐν Ἑλλάδι λειτουργικῆς «ἀναγέννησης» (σὲ ὅλες τὶς ἐκφάνσεις της), ἀλλὰ οἱ ἀντιπαραδοσιακοί λατινογενεῖς νεωτερισμοί ποὺ ἔχει ἐπιβάλλει στὸν Κλῆρο καὶ στὸν πιστό Λαό.
Ὡς κατακλεῖδα θὰ χρησιμοποιήσουμε σχετικὴ κατακλεῖδα τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου (οἱ ὑπογραμμίσεις δικές μας): «[...] ἡ λειτουργικὴ ἀναγέννηση εἶναι σημαντικὴ καὶ ἀπαραίτητη, ὅταν ὅμως ἐντάσσεται μέσα στὸ πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ ἐμπνέεται ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅταν προέρχεται ἀπὸ ἀναγεννημένους ἀνθρώπους ἢ ἀποβλέπει στὴν ἀναγέννηση τῶν ἀνθρώπων. Διαφορετικά, μπορεῖ νὰ ὑπενθυμίζη τὶς βατικάνειες λειτουργικὲς ἀναγεννήσεις ἢ τὶς προτεσταντικὲς ἀλλαγὲς καὶ ἀπορρίψεις, χάριν τῆς ἁπλότητος. Καὶ εἶναι κρῖμα νὰ βιώνουμε ἕνα βατικάνειο καὶ προτεσταντικὸ Χριστιανισμὸ μέσα στὴν πλούσια παράδοση τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.»35
Σχετικά μας ἄρθρα
(διαθέσιμα εἰς τό Ἀναλόγιον[112], καὶ εἰς τό Academia[113]):
[ΠΠ1] Πῶς ἐτέλεσε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς τὴν «θείαν Εὐχαριστίαν» εἰς τὸν Μυστικὸν Δείπνον, μυστικῶς ἢ εἰς ἐπήκοον;, [PDF], [PDF], 2/12/2020.
[ΠΠ2] Τὰ τρία Ἀμήν (Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν) εἰς τὴν μυστικὴν στιγμὴν τῆς εὐλογήσεως τοῦ Ἁγίου Ἄρτου καὶ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, [PDF], [PDF], 8/11/2020 (27/10/20).
[ΠΠ3] Διάταξις τῆς Θείας Λειτουργίας 1334, Ἁγίου Φιλοθέου, V.480 [ΔΘΛ], [PDF], [PDF], πρόχειρον, 23/11/2020.
[ΠΠ4] Διάταξις τῆς Πατριαρχικῆς Λειτουργίας 1386 (Ἁγία Σοφία), παρὰ τοῦ πρωτονοταρίου τῆς Ἁγίας Σοφίας, διακ. Δημητρίου Γεμιστοῦ, V.135 [ΔΘΛ], [PDF], [PDF], πρόχειρον, 22/11/2020.
[ΠΠ5] Σύγχρονοι (Ἅγιοι) Γέροντες καὶ οἱ Μυστικὲς Εὐχές, [PDF], [PDF], 8/2/2022.
[ΠΠ6] Ὁ ΙΘʹ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (364), καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν Λειτουργικῶν Εὐχῶν, [PDF], [PDF], 3/4/2022.
[ΠΠ7] Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν, [PDF], [PDF], 30/10/2022.
[ΠΠ8] Εὐχή διά Προσφωνήσεως (Διακονικά), [PDF], [PDF], 5/12/ 2022.
[ΠΠ9] Ἱερατικόν Συλλείτουργον - σύγκρισις διατάξεων, Ἱερατικῶν, καὶ σχόλια, [PDF], [PDF], 21/12/2022.
[ΠΠ10] Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀπό Ἀνατολή σὲ Δύση, τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς — Τὰς θύρας, τάς θύρας· Ποιὲς θύρες; Τό Ἱερόν Κιβώριον, τά Καταπετάσματα-Παραπετάσματα-Βῆλα, τὸ Φράγμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τὸ Φράγμα τοῦ Πρεσβυτερίου (Σολέα), τὸ Σύνθρονον, [PDF], β' ἔκδ. 23/4/2024 (α' ἔκδ. 5/2/2024). Στὴν ἐργασία αὐτὴ ἀναλύουμε ἐκτενῶς καὶ πολλὰ ἐπιμέρους σχετικά θέματα, π.χ.:
i. Κεφ. 5ον, Ὁ διαχωρισμὸς τῶν Φύλων στὸν Ναόν.
ii. Κεφ. 18ον, Τὸ κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ (τὰ Βημόθυρα καὶ τὸ Καταπέτασμα) στὴν Θεία Λειτουργία στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
iii. Κεφ. 19ον, Τό κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ (τά Βημόθυρα καί τό Καταπέτασμα) στά Ἱερατικά τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας — Σύγκριση, σχόλια.
iv. Κεφ. 77ον, 95ον, Τὸ Καταπέτασμα στὸν Ἅγιο Συμεὼν Ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης (+1429).
v. κλπ.
[ΠΠ11] Ἡ ἐξέλιξη τοῦ Καταπετάσματος (Τέμπλου, Εἰκονοστασίου, Φράγματος τοῦ Βήματος) [Βίντεο], 30/4/2024.
[ΠΠ12] Ὅτι τό χαμηλό Τέμπλο κυρίως, καὶ ἡ ἀνοιχτή Ὡραία Πύλη, ἐμποδίζουν τόν πιστόν Λαόν νὰ προσευχηθεῖ, καὶ πόσο κακὸ κάνει στοὺς Ἱερεῖς, [PDF], αʹ ἔκδοσις (v.1.1), 31-30/5/2024.
[ΠΠ13] Εὐχές τῶν Κατηχουμένων (Εὐχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα καί ταυτόχρονα; Ἀναφορές Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί περί Προσευχῆς στήν Λειτουργία, [PDF], αʹ ἔκδοσις, 22/7/2024.
[ΠΠ14] Ὁ Διάκονος τό «Δεηθῶμεν» τό λέει πρῶτα γιά τόν Ἱερέα, καί φυσικά γιά τόν Λαόν — «Τό γάρ, ∆εηθῶμεν, οὐ τοῖς Ἱερεῦσι λέγεται μόνον, ἀλλά καί τοῖς εἰς τόν Λαόν συντελοῦσιν», Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, [PDF], αʹ ἔκδοσις, 22/7/2024.
[ΠΠ15] Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, στήν Ἁγία Τράπεζα, καί διέλαμπε ὅταν ἦταν ἀνοιχτὴ ἡ Ὠραία Πύλη, τό Καταπέτασμα – Καί περί τοῦ Συνθρόνου, καί περί τῆς Ἐγκυκλίου γιά τόν Σταυρό καί τήν θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου Γρηγορίου Παπαθωμᾶ, [PDF] αʹ ἔκδοσις, 4/11/2024.
[ΠΠ16] Ἡ Θεολογία τοῦ Σταυροῦ μέ τόν Ἐσταυρωμένο στήν Ἁγία Τράπεζα, [PDF], αʹ ἔκδοσις, 6/12/2024.
[ΠΠ17] Ἡ Προτεσταντική «θεολογία» καί ἡ «θεολογία» τοῦ Μητρ. Περιστερίου Γρηγορίου γιά τόν Ἐσταυρωμένο, [PDF], δημοσιεύτηκε στόν Ὀρθόδοξο Τύπο, 20/12/2024, ἀρ. φύλλου 2523, σσ. 1, 5, μέ τίτλο: “Προτεσταντικὴ ἡ «θεολογία» τοῦ Μητρ. Περιστερίου”.
[ΠΠ18] Ἐπόμενοι τῶν Αἱρετικῶν, οἱ ἀφαιροῦντες τόν Ἐσταυρωμένον, [PDF], Ὀρθόδοξος Τύπος, 10/1/2025, ἀρ. φύλλου 2525, σσ. 1, 4. Ἀναλυτικός τίτλος ἄρθρου: «Ἐπόμενοι τῶν Λατίνων καί Προτεσταντῶν, οἱ ἀφαιροῦντες τόν Σταυρό καί τόν Ἐσταυρωμένο ἀπό τήν Ἁγία Τράπεζα».
[ΠΠ19] Οἱ διάφοροι νεωτερισμοί στήν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου Οὔσης ὀψίας, τῇ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα ἑσπέρας (Ἀγάπη), [PDF], αʹ ἔκδοσις, 22/4/2025.
Σχετικά Περιληπτικά μας ἄρθρα
(διαθέσιμα εἰς τό Ἀναλόγιον112):
1. Σταματεῖστε τούς Πειραματισμούς στήν Θεία Λατρεία, στήν Θεία Λειτουργία, στό Τυπικόν, αʹ ἔκδοσις, 29/5/2024.
2. Ἀπάντησις στὸν π. Δανιήλ Γ. Αεράκη, γιὰ τὸ «Οὔτε μυστικά, οὔτε ψιθυριστά, οὔτε... ἀνύπαρκτα», αʹ ἔκδοσις, 11/6/2024.
Οι Λατινογενείς Νεωτερισμοί του Οικουμενισμού της Λειτουργικής Αναγεννήσεως στην Θεία Λειτουργία και Λατρεία
Τέλος, καὶ τῶ Θεῷ,
Δόξα πάντων ἕνεκεν
[1] Στοιχεῖα αὐτοῦ τοῦ ἄρθρου πρωτοδημοσιεύτηκαν στὸ ἄρθρο μας· Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, στήν Ἁγία Τράπεζα, καί διέλαμπε ὅταν ἦταν ἀνοιχτὴ ἡ Ὠραία Πύλη, τό Καταπέτασμα – Καί περί τοῦ Συνθρόνου, καί περί τῆς Ἐγκυκλίου γιά τόν Σταυρό καί τήν θέση τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ στήν Ἐκκλησία τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου Γρηγορίου Παπαθωμᾶ, 4/11/2024, σσ. 32-36.
[2] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, Λατινογενής ἡ Λειτουργική Μεταρρύθμισις, Ὀρθόδοξος Τύπος, 25/1/ 2002, τ. 1443, σ. 4.
