Εις την ψυχήν του Παπαδιαμάντη δεν έλαμπε μόνον η γνησίως ορθόδοξη πίστις του, η τρυφερά και βαθεία προς τον Χριστόν και την Εκκλησίαν αγάπη του, ούτε μόνον η στοργή προς τα αγνά και σεμνά ήθη του τόπου μας, αλλά συγχρόνως υπήρχε και “συνδιέπρεπεν” εις τον εσωτερικόν του κόσμο η εξ ίσου βαθεία και μεγάλη αγάπη του προς τον άνθρωπον.
Ηγάπησε τον συνάνθρωπόν του ο Παπαδιαμάντης. Διά τούτο πάντοτε με αγάπην και συμπόνιαν ζωγραφίζει τους απλοϊκούς ήρωάς του εις τα αριστουργήματα του δυνατού καλάμου του, ακόμη και εκείνους οι οποίοι ίστανται κάπως μακράν από το θρησκευτικόν και ηθικόν πιστεύω του.
Παράδειγμα ενδεικτικόν της γραμμής του αυτής είναι “εκείνη η γραία Χαδούλα, η σύζυγος Ιωάννου Φράγκου, η κοινώς λεγομένη “Φραγκογιαννού”, η περίφημος “φόνισσα” του ομονύμου του διηγήματος. Εις το πασίγνωστον αυτό διήγημά του ο Παπαδιαμάντης δεν παρουσιάζεται πουθενά να εκφράζεται με μίσος και αποστροφήν και να μεταχειρίζεται πικρούς χαρακτηρισμούς διά την φοβεράν φόνισσαν, αλλά, θα έλεγε κανείς, μόνον με μίαν άκακον και αφελή ειρωνείαν, ανάμικτον με οίκτον, παρακολουθεί τας πράξεις της, τας κλοπάς της, την σπανίαν γυναικείαν δραστηριότητά της, τα φρικώδη εγκλήματά της. Και η στάσις του αυτή δεν εξηγείται από τυχόν ύπαρξιν εις την ψυχήν του κυνισμού και αδιαφορίας, αλλ' από την βαθείαν συναίσθησιν της ανθρωπίνης αδυναμίας και αμαρτωλότητος.
Ο Παπαδιαμάντης δεν ίσταται ψυχρός και αδιάφορος εμπρός εις το δράμα της φόνισσας, αλλά συμπάσχει και συμπονεί, και μόνον τα δολοφονηθέντα άκακα βρέφη φέρει εις τον ύπνον της Φραγκογιαννούς να λέγουν. “Εγώ είμαι η Ματούλα, έλεγεν η μία. Κι εγώ η Μυλσούδα, η μικλή, εψέλλιζεν η άλλη. Κι εγώ είμαι η Ξενούλα, έλεγεν η τρίτη. Φίλησέ μας... Πάρε μας... Χόρεψέ μας...”. Και συνεχίζει ο συγγραφεύς. “Ώ! αλήθεια της εφαίνετο τόσον φυσικόν το πράγμα... Πώς θα αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρει εις όλον τον καιρόν όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλόν της;”.
Κάποιαν εξαίρεσιν εις την τακτικήν αυτήν του Παπαδιαμάντη φαίνεται να αποτελεί το μικρόν του διήγημα “Κοινωνική αρμονία”, εις το οποίον με βαρείς χαρακτηρισμούς περιγράφει κάποιον αισχρόν τύπον, ονόματι Φοραμπάλλαν. “Εστρώνετο”, γράφει, “όλην την ημέραν έξωθεν του καφενείου, παρά την οδόν, χονδρός, παχύς, προγάστωρ, βωμολόχος, κυνικός, χαλκοπρόσωπος. Μία ολόκληρος αγέλη νέων ηκολούθει την διδασκαλίαν του. Δευτέρα αγέλη μαθητευομένων παιδαρίων ηκολούθει τα παραδείγματά του... Ήτο αρχιμόρτης με περιουσίαν... Εντερλίκωνεν εις ένα μπακάλικο αντικρυνόν, εμπεκρομεθούσε, εφλυάρει, ησχρολόγει, ωργίαζε... Τοιούτος ήτο ο μόρταρος...”.
