Παρασκευή 30 Μαΐου 2025

Ἀπο τετοια πτωσι, σε τοσο ὕψος!

ΑΝΑΛΗΨ.

Πεντηκοστάριο
1968 Ἀπὸ τέτοια πτῶσι, σὲ τόσο ὕψος!
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄-Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2675

Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως 29 Μαΐου 2025
Ὁμιλία Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτη

Ἀπο τετοια πτωσι, σε τοσο ὕψος!

«Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46,6)

Ἔχουν περάσει, ἀγαπητοί μου, σαράντα ἡ­μέρες ἀπὸ τὴν ἅγια νύχτα τῆς Ἀναστάσε­­ως, ὅταν ἀκούσαμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καὶ σήμερα, ἑορτὴ τῆς Ἀναλήψεως, ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει τὸ «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλα­γμῷ, Κύρι­ος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46,6.). Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγα λόγια ἁπλᾶ καὶ σύν­τομα ἐπάνω στὸ ῥητὸ αὐτὸ καὶ στὴ σημασία τῆς ἑορτῆς.

Ἑορτάζουμε τὴν ἀνάληψι τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γιατί ἔγινε ἡ Ἀνάληψις;

* * *

Ὁ ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, τὸ ἀνώτερο δημιούργημα, πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26). Ἔχει ἕνα προορισμὸ μεγά­­λο. Προορι­σμός του, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησί­ας, εἶνε ἡ θέωσις, νὰ γίνῃ δη­λαδὴ – τί· ἕνας μικρὸς θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς, κυρίαρχος στὸν ὑλι­­κὸ καὶ πρὸ παντὸς στὸν ψυχικὸ πολιτισμό· νὰ ἐξουσιάζῃ τὴ νεκρὴ ὕλη καὶ πρὸ παν­τὸς τὴν ψυχή του, νὰ νικήσῃ τὸν κακὸ ἑαυτό του, κ᾽ ἔτσι ν᾽ ἀναδειχθῇ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ.