[3] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, Ἡ «Λειτουργική Κίνησις» τῆς Δύσεως καί ὁ Οἰκουμενισμός, Διορθόδοξο Θεολογικὸ Συνέδριο: «Οἰκουμενισμός. (Γένεση-Προσδοκίες-Διαψεύσεις)», Θεσσσαλονίκη 20-24 Σεπτεμβρίου 2004, «Ἑταιρεία Ὀρθοδόξων Σπουδῶν».
[4] Βλ. Wikipedia, “The Liturgical Movement was a 19th-century and 20th-century movement of scholarship for the reform of worship. It began in the Catholic Church and spread to many other Christian churches including the Anglican Communion, Lutheran and some other Protestant churches,” δηλ. «Το Λειτουργικό Κίνημα ήταν ένα κίνημα του 19ου και του 20ου αιώνα για τη μεταρρύθμιση της λατρείας. Ξεκίνησε από την Καθολική Εκκλησία και εξαπλώθηκε σε πολλές άλλες Αἱρετικὲς ὀμολογίες, συμπεριβανομένης της Αγγλικανικής Κοινωνίας, της Λουθηρανικής και ορισμένων άλλων Προτεσταντικών παρασυναγωγών» (πρόσβαση 28/10/2024).
[5] Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, ... , 4/11/2024, σ. 32 κ.ἑ..
[6] Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Μεταφράσεις – Μυστήρια καὶ Ἄσκηση, Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2011.
[7] Εἰκονομάχοι, Πατερομάχοι καὶ Παραδοσιομάχοι οἱ Προτεστάντες.
[8] Οἱ Εἰκονομάχοι ἦταν οἱ «Προτεστάντες» πρὸ τῶν Προτεσταντῶν (φοβερωτάτη παν-αἵρεση). «Μέ τό διάταγμα [τοῦ εἰκονομάχου Αὐτοκράτορος Λέοντος Γʹ τοῦ Ἰσαύρου (717-741)] καταργήθηκε καὶ ἡ τιμὴ στὰ ἅγια λείψανα, συντομεύτηκαν οἱ Ἐκκλησιαστικὲς Ἀκολουθίες, περιορίστηκαν οἱ Νηστείες, [...]. Ὁ ἀνώτερος κλῆρος στὸ σύνολό του τάχτηκε μὲ τὸ μέρος τοῦ [Εἰκονομάχου] Αὐτοκράτορα», Ἀθηνᾶ Ἰ. Τσιγκαροπούλου, Ἀναστήλωση τῶν Εἰκόνων, Ostracon Θεσσαλονίκη 2016, σ. 71.
[9] Ἡ ἀναφορά μας στοὺς ἀνθρώπους ἢ τὶς ὀργανώσεις γίνεται γιὰ τὴν καταγραφὴ τῶν ἱστορικῶν στοιχείων ποὺ ἀφοροῦν τὸ παρὸν ἄρθρο, καὶ δὲν γίνεται γιὰ νὰ κριθεῖ ἢ μηδενιστεῖ ἐν γένει τὸ ἔργο τους.
[10] Π. Ν. Τρεμπέλα, «Ἡ Ρωμαϊκή Λειτουργική Κίνησις καί ἡ πρᾶξις τῆς Ἀνατολῆς», Ἀθῆναι 1949.
[11] Ὁλόκληρη Ἐγκύκλιο ἔβγαλε ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τό 1956, γιὰ ὅσους παρέσυραν τούς Κληρικούς στὰ κελεύσματα τῆς Λειτουργικῆς Κινήσεως ἢ Ἀναγεννήσεως, εἰς ὦτα μὴ ἀκουόντων, μηδὲ συνιόντων, βέβαια. Αὐτή ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ 1956 βρισκόταν στὰ Δίπτυχα, καί στὰ Ἱερατικά τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (1962 – 2000), βλ. ὑποσ. 17.
[12] Τὰ ἐντὸς ἀγκυλῶν εἶναι δικές μας ἐπεξηγήσεις.
[13] Ἱερατικόν Συλλείτουργον - σύγκρισις διατάξεων, Ἱερατικῶν, καὶ σχόλια, 21/12/2022 (analogion.gr).
[14] Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀπό Ἀνατολή σὲ Δύση, τὴν ὥρα τῆς Ἀναφορᾶς — Τὰς θύρας, τάς θύρας· Ποιὲς θύρες; Τό Ἱερόν Κιβώριον, τά Καταπετάσματα-Παραπετάσματα-Βῆλα, τὸ Φράγμα τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, τὸ Φράγμα τοῦ Πρεσβυτερίου (Σολέα), τὸ Σύνθρονον, β' ἔκδ. 23/4/2024, κεφ. 18 – 21 (analogion.gr).
[15] Ἀπάντησις στὸν π. Δανιήλ Γ. Αεράκη, γιὰ τὸ «Οὔτε μυστικά, οὔτε ψιθυριστά, οὔτε... ἀνύπαρκτα», αʹ ἔκδοσις, 11/6/2024.
[16] Ἐπιτρέπεται ἡ Γονυκλισία τὶς Κυριακές; [PDF], 2004/5. Βλ. ἐπίσης ἀργότερα ὑποσ. 81.
[17] Ἐγκύκλιος Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 9-6-1956, Περί ἀναγνώσεως «μυστικῶς» τῶν εὐχῶν τῆς θείας Λειτουργίας καὶ τῶν λοιπῶν ἱερῶν Μυστηρίων καί ἐμμελοῦς ἀναγνώσεως τοῦ Ἀποστόλου καί τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου.
[18] «ἐγὼ μέν εἰμι Παύλου, ἐγὼ δὲ Ἀπολλώ, ἐγὼ δὲ Κηφᾶ, ἐγὼ δὲ Χριστοῦ. μεμέρισται ὁ Χριστός;», Αʹ Κορ. αʹ 12-13.
[19] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἰστορία. Ἰστορία τῶν δομῶν διοικήσεως καί ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Εἰκοστός αἰώνας). Θεσσαλονίκη, ἐκδ. Κυριακίδη, 1998. σ. 93.
[20] Ἀπό μαθητές τοῦ Ἀποστόλου Μακράκη (1831-1905), ποὺ τὸν ἐγκατέλειψαν (ἀποσχίστηκαν) ὅταν ἐκεῖνος ἀρνήθηκε νὰ συμφιλιωθεῖ μὲ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο, δημιουργήθηκαν δύο νέες κινήσεις, ἰδιωτικά σωματεῖα: ἡ «Ἀνάπλασις» καὶ ἡ «ΖΩΗ». Ἡ «ΖΩΗ» ἰδρύθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιμ. Εὐσέβιο Ματθόπουλο (1849-1929) τό 1907. Ἡ ἀδελφότητα «ΣΩΤΗΡ» ἰδρύθηκε τό 1960 ἀπό πρώην μέλη τῆς «ΖΩΗΣ». Βλ. Ἀπ. Ἀλεξανδρίδη, Ἕνα φαινόμενο τῆς νεοελληνικῆς χριστιανικῆς ζωῆς: Οἱ Χριστιανικές Ὀργανώσεις, περιοδικό Σύνορο, Φθινόπωρο 1966, ν. 39, σ. 198.
[21] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἰστορία, 1998, ὅ.π., σ. 94.
[22] Καὶ ὄχι μόνο τὴν Ἀποστολική Διακονία, ἀλλὰ ὁ Μητροπολίτης Πειραιῶς Χρυσόστομος (1909-1977) ἔφτασε σὲ σημεῖο νὰ λέει ὅτι ὁ ἀρχιεπ. Ἱερώνυμος (Κοτσώνης) ὑπέθαλψε «τὴν διὰ παντὸς πονηροτάτου τρόπου καὶ ἀπαραδέκτου, ἐπὶ βλασφημίᾳ τῶν ἱ. Κανόνων, ἐγκαθίδρυσιν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, τῆς ἀπαισίας ‘Ζωηκῆς’ φατρίας», Ἀθανασίου Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἰστορία, ἐκδ. Μπαρμπουνάκης, 2002, σ. 83.
[23] Βλ. ἐπίσης, Ἀρχιμ. Χριστοφόρου Ἀθ. Καλύβα, Ἱεροκήρυκος Χαλκίδος, Φῶς ἢ φωτιά; Ἀθῆναι 1956, σσ. 32 - 33, 154 - 156.
[24] Στὰ ἔτη 1951-2004, τὸ Ἱερατικὸν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας ἄλλαξε πέντε (5) φορές «σειρά»... . Βλ. Κεφάλαιον 19 «Τό κλείσιμο τῆς Ὡραίας Πύλης τοῦ Ἱεροῦ (τά Βημόθυρα καί τό Καταπέτασμα) στά Ἱερατικά τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας — Σύγκριση, σχόλια», στό βιβλίο μας γιὰ Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, βʹ ἔκδοση, 23/4/2024.
[25] Μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν ἀφήνουν τὸν πιστόν Λαόν νὰ προσευχηθεῖ, ἀφοῦ διακόπτουν ἐπανειλημμένως τὴν Προσευχήν τοῦ Λαοῦ, βάζοντας Ἀνάγνωση τῶν Ἱερατικῶν Εὐχῶν τους. Γιὰ αὐτὸ καὶ ὁ Ὅσιος Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής εἶπε: «Μὴ φωνάζῃς, παπᾶ, πές τις σιγανά, ὅπως ἀναφέρεται μέσα στὸ Ἱερατικό, ὅτι μυστικῶς λέγονται», βλ. Σύγχρονοι (Ἅγιοι) Γέροντες καὶ οἱ Μυστικὲς Εὐχές, [ΠΠ5].
[26] «Μετὰ δὲ ταῦτα γινέσθω ἡ θυσία [ἁγία Ἀναφορά], ἐστῶτος παντὸς τοῦ λαοῦ καὶ προσευχομένου ἡσύχως», Διαταγαί Ἀποστόλων, [PG 1, 737A].
[27] Μᾶς εἶπε ὁ Ἱερομόναχος γέροντας Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος, ὅτι στὴν Δράμα, ὅταν ἦταν ἱερόπαις, σὲ Ἀρχιερατικὴ Λειτουργία αὐτὸς ἔκλεινε τὴν Ὠραία Πύλη (ποὺ ἦταν μονοκόμματη, συρόμενη) μετὰ τὴν Μεγάλην Εἴσοδον.
