ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΜΠΑΛΑΣΚΑ
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΜΕΖΗΛΟΥ
ΜΙΑ ΕΠΙΓΕΙΑ ΚΟΛΑΣΗ
ΜΕΖΗΛΟ – ΚΑΡΔΙΤΣΑΣ Ένα μικρό χωριό με τα λίγα λιθόκτιστα σπιτάκια κολλημένα σε μια Αγραφιώτικη πλαγιά, μέσα σε ένα παραδεισένιο τοπίο, που κατηφορίζει μέχρι το ποτάμι με τις ανεπανάληπτες πέτρινες καμάρες. Η κεντρική εκκλησία της Παναγίας, καταφύγιο του ανθρώπινου πόνου και πιο πέρα ο ασπρομάλλης ιεράρχης Άγιος Αθανάσιος, είναι τα ωραιότερα στολίδια που δίνουν ξεχωριστή ομορφιά και χάρη στο φιλόξενο χωριό. Οι κάτοικοι λίγοι και φιλόξενοι, γνώρισμα πανάρχαιο της Φυλής μας, είναι υπερήφανοι για την καταγωγή τους και για τη συμμετοχή στους σκληρούς αγώνες του Έθνους.
Εδώ στα Άγραφα, που δεν πάτησε τούρκικο ποδάρι, εδώ δημιουργήθηκαν τα πρώτα κλέφτικα λημέρια και τα αρματολίκια των Κατσαντωναίων, των Μπουκουβαλαίων, του Καραϊσκάκη και τόσων άλλων ανυπότακτων, που η λαϊκή μούσα τραγούδησε τη μεγάλη προσφορά τους στον ιερό αγώνα του εικοσιένα. Απέναντι και λίγο δεξιότερα, στο αγνάντεμα, δίπλα στο θεόρατο βράχο και πάνω από το μεγάλο φαράγγι στέκει αιώνια τώρα, ακοίμητος φρουρός και προστάτης των αδυνάτων και κατατρεγμένων, το Μοναστήρι της Μεγαλόχαρης Παναγίας της Σπηλιώτισσας. Κάθε χρόνο το 15αύγουστο, εδώ στο θαυματουργό Μοναστήρι, συρρέουν από όλες τις γωνιές της Πατρίδας μας χιλιάδες πιστοί να προσκυνήσουν στη χάρη της και να εναποθέσουν το τάμα, ελάχιστο φόρο τιμής, πίστης και αφοσίωσης.
Αυτή η περιοχή των Αγράφων κρίθηκε κατάλληλη από το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και ιδιαίτερα το ιστορικό χωριό Μεζήλο, με τους λίγους ήσυχους και φιλόξενους κατοίκους, για το βασανισμό εκατοντάδων αγωνιστών του ΕΔΕΣ, γιατί έτρεξαν πρώτοι στο κάλεσμα της Πατρίδας και πρόταξαν τα στήθη τους στη βία των Ναζιστικών δυνάμεων κατοχής.
![]() |
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΚΟΛΑΣΤΗΡΙΟ |
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΟΡΕΙΑ Μία ολόκληρη χειμωνιάτικη μέρα από το πρωί μέχρι το βράδυ παλεύαμε αβοήθητοι στην παγωνιά και στα χιόνια του Γενάρη, περνώντας ανάμεσα από απάτητες πλαγιές, φαράγγια και ρεματιές. Μόλις τελειώναμε τη μια πλαγιά, άλλη όρθωνε το ανάστημά της και εκεί που περιμέναμε το τέλος της ανείπωτης ταλαιπωρίας, άλλο γιδοτόπι ξεφύτρωνε πιο χειρότερο για να ανεβάζει την απόγνωση στα όρια της παραφροσύνης. Και εκείνο το πρωινό ρόφημα στάθηκε αδύναμο να μας βοηθήσει για τόσες ώρες ταλαιπωρία, τα πόδια τρίκλιζαν, η αντοχή σιγά-σιγά παρέλυε και το κουράγιο αθέτησε κι αυτό την υπόσχεσή του. Βαδίζοντας τόσες μέρες στις απέραντες βουνοπλαγιές και τα απρόσιτα φαράγγια της Πίνδου, η μόνη μας παρηγοριά απόμεινε η Παναγία η Σπηλιώτισσα από το απέναντι φαράγγι.
