Πεντηκοστάριο
1968 Ἀπὸ τέτοια πτῶσι, σὲ τόσο ὕψος!
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΜΒ΄-Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2675
Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως 29 Μαΐου 2025
Ὁμιλία Μητροπολιτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Ν. Καντιώτη
Ἀπο τετοια πτωσι, σε τοσο ὕψος!
«Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46,6)
Ἔχουν
περάσει, ἀγαπητοί μου, σαράντα ἡμέρες ἀπὸ τὴν ἅγια νύχτα τῆς
Ἀναστάσεως, ὅταν ἀκούσαμε τὸ «Χριστὸς ἀνέστη». Καὶ σήμερα, ἑορτὴ τῆς
Ἀναλήψεως, ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει τὸ «Ἀνέβη ὁ Θεὸς ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος
ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46,6.). Ἐπιτρέψτε μου νὰ πῶ λίγα λόγια ἁπλᾶ
καὶ σύντομα ἐπάνω στὸ ῥητὸ αὐτὸ καὶ στὴ σημασία τῆς ἑορτῆς.
* * *
Ὁ ἄνθρωπος, ἀδελφοί μου, ἡ κορωνίδα τῆς δημιουργίας, τὸ ἀνώτερο δημιούργημα, πλάστηκε «κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Γέν. 1,26). Ἔχει ἕνα προορισμὸ μεγάλο. Προορισμός του, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, εἶνε ἡ θέωσις, νὰ γίνῃ δηλαδὴ – τί· ἕνας μικρὸς θεὸς ἐπὶ τῆς γῆς, κυρίαρχος στὸν ὑλικὸ καὶ πρὸ παντὸς στὸν ψυχικὸ πολιτισμό· νὰ ἐξουσιάζῃ τὴ νεκρὴ ὕλη καὶ πρὸ παντὸς τὴν ψυχή του, νὰ νικήσῃ τὸν κακὸ ἑαυτό του, κ᾽ ἔτσι ν᾽ ἀναδειχθῇ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσις τοῦ Θεοῦ.
Δὲν τίμησε ὅμως τὴ θέσι του. Ὁ ἄνθρωπος
ἔπεσε, ἁμάρτησε· κι ἀπὸ βασιλεὺς τῆς κτίσεως κατήντησε δοῦλος,
σκλάβος τῶν παθῶν, τῆς ἁμαρτίας, τῆς κακίας. Γιὰ τὴν πτῶσι αὐτὴ θρηνοῦν
οἱ ἄγγελοι, καὶ ὁ Δαυῒδ ψάλλει· «Ἄνθρωπος ἐν τιμῇ ὢν οὐ συνῆκε,
παρασυνεβλήθη τοῖς κτήνεσι τοῖς ἀνοήτοις καὶ ὡμοιώθη αὐτοῖς» (Ψαλμ.
48, 13,21)· ὁ ἄνθρωπος δηλαδὴ δὲν κατάλαβε τὴν ἀξία του, ἄφησε τὸν
ἑαυτό του νὰ κατρακυλίσῃ, νὰ γίνῃ σὰν τὰ ζῷα καὶ κατώτερος ἀπ᾽ αὐτά.
Καὶ ἐδῶ εἶνε ἡ τραγῳδία του· ἐνῷ καταντᾷ ἔνα κτῆνος, ἔχει τὴ νοσταλγία
τοῦ ἀγγέλου, νοσταλγία τοῦ οὐρανοῦ.
