Παρασκευή 2 Μαΐου 2025

Ο ΚΡΥΦΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΑ

ΤΑ ΞΥΛΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
Πέμπτη τοῦ Πάσχα κι ὁ πάπα-Λευτέρης πρωΐ-πρωῒ φόρτωνε τὸ ζῶο του κι ἑτοιμαζόταν νὰ κατεβεῖ στὴν Τραπεζούντα. Τὴν ἴδια ὥρα ἀκούστηκαν οἱ πρῶτοι χτύποι τῆς καμπάνας. Ὁ συνεφημέριός του ὁ πάπα-Γαβριὴλ φαίνεται πὼς εἶχε ἀϋπνίες. Χθὲς ἦταν ἡ σειρά του νὰ λειτουργήσει. Μετὰ πῆρε τὰ βουνὰ καὶ τὰ λαγκάδια νὰ μαζέψει ξύλα. Καὶ σήμερα νά τον ξημερώματα, ἕτοιμος νὰ κάνει τὸν πραματευτή. Κανονικὰ ὄφειλε νὰ πάει στὴν ἐκκλησιά. Τέτοια μέρα, ἀκόμη Πασχαλιά, ποὺ ξανακούστηκε νὰ λείπει ἀπ᾿ τὴ Λειτουργία!

Ἂς ὄψονται, ὅμως, τὰ τόσα στόματα ποὺ περιμένουν στὸ σπίτι. Κάποιος ἔπρεπε νὰ νοιαστεῖ γιὰ τὸ καθημερινό τους... Ὀκτὼ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεὸς κι ἄλλα τρία ὁ Ἀναστάσης ὁ κουμπάρος του: Τὴ γυναῖκα του, τὴν πεθερά του, τὴν «κυρὰντουλάπα», καὶ τὸν κουνιάδο του, ποὺ δὲν φτουρᾶ σὲ δουλειά… Ἔκανε τὸ σταυρό του καὶ ξεκίνησε… Εἶχε μπροστά του πολὺ δρόμο. Ὑπολόγιζε πρὶν τὸ μεσημέρι νὰ φτάσει στὴν πόλη κι ἂν ὅλα πᾶν καλά, ἀργὰ τὸ βράδυ νὰ εἶναι πάλι πίσω. «Βαστᾶτε ποδαράκια μου», ἀναστέναξε καθὼς ἀναλογίστηκε τὸ δρόμο ποὺ ᾿χε νὰ κάνει. Κατὰ πὼς τὸ εἶχε συνήθειο ἄρχισε τὸ ψάλσιμο, νὰ σπάει κι ἡ μονοτονία. Νὰ κάνει ὅμως καὶ τὸ κέφι του.

Μέσα στὴν ἐρημιὰ ποιός τὸν ἀκούει; Μόνο ὁ Θεός. Ἀποφεύγει καὶ τὰ κοροϊδευτικὰ χαμόγελα τοῦ πάπα-Γαβριὴλ ἢ τὶς εἰρωνίες τοῦ Ἰορδάνη, τοῦ ψάλτη: «Ἐξαιρετικὰ τὰ λὲς παπᾶ. Σὰν μανάβης!». Τὸ ξέρει. Ἡ φωνή του ἀκούγεται ἄσχημα. Μὰ ὅτι λέει, τὸ ψέλνει μὲ τὴν καρδιά του κι αὐτὸ θέλει ὁ Θεός. Ὅπως τότε ποὺ ἦταν μικρός. Καὶ φλεγότανε ἀπ᾿ τὸ μεράκι τῶν ὕμνων... Ἀκόμη κι ὁ δεσπότης τὴ μοναδικὴ φορὰ ποὺ λειτούργησε μαζί του τοῦ εἶπε: «Σούς, μπρέ. Δὲν τὸ λέγεις καλά». Ἦταν ἕνα ὅριο ποὺ τοῦ ἔβαλε ὁ Θεὸς καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ξεπεράσει. Τί κι ἂν πάλαιψε; Τί κι ἂν προσευχήθηκε; Τί κι ἂν ἔκλαψε; Τὸ μόνο ποὺ κατόρθωσε εἶναι, ὅσα λέει, νὰ τὰ λέει μέσα ἀπ᾿ τὴν καρδιά του. Κι αὐτὸ εἶναι ποὺ θέλει ὁ Θεός. Τὴν καρδιά, ὄχι τὸ λαρύγγι!