Πέρασαν από τότε μερικά χρόνια, σε όσους χαμογέλασε η τύχη, φτάσαμε ταπεινοί προσκυνητές εδώ στο μοναστήρι της Μεγαλόχαρης το 15Αύγουστο στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Ήταν ένα τάμα, ήταν η εκπλήρωση ενδόμυχης υπόσχεσης σε εκείνες τις δύσκολες ώρες της ζωής μας.
Η πεζοπορία εκείνη την ημέρα συνεχίστηκε χωρίς διακοπές στην ανηφορική πλαγιά, που τα πόδια της δροσιζόταν στα γάργαρα νερά του ποταμού. Κάτω από το βάθος της ρεματιάς φαινόταν καθαρά λίγα σπιτάκια φωλιασμένα στη μέση της πλαγιάς, που και αυτή είχε φορέσει το νυφικό της για να μας υποδεχτεί σε μια φιλόξενη ζεστή γωνιά. Ήταν η τελευταία προσπάθεια, βάλαμε τα δυνατά μας για να βρεθούμε το σούρουπο στην πλατεία του μικρού χωριού.
Ήταν το Μεζήλο ένα μικρό χωριό της Θεσσαλίας, που θα θυμίζει για πάρα πολλά χρόνια το θρύλο μιας τραγωδίας. Ήταν το σημερινό Δροσάτο ένα μικρό χωριό του Δήμου Αργιθέας του νομού Καρδίτσας με τους λίγους φιλόξενους ανθρώπους, που συμπόνεσαν και συμπαραστάθηκαν στη δραματική μας περιπέτεια.
Σε μια γωνιά της μικρής πλατείας τέσσερα – πέντε παιδάκια και δυο- τρεις μαυροφορεμένες γυναίκες αγνάντευαν με περιέργεια τους παράξενους επισκέπτες του μεσοχείμωνου. Μόλις βάλαμε πόδι στη μικρή πλατεία μας χώρισαν σε τρία τμήματα, το μεγαλύτερο κλείστηκε στην αίθουσα του σχολείου, το μικρότερο των βαρυποινιτών όπως το ήθελαν, το απομόνωσαν στο μικρό διπλανό δωμάτιο και το τρίτο των γυναικών και παιδιών μετά από παράκληση των κατοίκων φιλοξενήθηκε σε μερικά σπίτια και την επομένη μεταφέρθηκε σε καινούργια ξενοδοχειακή μονάδα χειμερινής περιόδου, στην κεντρική εκκλησία στο επάνω μέρος του χωριού.
Εδώ τελείωσε το μαρτύριο δυόμιση μηνών περιδιαβάζοντες δεμένοι πισθάγκωνα, ως κακούργοι άλλων εποχών, νηστικοί, γυμνοί και ξυπόλητοι στις αναρίθμητες βουνοπλαγές της Πίνδου.
ΣΤΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ Το κτίριο του Δημοτικού Σχολείου του χωριού, εκεί που άλλοτε ο ακούραστος εργάτης και ιεραπόστολος της παιδείας σμίλευε για πολλά χρόνια στο αμόνι του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού τις εύπλαστες ψυχές των ελληνοπαίδων, βρέθηκε κατάλληλο για τον εγκλεισμό τόσων αξιολύπητων ανθρώπων.