Ὅτι ἔγινε κατώτερος ἀπὸ τὰ ζῷα τὸ λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας· «Ἔγνω βοῦς τὸν
κτησάμενον καὶ ὄνος τὴν φάτνην τοῦ κυρίου αὐτοῦ· Ἰσραὴλ δέ με οὐκ
ἔγνω» (Ἠσ. 1,3). Κάνει παράπονο ὁ Θεός. Τὰ ζῷα, λέει, εἶνε πιὸ
γνωστικά· γνωρίζουν τ᾽ ἀφεντικό τους, μὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν γνωρίζει ἐμένα
τὸν Κύριό του. Τὸ γαϊδουράκι, ἂν πέσῃ μιὰ φορὰ σ᾽ ἕνα λάκκο, ὅταν
περνάῃ πάλι ἀπὸ ᾽κεῖ προσέχει νὰ μὴν ξαναπέσῃ. Ὁ ἄνθρωπος πέφτει καὶ
ξαναπέφτει στὸν ἴδιο λάκκο. Αὐτὸς π.χ. ποὺ πίνει καὶ μεθάει δὲν
ἐννοεῖ νὰ ξεκολλήσῃ ἀπὸ τὸ πιοτό· γελοιοποιεῖται, ῥεζιλεύεται. Πάρτε
καὶ τὴν ἀνθρωπότητα (τὸ παράδειγμα δὲν εἶνε δικό μου, εἶνε πρωθυπουργοῦ
τῆς Ἀγγλίας). Δὲν διδάχθηκε ἀπὸ τὸ πάθημα τοῦ πρώτου παγκοσμίου
πολέμου, ἔπεσε σὲ δεύτερο καί, ἂν δὲν βάλῃ ὁ Θεὸς τὸ χέρι του,
ἑτοιμάζεται νὰ πέσῃ σὲ τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Κατώτερος ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ζῷα, κατώτερος καὶ ἀπὸ τὰ πουλιά. Ἔχουμε
χωριὸ μὲ τὸ ὡραῖο ὄνομα Πελαργός, ποὺ φαίνεται ὅτι τὸ πῆρε ἀπὸ τὰ
ὠφέλιμα αὐτὰ πουλιά, ποὺ ἀποτελοῦν γιὰ ὅλους μας ἀφορμὴ διδασκαλίας. Ὁ
ἀρχιερατικὸς ἐπίτροπος π. Κωνσταντῖνος, ὅταν ὑπηρετοῦσε στρατιώτης
στὶς Σέρρες, πελαργοὶ εἶχαν κάνει τὴ φωλιά τους ἐπάνω στὸ κωδωνοστάσιο
καὶ ἡ πελαργίνα θέρμαινε τὰ ἀβγά. Ὅταν τὰ πουλάκια ἔσπασαν τὰ ἀβγὰ
καὶ βγῆκαν, ἀνάμεσα στὰ πελαργάκια βρέθηκε ἕνα παπί. Πῶς ἔγινε αὐτό;
Ἕνα παιδὶ τοῦ δημοτικοῦ σκαρφάλωσε ἐκεῖ, ἔβγαλε ἕνα ἀβγὸ πελαργοῦ
καὶ στὴ θέσι του ἄφησε ἕνα ἀβγὸ πάπιας. Ὅταν γύρισε στὴ φωλιὰ ὁ
ἀρσενικὸς πελαργὸς καὶ εἶδε ἀνάμεσα στὰ γνήσια παιδιά του τὸ παπί,
ἄρχισε μὲ τὸ ῥάμφος του νὰ χτυπάῃ δυνατὰ πάνω στὰ κεραμίδια τῆς
ἐκκλησίας. Αὐτὸ ἦταν σύνθημα· σὲ λίγο μαζεύτηκαν ὅλοι οἱ γείτονες
πελαργοί, ἔγινε δικαστήριο καὶ καταδίκασαν τὴν πελαργίνα, ποὺ νόμισαν
ὅτι ἀπάτησε τὸ σύζυγό της, μὲ τὰ ῥάμφη τους τὴ χτύπησαν καὶ τὴ
σκότωσαν· τέλος ἔκαναν 5 – 6 κύκλους πάνω ἀπὸ τὸ μέρος ἐκεῖνο κ᾽