[28] Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφ. 20, ὑποσ. 369.
[29] Βλ. στοιχεῖα του ἀπὸ τὸν Ἀριστείδη Πανώτη στήν ΘΗΕ, τ. 1ος, σ. 300. Σύμφωνα μέ τήν «Ἀκαδημία Θεολογικῶν Σπουδῶν», 5/3/2005, καὶ τήν Wikipedia, πῆρε διδακτορικό στὴν Ἀμερική (1947-1950) μὲ ὑποτροφία τοῦ προτεσταντικοῦ Π.Σ.Ε. (WCC) -πρόσβαση 25/11/2024.
[30] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἰστορία, 1998, ὅ.π., σσ. 94-97.
[31] Ἀθανασίου Ἀν. Ἀγγελοπούλου, Ἐκκλησιαστική Ἰστορία, 1998, ὅ.π., σ. 97.
[32] Ὅμως ὁ Κύριος εἶπε ὅτι «οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὃ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὃ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ», Λουκ. ηʹ 17.
[33] Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Νεοβαρλααμισμὸς ἡ «Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση», Θεοδρομία τ.Δ4, 2002, σ. 463.
[34] Στὸ παρὸν ἄρθρο μὲ τὸν ὅρο Λειτουργικὴ Ἀναγέννηση δὲν ἀναφερόμαστε στὴν ὁμώνυμο Εἰδικὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή, ἀλλὰ στὴν ἐν Ἑλλάδι λατινογενὴ Λειτουργικὴ Κίνηση τάχα καὶ Ἀναγέννηση.
[35] Σεβ. Μητρ. Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος, Ἡ Θεολογία τῆς Λειτουργικῆς Ἀναγεννήσεως, Ὀρθόδοξος Τύπος, τ. 1644, 26/5/2006, σ. 3.
[36] Αʹ Λειτουργικό Συνέδριο, Τό μεγαλεῖο τῆς Θείας Λατρείας – Παράδοση ἤ Ἀνανέωση; 27 Φεβρ. – 1 Μαρτίου 2002, Ἐταιρεῖα Ὀρθοδόξων Σπουδῶν. Τὰ Πρακτικὰ εἰς τὴν Θεοδρομία, Ἰαν. – Σεπτ. 2002.
[37] Μητρ. Πειραιῶς κ. Σεραφείμ: «ἡ ἀντιπροσωπεία τῆς Ἐκκλησίας μας εἰς τήν λεγομένη «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο» εἰς τό Κολυμπάρι τῆς Κρήτης ὑπερέβη τά ἄκρα ὅρια τῆς διακριτικῆς της εὐχέρειας καί ἀπέτυχε τῶν προσδοκιῶν τῆς ἐντολῆς πού ἔλαβε ἀπό τό ἱερό μας σῶμα», «Δέν εἶχε καμμία ἐξουσιοδότηση νά μεταβάλη τό περιεχόμενο τῆς ἐντολῆς καί συγχωρήσατέ με νά εἴπω ὅτι οἱ αἰτιολογίες πού ἠκούσθησαν ὅτι δῆθεν οἱ παρόντες στήν Σύνοδο ἐψήφισαν καί ὅτι ἔπρεπε νά συνταχθοῦν μέ τήν ὁμοφωνία τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν εἶναι ἐντελῶς ἀνεπέρειστες», εἰς τό Ὑπόμνημα πρός τήν Ι.Σ.Ι. (23-24/11/2016) μέ θέμα τήν ἁγία καί μεγάλη Σύνοδο [Κολυμβαρίου], 17/11/2016.
[38] Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ὁµολογιακή» διγλωσσία, ἀσάφεια καί σύγχυση, Ἰούνιος 2016 (parembasis.gr).
[39] Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Ἡ «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος» στήν Κρήτη – Θεολογικές καί ἐκκλησιολογικές θέσεις, Ἱ.Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), 2018.
[40] Ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Γόρτυνος Ἱερεμίας γιὰ τὴν Σύνοδο Κολυμπαρίου (2016), Ἀναλόγιον, καί Βῆμα Ὀρθοδοξίας.
[41] Ἀρχιμ. Νικοδήμου Μπαρούση, Ὁ Προσανατολισμός ἐν τῇ Λατρείᾳ, Ὀρθόδοξος Τύπος, τ. 1829, 1830, 30/4/2010, 7/5/2010.
[42] Ποτέ ἡ Ἐκκλησία στὴν ἰστορία της δὲν εἶχε «γυμνό» Σύνθρονον ὅπως γίνεται ἀντι-παραδοσιακῶς σήμερα σὲ μερικοὺς Ναούς (κατὰ μίμησιν τῶν αἱρετικῶν Λατίνων, καὶ τῆς Βʹ Βατικάνειας Συνόδου). Κατ’ ἀρχήν ἀκυρώθηκε ἐνωρίς τό Σύνθρονον ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἐκκλησία καὶ τοὺς Ἁγίους Πατέρες (ἔβλεπε πρὸς τὴν Δύσιν). Κατὰ δεύτερον, μπροστά ἀπὸ τὸ Σύνθρονον ὑπῆρχε μεγάλη Σταύρωσις (Ἐσταυρωμένος), ὑπῆρχε τὸ ἱ. Κιβώριον μὲ τὰ Παραπετάσματά του (κουρτίνες), ὑπῆρχε καὶ τὸ Μέγα (ὑψηλόν) Καταπέτασμα, καὶ πολὺ ἐνωρίς τὸ ὑψηλό Φράγμα τοῦ Τέμπλου, ὑπῆρχε καὶ ὁ ὀγκώδης Ἄμβωνας μὲ τοὺς Χοροὺς τῶν Ψαλτῶν στὸ κέντρον. Χαμηλὸ φράγμα ἦταν, πάντοτε στὴν Ἐκκλησία μας, μόνον τὸ φράγμα τοῦ Σολέα (ἤτοι τοῦ δυτικοῦ Πρεσβυτερίου). Βλ. Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, ..., 4/11/2024, σσ. 2-11.
[43] Ποιὸς θὰ δώσει στὸν Τάφο του ἐντολὴ τοποθέτησης τοῦ Σταυροῦ π.χ. 4 μέτρα μακρυά ἀπό τόν Τάφο του καὶ στὸν ἀέρα; Στὴν Ἁγία Τράπεζα ποὺ εἶναι Τάφος Μαρτύρων, γιατί δίνεται τέτοια ἐντολή κατὰ παράβασιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἱερᾶς Παραδόσεως; Βλ. Ἡ Θεολογία τοῦ Σταυροῦ μέ τόν Ἐσταυρωμένο στήν Ἁγία Τράπεζα, [PDF], αʹ ἔκδοσις, 6/12/2024.
[44] Στὰ παρακάτω σημεῖα (στὶς παραγράφους ἐντὸς τοῦ μπλέ πλαισίου) φαίνεται μιὰ ἐπανάληψη ὁρισμένων θέσεων (νεωτερισμῶν), ὅμως δὲν εἶναι ἐπανάληψις θέσεων, ἀλλά ἀλλαγή τοῦ σημείου (νεωτερισμοῦ) ἐστίασης, ὥστε νὰ ἔχει ὁ κάθε νεωτερισμός τὴν παράγραφό του (καίτοι πολλοὶ νεωτερισμοὶ ἀλληλοεξαρτῶνται).
[45] Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀπό Ἀνατολή σὲ Δύση, ὅ.π..
[46] Ἀκούσαμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ αὐτιὰ Μητροπολίτη τοῦ Πατριαρχείου Ἀφρικῆς ποὺ ὁ οἰκεῖος Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν εἶχε ἀφήσει στὸ πόδι του γιὰ νὰ πάει σὲ ...Συλλείτουργο, νὰ μᾶς λέει μέσα στὴν Λειτουργία ὅτι «αὐτὰ [ποὺ κάνουμε στὴν Λειτουργία] τὰ πῆρε ἡ ἐκκλησία ἀπὸ τὸ θέατρο». Ἀκούσαμε ὅτι καὶ Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας μας εἶπε παρόμοια στοὺς Ἱερεῖς του (ὄχι σὲ ἐκκλησίασμα). Λυπᾶμαι. —Ἡ Ὀρθόδοξη Παραδοσιακή Λειτουργία δὲν εἶναι παράσταση, ἀλλά εἶναι Προσευχή πρὸς τὸν Θεόν (Ἱερεῖς καὶ Λαὸς προσευχόμενοι πρὸς Ἀνατολάς). Ὅμως ἡ προτεσταντίζουσα λειτουργία πρὸς τὸν Λαό, πρός τήν δύση, «versus populum», εἶναι ξένη τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, μιμεῖται τὸ θέατρο καὶ χαρακτηρίζεται ἀπὸ ἐπίδειξη, ἰδιαίτερη ἔπαρση, καὶ ἀπουσία προσευχῆς (πῶς θὰ προσευχηθεῖς ὅταν ἐσένα σὲ κοιτάζουν, καὶ ἐσὺ περιεργάζεσαι, καὶ ἀφήνεις ἢ παραγγέλεις νὰ σὲ βγάζουν φωτογραφίες κατασκανδαλίζοντας τόν Λαό;)
[47] Προσευχή δὲν εἶναι μόνον τὸ μυστικὸν (ἔνδοθεν, ἐσωτερικά, ἄνευ ἐξωτερικῆς φωνῆς) Κύριε ἐλέησον (ὁ Ψάλτης ἐκφώνως) ἢ ἡ ἰδία μυστική προσευχή, ὡς ἀπόκρισιν στὶς διὰ Προσφωνήσεως Εὐχὲς ποὺ ἐκφωνεῖ ὁ Διάκονος (ἢ ἀπουσίᾳ αὐτοῦ ὁ Ἱερεύς). Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον ἡ προσοχὴ καὶ ἀκρόασις τῶν ψαλλομένων, ἢ ἡ μυστικὴ ἀπόκρισις (ὁ Ψάλτης ἐκφώνως) στὰ κελεύσματα τοῦ Διακόνου ἢ τοῦ Ἱερέως. Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον τὸ μυστικὸν Πάτερ ἡμῶν ἢ Πιστεύω (ὁ Ψάλτης ἐκφώνως). Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον ἡ μυστικὴ εὐχαριστία στὸν Θεόν. Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον τὰ ἑκάστου μυστικὰ αἰτήματα πρὸς τὸν Θεόν. Προσευχὴ δὲν εἶναι μόνον οἱ μυστικὲς Εὐχὲς πρὸς τὸν Θεόν γιὰ τὴν οἰκογένειά μας, τὸν πλησίον, τοὺς Κληρικούς, τοὺς Ψάλτες, τοὺς ἐκκλησιαζομένους, τοὺς ἀσθενεῖς, τοὺς φτωχούς, καὶ ὅσους ἐν ἀνάγκαις, τοὺς φίλους, τοὺς ἐχθρούς, τὴν πατρίδα μας, τὸν κόσμον ὅλον. Εἶναι ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλά, Χάριτι Θεοῦ. Ἡ προσευχὴ ὡς πρὸς τὴν ποιότητά της εἶναι «συνουσία καὶ ἔνωσις τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεόν» (Κλίμαξ Ὁσίου Ἰωάννου Σιναΐτου, ΚΗʹ).