Τα παράθυρα είχαν ασφαλιστεί από το έξω μέρος με χονδρές σανίδες και με δυο σειρές ακιδωτού σύρματος, οι πόρτες με ξύλινες αμπάρες, που ο επισκέπτης θα αποκόμιζε την εντύπωση εγκληματικών φυλακών ύψιστης ασφάλειας. Εκείνο που έλειπε για την ολοκλήρωση μιας εικόνας ντροπής, ήταν τα ηλεκτροφόρα καλώδια και τούτο γιατί το χωριό έπεφτε ξέμακρα από τον άλλο κόσμο. Στριμωγμένοι ο ένας κοντά στον άλλο περάσαμε την πρώτη νύχτα στη σχολική αίθουσα ξελιγωμένοι από την πείνα, τη δίψα, την ταλαιπωρία και το τσουχτερό κρύο. Το αμυδρό φως που αθόρυβα περνούσε από τις χαραμάδες των ασφαλισμένων παραθυριών, φώτιζε τις σκιές των φυλακισμένων, που φάνταζαν σαν αλλόκοτα πλάσματα.
Πρωί-πρωί πήραν μερικά άτομα για να ανοίξουν ένα λάκκο δίπλα στο σχολείο και κάτω από ένα μανδρότοιχο. Το έργο ήταν αρκετά δύσκολο, δεν τελείωνε γρήγορα από αδύναμα χέρια και επειδή έπρεπε να τελειώσει μια ώρα νωρίτερα, στρατολόγησαν τέσσερα-πέντε άτομα από τους κατοίκους του χωριού με τα απαραίτητα για τη διάνοιξη εργαλεία.
Αυτό το βαθύ χαντάκι που τελείωσε μέχρι το απόγευμα, ήταν το ιδανικό υπαίθριο αφοδευτήριο για τους κρατούμενους. Κάθε πρωί μετά την ανατολή του ήλιου, ίσως και αργότερα μερικές φορές ανάλογα με τη διάθεση των δεσμοφυλάκων, γινόταν ομαδική έξοδος για επίσκεψη στο νεόδμητο αφοδευτήριο. Δεξιά και αριστερά στο ανάχωμα οι φρουροί με τα όπλα ανά χείρας επόπτευαν την εργολαβική εργασία και ένα πολυβόλο στημένο στο επάνω μέρος του τοίχου συμπλήρωνε τη θεατρική παράσταση.
Η παραμονή μας σε αυτή την κόλαση και η ζωή, χωρίς καμιά αμφιβολία ήταν συνάρτηση της έκβασης των επιχειρήσεων του ΕΛΑΣ κατά των δυνάμεων του ΕΔΕΣ στην Ήπειρο. Ο στρατηγός Ζέρβας μετά από τις φονικές μάχες, του Σεπτέμβρη και Οκτώβρη του 1943 εναντίον της Γερμανικής μεραρχίας Εντελβάις, ανασύνταξε τα συντρίμμια των δυνάμεών του και χωρίς καθυστέρηση πέρασε στην αντεπίθεση για την ανάκτηση των χαμένων εδαφών.
Γενάρη του 1944 άρχισε η λειτουργία του στρατοπέδου με τις πιο δυσοίωνες προβλέψεις, ενός στρατοπέδου με πρωτόγονα μέσα διαβίωσης αλλά και πρωτόγνωρες μεθόδους μεταχείρισης μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Ένας αρκετά μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που είχαν την κακή τύχη να συρθούν δέσμιοι στις πλαγιές και τα φαράγγια των Αγράφων, τώρα στοιβαγμένοι μέσα σε τέσσερις τοίχους άπλυτοι, γυμνοί, ξυπόλητοι, ψειριασμένοι και το πιο χειρότερο χωρίς τη στοιχειώδη διατροφή.
Τα μαγειρεία κάτω από ένα κακότεχνο και άθλιο υπόστεγο, που δεν έμπαζε νερά μόνο όταν δεν έβρεχε και δίπλα σε μια γωνιά ένα καζάνι από εκείνα που οι νοικοκυρές ζεματούσαν τα ρούχα την εποχή που τα ήδη καθαριότητας ήταν άγνωστα. Λίγο πιο πέρα μια γύφτικη πυροστιά, που μόλις βαστούσε στη ράχη της το χαλκίμι για την παρασκευή του φαγητού, που δεν ήταν άλλο από μια κουταλιά ανάλατο κουρκούτι γιόμα-βράδυ.