Δὲν τίμησε ὅμως τὴ θέσι του. Ὁ ἄνθρωπος ἔπεσε, ἁ­μάρ­τησε· κι ἀπὸ βασιλεὺς τῆς κτίσε­­ως κατήν­τησε δοῦλος, σκλάβος τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, τῆς κακίας. Γιὰ τὴν πτῶσι αὐτὴ θρηνοῦν οἱ ἄγγελοι, καὶ ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Ἄν­θρω­πος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε, παρα­συνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀ­νοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ. 48, 13,21)· ὁ ἄνθρωπος δηλα­δὴ δὲν κατάλαβε τὴν ἀξία του, ἄφησε τὸν ἑ­αυ­­τό του νὰ κατρακυλίσῃ, νὰ γίνῃ σὰν τὰ ζῷα καὶ κατώ­τερος ἀπ᾽ αὐτά. Καὶ ἐδῶ εἶνε ἡ τρα­γῳδία του· ἐνῷ καταντᾷ ἔνα κτῆνος, ἔχει τὴ νοσταλγία τοῦ ἀγγέλου, νοσταλγία τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅτι ἔγινε κατώτερος ἀπὸ τὰ ζῷα τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Ἔγνω βοῦς τὸν κτησάμε­νον καὶ ὄνος τὴν φά­τνην τοῦ κυρίου αὐ­τοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ ἔγνω» (Ἠσ. 1,3). Κά­νει παράπονο ὁ Θεός. Τὰ ζῷα, λέει, εἶνε πιὸ γνωστικά· γνωρίζουν τ᾽ ἀφεντικό τους, μὰ ὁ ἄν­θρωπος δὲν γνωρίζει ἐ­μένα τὸν Κύριό του. Τὸ γαϊδουράκι, ἂν πέσῃ μιὰ φορὰ σ᾽ ἕνα λάκκο, ὅταν περνάῃ πάλι ἀπὸ ᾽κεῖ προσέχει νὰ μὴν ξαναπέσῃ. Ὁ ἄνθρωπος πέφτει καὶ ξα­­ναπέφτει στὸν ἴδιο λάκκο. Αὐτὸς π.χ. ποὺ πί­νει καὶ μεθάει δὲν ἐννοεῖ νὰ ξεκολλήσῃ ἀ­πὸ τὸ πιοτό· γελοιοποιεῖται, ῥεζιλεύεται. Πάρ­τε καὶ τὴν ἀνθρωπότητα (τὸ παράδειγμα δὲν εἶνε δι­κό μου, εἶνε πρωθυπουργοῦ τῆς Ἀγ­γλίας). Δὲν διδάχθηκε ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ πρώτου παγκοσμίου πολέμου, ἔπεσε σὲ δεύτερο καί, ἂν δὲν βάλῃ ὁ Θεὸς τὸ χέρι του, ἑ­τοι­μάζεται νὰ πέσῃ σὲ τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Κατώτερος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ζῷα, κατώ­τερος καὶ ἀπὸ τὰ πουλιά. Ἔχουμε χωριὸ μὲ τὸ ὡραῖο ὄνομα Πελαργός, ποὺ φαίνεται ὅτι τὸ πῆρε ἀπὸ τὰ ὠφέλιμα αὐτὰ πουλιά, ποὺ ἀ­ποτελοῦν γιὰ ὅλους μας ἀφορμὴ διδασκαλί­ας. Ὁ ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος π. Κωνσταν­τῖ­νος, ὅταν ὑπηρετοῦσε στρατιώτης στὶς Σέρρες, πελαργοὶ εἶχαν κάνει τὴ φωλιά τους ἐ­πά­νω στὸ κωδωνοστάσιο καὶ ἡ πελαρ­γίνα θέρ­μαινε τὰ ἀβγά. Ὅταν τὰ πουλάκια ἔσπασαν τὰ ἀβγὰ καὶ βγῆκαν, ἀνάμεσα στὰ πελαρ­γάκια βρέθηκε ἕνα παπί. Πῶς ἔγινε αὐτό; Ἕ­να παιδὶ τοῦ δη­μοτικοῦ σκαρφάλωσε ἐκεῖ, ἔ­βγαλε ἕνα ἀ­βγὸ πελαργοῦ καὶ στὴ θέσι του ἄ­φησε ἕνα ἀ­βγὸ πάπιας. Ὅταν γύρισε στὴ φωλιὰ ὁ ἀρσενικὸς πελαργὸς καὶ εἶδε ἀνάμεσα στὰ γνήσια παιδιά του τὸ παπί, ἄρχισε μὲ τὸ ῥάμφος του νὰ χτυπάῃ δυνατὰ πάνω στὰ κεραμίδια τῆς ἐκ­κλησίας. Αὐτὸ ἦ­ταν σύνθημα· σὲ λίγο μαζεύ­τηκαν ὅλοι οἱ γείτονες πελαργοί, ἔγινε δικαστήριο καὶ καταδίκασαν τὴν πε­λαργίνα, ποὺ νόμισαν ὅτι ἀπάτησε τὸ σύζυ­γό της, μὲ τὰ ῥάμ­φη τους τὴ χτύπησαν καὶ τὴ σκότω­σαν· τέλος ἔκαναν 5 – 6 κύκλους πάνω ἀπὸ τὸ μέρος ἐ­κεῖ­­νο κ᾽ ἐξαφανίστηκαν· δὲν ξαναπάτησαν πιὰ στὸν τόπο τῆς «μοιχείας». Ἀκοῦτε, ἀν­τρόγυνα; ἀ­κοῦ­τε, γυναῖ­­κες; Εἶ­νε κακὸς ὁ Καν­τιώτης ὅ­ταν φωνάζει κατὰ τῶν διαζυγίων; Ἂν δὲν