[48] Δυστυχῶς, ἀπὸ τὸ ζενὶθ ποὺ εἴμασταν ὅπου εἴχαμε ἕναν πιστὸ Λαὸ κατὰ διάνοιαν προσευχόμενον στὴν ἐκκλησία, τοῦ ὁποίου ἡ προσευχὴ ἦταν ἀτομικὴ βόμβα (βλ. τὸν Ἅγιο Πορφύριο στό Ἱερατικόν Συλλείτουργον - σύγκρισις διατάξεων, Ἱερατικῶν, καὶ σχόλια, ὅ.π.), ὁδεύουμε πρὸς τὸ ναδίρ, ὅπου ὁ λαὸς δὲν προσεύχεται στὴν ἐκκλησία (οὔτε στὴν οἰκία του, οὔτε φυσικά ἀδιαλείπτως), ἀκούει Ἱερεῖς νὰ προσεύχονται βροντοφώνως (ἐνῷ ὁ λαὸς ἀκόμη μυστικῶς προσεύχεται), διαβάζει ἀπὸ Ἱερατικά βιβλιαράκια/apps (καὶ πράγματα ἄσχετα μὲ τὴν Λειτουργία), καὶ περισπᾶται δεξιὰ καὶ ἀριστερά, ἔνδοθεν καὶ ἔξωθεν, καὶ ἐγκλωβίζεται στὸ ἐγώ του καὶ στὰ νεωτεριστικά Ἱερατικὰ τῶν ...πιστῶν, θέλοντας νὰ κατανοήσει τὰ πάντα στὴν Λειτουργία μὲ τὸν ἐγκέφαλό του καὶ τὰ πτυχία του, μὴ ἀφήνοντας καθόλου χῶρο στὸν Θεόν οὔτε μέσα στόν Ναόν.
Μὰ δὲν καταλαβαίνουν ὁρισμένοι τί κάνουν ;!
Τὸ νὰ δώσεις στὸν Λαὸ νὰ πεῖ ἕνα τροπάριο ἢ μιὰ κατάληξη, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ νὰ τοῦ δώσεις τροφὴ γιὰ μωρά (ὅλος ὁ πιστὸς Λαὸς εἶναι μωρά; ἂς γίνει αὐτὸ ἐκτὸς Λειτουργίας σὲ μιὰ ὡριαία συνάθροιση!), πέραν τῆς καταπατήσεως τῆς ζῶσας Ἱερᾶς Παραδόσεως τῆς Ἐκκλησίας μας, πέραν τῆς παραβάσεως τῶν Ἱερῶν Κανόνων ποὺ θέλει μόνον τοὺς κανονικοὺς Ψάλτες νὰ ψάλλουν, πέραν τῆς χάβρας Ἰουδαίων ποὺ θὰ γίνει ἡ Ἐκκλησία, πέραν τοῦ σκανδαλισμοῦ πολλῶν Πιστῶν, πέραν τῆς διασπάσεως τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν Προσευχή.
Δὲν πᾶμε Ἐκκλησία γιὰ νὰ ἀκούσουμε τὸν διπλανό μας νὰ ψάλλει!
Ἀφοῦ ἐδὼ καὶ αἰῶνες ὁ λαὸς τρέφεται μὲ στερεὰ τροφὴ γιατί ντὲ καὶ καλά, νὰ τοῦ δώσουμε τροφὴ γιὰ μωρά; Ἡ ἐποχὴ τοῦ γάλακτος πέρασε.
Ἡ στερεὰ τροφὴ ὅμως, εἶναι ἡ Προσευχή (βλ. ὑποσ. 47). 1-2 ὧρες προσευχῆς στὸν Ναὸ δὲν φτάνουν σὲ πολλούς, ἐνῷ ἄλλοι ἔρχονται στὸ Πάτερ ἡμῶν καὶ δὲν βλέπουν τὴν ὥρα νὰ τελειώσει ἡ ἀκολουθία.
Ὁ λαὸς συμμετέχει στὶς Ἀκολουθίες διὰ τῆς Προσευχῆς του. Διὰ τοῦ μυστικοῦ Κύριε ἐλέησον ἢ τῆς δικῆς του μυστικῆς Προσ-ευχῆς στὶς Αἰτήσεις, καὶ διὰ τῆς Προσευχῆς του καὶ ὑπὲρ ἀκόμη αὐτῶν τῶν Κληρικῶν (βλ. ὑποσ. 47).
Φυσικά, στὴν δοξολογία καὶ στὰ Τροπάρια τῶν Ψαλτῶν, ὁ Λαὸς ἀκροᾶται εὐφραινόμενος, καὶ εὐχαριστῶν τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία προσευχόμενος συνάμα.
Δὲν ψάλλει ὅμως, διότι ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὅταν γίνεται αὐτὸ διασπάει τὴν ἡσυχία καὶ τάξη τῆς ἐκκλησίας, καὶ ἐνοχλεῖ τοὺς γύρω του προσευχομένους, πέραν τῆς ἐπιδείξεως. Δὲν ἔχουν ὅλοι τὸ τάλαντο τῆς φωνῆς, καὶ δὲν εἶναι ὅλοι γιὰ ὅλα σὰν τοὺς Προτεστάντες (ἕκαστος ἐφ’ ᾦ ἐτάχθη). Θέλει νὰ ψάλλει κάποιος ἂς πάει μὲ ὑπακοὴ καὶ εὐλογία στὸ Ἀναλόγιον, ἀλλιῶς ἂς ψάλλει στὸ σπίτι του.
[49] «ἡ [ἔκφωνη] ἀνάγνωσις τῶν εὐχῶν εἰς ἐπήκοον τοῦ ἐκκλησιάσματος ἀπαιτεῖ στόμφον, χρωματισμὸν τῆς φωνῆς καὶ πολλάκις πομπῶδες ὕφος καὶ ἄλλας «ὑποκριτικὰς» ἱκανότητας, στοιχεῖα ἐρχόμενα εἰς ἄκραν ἀντίθεσιν πρὸς τὴν σεμνοπρεπῆ καὶ κατανυκτικὴν ἀτμόσφαιραν, ἣν ἀπαιτεῖ ἡ τέλεσις τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας», Πρωτοπρ. Ἀλεξάνδρου Κ. Καραπαναγοπούλου, Ἡ Θεία Λειτουργία (Εἰσαγωγή – Κείμενον – Ἑρμηνεία), Ἀθῆναι 1975, σ. 12.
[50] «Εἶτα πρόεισιν ὁ ἱερεὺς μετὰ παῤῥησίας τῷ θρόνῳ τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μετὰ ἀληθινῆς καρδίας, ἐν πληροφορίᾳ πίστεως, ἀπαγγέλων τῷ Θεῷ, καὶ συλλαλὼν μόνος Αὐτῷ, οὐκέτι διὰ νεφέλης, ὥς ποτε Μωσῆς ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ μαρτυρίου, ἀλλ’ ἀνακεκαλυμμένῳ προσώπῳ τὴν δόξαν Κυρίου κατοπτεύων· καὶ μεμύηται τὴν τῆς Ἁγίας Τριάδος θεογνωσίαν καὶ πίστιν, καὶ μόνος μόνῳ προσλαλεῖ Θεῷ μυστήρια, μυστήρια ἀπαγγέλων ἐν μυστηρίοις, τὰ κεκρυμμένα πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ γενεῶν, νῦν δὲ φανερωθέντα ἡμῖν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἅπερ ἡμῖν ἐξηγήσατο ὁ μονογενὴς Υἱός, ὁ ὢν εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατρός. [...]», Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴν Ἑλλάδα, καὶ ἀπό Ἀνατολή σὲ Δύση, ὅ.π., κεφ. 53, 65, [PG 98, 429A].
[51] Βλ. τό, Ὁ ΙΘʹ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (364), καὶ ἡ ἀνάγνωσις τῶν Λειτουργικῶν Εὐχῶν, τό, Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., τό, Εὐχές τῶν Κατηχουμένων (Εὐχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα καί ταυτόχρονα; Ἀναφορές Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί περί Προσευχῆς στήν Λειτουργία, τό, Εὐχές τῶν Κατηχουμένων (Εὐχή διά Προσφωνήσεως, Συναπτή)· Πόσοι προσεύχονται παράλληλα καί ταυτόχρονα; Ἀναφορές Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, καί περί Προσευχῆς στήν Λειτουργία, καί τό, Ποιοῦντος τοῦ Διακόνου τὴν Εὐχήν, ὁ Ἱερεὺς ἐπεύχεται τὴν Εὐχήν, μεταξύ ἄλλων.
[52] Εὐτυχῶς ὑπάρχουν Ἱερεῖς ποὺ ἀκόμη κρατᾶνε τὴν Παράδοσιν καὶ προσεύχονται μυστικῶς. Ἔχετε δεῖ πιστὸ νὰ προσεύχεται εἰς ἐπήκοον τοῦ διπλανοῦ του; (Ματθ. ϛʹ 5-6).