Ἡ παρηγοριά του γιὰ τὴν σιωπὴ ποὺ ἔχει ἐπιβάλλει στὸν ἑαυτό του. Σιωπὴ γιὰ νὰ μὴν ἐνοχλεῖ, ὅπως ἐνοχλοῦσε τότες ποὺ μικρὸς στεκόταν παράμερα στὸ ψαλτήρι. Ὅπως ἐνοχλοῦσε ἀργότερα τοὺς φίλους του ποὺ προχώρησαν στὴν ψαλτικὴ κι ἂς πίστευε πὼς θὰ τὸν θέλουν κοντά τους. Ὅπως ἐνοχλοῦσε τὸ φίλο του τὸν Ἀποστόλη, ποὺ ἔγινε δεξιὸς ψάλτης στὸ διπλανὸ χωριό. Σταμάτησε, ἔτσι, νὰ ψέλνει μπροστὰ στὸν κόσμο καὶ προτιμοῦσε τὶς ἐρημιές. Μὲ τὰ τροπάρια μετροῦσε τὶς ἀποστάσεις. Ξεκίναγε μὲ τὸν Ὄρθρο, ἔλεγε καὶ λίγα ἀπ᾿ τὸν Ἑσπερινὸ κι ἂν εἶχε κι ἄλλο δρόμο πρόσθετε καὶ μερικὰ σκόρπια τροπάρια. Αὐτὸ θὰ ἔκανε καὶ τώρα, μέρες τῆς Πασχαλιᾶς. «Μπρός, λοιπόν, παπᾶ, δῶσε του νὰ καταλάβει» μονολόγησε. Ἔκανε τὸ σταυρό του κι ἄρχισε:

«Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…». Ἀφοῦ ἔψαλε ὅλον τὸν Κανόνα, προχώρησε καὶ στοὺς Αἴνους κι ἐκεῖ κατὰ τὸ δοξαστικὸ ἔμπαινε πιὰ στὰ πρῶτα σπίτια τῆς Τραπεζούντας. Μὲ τὸ ψάλσιμο κάπου εἶχε ἀφαιρεθεῖ. Ὅταν κατάλαβε πὼς ἦταν στὸν τουρκομαχαλὰ σκέφτηκε νὰ γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο νὰ προσανατολιστεῖ κι ὕστερα πῆρε ἕνα σοκάκι ἐκεῖ στ᾿ ἀριστερά. Περίμενε νὰ τὸν βγάλει ἔξω ἀπὸ τὸ Κάστρο, μ᾿ αὐτὸ φιδογύριζε ἀνάμεσα στὰ τουρκόσπιτα. Σὲ κάποια στροφὴ φάνηκε ἕνας καφενὲς κι ἀπόξω δύο τρεῖς τοῦρκοι ἀραχτοί, ἀπολάμβαναν τὸ ναργιλέ τους. Καθὼς περνοῦσε μπροστά του ὁ ἕνας τοῦ φώναξε:
«Πόσο τὰ ξύλα, παπᾶ;».
«Πέντε γρόσια, ἐφέντη μ’».
«Πολλὰ δὲν εἶναι, βρὲ καραμπὰς (μαυροκέφαλε);».
«Ὄχι, ἐφέντη μ’, ὄχι. Ἔρχουμαι ἀπὸ μακριά», ὁ πάπα-Λευτέρης ἤξερε ν’ ἀντιστέκεται στὰ παζάρια τῶν τούρκων. «Κι ὑστέρα τί παίρνεις μὲ πέντε γρόσια;».
«Ἄντε νὰ σοῦ δώσω τρία νὰ τὰ φέρεις καὶ στὸ σπίτι».

«Νὰ χαρεῖς τὰ νειάτα σου, ἐφέντη μ’. Κάμε 3 τα τουλάχιστο τέσσερα. Εἶμαι φτωχὸς κι ἔχω τόσα στόματα νὰ θρέψω».
«Καλά. Ἂς εἶναι. Θὰ σοῦ δώσω τέσσερα».
Σηκώθηκε ἀπ᾿ τὸ σκαμνί του, τεντώθηκε καὶ πλησίασε τὸν παπᾶ. Χάϊδεψε λίγο τὸ ζῶο καὶ μετὰ στράφηκε ἄγριος στὸ παπᾶ.

«Δὲν λυπᾶσαι τὸ ζῶο, βρὲ Γκιαούρ; Πῶς τὸ φόρτωσες τὸ καημένο; Κοντεύει νὰ ψοφήσει! Δὲν φοβᾶσαι τὸ Θεό, βρὲ καραμπάς;»
«Ἀντέχει, ἐφέντη μ’», τόλμησε ν᾿ ἀπαντήσει ὁ πάπα-Λευτέρης.
«Σούς, μπρέ», ἔβαλε τὶς φωνὲς ὁ τοῦρκος καὶ σήκωσε τὸ χέρι του ἀπειλητικά.