θέλετε ν᾽ ἀκούσετε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀκοῦ­στε τὸν πελαργὸ ποὺ φωνάζει· Σύζυγοι, μείνετε πιστοὶ στὸ γάμο σας μέχρι θανάτου! Ὁ πελαρ­γὸς ὅμως δὲν διδάσκει μόνο τὰ ἀντρόγυνα, δι­δάσκει καὶ τὰ παιδιά. Ὅταν γεράσῃ ὁ πελαργὸς καὶ μαδήσουν τὰ φτερά του, τότε τὰ παι­διά του πᾶνε κοντά του καὶ τὸν σκεπάζουν νὰ μὴν κρυ­ώνῃ. Αὐτὸ στὴ γλῶσσα μας, ἂν ἀ­νοί­ξετε λεξικό, θὰ δῆτε ὅτι λέγεται ἀντιπελάργησις, ἀνταπόδοσι δηλαδὴ στοργῆς στὸ γονιό. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε καταραμένο τὸ χέρι παιδιοῦ ποὺ χτυπάει τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα.
Κατώτερος λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ζῷα, κατώτε­ρος ἀπὸ τὰ πουλιά, κατώτερος ἀκόμη κι ἀπ᾽ τὰ μυρμήγκια. Δουλεύει, λέει, ὁ ἄνθρωπος. Πόσο δουλεύει; Σὰν τὸ μυρμήγκι δὲν δου­λεύει κανείς· καὶ τὴ νύχτα ἀκόμα αὐτὸ ἐρ­γά­ζεται. Γι᾽ αὐτὸ λέει ἡ Γραφή (βλ. Παρ. 6,6)· Ἐσὺ ὁ τεμπέλης, ὁ ἀκα­μάτης, ἄντε στὴ φωλιὰ τοῦ μύρμηγκα, ἰδές τον πῶς δουλεύει καὶ ἂς σοῦ γίνῃ αὐτὸς δάσκαλος στὴν ἐργατικότητα.
Θέλετε νὰ προχωρήσουμε περισσότερο; Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, γίνεται κα­τώτερος κι ἀπὸ τὶς πέτρες καὶ τὰ βράχια. Τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ἐνῷ καὶ ὁ βράχος τοῦ Γολγο­θᾶ, σεί­σθηκε, οἱ ἄνομοι ἔμειναν ἀ­συγ­­κίνητοι. Καὶ προηγουμένως ὁ Χριστὸς εἶ­πε σὲ φαρισαίους ποὺ δυσφοροῦσαν γιὰ τὴν ὑποδο­χή του τὴν Κυριακὴ τῶν βαΐων καὶ τοῦ ζητοῦ­σαν νὰ ἐπιβάλῃ σιωπὴ στὶς χαρούμε­νες ἐπευφημίες τῶν μαθητῶν του· «Ἐὰν οὗτοι σι­ω­πήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40). Μὲ ἄλλα λόγια, δὲν ἔ­χει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· καὶ ἂν ἐμεῖς δὲν ἀνοίξουμε τὸ στόμα μας νὰ τὸν δοξάσουμε, τότε καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμα θὰ πάρουν φωνὴ καὶ θὰ κραυγάσουν «Εἷς ἅ­γιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Ἄνθρωπε, ποὺ ὁ Θεὸς σ᾽ ἔκανε βασιλέα τῆς κτίσεως καὶ σὲ ὕψωσε μέχρι τὸν οὐρανό, πῶς κατήντησες νὰ γί­νῃς κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα, κι ἀπὸ τὰ πουλιά, κι ἀπὸ τὰ μυρμήγκια καὶ τὰ μελίσσια, κατώτερος κι ἀπὸ τὶς πέτρες; Ἀλλὰ τί λέω· ἔρχεται στιγμὴ ποὺ καταντᾷς χειρότερος κι ἀπὸ τὸν διάβολο! Γιατὶ ὁ διάβο­λος ὀνομάζεται παγ­κάκιστος, ἔχει δηλαδὴ ὅ­λες τὶς κακίες· ἀλλ᾽ ἐνῷ κάνει ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα, ἕνα ἁμάρτημα δὲν τὸ κάνει· δὲν βλαστη­μάει τὸ Θεό. Ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τρέμει. Πᾶνε τώρα ἑφτὰ χιλιάδες χρόνια ἀ­φ᾽ ὅτου ἔγινε διάβολος. Μέσα σ᾽ αὐτὰ ἔκανε τεράστια ἐγκλήματα, ἀλλὰ βλαστήμια δὲν εἶπε. Ἔ λοιπόν, τὸ ἁμάρτημα ποὺ τρέμει ὁ δι­ά­βολος, τὸ κάνει ὁ ἄνθρωπος· τὸν ἀκοῦς ν᾽ ἀ­νοίγῃ τὸ βρωμερό του στόμα καὶ νὰ ὑβρίζῃ τὰ θεῖα. Δὲν βλαστημάει τὸ στρατηγό, τὸν εἰσ­αγγελέα, τὸ νομάρχη, τὸ βασιλιᾶ, γιατὶ ξέρει ὅ­­τι θά ᾽χῃ συνέπειες. Τί εἶνε ὅμως ὅλοι αὐτοὶ μπροστὰ στὸ Θεό; Πελώρια μηδενικά. Ἐ­άν, ἀ­δέρφια μου, δὲν ξερριζώσουμε ἀπὸ τὸν τόπο μας τὴ βλαστήμια, καλὲς ἡμέρες δὲν θὰ δοῦμε.