Ακόμη σε χειρότερη μοίρα βρισκόταν οι βαρυποινίτες, έτσι τους χαρακτήριζαν, απομονωμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο ξελιγωμένοι από την καθημερινή δίαιτα, στερημένοι ακόμα και αυτού του αναγκαίου για τη ζωή οξυγόνου γιατί η χορήγηση γινόταν με το δελτίο και για λίγες μόνο ώρες της ημέρας και πάντα με στημένη αφορμή τους τσάκιζαν στο ξύλο.
Η αδυναμία μόνη συντροφιά στα βρώμικα κουφάρια αυτών των άμοιρων ανθρώπων σαν ζωγραφιές βυζαντινής τέχνης, που μετά βίας τους βαστούσαν όρθιους στα κοκκαλιάρικα πόδια. Και σα να μην έφταναν οι τόσες πληγές του Φαραώ έκαμαν εμφάνιση εκατομμύρια ψείρες βελτιωμένης ράτσας διαφόρων μεγεθών και αποχρώσεων, που άρχισαν ομαδικά και με πολλή άνεση το έργο τους. Όλο μας το σώμα γέμισε κοκκινίλες, άνοιξαν πληγές που κάθε μέρα η κατάσταση πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Οι ψείρες έχωναν το μουσούδι τους βαθιά στο δέρμα και με πολλή δυσκολία τις ξεκολλούσαμε, σε κάθε προσπάθεια κοβόταν τα κεφάλια όπως οι φουσκωμένες βδέλλες.
Ο Μακαρίτης ο παπα-Μάλλιος από το Αθαμάνιο με παρεκάλεσε ένα πρωινό, να του κόψω τα γένεια τρίχα-τρίχα γιατί γέμισε πληγές ο λαιμός του και έτρεχε πύο. Με πολλή προσοχή του έκοψα τις ψειριασμένες τρίχες γύρω από το βρώμικο λαιμό του με ένα ψαλιδάκι που πέρασε ατελώνιστα κάποιος που ήρθε τελευταία στην επίγεια κόλαση.
Τις ημέρες που δεν είχαμε επεισόδια ξυλοδαρμούς, αγγαρείες, υβρεολόγια και διάφορες άλλες αθλιότητες, μπαίναμε από νωρίς στην τόσο ευχάριστη και εντατική εργασία την ψειροκτονία. Όσο βάζαμε τα δυνατά μας για την εξόντωσή τους, άλλο τόσο περισσότερες εφεδρείες της ίδιας ράτσας αναπλήρωναν την καθημερινή φθορά και ο αγώνας συνεχιζόταν την επομένη. Γέμισαν ψείρες ακόμη οι τοίχοι και το πάτωμα, παντού ψείρες καραβάνια που ανεβοκατέβαιναν σαν τα μυρμήγκια την ώρα της δουλειάς.
Το μήνα Γενάρη ο αριθμός των κρατουμένων του στρατοπέδου αυξήθηκε από ανθρώπους του μόχθου, ανθρώπους ξωμάχους που δεν έμαθαν ποτέ γιατί τους άρπαξαν από τα σπίτια και τους έκλεισαν εδώ σε αυτό το απόμακρο χωριό των Αγράφων μακριά από δικούς και φίλους.
Η Θεσσαλία όπως και το μεγαλύτερο μέρος της ορεινής Ελλάδας βρέθηκε στη δίνη του εμφυλίου πολέμου και έδωσε το παρόν στο προσκλητήριο του στρατοπέδου με αρκετούς φιλήσυχους κατοίκους. Από αυτούς ξεχώριζαν ο Ευάγγελος Παπαευαγγέλου ένα νέο παλικάρι από τους λίγους δικηγόρους και ανθρώπους από την Καρδίτσα, ο Γεώργιος Κόκορας καλός οικογενειάρχης από την Πορτίτσα, ο Θεόδωρος Τράνζος από τον Άγιο Γεώργιο, ο Θεοφάνης Λιάπης από τα Πέντε Αδέρφια, ο παπαΟικονόμος από το Βάλκανο και αρκετοί άλλοι που η βάσκανη μοίρα τους παρέσυρε στον ανεμοστρόβιλο μιας πρωτόγνωρης συμφοράς.