ἐξαφανίστηκαν· δὲν ξαναπάτησαν πιὰ στὸν τόπο τῆς «μοιχείας». Ἀκοῦτε,
ἀντρόγυνα; ἀκοῦτε, γυναῖκες; Εἶνε κακὸς ὁ Καντιώτης ὅταν φωνάζει
κατὰ τῶν διαζυγίων; Ἂν δὲν θέλετε ν᾽ ἀκούσετε τὸ Εὐαγγέλιο, ἀκοῦστε
τὸν πελαργὸ ποὺ φωνάζει· Σύζυγοι, μείνετε πιστοὶ στὸ γάμο σας μέχρι
θανάτου! Ὁ πελαργὸς ὅμως δὲν διδάσκει μόνο τὰ ἀντρόγυνα, διδάσκει καὶ
τὰ παιδιά. Ὅταν γεράσῃ ὁ πελαργὸς καὶ μαδήσουν τὰ φτερά του, τότε τὰ
παιδιά του πᾶνε κοντά του καὶ τὸν σκεπάζουν νὰ μὴν κρυώνῃ. Αὐτὸ στὴ
γλῶσσα μας, ἂν ἀνοίξετε λεξικό, θὰ δῆτε ὅτι λέγεται ἀντιπελάργησις,
ἀνταπόδοσι δηλαδὴ στοργῆς στὸ γονιό. Γι᾽ αὐτὸ εἶνε καταραμένο τὸ χέρι
παιδιοῦ ποὺ χτυπάει τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα.
Κατώτερος λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ ζῷα, κατώτερος ἀπὸ τὰ πουλιά,
κατώτερος ἀκόμη κι ἀπ᾽ τὰ μυρμήγκια. Δουλεύει, λέει, ὁ ἄνθρωπος. Πόσο
δουλεύει; Σὰν τὸ μυρμήγκι δὲν δουλεύει κανείς· καὶ τὴ νύχτα ἀκόμα αὐτὸ
ἐργάζεται. Γι᾽ αὐτὸ λέει ἡ Γραφή (βλ. Παρ. 6,6)· Ἐσὺ ὁ τεμπέλης, ὁ
ἀκαμάτης, ἄντε στὴ φωλιὰ τοῦ μύρμηγκα, ἰδές τον πῶς δουλεύει καὶ ἂς σοῦ
γίνῃ αὐτὸς δάσκαλος στὴν ἐργατικότητα.
Θέλετε νὰ προχωρήσουμε περισσότερο; Ὁ ἄνθρωπος, λέει ὁ ἱερὸς
Χρυσόστομος, γίνεται κατώτερος κι ἀπὸ τὶς πέτρες καὶ τὰ βράχια. Τὴ
Μεγάλη Παρασκευή, ἐνῷ καὶ ὁ βράχος τοῦ Γολγοθᾶ, σείσθηκε, οἱ ἄνομοι
ἔμειναν ἀσυγκίνητοι. Καὶ προηγουμένως ὁ Χριστὸς εἶπε σὲ φαρισαίους
ποὺ δυσφοροῦσαν γιὰ τὴν ὑποδοχή του τὴν Κυριακὴ τῶν βαΐων καὶ τοῦ
ζητοῦσαν νὰ ἐπιβάλῃ σιωπὴ στὶς χαρούμενες ἐπευφημίες τῶν μαθητῶν του·
«Ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,40). Μὲ ἄλλα
λόγια, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· καὶ ἂν ἐμεῖς δὲν ἀνοίξουμε τὸ
στόμα μας νὰ τὸν δοξάσουμε, τότε καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμα θὰ πάρουν φωνὴ
καὶ θὰ κραυγάσουν «Εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν
Θεοῦ Πατρός· ἀμήν» (Φιλ. 2,11 καὶ θ. Λειτ.).