«Πᾶμε σπίτι νὰ τὸ ταΐσεις λίγο καὶ νὰ τὸ ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά!».
Γιόμισε ὁ μαχαλᾶς ἀπ᾿ τὶς φωνές του. Ὁ παπᾶς, τὸν ἀκολούθησε φοβισμένος.
«Τρελὸς θάναι», σκέφτηκε κι ἀπὸ μέσα του ἔλεγε ὅσες εὐχὲς τοῦ ἐρχόντουσαν στὸ μυαλό. Μπροστὰ στὴν αὐλόπορτα τοῦ σπιτιοῦ φώναξε ἕνα ὄνομα.

Ὕστερα καὶ μὲ μία κλωτσιὰ τὴν ἄνοιξε διάπλατα.
«Μπὲς μέσα, μπρὲ γκιαούρ. Δὲν φοβᾶσαι τὸ Θεὸ εἶσαι καὶ παπᾶς».
Μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἔκλεισε τὴν πόρτα κι ἀμέσως δύο νεαροὶ ξεφόρτωσαν τὸ ζῶο. Ὁ τοῦρκος, μὲ φωνές, τράβηξε σχεδὸν τὸν παπᾶ-Λευτέρη μέσα στὸ σπίτι, ποὺ ἀπ᾿ τὸ φόβο του ἔχασε κάθε δύναμη ν᾿ ἀντισταθεῖ. Μόνο ἔτσι σὰν ἀστραπὴ τοῦ πέρασε ἡ σκέψη: «Εἶδες τί ἔπαθες γιὰ νὰ μὴν πᾶς στὴ Λειτουργία;».
Μέχρι τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ χαλοῦσε τὸν κόσμο μὲ τὶς φωνές του. Μόλις πέρασαν τὸ κατώφλι τὴν ἔκλεισε μὲ τόση δύναμη λὲς κι ἤθελε νὰ τὴν γκρεμίσει. Καὶ τότε ἔγινε ἡ μεταμόρφωση. Ὁ ἄγριος τοῦρκος, αὐτὸς ποὺ χωρὶς αἰτία ἦταν ἕτοιμος νὰ κακοπαιδέψει τὸ φτωχὸ παπᾶ, ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ φίλησε τὸ χέρι του μὲ σεβασμό.

Ἡ φωνή του μόλις ἀκουγόταν.
«Σχώραμε, παπούλη μου, σχώραμε», τοῦ εἶπε ἑλληνικά. «Δὲν εἶχα κακὸ σκοπό. Γι᾿ αὐτὰ τὰ σκυλιὰ φώναζα, ποὺ μᾶς ἔβλεπαν. Μὴν καταλάβουν τίποτα καὶ χαθοῦμε. Χριστιανοὶ εἴμαστε κι ἐμεῖς κι ἂς φαινόμαστε τοῦρκοι».
Κατάλαβε. Εἶχε μπροστά του ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ οἱ ρωμιοὶ ὀνόμαζαν κλωστούς. Ἕναν ἀπ᾿ αὐτοὺς ποὺ ἀντιστάθηκαν τόσα χρόνια στὴν ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς. Στὴ φαντασία του ὁ ἡρωϊσμὸς κι ἡ πίστη τους ἔπαιρναν μυθικὲς διαστάσεις. Πᾶνε μερικὰ χρόνια ποὺ ἄκουσε γι᾿ αὐτούς. Τότε θυμᾶται θέλησε νὰ τοὺς συναντήσει, νὰ ἔρθει σ᾿ ἐπαφὴ μαζί τους. Τὸν συγκράτησαν οἱ πιὸ φρόνιμοι. Θάρθει ἡ στιγμή, 4 τοῦ εἶπαν, καλύτερα νὰ μὴ βιάζεσαι. Πέρασαν τὰ χρόνια κι ἡ στιγμὴ δὲν ἦρθε. Στὴν ἀρχὴ μάθαινε πὼς κάποιος παπᾶς βρέθηκε στὴ δίνη τῆς ἱστορίας τους, μὰ κι αὐτὸ σταμάτησε μὲ τὰ χρόνια.