Ο γιατρός Κ. Παπαδημητρίου αιχμάλωτος στο στρατόπεδο γράφει στο βιβλίο «Ιστορικές Μνήμες»: Στα μέσα του Γενάρη έφεραν πολλούς ομήρους από τα χωριά της Άρτας, μεταξύ αυτών αναφέρει το Νίκο Μανιφάβα, τον Κώστα Κασκαούτη, το Λεωνίδα Σοφούρη, τον Ευστ. Μανιφάβα, το Θόδωρο Παπακοσμά, τον Κων/νο Τσάκαλο, το Γιώργο Μανιφάβα και τον Ταξιάρχη Γαλάνη, που δραπέτευσε στο δρόμο και γλίτωσε την ταλαιπωρία.
Από το ιστορικό χωριό Σκουληκαριά ο Ευάγγελος Τρίμπος, ο Νικόλαος Τσιρογιάννης, ο Παναγιώτης Τσιρογιάννης ο Γεώργιος Παπακώστας, ο Θεοφάνης Παπακώστας και ο Λ. Μάνος οδηγήθηκαν δέσμιοι στα Πράμαντα, όπου καταδικάστηκαν από το στρατοδικείο του ΕΑΑΣ σε θάνατο το ίδιο βράδυ που υπογράφτηκε το σύμφωνο της Πλάκας. Πέρασαν ένα μήνα περίπου από διάφορα κρατητήρια και αφέθηκαν αργότερα ελεύθεροι μετά τη συμφωνία στις 29 Φλεβάρη του 1944.
Από εδώ και πέρα στο στρατόπεδο μπήκε κανονικά στο ημερήσιο πρόγραμμα και το ξυλοκόπημα και κατά προτίμηση νυκτερινές ώρες, τότε άναβε για καλά το πανηγύρι.
Ένα βράδυ μπήκε στην αίθουσα ένας αντάρτης με μια τετράπηχη αγκλίτσα και τσάκισε στο ξύλο τον αξιολύπητο Θεσσαλό Κόκορα και όταν κουράστηκε αυτός, ανέλαβε δεύτερος τη συνέχιση του οδυνηρού έργου. Το θύμα προσπάθησε ικετευτικά να αρθρώσει δυο-τρεις λέξεις αλλά δεν τα κατάφερε και σε λίγο τον άφησαν αναίσθητο και βγήκαν έξω. Δυστυχώς κανένας δεν τόλμησε εκείνο το βράδυ να τον πλησιάσει και να συμπαρασταθεί στον πόνο του, λουφάξαμε όλοι κρατώντας ακόμη και την ανάσα.
Το πρωί της άλλης ημέρας που βελτιώθηκε κάπως η κατάστασή του, ανασηκώθηκε για λίγο και με βλέμμα απλανές έριξε μια ματιά γύρω, σαν να είχε προσγειωθεί από άλλον πλανήτη. Προσπάθησε σε κάποια στιγμή να μετακινηθεί από τη θέση του αλλά δεν τα κατάφερε, η όψη του έδειχνε άτομο κλινικά νεκρό. Στη θέση αυτή έμεινε ακίνητος αρκετές μέρες γιατί έκαμε εμετό αρκετό αίμα και οι γιατροί συνέστησαν ακινησία. Μετά από πολλές μέρες και χωρίς άλλη βοήθεια εκτός από το ανάλατο κουρκούτι, που τον τάιζε ο διπλανός του σαν μικρό παιδί κατάφερε να σταθεί στα πόδια του.