Ἄνθρωπε, ποὺ ὁ Θεὸς σ᾽ ἔκανε βασιλέα τῆς κτίσεως καὶ σὲ ὕψωσε μέχρι τὸν
οὐρανό, πῶς κατήντησες νὰ γίνῃς κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ζῷα, κι ἀπὸ τὰ
πουλιά, κι ἀπὸ τὰ μυρμήγκια καὶ τὰ μελίσσια, κατώτερος κι ἀπὸ τὶς
πέτρες; Ἀλλὰ τί λέω· ἔρχεται στιγμὴ ποὺ καταντᾷς χειρότερος κι ἀπὸ τὸν
διάβολο! Γιατὶ ὁ διάβολος ὀνομάζεται παγκάκιστος, ἔχει δηλαδὴ ὅλες
τὶς κακίες· ἀλλ᾽ ἐνῷ κάνει ὅλα τ᾽ ἁμαρτήματα, ἕνα ἁμάρτημα δὲν τὸ κάνει·
δὲν βλαστημάει τὸ Θεό. Ἀκούει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ τρέμει. Πᾶνε τώρα
ἑφτὰ χιλιάδες χρόνια ἀφ᾽ ὅτου ἔγινε διάβολος. Μέσα σ᾽ αὐτὰ ἔκανε
τεράστια ἐγκλήματα, ἀλλὰ βλαστήμια δὲν εἶπε. Ἔ λοιπόν, τὸ ἁμάρτημα ποὺ
τρέμει ὁ διάβολος, τὸ κάνει ὁ ἄνθρωπος· τὸν ἀκοῦς ν᾽ ἀνοίγῃ τὸ
βρωμερό του στόμα καὶ νὰ ὑβρίζῃ τὰ θεῖα. Δὲν βλαστημάει τὸ στρατηγό, τὸν
εἰσαγγελέα, τὸ νομάρχη, τὸ βασιλιᾶ, γιατὶ ξέρει ὅτι θά ᾽χῃ
συνέπειες. Τί εἶνε ὅμως ὅλοι αὐτοὶ μπροστὰ στὸ Θεό; Πελώρια μηδενικά.
Ἐάν, ἀδέρφια μου, δὲν ξερριζώσουμε ἀπὸ τὸν τόπο μας τὴ βλαστήμια,
καλὲς ἡμέρες δὲν θὰ δοῦμε.
* * *
Ἔπεσε ὁ ἄνθρωπος πολὺ χαμηλά· καὶ ἦταν
ἄξιος τιμωρίας, ἔπρεπε νὰ πληρώσῃ ἀκριβὰ ὅλη τὴ στάσι του. Κι ἂν ἤθελε ὁ
Χριστός, εἶχε μύριους τρόπους νὰ τὸν τιμωρήσῃ· τὸ δαχτυλάκι του νὰ
κουνήσῃ, κάρβουνο θὰ γινόταν ἡ Γῆ.
Καὶ ὅμως δὲν μᾶς τιμώρησε. Ἀντὶ νὰ μᾶς τιμωρήσῃ, μᾶς ἐλέησε. Κατέβηκε
ἀπὸ τὰ οὐράνια ἐδῶ στὴ γῆ. Πῆρε σάρκα ἀπὸ τὴν Παναγία Παρθένο, ἔγινε
ἄνθρωπος σὰν κ᾽ ἐμᾶς ἐκτὸς ἁμαρτίας. Ἔζησε ἀνάμεσά μας 33 χρόνια·
πείνασε, δίψασε, κοπίασε. Τέλος, ἀφοῦ ὑπέμεινε τὰ πάνδεινα, σταυρώθηκε.