[53] Σήμερα, τινές Κληρικοί/Θεολόγοι, τὴν ἱκανοποίησιν τῆς περιέργειας τοῦ Λαοῦ, καὶ τὴν διαρκῆ πρόκληση τῆς προσοχῆς τοῦ Λαοῦ πρὸς αὐτούς (ἔκφωνες ἀπὸ μεγαφώνων Ἱερατικές Εὐχές, «ὄλοι μαζί», διάφορες προσφωνήσεις ἄσχετες μὲ τὴν διάταξιν τῆς Λειτουργίας, Λειτουργία στὸν Σολέα, Λειτουργία πρὸς τὴν Δύση σὰν τοὺς αἱρετικούς Δυτικούς), ἀντὶ νὰ ἀφήσουν τὸν Λαόν ἥσυχον γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, τὴν ἐπικροτοῦν καὶ προωθοῦν ὡς τάχα «συμμετοχή του Λαού».
[54] «Ὁ Ἱερεὺς μέσα στὴ Θεία Λειτουργία, πρέπει νὰ εἶναι σὰν τὸν ἀέρα. Τὸν ἀναπνεύουμε καὶ μᾶς ζωογονεῖ. Ἀλλὰ δὲν προκαλεῖ τὴν προσοχή, παραμένει διακριτικὰ ἀφανής», Ἀρχιμ. Μεθοδίου Κρητικοῦ, «Ὁ παπα-Γιώργης» - Ἀναφορὰ στὴ σεμνὴ ἱερατεία τοῦ Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πειραϊκή Ἐκκλησία, τ. 331, Δεκέμβριος 2020, σ. 29.
[55] Τό «ὅλοι μαζί» καὶ ἄλλοι συναφεῖς ἐκτὸς Διατάξεως καὶ Παραδόσεως νεωτερισμοί, φέρουν πνεῦμα φιλαρχίας. Εὔκολα διαπιστώνεται.
[56] Τό πρῶτο ἐπίσημο Ἱερατικὸν τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου (1895, σ. 73) καὶ τὸ πρῶτο ἐπίσημο Ἱερατικὸν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (Α.Δ.) τοῦ 1951 (σ. 85) ἀναγράφουν: «Ὁ χοροστατῶν Ἀρχιερεύς, ἢ ὁ προϊστάμενος τῶν Κληρικῶν, τρανῶς καὶ εὐκρινῶς, καὶ ἕκαστος τῶν ἐκκλησιαζομένων ἰδίᾳ καθ’ ἑαυτόν [δηλ. μυστικῶς], ἀπαγγέλλει τὸ ἅγιον σύμβολον τῆς Πίστεως». Τό αὐτὸ λέγουν καὶ γιὰ τὸ Πάτερ ἡμῶν, σ. 79, καί σ. 93 ἀντίστοιχα. Τό Ἱερατικὸν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (1962) ἀναγράφει σ. 132: «Ὁ Προεστὼς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἢ ὁ Ἀναγνώστης, τρανῶς καὶ εὐκρινῶς, καὶ ἕκαστος τῶν ἐκκλησιαζομένων καθ’ ἑαυτόν, ἀπαγγέλλει τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως». Γιὰ τὸ Πάτερ ἡμῶν (σ. 139) λέει: «Ὁ Προεστώς, ἢ ὁ Χορός». Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1971 (σ. 92) ἔχει ὅμοια μὲ τοῦ 1951. Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1977 (σ. 123) ἀναγράφει: «Ὁ Προεστὼς ἐκτὸς τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἢ ὁ Ἀναγνώστης, τρανῶς καὶ εὐκρινῶς καὶ ἕκαστος τῶν ἐκκλησιαζομένων ἰδίᾳ καθ’ ἑαυτόν, ἀπαγγέλλει τὸ ἱερὸν Σύμβολον τῆς Πίστεως» (σχεδόν σάν τοῦ 1962). Ὅμως τοῦ 1977 ὄχι στὸ Πιστεύω, ἀλλὰ στό Πάτερ ἡμῶν, ἔκανε τὸν νεωτερισμό (ἐπειδὴ μᾶλλον εἶναι πιὸ σύντομο) καὶ γράφει σ. 129: «Ὁ Λαὸς ἢ ὁ Χορός, ἢ εἰ ἔθος, ὁ Προεστὼς ψάλλει ἐμμελῶς τὴν Κυριακὴν Προσευχήν», ὅμως φαίνεται μέχρι τό 2004 δὲν «ἔπιασε» τόπο ὁ νεωτερισμὸς αὐτὸς πέραν ἴσως τῶν προωθητῶν αὐτοῦ καὶ τῶν παρασυρθέντων ὑπ’ αὐτῶν. Εἶναι ἄξιον προσοχῆς πῶς οἱ νεωτερισμοὶ περνᾶνε σιγά-σιγά γιὰ νὰ μένουν «ἀπαρατήρητοι». Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1981 (σ. 92) ὅμοια μὲ τοῦ 1951, 1971 ἐπανέφερε τὴν πρότερον τάξιν. Τό Ἱερατικόν Α.Δ. τοῦ 1987 (σ. 123) καὶ τοῦ 1995 (σ. 123) καὶ τοῦ 2000 (σ. 123) ὅμοια μὲ τοῦ 1977. Ἡ ἀλλαγὴ καὶ στὸ Πιστεύω ἔγινε μὲ τὸ νεωτεριστικὸ Ἱερατικόν τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας (2004, σ. 130) ἐπιμελείας π. Κων/νου Παπαγιάννη ἐπὶ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (καὶ ὑπευθύνου Συνοδικοῦ Μητρ. Πατρῶν Νικοδήμου) ὅπου λέει μόνο: «Ὁ λαός· Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν...». Ἂν ὁ λαὸς τὸ λέει ἰδίᾳ καθ’ ἑαυτόν, ἀπὸ μέσα του, ἢ ὑποψιθυριστά, γιὰ νὰ μὴν περισπᾶ τὸν διπλανό του μὲ τὸ ἰδιαίτερον ἑκάστου ὕφος, δὲν τὸ λέει; Τό λέει! Δυστυχῶς ὅμως, ὅπου τὸ λέει ὁ λαός ἐκφώνως, πολλάκις γίνεται χάβρα, μὲ τὸ διαφορετικό, ἑνίοτε πομπώδες καὶ «ὑποκριτικὸν» ὕφος, τὴν διαφορετικὴ ἔνταση τῆς φωνῆς ἑκάστου καὶ τὸ ἀνισότονον καὶ ἰδιαίτερα τὸ ἀσύγχρονον καὶ ἄμετρον τῆς ἐκφορᾶς, καὶ ἂν τὸ ὕφος εἶναι ἐπιπλέον ἐπιτακτικό καὶ προστακτικὸ καὶ ὄχι ἱκετευτικό, πόση στενοχώρια δημιουργεῖται στὴν ψυχὴ τῶν προσευχομένων! Ὅμως ἀκόμη καὶ στὸ σχολεῖο ὅταν πηγαίναμε, ἕνας σηκωνόταν νὰ πεῖ τὸ Πάτερ ἡμῶν στὴν πρωϊνὴ προσευχή, καὶ στὴν ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἕνα παιδὶ δημοτικοῦ ἔλεγε τὸ Πιστεύω, καὶ ἕνα ἄλλο τὸ Πάτερ ἡμῶν, ἐν μέσῳ ἡσυχίας τοῦ πιστοῦ Λαοῦ. Τὸ ἔκφωνο πολλάκις ἔχει ἐμπάθεια (ἔπαρση). Ὁ Θεὸς ὅμως πρὸ τῆς ἐκφώνου φωνῆς, τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει, διότι «οὕτω καὶ Μωϋσῆς ηὔχετο· διὸ καὶ μηδὲν αὐτοῦ φθεγγομένου, φησὶν ὁ Θεός, Τί βοᾷς πρός με; Ἄνθρωποι μὲν γὰρ ταύτης μόνον ἐπακούουσι τῆς [ἐξωτερικευμένης] φωνῆς. ὁ δὲ Θεὸς πρὸ ταύτης τῶν ἔνδοθεν κραζόντων ἀκούει. [...]», [PG 54, 646], σύμφωνα μὲ τὸν Χρυσοῤῥήμονα Ἅγιον Ἰωάννην. Ἡ ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι γιὰ μυστικὴ προσευχή (καὶ στὴν Ἐκκλησία εἶναι δυνατή ὅταν δὲν ἐξωτερικεύουμε τὴν φωνή), Ματθ. ϛʹ 5-6, βλ. Τὸ ἀθέατον, §11.2, σ. 117, καί Ὁ ΙΘʹ Κανὼν τῆς Συνόδου τῆς Λαοδικείας (364), ..., ὑποσ. 11, καὶ ἐνταῦθα ὑποσ. 47, 48. Καὶ ὁ Ἅγιος Κλήμης: «καὶ ἡμεῖς οὖν ἐν ὁμονοίᾳ ἐπὶ τὸ αὐτὸ συναχθέντες, τῇ συνειδήσει ὡς ἐξ ἑνὸς στόματος βοήσωμεν πρὸς Αὐτὸν ἐκτενῶς, εἰς τὸ μετόχους ἡμᾶς γενέσθαι τῶν μεγάλων καὶ ἐνδόξων ἐπαγγελιῶν Αὐτοῦ», [PG 1, 277]. Γενικὰ ὅμως πρέπει νὰ προσέχουμε ὅτι «Πάντες μὲν εὐχόμεθα, ἀλλ’ οὐ πάντες ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», [PG 54, 644].