Μετά από τον Κόκορα ήρθε η σειρά του Παπαευαγγέλου. Ένα βράδυ που το σκοτάδι απλώθηκε για τα καλά, ένας αντάρτης που έκαμε την εμφάνισή του για πρώτη φορά στο στρατόπεδο με ένα ρόπαλο στα χέρια και χωρίς τη λεοντή ρώτησε με βροντώδη φωνή ποιος είναι ο Παπαευαγγέλου και σα μανιασμένο θηρίο του ρίχτηκε να τον κατασπαράξει. Το ηράκλειο ρόπαλο έπεφτε αλύπητα στο κοκκαλιάρικο κορμί του παλικαριού και το αίμα από το πετσόκομμα έτρεχε στο δάπεδο. Εκεί σε μια γωνιά της αίθουσας έμεινε ένα κουβάρι για μια ολόκληρη εβδομάδα. Οι διπλανοί του σύντροφοι του συμπαραστάθηκαν από την πρώτη κιόλας στιγμή με όση δυνατότητα επέτρεπε η επικρατούσα κατάσταση. Του καθάρισαν τις πληγές με ό,τι πρόχειρο κουρέλι βρέθηκε εκείνη την ώρα, του έφερναν το φαγητό και το λίγο νεράκι που τόσο είχε ανάγκη και έτσι σιγά-σιγά ανέκτησε λίγες δυνάμεις που τον βοήθησαν για τη συντήρησή του. Τα μαλλιά από το κεφάλι έπεσαν, όλο του το σώμα γέμισε λέπια, από νέο παλικάρι που μπήκε μέσα σ’ αυτό το κολαστήρι, τώρα παρουσίαζε όψη τρίτης ηλικίας.
Ο Θεοφάνης Φωτόπουλος ένας καλός και φιλόξενος οικογενειάρχης σε μια από τις επιστολές του γράφει: «Θυμάμαι τον Ευάγγελο Παπαευαγγέλου όταν τον έφεραν στο σπίτι που έμεινε η φρουρά τον έπαιζαν φουτ-μπόλ ο πατέρας ο μπαρμπα-Γιώργος και οι άλλοι Μακεδόνες που αποτελούσαν τη φρουρά, εκείνη τη στιγμή δεν θα την ξεχάσω ποτέ…».
Ο καλός άνθρωπος και δάσκαλος Γεώργιος Βασιλάκης με τη συμπεριφορά του, τόσο μέσα όσο και έξω από το στρατόπεδο, κατάφερε να κερδίσει, έστω και φαινομενικά την εμπιστοσύνη της διοίκησης του στρατοπέδου και σύμφωνα με το ΕΑΜικό σύστημα του ανέθεσαν καθήκοντα υπεύθυνου των κρατουμένων. Αυτή η υπευθυνότητα του δάσκαλου Βασιλάκη βοήθησε στην επίλυση μικροπροβλημάτων βελτίωσής των συνθηκών της άθλιας διαβίωσης.
Μετά από πολλές επίμονες παρακλήσεις δέχτηκαν να μας αφήνουν λίγα λεπτά περισσότερο στον αύλειο χώρο, όταν υπήρχε ηλιοφάνεια, που τόσο είχαμε ανάγκη. Ζήτησε από το διοικητή της φρουράς οι κρατούμενοι να πηγαίνουν με τη σειρά στις αγγαρείες να εξαιρούνται οι άρρωστοι, οι γέροντες και οι αδύναμοι. Ακόμη να μας χορηγούν κάθε μέρα περισσότερο νερό από ένα βαρέλι, γιατί δεν έφτανε ούτε για τις πιο απαραίτητες ανάγκες.
Μια φάλαγγα ξυπόλητων και ημίγυμνων ανθρώπων, σχεδόν κάθε μέρα έπαιρνε το μονοπάτι μέσα σε μια ανώμαλη κατηφορική πλαγιά, που οδηγούσε στο δάσος, εκεί κοντά σ’ ένα ερημικό εκκλησάκι περίμεναν στοιβαγμένα χοντρά κούτσουρα, έτοιμα από την προηγούμενη ημέρα. Ο κίνδυνος ήταν στην επιστροφή με το δυσανάλογο βαρύ φορτίο στους ώμους και δίπλα οι φύλακες με τις αγκλίτσες στο χέρι και το όπλο στην πλάτη, έτοιμοι να ξυλοφορτώσουν όποιον είχε την κακή τύχη να γονατίσει από το βαρύ φορτίο.