Κι ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν, 40 μέρες μετὰ τὴν ἀνάστασί του, ἔβγαλε
τοὺς μαθητάς του σ᾽ ἕνα ὕψωμα· κ᾽ ἐκεῖ, ἐνῷ τοὺς εὐλογοῦσε κ᾽ ἐκεῖνοι
χαίρονταν νὰ τὸν βλέπουν, τὴν ὥρα ἐκείνη τὰ πόδια του ἔπαψαν πιὰ νὰ
πατοῦν τὴ γῆ. Ὑψώθηκε σιγὰ – σιγά, μὲ τὸ σῶμα του, ἐπάνω σὲ νεφέλη·
ἀνέβηκε καὶ κάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, στὸν τρίτο οὐρανό. Γιατὶ ἕνας
οὐρανὸς εἶνε ἡ γήινη ἀτμόσφαιρα, δεύτερος οὐρανὸς εἶνε ὁ ἔναστρος
θόλος, καὶ κατὰ τὴ Γραφὴ ὑπάρχει καὶ «τρίτος οὐρανός» (βλ. Β΄ Κορ.
12,2), ἐκεῖ ποὺ εἶνε οἱ ἄγγελοι καὶ ἀρχάγγελοι.
Ὅταν τὰ ἀγγελικὰ τάγματα εἶδαν ἕναν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ κόκκινα (ἀπὸ τὸ
αἷμα τοῦ σταυροῦ) ν᾽ ἀνεβαίνῃ ἐκεῖ ποὺ δὲν πατοῦσε ποτέ ἄνθρωπος,
ἔκαναν συναγερμὸ καὶ ῥωτοῦσαν· Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ ἦλθε; Καὶ ἔλεγαν
μεταξύ τους· –«Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ἡμῶν, καὶ ἐπάρθητε, πύλαι
αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». –«Τίς ἐστιν οὗτος ὁ
βασιλεὺς τῆς δόξης;». –«Κύριος κραταιὸς καὶ δυνατός, Κύριος δυνατὸς ἐν
πολέμῳ…» (Ψαλμ. 23,7-10). Ποιός εἶνε αὐτὸς ποὺ τόλμησε, ἄνθρωπος μὲ
σάρκα, ν᾽ ἀνεβῇ ἐπάνω στὰ οὐράνια δώματα; Καὶ ἀπαντοῦν οἱ ἄλλοι
ἄγγελοι· Αὐτὸς εἶνε ὁ νικητής, «αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Καὶ
ἄνοιξαν οἱ πύλες τοῦ οὐρανοῦ καὶ εἰσῆλθε σὲ δόξα καὶ ἄφατη
μεγαλοπρέπεια ὁ Θεάνθρωπος. Καὶ ἀπὸ ἐκεῖ, ποὺ δὲν τὸν φτάνει ἡ κακία
τῶν ἐχθρῶν του, κυβερνᾷ τὸν κόσμο ὁλόκληρο.
Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας, αὐτὴ εἶνε ἡ Ὀρθοδοξία μας, αὐτὰ εἶνε τὰ μεγαλεῖα ποὺ πιστεύουμε.
* * *
Τὸ ὅτι, ἀδελφοί μου, ὁ Χριστὸς ἔφτασε
καὶ ὡς ἄνθρωπος στὸν οὐρανὸ δείχνει τὴ δόξα του· δείχνει ἀκόμη, ὅτι
κοντὰ στὸ Χριστὸ κι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ φτάσῃ στὸν οὐρανό. Πῶς;
Ὅταν μπαίνετε στὸ ναὸ γιὰ τὴ θεία λειτουργία, σκεφθῆτε. Τὸ κομμάτι αὐτὸ
τῆς γῆς, μέχρι πρό τινος ἦταν χωράφι, ἕνας βοσκότοπος· ἀφ᾽ ὅτου ὅμως
χτίστηκε ἡ ἐκκλησία, ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη ἔγινε οὐρανός. Ὅταν μπαίνεις
στὴν ἐκκλησία, δὲν πατᾷς πιὰ τὴ γῆ. «Ὅσοι πιστοί», «ὅσοι πιστοί…» (θ.
Λειτ.)! Τὸ καταλαβαίνεις; Ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός; θὰ πῇς· πῶς;
Ὅταν μπαίνῃς ὄχι ὅπως στὸ καφφενεῖο ἢ στὴν ταβέρνα ἢ στὸ γραφεῖο ἑνὸς
μεγάλου, ἀλλὰ «μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ» (θ. Λειτ.