Από την παράθεσιν των περικοπών αυτών εφάνη ο λόγος, διά τον οποίον με κάποιαν συγκρατημένην οργήν ο αγαθός Παπαδιαμάντης μετεχειρίσθη τοιούτους λόγους.
Πού οφείλεται τώρα αυτή η μετά στοργής περιγραφή των ηρώων του; Μήπως εις την άγνοιαν προσώπων και πραγμάτων της κοινωνίας; Όχι προφανώς, διότι οι ήρωές του δεν είναι φανταστικά–πλασματικά πρόσωπα, αλλά κατά το πλείστον προέρχονται από την μικράν κοινωνίαν της γενετείρας του, την Σκιάθον. Τους εγνώριζε καλά. Ήξευρε τα ελαττώματά των, τα πάθη και τα μίση των, καθώς και τας αντιζηλίας μεταξύ των.
Μία παράγραφος από το διήγημά του “Οι ελαφροϊσκιωτοι” μας περιγράφει την πλήρη και σαφή γνώσιν των πραγμάτων και των συνθηκών της τότε κοινωνίας την οποίαν είχεν ο συγγραφεύς του “Καλόγερου”. Γράφει λοιπόν εις το προαναφερθέν διήγημά του. “Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία. Το μίσος εμαίνετο, και μαινόμενον εβασίλευεν, εν μέσω οικογενειών και ατόμων. Εκυκλοφόρει εις όλας τας αρτηρίας, εις όλας τας φλέβας της μικράς κοινωνιας. Ο άγιος νόμος του Χριστού κατεπατείτο. Απεδίδετο πάντοτε κακόν αντί κακού, πολλάκις κακόν αντί αγαθού, ουδέποτε αγαθόν αντί κακού”.
Εγνώριζεν επομένως την κατάστασιν της κοινωνίας, τα ελαττώματα των ηρώων του ο Παπαδιαμάντης. Εγνώριζεν ότι “η θειά το Μαθηνώ ήτο ευλαβής κατά τους μεν, ψευτομάντισσα κατά τους δε”. Διέκρινεν όμως μέσα από τα πάθη και τας εξωτερικάς εκδηλώσεις εις το βάθος της ψυχής απλότητα, ειλικρίνειαν, αγαθήν προαίρεσιν, πλούτον αρετών εν σπέρματι, αι οποίαι διά ποικίλους λόγους, και κυρίως δι' έλλειψιν πνευματικής καλλιεργείας, δεν ημπόρεσαν να βλαστήσουν και καρποφορήσουν. Περισσότερον εκτιμά ο Παπαδιαμάντης τους αφελείς αυτούς θρησκευτικούς τύπους της νήσου του, με την πηγαίαν θρησκευτικότητα, την ανάμικτον ενίοτε με δυσιδαιμονίας και προλήψεις, παρά την επίπλαστον θρησκευτικότητα ωρισμένων τύπων των Αθηνών.
Ο Παπαδιαμάντης αναβιβάζει επί της σκηνής τον διηγημάτων του ανθρώπους, οι οποίοι δι' άλλους ουδέν ενδιαφέρον θα παρουσίαζον, αλλ' ίσως θα εκίνουν την αποστροφήν και την βδελυγμίαν. Ο Παπαδιαμάντης δεν σκέπτεται κατ' αυτόν τον τρόπον. Με το βαθύ του βλέμμα διεισδύει μέσα εις την ψυχήν του ανθρώπου, και από εκεί κρίνει και εκτιμά τον άνθρωπον. Οι άλλοι κρίνουν κατ' όψιν, εκείνος κατά βάθος.
Ποίος π.χ. θα έδιδε προσοχήν εις εκείνον τον πτωχόν Κακόμην, τον ήρωα του ομονύμου διηγήματός του; Ένας βαστάζος ήτο, αρχιβαστάζος μάλιστα, “χαμάλπασης” του λιμανιού, άστεγος και πλάνης μέσα εις την μικράν πολίχνην. Και όμως ο Παπαδιαμάντης με πόσην συμπάθειαν και αγάπην ανακαλύπτει θησαυρούς αγάπης και αυτοθυσίας μέσα εις την ψυχήν του ασήμου ήρωός του! Κατ' αρχάς περιγράφει με κάποιον θαυμασμόν την απλήν, την λιτήν καθημερινήν ζωήν του, την “φιλοσοφίαν” του βίου του, όπως θα την εχαρακτήριζεν ο μέγας εκείνος των πτωχών και απλών ανθρώπων φίλος και θαυμαστής, ο θείος Χρυσόστομος.