Έτσι φορτωμένοι σαν υποζύγια γλιστρώντας και πέφτοντας πότε εδώ και πότε εκεί, το φορτίο έπρεπε με κάθε τρόπο να φθάσει στα μαγειρεία και στα τζάκια της κουστωδίας.
Οι αγγαρείες δεν είχαν σταματημό, η μια συναγωνίζονταν την άλλη, μόλις σταματούσε η μεταφορά ξύλων, περίμενε η μεταφορά του νερού, το καθάρισμα των μαγειρείων, το πλύσιμο των καζανιών, χωριστά των ανδρών της φρουράς και χωριστά των εγκλείστων κακοποιών.
Ήταν Φλεβάρης μήνας, μια μέρα ο Γιώργο Βασιλάκης με δυο άλλους κατέβηκαν συνοδεία στη βρύση του χωριού να πάρουν νερό. Εκεί για καλή τους τύχη συνάντησαν ένα κοριτσάκι δεκατεσσάρων χρονών από το Πετρίλο, που εκείνη την ημέρα κουβαλούσε τρόφιμα για την οργάνωση. Με την μικρή Μαρία Τσιτσιρίκου ο Γιώργος έστειλε μήνυμα στο συμμαθητή και δάσκαλο Δημήτρη Κοκοσούλα, ότι βρίσκεται κρατούμενος στο στρατόπεδο. Ο Κοκοσούλας με την πρώτη διαδρομή της Μαρίας έστειλε στο φίλο του το Γιώργο μια κουλούρα ψωμί μπομπότα και μια πίτα από ζυμάρι. Για πρώτη και τελευταία φορά εδώ στο στρατόπεδο του Μεζήλου άφησαν να περάσει στο θάλαμο των κρατουμένων η ζυμαρόπιτα και η κουλούρα το ψωμί, αφού πρώτα τεμαχίστηκαν σε μικρά τετράγωνα κομμάτια μεγέθους λουκουμιού, σύμφωνα με τις διατάξεις των εγκλη ματικών φυλακών. Ο Βασιλάκης μόλις παρέλαβε από το φρουρό της πόρτας τα κομμάτια του ψωμιού και της πίτας, χωρίς καθυστέρηση άρχισε τη διανομή στους πεινασμένους, που περίμεναν όρθιοι να περάσει το μνημόσυνο του Κοκοσούλα.
Καθένας που έπαιρνε το μερίδιό του έκανε το σταυρό του σαν σε θεία μυσταγωγία. Η μόνη εξαίρεση έγινε από το σεβάσμιο πατέρα Γεώργιο Ζώη – παπα-Ζώη, που μόλις πήρε το ανάλογο μερίδιο της πίτας και του ψωμιού, έσκυψε και φίλησε το χέρι του Γιώργου Βασιλάκη λέγοντας με βουρκωμένα μάτια: «Γιώργο μου ο Θεός να είναι πάντα μαζί σου για το μεγάλο καλό».
Αυτή η πράξη του Βασιλάκη που ασφαλώς κατοπτεύθηκε από την κρυφή θυρίδα παρακολούθησης, καίτοι επαινέθηκε από όλους με τα καλύτερα συντροφικά λόγια και από το διοικητή της φρουράς Μαυρογιάννη, δυστυχώς ήταν η πρώτη και η τελευταία χειρονομία του φιλόξενου δάσκαλου Δημήτρη Κοκοσούλα. Από τότε σταμάτησε κάθε επικοινωνία και κάθε βοήθεια.
Σε μια άλλη τυχαία συνάντηση η πανέξυπνη μικρή Μαρία είπε του Γιώργου με το πρώτο δρομολόγιο που θα κατέβαινε από το χωριό θα έφερε λίγο ψωμί και θα το έκρυβε δίπλα στη βρύση στα χαμόκλαδα. Και αυτό το κρυφτούλι δεν κράτησε για πολύ, η μικρή Μαρία μετά από μερικές μέρες δεν ξαναφάνηκε στο δρόμο, ούτε στο χωριό, ούτε στη βρύση, που κατεβαίναμε τακτικά για να πάρουμε νερό.