[57] Αὐτὸ δὲν τὸ ἔκανε οὔτε ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος,9 ποὺ ἀντιπαραδοσιακῶς ἐπέβαλε τὴν (ὑποβόσκουσα μέχρι τότε) «χαμηλόφωνη» ἀνάγνωση τῶν προσ-Εὐχῶν τοῦ Ἱερέως ...μὲ τὸ μικρόφωνο τοῦ Ἱερέως ἀνοιχτό, ποὺ ἐπικαλύπτει (λίγο ἐπὶ ἐποχῆς Χριστοδούλου, παντελῶς σήμερα) τοὺς Ἱεροψάλτες, ἀνατρέπει τὴν Ἱερὰ Παράδοση (μόνος μόνῳ προσλαλεῖ Θεῷ μυστήρια ὁ Ἱερεύς), καὶ γίνεται χάβρα στὰ μεγάφωνα, καὶ ὡς ἀποτέλεσμα μερικοὶ ἄσχετοι πιστοὶ μὲ τὴν Διάταξη καὶ Ἱερὰ Παράδοση τῆς Λειτουργίας μας νευριάζουν καὶ κατηγοροῦν τοὺς Ψάλτες ὅτι ἐπικαλύπτουν τοὺς Ἱερεῖς, ἐνῷ συμβαίνει ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο! Καὶ μὲ τὴν λειτουργικὴ «ἀναγέννηση», ἀπὸ τὴν μυστική, πήγαμε στὴν χαμηλόφωνη, καὶ μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες (ἐντὸς 15ετίας) φτάσαμε στὴν βροντόφωνη ἐκφώνηση τῶν Εὐχῶν (μεθοδικά καὶ στρατηγικά, βλ. ὑποσ. 97). Βλ. ἐπίσης «Τά τρία Ἀμήν...» ὑποσ. 58, καὶ παρακάτω τὸ ἡχητικό τοῦ Σὲ ὑμνοῦμεν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ «χαμηλόφωνου» μετὰ μικροφώνου καθαγιασμοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου. Ὁ Καθαγιασμός παραδοσιακά ἦταν καὶ εἶναι πάντοτε μυστικός, καὶ ὡς πρὸς τὴν ὄραση καὶ ὡς πρὸς τὴν ἀκοή, προνόμιο τῆς Ἰερωσύνης «θεᾶσθαι αὐτοψεὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς», βλ. Ἀκολουθία τοῦ Ἁγίου Ἐλαίου (Εὐχελαίου), Εὐχή μετά τό Εʹ Ευαγγέλιον.
[58] Βλ. Τὰ τρία Ἀμήν (Ἀμήν, ἀμήν, ἀμήν) εἰς τὴν μυστικὴν στιγμὴν τῆς εὐλογήσεως τοῦ Ἁγίου Ἄρτου καὶ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου, 8/11/2020 (27/10/20).
[59] Ἡχητικό τοῦ Σὲ ὑμνοῦμεν κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ καθαγιασμοῦ ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπ. Χριστοδούλου (27/6/2004, Ἱ.Ν. Ἁγ. Ἐλευθερίου Ἀχαρνῶν, μετὰ χειροτονίας): analogion.gr/files-mp3/liturgical/ Ka0agiasmosXristodoulos-27-06-2024.mp3. Ἀκόμη καὶ ὁ μακαριστὸς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χριστόδουλος δὲν ἔδωσε στὸν Λαό καὶ στοὺς Ψάλτες τὰ Ἀμὴν τῆς Ἱερωσύνης, καὶ τὰ δίνουν σημερινοί Κληρικοί.
[60] Στὴν Ἀρχιερατικὴ Τάξιν τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου τοῦ 2000, σ. 52, δὲν ἀναφέρεται ἀργὴ ψαλμώδηση, ἀλλὰ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Διάκονος [τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος λεγομένου] «θυμιᾷ δέ τήν Ἁγ. Τράπεζαν, τό τέμπλον καί τόν λαόν ἠρέμᾳ χωρίς νὰ δημιουργῇ θόρυβον», ὅπως θυμόμαστε παλαιόθεν (καὶ ἀκόμη ἐνιαχοῦ) νὰ κάνει ὁ Ἱερεύς (καὶ ἐν συντομίᾳ), μάλιστα μὲ ἕτερον θυμιατὸν ἄνευ κωδώνων ἢ τὸ μετὰ κωδώνων νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ πιάνοντάς το στὴν μέση γιὰ νὰ μὴν κάνει θόρυβο. Τό 2004 (ἐπὶ ἀρχιεπ. Χριστοδούλου) ἦρθε ὁ νεωτερισμός αὐτός τῆς ἀργῆς καὶ ἐκτενέστατης ψαλμωδήσεως τοῦ Ἀλληλούια (μᾶλλον κατ’ ἐπιρροὴν τοῦ Φουντούλη, #286 τοῦ 1967; ), ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς εἶναι αὐθαίρετος κοπτοραπτική παλαιοτέρων καὶ μάλιστα εἰδικῶν (γιὰ τὸν τεράστιον καὶ Πατριαρχικὸν Ναὸν τῆς Ἁγίας Σοφίας) διατάξεων, κατὰ τὸ δοκοῦν μὲ ὑποκειμενικὰ καὶ μοντερνιστικὰ κριτήρια. Παλαιότερον ὅμως, ἐθυμιᾶτο μόνον τὸ Ἅγιον Εὐαγγέλιον ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης (Φουντούλης #286), καὶ στὴν διάταξιν τῆς Πατριαρχικῆς Λειτουργίας στὴν Ἁγία Σοφία (V.135, φφ. 24-24β, ἔτους 1386) δὲν ἀναφέρεται θυμίασις ἐκτὸς τοῦ Ἱεροῦ Βήματος, καὶ ἡ θυμίασις γινόταν «λεγομένου ἔτι τοῦ ἀποστόλου»! Περισσεύει νὰ ἀναφέρουμε ὅτι παλαιότερα δὲν ὑπῆρχε κἂν Εὐχή τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ὀρθόδοξη Λειτουργία (στὴν τάξιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως), [Barb. Gr.336, ἔτους π. 800, φ. 25], [BNF Grec 392 (ἐτῶν 1100-1199), φ. 3β], Διάταξις τῆς Θείας Λειτουργίας ἔτους 1334, Ἁγίου Φιλοθέου, [V.480, φ. 312-313], Διάταξις τῆς Πατριαρχικῆς Λειτουργίας ἔτους 1386, [V.135, φ. 24-25], [Ἡ Θεία Λειτουργία, 1650, σ. ιεʹ], [Εὐχολ. Goar 1647, σσ. 68-69], ὑπῆρχε στὸν Ὄρθρον.
[61] Ἡ αἴτηση γιὰ μετάφραση ποτὲ δὲν γινόταν ἀπὸ τὸν πιστὸ λαό, οὔτε κἂν τοὺς ἀγράμματους πιστούς, τοὺς παππούδες καὶ τὶς γιαγιάδες (βλ. ἐπίσης τόν Ἅγιο Πορφύριο), οἱ ὁποῖοι μὲ τὴν ταπείνωσή τους φωτίζονται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ φεῦγουν πλήρεις Χάριτος, γεμάτοι Χάρη ἀπὸ τὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ πάντοτε γινόταν καὶ γίνεται ἀπὸ μορφωμένους διανοούμενους (Καθηγητές, Κληρικούς, κτλ.), ποὺ δὲν ἔχουν κἂν ἀνάγκη μετάφρασης (ἔχουν ὅμως μερικοὶ ἀνάγκη Πατερικῆς ἐρμηνείας, διότι διέπονται ἀπὸ ἕναν ἄκρατο δυτικὸ ὀρθολογισμό).
[62] Μητρ. Ναυπάκτου Ἱεροθέου, Αἱ μεταφράσεις τῶν Λειτουργικῶν Κειμένων, Ὀρθόδοξος Τύπος, τ. 1831, 14/5/2010, σ. 6.
[63] Σταματεῖστε τούς Πειραματισμούς στήν Θεία Λατρεία, στήν Θεία Λειτουργία, στό Τυπικόν, αʹ ἔκδοσις, 29/5/2024.
[64] Ὁ Περιστερίου Γρηγόριος, Συνοδευτικό Προσκλητικό Μήνυμα προς τον Ευσεβή και Φιλόχριστο Λαό του Περιστερίου, Ἀπρίλιος 2024, καί Ἐγκύκλιος Ἐπιστολή 1-2024, Η λανθασμένη θεολογικά και αυθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση του «Εσταυρωμένου της Μ. Παρασκευής» μέσα στο Ιερό Βήμα και πίσω από την Αγία Τράπεζα (στο εσχατολογικό σημείο της εκκλησίας), 30/1/2024, +Ὁ Περιστερίου Γρηγόριος.
[65] Παν. Δ. Παπαδημητρίου, Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, ... , 4/11/2024 — Ἡ Θεολογία τοῦ Σταυροῦ μέ τόν Ἐσταυρωμένο στήν Ἁγία Τράπεζα, αʹ ἔκδοσις, 6/12/2024 — Ἡ Προτεσταντική «θεολογία» καί ἡ «θεολογία» τοῦ Μητρ. Περιστερίου Γρηγορίου γιά τόν Ἐσταυρωμένο, δημοσιεύτηκε στόν Ὀρθόδοξο Τύπο, 20/12/2024, ἀρ. φύλλου 2523, σσ. 1, 5, μέ τίτλο: “Προτεσταντικὴ ἡ «θεολογία» τοῦ Μητρ. Περιστερίου” — Ἐπόμενοι τῶν Αἱρετικῶν, οἱ ἀφαιροῦντες τόν Ἐσταυρωμένον, Ὀρθόδοξος Τύπος, 10/1/2025, ἀρ. φύλλου 2525, σσ. 1, 4, (analogion.gr).
[66] Δὲν γνωρίζουν Ἀρχιερεῖς μας (Κληρικοί ἐν γένει), ὅτι ὅσο περισσότερο αὐτοπροβάλλονται ἰδίως στὴν Ἐκκλησία (ἔτσι εἶναι ὁ «τύπος τοῦ Πατρός τῶν ὅλων»;), τόσο ὁ κόσμος τοὺς ἀποστρέφεται, καὶ γιὰ αὐτὸ φεύγει κόσμος ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία; Διότι, «Μισητὴ ἔναντι Κυρίου καὶ ἀνθρώπων ὑπερηφανία», Σοφ. Σειράχ ιʹ 7.