Κατόπιν, αφού δίδει το καθημερινόν πρόγραμμα του πτωχού Κακόμη, ο Παπαδιαμάντης έρχεται να εξάρη τον κρυφόν πλούτον της ψυχής του. Πτωχός εκείνος και έρημος, και όμως από τας οικονομίας του εβοήθει άλλον πτωχότερον συνάδελφόν του. “Κατά τας νηστισίμους ημέρας, επειδή το μεσημβρινόν γιουβέτσι ήτο σαρακοστιανόν, έκαμνε οικονομίαν 30 ή 40 λεπτών την ημέραν. Τα ολίγα ταύτα κέρματα έδιδε τακτικά ως συνδρομήν και εις άλλα μέρη δικά του και συχνά εις ένα, Χατζή καλούμενον, πρώην αχθοφόρον, όστις είχε γηράσει πολύ, ελεεινός, πάμπτωχος, με πρησμένα πόδια και δεν μπορούσε πλέον να δουλέψει. Εις το ίδιον δε διήγημα ο Παπαδιαμάντης προσθέτει και άλλην αξιόλογον αγαθοεργίαν του πτωχού βαστάζου. Έδωσε το σπιτάκι του εις την ετεροθαλή αδελφήν του ως προίκα, και επροτίμησε να κοιμάται μέσα εις μίαν αχυραποθήκην!
Με την ιδίαν ηθικήν έξαρσιν πέριγράφει εις το διήγημά του “Φιλόστοργοι” τον μόχθον και τας θυσίας ενός πτωχού μανάβη, διά να θρέψη μισήν δωδεκάδα παιδιά, τα οποία... δεν ήσαν ιδικά του. Τα είχε πάρει από το Νηπιακόν Ορφανοτροφείον εις τας Αθήνας, κι τα ανέτρεφε με κάθε στοργικήν περιποίησιν και πατρικήν αγάπην. Γράφει με συγκίνησιν ο “συμπονετικός” Παπαδιαμάντης. “Έζησεν εν ιδρώτι του προσώπου του, και ανέθρεψε πέντε ή έξ παιδιά, τα οποία δεν ήσαν ιδικά του. Απέθανεν, ο πτωχός, προ τεσσάρων ή πέντε ετών και εύρεν ανάπαυσιν των κόπων του. Το σώμα του, το αποκαμωμένον και βασανισμένον, το κυρτωθέν από το σκύψιμο και από το φόρτωμα, ίσαξε και έγινε ευθύ επί της νεκρικής κλίνης. Ελπίζω και πιστεύω ότι θα επήγε εις τον άλλον κόσμον, ο πτωχός, πολύ σιμά εις τον πτωχόν Λάζαρον. Ναι, σιμά, πολύ σιμά”.
Εκεί όμως που δεικνύει όλον τον πόνον της λεπτής και ευαισθήτου ψυχής του και όλην την συμπάθειάν του προς τον δυστυχισμένον συνάνθρωπόν του, έστω και αν υποφέρη ούτος από αμαρτίας και από μεγάλα ηθικά σφάλματα, είναι το μικρόν εις έκτασιν αλλά μέγα εις ευγενή και ανθρωπιστικά αισθήματα διηγημά του “Η φωνή του δράκου”.
Εις το διήγημά του αυτό περιγράφεται μέσα εις ατμόσφαιραν αρρήτου συναισθηματικής γλυκύτητος το δράμα μιάς γυναικός, που, όπως κατηγορείται, είχε πέσει εις το βαρύ της μοιχείας αμάρτημα και περιφρονημένη έζη πικράς ημέρας οδύνης και πόνου με το στίγμα της φοβεράς αμαρτίας.