εἰρην.)· ὅταν σταθῇς μπρὸς στὸ Χριστὸ καὶ τὸ δάκρυ φύγῃ ἀπὸ τὸ μάτι σου,
ὅταν περνοῦν τὰ ἅγια καὶ ἡ καρδιά σου χτυπήσῃ, τότε –δὲν εἶνε παραμύθι ἡ
θρησκεία μας–, φτερὰ ἀγγέλου σὲ παίρνουν καὶ σὲ ἀνεβάζουν κοντὰ στὸ
Χριστό, κοντὰ στοὺς ἁγίους. Πιστεύω στὸ Θεό. Ἐὰν δὲν πίστευα, θά ᾽παιρνα
αὐτὰ τὰ χρυσᾶ ἄμφια νὰ τὰ κάψω στὴν πλατεῖα τῆς πόλεως. Ἀλλὰ πιστεύω
στὸ Εὐαγγέλιο, στὸ Χριστό, στὴν Ὀρθοδοξία· πιστεύω, ὅτι αὐτὰ εἶνε
ἀληθινά. Τὰ παλιὰ χρόνια οἱ Χριστιανοὶ τὴν ὥρα τῆς θείας λειτουργίας
ἔβλεπαν ἀγγέλους καὶ ἀρχαγγέλους.
Τί περιμένει ἐδῶ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός, τί ζητᾷ ἀπὸ μᾶς; τὰ λεφτά μας, τὰ
κτήματά μας; δικά του εἶνε. Τί ζητᾷ ἀπὸ μᾶς τὴν ὥρα αὐτή; Κάτι ζητᾷ.
Ποιά μάτια ἀπόψε θὰ κλάψουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους; Ὁ ἄγγελος βγάζει
δίσκο καὶ ζητάει νὰ ῥίξουμε ὄχι δεκάρες καὶ πεντάρες ἀλλὰ ἕνα δάκρυ.
Δῶστε μου ἕνα δάκρυ, ἕνα δάκρυ τοῦ λῃστοῦ ἢ τῆς Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας.
Ὅταν πέσῃ τὸ δάκρυ, τὸ παίρνει ὁ ἄγγελος, τὸ ἀνεβάζει στὸν οὐρανὸ
μπροστὰ στὸ Θεό, καὶ τὸ δάκρυ αὐτὸ λάμπει σὰν διαμάντι.
Ἂς εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ γιὰ κάθε θεία λειτουργία ποὺ μᾶς ἀξιώνει νὰ
ζήσουμε. Κάθε φορὰ ποὺ γίνεται θεία λειτουργία πάνω στὴ ἁγία τράπεζα,
γίνεται θαῦμα· τὸ ψωμὶ καὶ τὸ κρασὶ μεταβάλλονται, γίνονται σῶμα καὶ
αἷμα Χριστοῦ. «Ὅσοι πιστοί».
Εὔχομαι μὲ τὴν πίστι καὶ τὴν ἐλπίδα στὸ Θεό. Ὑψώνω σ᾽ αὐτὸν τὰ χέρια καὶ
εὐλογῶ τὰ βουνά, τὶς πεδιάδες, τὶς ῥεματιές, τὰ ζῷα, τὰ χωράφια, τὶς
γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά σας· εὐλογῶ τὸ μέρος, ὁλόκληρη τὴν περιοχή σας·
ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἀναλήψεως τοῦ
Κυρίου Πελαργοῦ – Ἀμυνταίου μετὰ τὰ ἐγκαίνιά του τὴν Πέμπτη 30-5-1968,
μὲ νέο τώρα τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-4-2025.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ θὰ μπορῆτε μελλοντικὰ νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς συντομεύσεις
σὲ cd τῆς σειρᾶς «ΣΚΟΠΟΝ ΔΕΔΩΚΑ ΣΕ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο
23850-28868).