Ἔτσι, κάπου μέσα του, ἄρχισε νὰ μὴν πολυπιστεύει στὴν ύπαρξή τους. Ἄρχισε νὰ ἀμφιβάλλει γιὰ πολλά, ἢ νὰ τὰ δέχεται σὰν μιὰ χαριτωμένη ὑπερβολή. Καὶ νὰ τώρα ποὺ εἶχε μπροστά του ἕναν δικό τους. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὸν σήκωσε. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ φάνηκαν δύο γυναῖκες, ἡ μία νέα ἡ ἄλλη ἡλικιωμένη, καὶ τὸν περιτριγύρισαν ἕνα τσοῦρμο παιδιά!
«Ἡ φαμίλια μου παπούλη μου», τοῦ εἶπε ὁ κρυφὸς Χριστιανός.
Σὲ λίγο καθισμένοι στὸ σαλόνι ἀντάλασσαν τὶς ἱστορίες τους. Αἰσθάνονταν γνωστοὶ ἀπὸ χρόνια. Ἦταν κι αὐτοὶ ὅπως ὅλοι οἱ δικοί τους. Χρόνια τώρα, ἀπὸ πατέρα σὲ παιδί, κράταγαν μυστικὴ τὴν πίστη τους καὶ συνέχιζαν φανερὰ νὰ κάνουν τὴ ζωὴ τοῦ μουσουλμάνου. Πρῶτα κοντά τους ἔμενε ἕνας χότζας ποὺ ἦταν κρυφὸς παπᾶς. Αὐτὸς τοὺς βάφτισε, αὐτὸς τοὺς πάντρεψε, αὐτὸς κήδευε τοὺς πατεράδες τους. Ὅλα στὰ κρυφά.

Νύχτα πάνω στὴ νύχτα. Τὴ μέρα τοὺς πάντρευε τούρκικα. Τὴ νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ἕνα παιδί; Τὴ μέρα ἔκανε σουνέτι. Τὴ νύχτα βαφτίσια. Στὸ θάνατο ὁ πρῶτος ποὺ ἔμπαινε στὸ σπίτι ἦταν αὐτός. Μόνος μὲ τὴν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ διάβαζε τρισάγιο. Τὴ νύχτα ἔκανε τὴν κηδεία καὶ τὸ πρωῒ ὅλα τὰ ἔθιμα τῶν μουσουλμάνων. Διπλὴ ζωή, διπλὸ ξόδι. Ἀπὸ τότε ὅμως ποὺ πέθανε, ἔμειναν ὀρφανοί. Ἀλειτούργητοι. Ἀβάφτιστοι. Δύο χρόνια ἔχουν νὰ κάνουν Ἀνάσταση. Τὴ νύχτα τὸ Μεγάλο Σάββατο ἄκουσαν τὶς καμπάνες ἀπ᾿ τὸ χριστιανικὸ μαχαλᾶ. Ἄναψαν κερὶ καὶ ἔψαλαν σιγανὰ τρεῖς φορὲς τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».
«Νὰ κάνουμε τώρα τὴν Ἀνάσταση», ἡ ἰδέα ἄστραψε στὸ μυαλὸ τοῦ πάπα-Λευτέρη.
«Τί πειράζει; Πασχαλιὰ εἶναι ἀκόμη. Ἑτοιμαστεῖτε κι ἐδῶ εἶμ᾿ ἐγώ». Ἀπ᾿ τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἕνας ὁλάκερος μηχανισμὸς μπῆκε σὲ λειτουργία. Μέχρι τὸ βράδυ βρέθηκαν ἄμφια, σκεύη, πρόσφορα, ἐνῶ ἕνα νιὸ παληκάρι, μὲ γρήγορο ἄλογο, ἔτρεξε στὸ χωριὸ νὰ καθησυχάσει τὴν παπαδιά, ποὺ δὲν θὰ γύριζε ὁ παπᾶς ἐκεῖνο τὸ βράδυ.