[67] Πάπας Βενέδικτος ὁ 16ος (Joseph Ratzinger, 1927-2022), «Τὴν μετακίνηση τοῦ Σταυροῦ τῆς Ἁγίας Τραπέζης στὸ πλάϊ, γιὰ νὰ δώσει μιὰ ἀδιάκοπη θέα τοῦ Ἱερέα, εἶναι κάτι ποὺ θεωρῶ ὡς ἕνα ἀπό τά πραγματικά παράλογα φαινόμενα τῶν τελευταίων δεκαετιῶν. Εἶναι ὁ Σταυρός ἐνοχλητικός κατά τή διάρκεια τῆς Λειτουργίας; Εἶναι ὁ Ἱερέας [ἢ ὁ Ἐπίσκοπος] πιὸ σημαντικός ἀπό τόν Κύριο; Αὐτό τό λάθος πρέπει νά διορθωθεῖ τό συντομότερο δυνατό», βλ. Ἐπόμενοι τῶν Αἱρετικῶν, οἱ ἀφαιροῦντες τόν Ἐσταυρωμένον, ὅ.π., σσ. 2 - 4, (analogion.gr).
[68] Αὐτά, κανονικά, χωροῦσαν τὸν Ἱερέα ἐντὸς στὴν Ἁγία Ἀναφορά, μὲ κλειστὰ τὰ παραπετάσματα τοῦ Κιβωρίου. Πρβλ. Μητρ. Μόρφου Νεόφυτος· «Δεξιά καί ἀριστερά τοῦ Ἱεροῦ Κιβωρίου ἐκρέμαντο βῆλα, δηλαδή ὑφασμάτινες κουρτίνες. Καί τοῦτο γιά νά μήν βλέπουν τά τελούμενα ἀπό τόν λειτουργούντα Ἱερέα ἤ Άρχιερέα ὅπου ὑπήρχε οἱ παριστάμενοι, οὔτε αὐτοί νά βλέπουν τούς ἄλλους καί νά περισπῶνται», Σύγχρονοι (Ἅγιοι) Γέροντες καὶ οἱ Μυστικὲς Εὐχές, 8/2/2022. —Ἡ Παράδοσις ἀκόμη τηρεῖται στό Ἅγιον Ὄρος. Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφ. 18 - 22. Κανονικά ἐκρέμαντο βῆλα καί στίς 4 πλευρές ποὺ ἔκλειναν.
[69] Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφ. 10-11, σσ. 102-120.
[70] Ἡ Ἐκκλησία κατὰ Παράδοσιν ἔχει ὄχι πλατεῖα ἀλλὰ στενή Ὡραία Πύλη, ὅτι στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν (Ματθ. ζʹ 13). Ἀκόμη καὶ στὴν Ἁγία Σοφία τοῦ Ἰουστινιανοῦ, τὸ ὑψηλὸ φράγμα (Τέμπλο) τοῦ Ἱεροῦ Βήματος εἶχε μικρὲς θύρες. Παῦλος Σιλεντιάριος (563 μ.Χ.): «διὰ τρισσῶν δὲ θυρέτρων ἕρκος ὅλον μύστησιν ἀνοίγεται· ἐν γὰρ ἑκάστη πλευρῇ βαιὰ θύρετρα διέγμαγεν ἐργοπόνος χείρ» = Καὶ τὸ Τέμπλον (ὁ τοῖχος) διὰ τριῶν θυρῶν δίνει πρόσβαση στοὺς Ἱερεῖς. Διότι σὲ κάθε πλευρὰ ὁ μάστορας ἔφτιαξε μικρὲς θύρες. (Βαιὰ θύρετρα = μικρὲς θύρες). Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ... , κεφ. 40. Σήμερα ὅμως συνεχῶς ἡ Ὡραία Πύλη γίνεται πλατύτερη. Εἶναι κι αὐτὸ ἕνας ἄλλος ἔντεχνος τρόπος «ἀποφυγῆς» τοῦ Τέμπλου. Ὅπως καὶ ἡ ἄτεμπλη (ἔμπροσθεν τοῦ Τέμπλου) Λειτουργία στὰ πρότυπα τῶν Δυτικῶν. Βλ. ὑποσ. 78.
[71] «ἡ ἔλλειψη βημοθύρων καὶ καταπετάσματος στὴν Ὡραία Πύλη δημιουργεῖ καὶ πρόσθετα τελετουργικὰ προβλήματα», Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, εʹ τόμος, ἔκδ. αʹ, Ἀποστολικὴ Διακονία 2003, #513, σ. 54.
[72] Ἰωάννης Φουντούλης: τὸ Καταπέτασμα ἀνελκυόταν πάλι μετὰ τὸ Πιστεύω, καὶ τὸ «θεᾶσθαι αὐτοψεὶ τὸ πρόσωπον τῆς ἁγίας ἀναφορᾶς» ἦταν καὶ εἶναι τὸ φοβερὸ καὶ ἱερὸ προνόμιο τοῦ λειτουργοῦ, τοῦ «ἐνδεδυμένου τὴν τῆς ἱερατείας χάριν», βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφ. 18, σσ. 154-155.
[73] Ἅγιος Κλήμης Ῥώμης (+98 μ.Χ.), «[...] συμφώνως, καὶ ἐπ’ ἀνατολὰς κατανοήσαντες (δηλ. στραφέντες), [...] προσευξάσθωσαν τῷ Θεῷ, [...] κατὰ ἀνατολὰς», [PG 1, 733-736], Ἅγιος Μέγας Βασίλειος (330–379 μ.Χ.), «Πάντες μὲν ὁρῶμεν κατ’ ἀνατολὰς ἐπὶ τῶν προσευχῶν», [PG 32, 189C], Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός (675-749 μ.Χ.), «προσκυνεῖν τὸν σταυρὸν καὶ κατ' ἀνατολὰς ἑστῶτας προσεύχεσθαι», [PG 94, 1301].
[74] Uwe Michael Lang, Turning towards the Lord – Orientation in Liturgical Prayer, Ignatius Press, San Francisco, 2009.
[75] Ἐγκλύκλιος ΔΙΣ Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, 2792/30-6-2004: «Ἡ Μυστηριακὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὰ Ῥαδιοτηλεοπτικὰ Μέσα». Ἀλλά δυστυχῶς, οἱ μεταδόσεις καὶ τὰ βίντεο καὶ οἱ φωτογραφήσεις ἀπὸ τὸ Ἅγιο Βῆμα ὄχι μόνον δὲν σταμάτησαν, ἀλλὰ ἐκθετικῶς αὐξήθηκαν καὶ αὐξάνονται!
[76] Δυστυχῶς αὐτοὶ ποὺ τὰ προωθοῦν αὐτά (καὶ δυστυχῶς ἄλλοι ἐν ἀγνοίᾳ τους, καλῇ τῇ πίστει, τοὺς ἀκολουθοῦν), γίνονται γιὰ νὰ συνηθίσει ὁ Λαός τό τοῦ αἱρεσιάρχου Λουθήρου (ποὺ τὸ πήραν καὶ οἱ Παπικοί) «versus populum» (δηλ. Λειτουργία πρός τόν Λαό, πρός τήν δύση), τό ὁποῖον Δυτικοί σήμερα τὸ κατακρίνουν, ὑποσ. 74.
[77] Ἱ.Μ.Μ. Βατοπαιδίου, Ἡ Θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Ἰακώβου,..., τ. Ἐρμηνευτικόν, σ. 45.
[78] Ὅτι τό χαμηλό Τέμπλο κυρίως, καὶ ἡ ἀνοιχτή Ὡραία Πύλη, ἐμποδίζουν τόν πιστόν Λαόν νὰ προσευχηθεῖ, καὶ πόσο κακὸ κάνει στοὺς Ἱερεῖς, [PDF], αʹ ἔκδοσις (v.1.1), 31-30/5/2024.
[79] Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφ. 7.3, 8, σσ. 83-94.
[80] Ὁ Ζωοποιός Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνέκαθεν δέσποζε στό Ἱερόν Βῆμα, ... , 4/11/2024, Εἰκ. 9, σ. 11.
[81] Ἀπό τήν «ΖΩΗ», δυτικὰ στοιχεῖα μπαρόκ [ἤτοι τῆς μεταρρύθμισης-ἀντιμεταρρύθμισης τῶν δυτικῶν, βλ. «Τὸ ἀθέατον»], ὅπως τὸ γονάτισμα κατὰ τὴν Ἀναφορά, μπῆκαν μέσα στὴ λειτουργία, γιὰ νὰ τονίσουν τὴν ἁγιότητα τοῦ Μυστηρίου, κι’ ἔσπασαν τὴν ἀρχαιοτάτη καὶ γεμάτη νόημα παράδοση τῆς προσφορᾶς σὲ ὄρθια στάση [ἐπικλινόμενος ὁ ἱερεύς, ὅπως καὶ οἱ ἁγιογραφημένοι Ἅγιοι Ἱεράρχες στὴν κόγχη τοῦ Ἱεροῦ]. Βλ. Ἀπ. Ἀλεξανδρίδη, Ἕνα φαινόμενο τῆς νεοελληνικῆς χριστιανικῆς ζωῆς: Οἱ Χριστιανικές Ὀργανώσεις, περιοδικό Σύνορο, Φθινόπωρο 1966, ν. 39, σ. 200. Βλ. ἐπίσης, Ἐπιτρέπεται ἡ Γονυκλισία τὶς Κυριακές; [PDF], 2004/5.
[82] «κατὰ κόρον συλλειτουργοῦν 100 παπάδες, 150 παπάδες [!] ...στίς μεγάλες δεσποτικές γιορτές. [...] Καὶ σήμερα βλέπει κανείς στίς μεγάλες γιορτές να λειτουργοῦν 50, 70 Ἐπίσκοποι [!] ... 150 παπάδες, 200 παπάδες [...]», Μητροπολίτου Κεφαλληνίας Δημητρίου, «Λειτουργικά καί Ποιμαντικά θέματα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας» στό Τρίτο Θεολογικὸ Συνέδριο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Ναυπάκτου - «Δυτικὴ Θεολογία: Θεωρία καὶ Πράξη» Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017, Πεμπτουσία, Ἐκκλησιαστική Παρέμβαση περίπου στό 11:54’ (πρόσβαση 27/3/2025). Πρβλ. Ἱερατικόν Συλλείτουργον - σύγκρισις διατάξεων, Ἱερατικῶν, καὶ σχόλια, ὅ.π..