Εκείνο όμως που ηύξανε την δυστυχίαν και τον πόνον της ήτο το μονάκριβον παιδί της, “το τέκνον εκείνο της οδύνης της”, Ο Κώτσος της. Ώ πόνος ανυπόφορος! Η κοινωνία εκείνη του μίσους και της ζηλοφθονίας, όπως την ανέλυσεν εις τους “Ελαφροϊσκιωτους”, δεν έπαυεν να εκτοξεύη εναντίον του ως φαρμακερόν βέλος το “δύσφημον όνομα της νοθείας” και να πληγώνει την παιδικήν του ψυχήν. “Κάπου να πας να κρυφτής βαθειά, παιδάκι μου, γιά να μη σε βλέπουνε και να μη σ' ακούνε, του είπε, μιά των ημερών, μία γραία γειτόνισσα, στρυφνή, διφορούμενης ψυχής”.
Αλγεί η ψυχή του Παπαδιαμάντη. Αλγεί διά τον μικρόν και συμπαθή Κώτσον, τον αδίκως υποφέροντα τα ονείδη και τον κατατρεγμόν της κοινωνίας και με το στόμα ενός πλάνητος καλογήρου, του πατρός Ιωακείμ, προσπαθεί να έλθει αρωγός εις τον βαθύν ψυχικόν του πόνον λέγων, ότι εις αυτόν τον κόσμον “εν άλλοις πταίομεν και εν άλλοις παιδευόμεθα” και ότι “οι αδικούντες πολλοί, αδικούμενος ουδέ εις”. Αλλά παρά το μεγάλο αμάρτημα της μοιχείας, αυτός ο απόγονος των αυστηρών Κολλυβάδων, το ίδιον άλγος αισθάνεται εις την ψυχήν του και διά την δυστυχισμένην μητέρα. Και την συμπάθειάν του αυτήν, συμπάθειαν μιάς όντως χριστιανικής ψυχής ενός γνησίου μαθητού του συγχωρήσαντος πόρνας και ληστάς, ως εξής εκφράζει στο τέλος του διηγήματος με τους λόγους του ιδίου πλάνητος μοναχού,του πάτερ Ιωακείμ, όταν ούτος συναντά την εν τω μεταξύ απολέσασαν τον μικρόν Κώτσον εις δυστύχημα πονεμένην μητέρα. “Έ! κουράγιο, Σοφούλα! Τί να γένη, καϋμένη, εκεί στον άλλον κόσμον, θα βρής πολλούς, πολλούς άλλους, και τον Κωνσταντάκη σου μαζύ. Τί να λες, εσύ, ταλαίπωρη!... Βέβαια θα είπες, πως ήτον κακή ώρα. Ά, η πλέον κακή ώρα είναι η ώρα της αμαρτίας, Σοφούλα. Άχ, τα οψώνια της αμαρτίας!... Γι' αυτό είπε και ο όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης “Η δεξιά σου, Χριστέ μου... σκαιωρίας πάσης περιφυλαξάτω”. Είτα, όταν η Σοφούλα απέστρεψε κλαίουσα την κεφαλήν, ο πλάνος μοναχός είπεν εις την πρεσβυτέραν αδελφήν της. “Άχ! Κρατήρα, και να ήτον αθώα... θα επήγαινε μαζύ με τους Μάρτυρας. Όπως κι αν είναι, πιστεύω να βρη έλεος...”.
Το ίδιον έλεος πιστεύει ο αγαθός την ψυχήν και την καρδίαν Παπαδιαμάντης και διά μίαν άλλην πονεμένην ψυχήν, της οποίας την τραγικήν ιστορίαν έχει ως θέμα του διηγήματός του “Χωρίς στεφάνι”.
Εδώ πρόκειται διά την λεγομένην “Χρηστίνα”, την “Χρηστίνα την δασκάλα”, η οποία εκμαυλισθείσα από τας υποσχέσεις διά γάμον κάποιου κομματάρχου, ενός λαϊκού, διεφθαρμένου τύπου, ζη επί έτη “χωρίς στεφάνι”. Έχει συναισθανθή, όπως φαίνεται, βαθειά μέσα εις την ψυχήν της το μεγάλο της αμάρτημα και πονεί και στενάζει και νιώθει εντροπήν και κρύπτεται από τον κόσμον. Δεν τολμά ούτε εις αυτόν τον ναόν να υπάγη “κι εμελετούσε να πάγη κι' αυτή το βράδυ πριν αρχίση η Ακολουθία, ν' ασπασθή κλεφτά–κλεφτά τον Επιτάφιον, και να φύγη, καθώς η Αιμόρρους εκείνη, η κλέψασα την ίασίν της από τον Χριστόν. Αλλά την τελευταίαν στιγμήν, όταν ήρχιζε να σκοτεινιάζη, της έλειπε το θάρρος και δεν απεφάσιζε να υπάγη. Της ήρχετο παλμός”.