* * *

Ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος πολὺ χαμηλά· καὶ ἦταν ἄξιος τιμωρίας, ἔπρεπε νὰ πληρώσῃ ἀκριβὰ ὅλη τὴ στάσι του. Κι ἂν ἤθελε ὁ Χριστός, εἶ­χε μύριους τρόπους νὰ τὸν τιμωρήσῃ· τὸ δαχτυλάκι του νὰ κουνήσῃ, κάρβουνο θὰ γινόταν ἡ Γῆ.
Καὶ ὅμως δὲν μᾶς τιμώρησε. Ἀντὶ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ, μᾶς ἐλέησε. Κατέβηκε ἀπὸ τὰ οὐράνια ἐδῶ στὴ γῆ. Πῆρε σάρκα ἀπὸ τὴν Παναγία Παρθένο, ἔγινε ἄνθρωπος σὰν κ᾽ ἐμᾶς ἐκτὸς ἁμαρτίας. Ἔζησε ἀνάμεσά μας 33 χρόνια· πείνασε, δίψασε, κοπίασε. Τέλος, ἀφοῦ ὑπέμεινε τὰ πάν­δεινα, σταυρώθηκε. Κι ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, 40 μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασί του, ἔβγαλε τοὺς μαθητάς του σ᾽ ἕνα ὕψωμα· κ᾽ ἐκεῖ, ἐνῷ τοὺς εὐλογοῦσε κ᾽ ἐκεῖ­νοι χαίρονταν νὰ τὸν βλέπουν, τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ πόδια του ἔπαψαν πιὰ νὰ πατοῦν τὴ γῆ. Ὑψώθηκε σιγὰ – σιγά, μὲ τὸ σῶμα του, ἐπάνω σὲ νεφέλη· ἀνέ­βηκε καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, στὸν τρίτο οὐρανό. Γιατὶ ἕνας οὐ­ρανὸς εἶνε ἡ γήινη ἀτμόσφαιρα, δεύτερος οὐρανὸς εἶνε ὁ ἔναστρος θόλος, καὶ κατὰ τὴ Γραφὴ ὑπάρχει καὶ «τρίτος οὐρανός» (βλ. Β΄ Κορ. 12,2), ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι.
Ὅταν τὰ ἀγγελικὰ τάγματα εἶδαν ἕναν ἄν­θρωπο ντυμένο στὰ κόκκινα (ἀπὸ τὸ αἷμα τοῦ σταυροῦ) ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἐκεῖ ποὺ δὲν πατοῦσε ποτέ ἄνθρωπος, ἔκαναν συναγερμὸ καὶ ῥωτοῦ­σαν· Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ ἦλθε; Καὶ ἔλεγαν μεταξύ τους· –«Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχον­τες ἡμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσ­­ελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». –«Τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;». –«Κύ­ριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν πολέμῳ…» (Ψαλμ. 23,7-10). Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ τόλμησε, ἄνθρωπος μὲ σάρκα, ν᾽ ἀνεβῇ ἐπάνω στὰ οὐράνια δώματα; Καὶ ἀπαντοῦν οἱ ἄλ­λοι ἄγγελοι· Αὐτὸς εἶνε ὁ νικητής, «αὐτός ἐ­στιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Καὶ ἄνοιξαν οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰσῆλθε σὲ δόξα καὶ ἄ­φατη μεγαλοπρέπεια ὁ Θεάνθρωπος. Καὶ ἀ­πὸ ἐκεῖ, ποὺ δὲν τὸν φτάνει ἡ κακία τῶν ἐ­χθρῶν του, κυβερνᾷ τὸν κόσμο ὁλόκληρο.
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας, αὐτὴ εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας, αὐτὰ εἶνε τὰ μεγαλεῖα ποὺ πιστεύουμε.