Γύρω στὰ μεσάνυχτα γιόμισε τὸ σπίτι ἀπὸ κρυφοχριστιανούς. Ἄντρες, γυναῖκες, παιδιὰ πέρασαν τὸ κατώγι μ᾿ ἁγιοκέρια ποὺ εἶχαν μόνοι τους ἑτοιμάσει. Στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ μιὰ κασέλα εἶχε γίνει Ἁγία Τράπεζα. Ὁ πάπα-Λευτέρης ἄρχισε τὸ ψάλσιμο μ᾿ ἕνα γέροντα. «Κύματι θαλάσσης τὸν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον». Τούτους ᾿δῶ δὲν ἐνοχλοῦσε ἡ φωνή του. Γι᾿ αὐτὸ δὲν ἄκουσε ἐκεῖνο τὸ «σούς, μπρέ», ποὺ τοῦ μαύριζε τὴν ψυχή. Τοὺς ἔφτανε ποὺ ἄκουγαν τὰ λόγια. Κι ἂν ἔκρινε ἀπὸ τὰ βλέμματα, ἴσως καὶ νὰ φχαριστιόντουσαν ἀπ᾿ τὸ ψάλσιμό του. Στὸ τέλος ἄναψε τὸ κερί του ἀπ᾿ τὸ καντήλι ποὺ τρεμόπαιζε καὶ κάλεσε τοὺς μυστικοὺς Χριστιανούς του: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτὸς καὶ δοξάσατε Χριστὸν τὸν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Μετά, ἐκεῖ στὴ μέση, ἔψαλε «τὴν Ἀνάστασίν Σου Χριστὲ Σωτήρ», διάβασε τὸ Εὐαγγέλιο κι ἐνῶ ἡ πόλη ἡσύχαζε, ψάλανε ὅλοι μαζὶ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη».

Γύρω του τὰ δακρυσμένα μάτια τοῦ σκλάβωναν τὴν καρδιά. Ἦταν μιὰ ἀπ᾿ τὶς στιγμὲς ποὺ θὰ τὸν συνόδευαν σ᾿ ὅλη του τὴ ζωή. Ἦταν ἕτοιμη νὰ ξεπροβάλει ἡ νέα μέρα, ὅταν ξεκίναγε νὰ γυρίσει στὸ χωριό. Πίσω του ἄφηνε τὸ σπίτι, ποὺ ἔγινε ἡ κολυμπήθρα γιὰ ν᾿ ἀναβαπτιστεῖ στὴν πίστη του κι ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του. Θαρχόταν νὰ τὸ συναντήσει πάλι σὲ λίγες μέρες. Τὸν περίμεναν οἱ νέοι του Χριστιανοί. Μαζί τους καὶ τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ εἶχαν μείνει ἀβάπτιστα. Τώρα ἤξερε. Κάθε φορὰ ποὺ ξεκίναγε μὲ ξύλα γιὰ τὴν Τραπεζούντα θὰ ἔφερνε κι ἕνα φόρτωμα στὸν τουρκομαχαλά. Κάθε φορὰ καὶ σὲ διαφορετικὸ σπίτι. Τὴ νύχτα τὸ σπίτι αὐτὸ θὰ γινόταν ἡ ἐκκλησιὰ κι ἐκεῖ θὰ συνάζονταν οἱ κλωστοί. Ἀπ᾿ τὰ πιὸ ἀπίθανα μέρη ξεφύτρωναν οἱ μαῦρες σκιὲς ποὺ ἀδιαφοροῦσαν γιὰ τὴν προχωρημένη ὥρα.

Τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς ἐρχόταν στὸ σπίτι τοῦ πεθαμένου κρυφοῦ παπᾶ, ὅπου ὑπῆρχε ὁλάκερη ἐκκλησιὰ κρυμμένη ἀπ᾿ τὰ μάτια τοῦ κόσμου. Μυστικὲς πόρτες ἔφερναν τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τοὺς σκοτεινοὺς δρόμους. Ἔξω οἱ νέοι εἶχαν ἀναλάβει τὴ φύλαξη. Τόσα χρόνια στὴ ζωὴ αὐτὴ ἔμαθαν νὰ φροντίζουν τὴν ἀσφάλειά τους. Μαζί τους ἄρχισε κι αὐτὸς νὰ ζεῖ τοὺς φόβους καὶ τὶς ἀγωνίες τους κι ὅταν γνωρίστηκαν καλὰ ἡ ἔγνοια του σκλαβώθηκε στὸ μαχαλᾶ τους. «Τὰ παιδιὰ ἔχουν σήμερα μπαϊράμι», ἔλεγε στὴν παπαδιά, «κι ὅλη μέρα θὰ εἶναι νηστικά»...


(*) Γιώργη Θ. Πρίντζιπα, Τὸ συναξάρι τῶν κρυφῶν ὀνείρων, § Τὰ ξύλα τοῦ παπᾶ (ἀποσπάσματα), σελ. 113-140, ἔκδοσις 1η, ἔκδοσις Τέρτιος, Κατερίνη, Ὀκτώβριος 1992. Ἐπιμέλ. ἡμετ. *Εκ του ιστοτόπου της Ιεράς Μητρόπολης Ωρωπού και Φυλής.
ΠΗΓΗ