[83] Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἀπὸ τότε ποὺ ἐπλήθυναν οἱ ἐκκλησιαστικὲς εἰδησεογραφικὲς ἰστοσελίδες, ἐπλήθυναν ἐκθετικῶς καὶ τὰ πολυαρχιερατικά συλλείτουργα (εἰς χαρὰν τῶν ὀφθαλμῶν, καὶ τῶν φωτογραφιῶν, καὶ εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς προσευχῆς).
[84] Η εγκύκλιος της Δ.Ι.Σ του 1929 "Οι Αρχιμανδρίται προηγούνται των οφφικιούχων Πρεσβυτέρων εν ταις Ιεραίς Ακολουθίες" - Εμπόδιο στις Ιερατικές κλίσεις; (π. Ἐλευθέριος Χαβάτζας), 15/3/2011.
[85] «Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται» (Ματθ. καʹ 13).
[86] Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφάλαια 7, 8, 9.
[87] Ὁ διαχωρισμός τῶν Φύλων στόν Ναό (Sexes Segregation in the Church), στό Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφ. 5, σ. 31.
[88] Τὰ ἔχουμε δεῖ αὐτά σὲ Ἐκκλησίες (στὴν Ἑλλάδα).
[89] Χειροθεσία Άρχοντα Λαμπαδάριου και Αναγνώστριας από τον Μητροπολίτη Καισαριανής Δανιήλ, 30/ 12/2019, poimin.gr. (πρόσβαση 30/6/2020), φαίνεται καὶ ἡ τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τῶν Ἐξαπτερύγων στὸν τοῖχο τῆς Κόγχης γιὰ νὰ μπεῖ τὸ πρὸς τὴν Δύση βλέπον νεωτεριστικό Σύνθρονον.
[90] Οὔτε στόν Βαρβερινὸ κώδικα 336 (Barb. gr. 336) ποὺ εἶναι τὸ ἀρχαιότερο σωζόμενο χφ. Εὐχολόγιον (8ος αἰ. - ηʹ αἰ.), (τό χφ. αὐτὸ ἔχει ἰταλικὴ ὀνομασία ἐπειδὴ κατέληξε στὴν συλλογὴ τοῦ καρδιναλίου Barberini. Πρόκειται ὅμως περὶ ἀντιγράφου Κωνσταντινουπολίτικου Ἐπισκοπικοῦ Εὐχολογίου τοῦ 8ου αἰ.).
[91] Ἅγιος Κλήμης πάπας Ῥώμης (+98 μ.Χ.): «Ὑπὲρ ἀναγνωστῶν, ψαλτῶν, παρθένων, χηρῶν τε καὶ ὀρφανῶν δεηθῶμεν· ὅπως ὁ Κύριος τοὺς πάντας αὐτοὺς ἐλεήση», [PG 1, 1088]. Ἐξισώθησαν αἱ παρθένοι [=μοναχαί] καὶ αἱ χῆραι μετὰ τῶν ἀναγνωστῶν καὶ ψαλτῶν;
[92] Οἱ γυναῖκες, μόνο ἀπουσίᾳ Ἱεροψαλτῶν, καὶ κατά ἐκκλησιαστικήν οἰκονομίαν, εἶχαν μόνο βοηθητικό ρόλο στό ψάλσιμο. Ἐδῶ τὰ Παλαιοχριστιανικά χρόνια μέχρι σήμερα (σὲ παραδοσιακές Ἐνορίες), οἱ ἄνδρες μὲ τὶς γυναῖκες κάθονται χωριστά στὴν Ἐκκλησία, καὶ στὸ Ἀναλόγιον θὰ ἦσαν μαζί;
[93] Μά δέν ὑπάρχουν Ψάλτες! (analogion.gr).
[94] Παναγιώτης Ν. Τρεμπέλας, Ἡ Γυνή ἐν τῇ Ψαλμωδία, ἔκδ. «ΖΩΗ», Ἀθῆναι 1926.
[95] Γιάννης Ραγκούσης: Να ανοίξει η συζήτηση για τη χειροτονία γυναικών, ΣΚΑΪ, 2/2/2020. Τάδε ἔφη, στὴν λήξη Συνεδρίου γιὰ Διακόνισσες... . «ΔΙΑΚΟΝΙΣΣΕΣ. ΠΑΡΕΛΘΟΝ-ΠΑΡΟΝ-ΜΕΛΛΟΝ», ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΤΟΥ CEMES KAI TOY ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ, 31/1-2/2/2020, Οργανωτική Επιτροπή: Ομότ. Καθ. Πέτρος Βασιλειάδης κ.ἄ.. — Ἄννα Διαμαντοπούλου, X tweet: «Η Ορθόδοξη Ιεροσύνη χρειάζεται άνδρες και γυναίκες.Το εκκλησιαστικό βίωμα στον 21ο αιώνα πρέπει να διαμορφώνεται και από [ανδρες] & [γυναικες] [χρησιμοποίησε εικονίδια για τα φύλα].Η συζήτηση να ανοίξει από την Εκκλησία & όχι μόνο», 3/9/2022.
[96] + Μητρ. Γόρτυνος Ἱερεμίας, Κάποια προδοσία τῆς Πίστης ἑτοιμάζεται μυστικά καί ὑπόκωφα, 1/1/2016.
[97] Κατά τὰ πρότυπα τοῦ Ἀδαμαντίου Κοραῆ: «Τί θέλεις, τί ζητεῖς, ἐρωτᾷ ἐκ Παρισίων, νὰ καταργήσωμεν τὰς ὑπὲρ τὰ χίλια ἔτη συνήθεις εἰς τὴν Ἐκκλησίαν μακρὰς ἀκολουθίας; Οὔτε δυνατή, ἀποκρίνομαι, οὔτε φρόνιμος εἶναι ἡ τοιαύτη αἰφνίδιος κατάργησις. Τῶν μακρῶν ψυχικῶν ἀρρωστημάτων (!) μακρὰ εἶναι καὶ ἡ θεραπεία», καὶ ἀλλοῦ λέει, «καυχᾶται (ἕνας ἐφημέριος) ὅτι εἰς ὅλην τὴν νῆσον δὲν εὑρίσκεται Παπᾶς νὰ ἀναγινώσκῃ παρ’ αὐτὸν ἐγρηγορώτερα τὰ καθίσματα τοῦ ψαλτηρίου». Τὰ ἀνωτέρω ἐλήφθησαν ἐκ τοῦ ἄρθρου τοῦ ἀρχιμ. Δοσιθέου, «Τελετουργικὴ διάστασις τῆς ψαλτικῆς τέχνης· περὶ τυπικῆς εὐταξίας», Πρακτικὰ Α’ Πανελληνίου Συνεδρίου Ψαλτικῆς Τέχνης, Ἀθήνα 2000, σσ. 190-191.
[98] Ἰωάννου Μ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικὰς ἀπορίας, βʹ τόμος, ἔκδ. δʹ, Ἀποστολικὴ Διακονία 1994 (ἔκδ. αʹ 1967), #267, σ. 284.
[99] Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφάλαια 18, 19.
[100] Ἀρχιεπ. Κορίνθου Βαρθολομαίου Γεωργιάδου, Ἐπιτομὴ Λειτουργικῆς πρὸς χρῆσιν τῶν Ἱερέων καὶ παντὸς Ὀρθοδόξου Χριστιανοῦ, ἐγκρίσει τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, ἐν Ἀθήναις 1909, σσ. 109-112.
[101] Αὐτοὶ βέβαια δὲν ἀνοίξανε ἁπλῶς τὴν Ὠραία Πύλη, ἀλλὰ γκρεμίσανε τὰ Τέμπλα τους, ἢ βάλανε ἄλλες «Τράπεζες» μπροστά ἀπὸ τὸ Τέμπλο! Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., κεφ. 7.3, 8.
[102] Βλ. Τὸ ἀθέατον τῆς Ἁγίας Τράπεζας, ..., ὅ.π., §19.6, σ. 175 κ.ἑ..
[103] Παναγιώτου Κατραμάδου, Διατί ὁ Περιστερίου ἀφαιρεῖ τὸν Τίμιον Σταυρόν; Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 2436, 17/2/2023.
[105] Παναγιώτου Κατραμάδου, Ἡ ἄκρα ταπείνωσις τοῦ Ἐσταυρωμένου εἰς Ἱεράν Μητρόπολιν Περιστερίου – Β΄ Μέρος, Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 2450, 2/6/2023.
[106] Βασίλειος Ἰ. Τουλουμτσῆς, Ἡ ἑνότης Σταυροῦ καὶ Ἀναστάσεως εἰς τὸ «ἑνιαῖον» τῆς θείας Οἰκονομίας καὶ εἰς τὸ «διαιρετικὸν» τῆς προτεσταντικῆς ἐσχατολογίας, Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 2455, 7/7/2023.
[107] Βαρβάρα Χ. Γιαννακοπούλου, Ὅπου θυσιαστήριον ἐκεῖ καὶ ὁ Ἐσταυρωμένος, Ὀρθόδοξος Τύπος, φ. 2474, 8/12/2023.
[108] Ἄννα Κακαδιάρη, Παρατηρήσεις επί της έντυπης έκδοσης της Ιεράς Μητρόπολης Περιστερίου σχετικά με την «Λανθασμένη θεολογικά και αυθαίρετα μόνιμη τοποθέτηση του «Εσταυρωμένου της Μεγάλης Παρασκευής» μέσα στο Ιερό Βήμα και πίσω από την Αγία Τράπεζα», Ὀρθόδοξος Τύπος (20/7/2024), Τάς θύρας (27/7/2024).
[109] Μητρ. Κυθήρων Σεραφείμ, Θεολογική ἐπιστήριξις τῆς ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης τοποθετήσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, 14/9/2024.
[110] Μητρ. πρ. Καλαβρύτων Ἀμβρόσιος, Ανοικτή επιστολή προς τον Μητρ. Περιστερίου Γρηγόριο για τον Εσταυρωμένο, Αἴγιον, 16/9/2024.
[111] Ἰωάννης Γ. Λίτινας, Ἡ ὀρθὴ θεολογικὰ καὶ ὑπὸ Ἁγίων Πατέρων ἐπικυρωμένη τοποθέτηση τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ τοῦ Σταυροῦ λιτανειῶν μέσα στὸ Ἱερὸ Βῆμα καὶ πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, 2024.