Με την όλην εξιστόρησιν του δράματος της “χωρίς στεφάνι” δυστυχισμένης αυτής γυναικός, ο Παπαδιαμάντης εκφράζει όχι μόνον την συμπάθειάν του προς τα θύματα αυτά της διεφθαρμένης κοινωνίας – αλλά και την πικρίαν του διά την έλλειψιν κάποιας “προνοίας χριστιανικής και ηθικής”. Ο βαθύς του δε αυτός πόνος διά τα ανυπεράσπιστα αυτά και ταλαίπωρα πλάσματα τον οδηγεί να διατυπώση την άποψιν και να προτείνη. “Διά να είναι τουλάχιστον συνεπείς προς εαυτούς και λογικοί, οφείλουσι να ψηφίσωσι τον πολιτικόν γάμον”.
Αλλ' ο Παπαδιαμάντης δεν είναι ψυχρός κοινωνιολόγος, ούτε απλώς διανοητής. Είναι προπάντων ένας γνήσιος θρησκευτικός άνθρωπος, ένας πιστός μαθητής του Εσταυρωμένου. Διά τούτο και εκεί, εις την Θρησκείαν, εις τον θείον Λυτρωτήν, επιθυμεί να εύρη την ανακούφισιν διά την ταραγμένην από το δράμα “της Χριστίνας της δασκάλας” καρδίαν του, πιστεύων ότι Εκείνος, όστις ανέστη “ένεκα ταλαιπωρίας των πτωχών και του στεναγμού των πενήτων, όστις εδέχθη της αμαρτωλής τα μύρα και τα δάκρυα, και του ληστού το Μνήσθητί μου, θα δεχθή και αυτής της πτωχής την μετάνοιαν, και θα της δώση χώρον και τόπον χλοερόν, και άνεσιν και αναψυχήν εις την βασιλείαν του την αιωνίαν”.
Από όλον σχεδόν το έργον του Παπαδιαμάντη απηχούνται οι λεπτοί και αιθέριοι τόνοι της χριστιανικής αγάπης και συγγνώμης. Διάχυτος είναι παντού, και εις μικρά και εις εκτενή διηγήματα του “αγίου των Γραμμάτων μας”, ο βαθύς και γνήσιος χριστιανικός ανθρωπισμός του. Με την αμίμητον τέχνην του κατόρθωσεν εις τα αριστοτεχνικά του έργα να αποτυπώση και τα πλέον λεπτά ανθρώπινα αισθήματα, ώστε να παραμένουν πάντοτε ανθηρά και ωραία.
Αλλά τα περιωρισμένα όρια του άρθρου τούτου, που εγράφη ως ένα ευλαβές και ταπεινόν αφιέρωμα αγάπης και υγνωμοσύνης επί τη επετείω της εκδημίας του εις τον ηγαπημένον Χριστόν του, δεν επιτρέπουν την επί πολύ απομάκρυνσίν μας μέσα εις τους ευώδεις λειμώνας του πλουσίου συναισθηματικού του κόσμου, όπως ούτος απετυπώθη εις το έργον του.
Ας κλείσωμεν το άρθρο μας αυτό μόνον με την εγκάρδιον ευχήν, όπως και εις τας ημέρας μας αναφανούν τοιούτοι λογοτέχναι με καρδίαν χριστιανικήν, με βίωμα ορθόδοξον, με αγάπην και στοργήν διά τον άνθρωπον. Διότι μόνον υπό τας προϋποθέσεις αυτάς θα πληρώσουν και οι λογοτέχναι μας το οφειλόμενον εις την κοινωνίαν τίμημά των, όπως και ο Παπαδιαμάντης.
Διάκονος Χρυσόστομος Π. Αβαγιανός
Ιεροκήρυξ Μητροπόλεως Φλωρίνης
«Σάλπιγξ Ορθοδοξίας» 1976
(νυν Μητροπολίτης Ελευθερουπόλεως)