* * *

Τὸ ὅτι, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστὸς ἔφτασε καὶ ὡς ἄνθρωπος στὸν οὐρανὸ δείχνει τὴ δόξα του· δείχνει ἀκόμη, ὅτι κοντὰ στὸ Χριστὸ κι ὁ ἄν­θρωπος μπορεῖ νὰ φτάσῃ στὸν οὐρανό. Πῶς;
Ὅταν μπαίνετε στὸ ναὸ γιὰ τὴ θεία λειτουρ­γία, σκεφθῆτε. Τὸ κομμάτι αὐτὸ τῆς γῆς, μέχρι πρό τινος ἦταν χωράφι, ἕνας βοσκότοπος· ἀφ᾽ ὅτου ὅμως χτίστηκε ἡ ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔγινε οὐρανός. Ὅταν μπαίνεις στὴν ἐκκλησία, δὲν πατᾷς πιὰ τὴ γῆ. «Ὅ­σοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί…» (θ. Λειτ.)! Τὸ καταλαβαίνεις; Ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός; θὰ πῇς· πῶς;
Ὅταν μπαίνῃς ὄχι ὅπως στὸ καφφενεῖο ἢ στὴν ταβέρνα ἢ στὸ γραφεῖο ἑνὸς μεγάλου, ἀλλὰ «μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ» (θ. Λειτ. εἰρην.)· ὅταν σταθῇς μπρὸς στὸ Χριστὸ καὶ τὸ δάκρυ φύγῃ ἀπὸ τὸ μάτι σου, ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια καὶ ἡ καρδιά σου χτυπήσῃ, τότε –δὲν εἶνε παραμύθι ἡ θρησκεία μας–, φτερὰ ἀγγέλου σὲ παίρνουν καὶ σὲ ἀνεβάζουν κοντὰ στὸ Χριστό, κοντὰ στοὺς ἁγίους. Πιστεύω στὸ Θεό. Ἐὰν δὲν πίστευα, θά ᾽παιρνα αὐτὰ τὰ χρυσᾶ ἄμφια νὰ τὰ κάψω στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως. Ἀλλὰ πιστεύω στὸ Εὐαγγέλιο, στὸ Χριστό, στὴν Ὀρθοδοξία· πιστεύω, ὅτι αὐτὰ εἶνε ἀληθινά. Τὰ παλιὰ χρόνια οἱ Χριστιανοὶ τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας ἔβλεπαν ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.
Τί περιμένει ἐδῶ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός, τί ζητᾷ ἀπὸ μᾶς; τὰ λεφτά μας, τὰ κτήματά μας; δικά του εἶνε. Τί ζητᾷ ἀπὸ μᾶς τὴν ὥρα αὐτή; Κάτι ζητᾷ. Ποιά μάτια ἀπόψε θὰ κλάψουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους; Ὁ ἄγγελος βγάζει δίσκο καὶ ζητάει νὰ ῥίξουμε ὄχι δεκάρες καὶ πεντάρες ἀλλὰ ἕνα δάκρυ. Δῶστε μου ἕνα δάκρυ, ἕνα δάκρυ τοῦ λῃστοῦ ἢ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Ὅταν πέσῃ τὸ δάκρυ, τὸ παίρνει ὁ ἄγγελος, τὸ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ τὸ δάκρυ αὐτὸ λάμπει σὰν διαμάντι.
Ἂς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ κάθε θεία λειτουργία ποὺ μᾶς ἀξιώνει νὰ ζήσουμε. Κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία λειτουργία πάνω στὴ ἁγία τράπεζα, γίνεται θαῦμα· τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ μεταβάλλονται, γίνονται σῶμα καὶ αἷμα Χριστοῦ. «Ὅσοι πιστοί».
Εὔχομαι μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Ὑψώνω σ᾽ αὐτὸν τὰ χέρια καὶ εὐλογῶ τὰ βουνά, τὶς πεδιάδες, τὶς ῥεματιές, τὰ ζῷα, τὰ χωράφια, τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά σας· εὐλογῶ τὸ μέρος, ὁλόκληρη τὴν περιοχή σας· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου Πελαργοῦ – Ἀμυνταίου μετὰ τὰ ἐγκαίνιά του τὴν Πέμπτη 30-5-1968, μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-4-2025.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ θὰ μπορῆτε μελλοντικὰ νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις σὲ cd τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868).

augoustinos-kantiotis.gr