Ο Βασιλάκης όπως έμαθε αργότερα, ο δάσκαλος Κοκοσούλας δεν υπήρχε στη ζωή αυτοκτόνησε. Πέρασαν από τότε αρκετά χρόνια…. Τον Αύγουστο του 1980 με το Γιώργο και το Βαγγέλη Βασιλάκη επισκεφθήκαμε το χωριό Μεζήλο, εκεί που περάσαμε τις χειρότερες στιγμές της ζωής μας, εκεί που τα γεγονότα άφησαν ανεξίτηλα ψυχικά τραύματα σε ανθρώπους που δεν έφταιξαν σε τίποτα.
Ο Θεοφάνης Φωτόπουλος κάτοικος του χωριού που μας φιλοξένησε στο σπίτι του μας είπε, ότι ο δάσκαλος Κοκοσούλας όπως διαδόθηκε, πέθανε από κάποια ανίατη αρρώστια. Ο δικηγόρος Ευάγγελος Παπαευαγγέλου τελικά επέζησε και τον Απρίλη μετά από τη συμφωνία της Πλάκας, αφέθηκε ελεύθερος με τους τελευταίους.
Σε αυτό το χωριό στα άδυτα των Αγράφων περάσαμε το χειμώνα του 1943, ένας βαρύς χειμώνας λες και επιστρατεύθηκε κι’ αυτός για την επιδείνωση του ανθρώπινου πόνου.
Το ξύλο, η τρομοκρατία, η αχαλίνωτη πείνα, η επιδρομή της ψείρας, οι οδυνηρές αγγαρείες, η καθημερινή πλύση εγκεφάλου και τσουβάλιασμα σε μια αίθουσα με τέσσερις τοίχους και χωρίς θέρμανση συμπλήρωναν την εικόνα της θλιβερής εξαθλίωσης τόσων ανθρώπων, που η κοινωνική τους υπόσταση υπαγόρευε καλύτερης μεταχείρισης.
Και αυτό ακόμη το πόσιμο νερό δεν έφτανε, η χορήγηση γινόταν με το δελτίο, ένα ξύλινο βαρέλι είκοσι οκάδων ήταν όλο κι’ όλο στη διάθεσή μας για ένα εικοσιτετράωρο.
Μέσα στο πεντάμηνο της ομηρίας ζήτημα να πλυθήκαμε δυο-τρεις φορές, τη μία στον Αχελώο όταν φτιάναμε το αυλάκι για το μύλο του Σκαμπαρδόνη στη Μεσοχώρα και τις υπόλοιπες με το τσουχτερό ανεμοβρόχι περνώντας τις κακοτράχαλες πλαγιές των Αγράφων.
Το διαιτολόγιο του αργού θανάτου συνέχιζε και αυτό το εξοντωτικό του έργο, ίδια γεύση, ίδια ποιότητα, ίδια ποσότητα και πάντα στο ίδιο χαλκίμι. Μόνο μια φορά άλλαξε χρώμα το κουρκούτι όταν αντικαταστάθηκε με το μαύρο ζουμί από τα ρακατσίνια κατά τη ρήση του αείμνηστου συν/ρχη Θεόδωρου Καρατζένη, που ήταν της μοίρας του γραφτό να αφήσει τα κόκκαλά του λίγα μέτρα πιο πίσω από την εκκλησία στο Βαλκάνο.
Ο Κων/νος Μπαρτζιώκας αξ/κός της Χωρ/κής ένας εξαίρετος άνθρωπος, αγαπητός από όλους μας, ζαρωμένος σε μια γωνιά της αίθουσας κάθε πρωί άρχιζε την εξήγηση των ονείρων. Ήταν τόσο γλαφυρός, που περιμέναμε ολόκληρες ώρες στη σειρά να ακούσουμε το χρησμό της Πυθίας. Ήταν ο προφητικός ονειροκρίτης, ήταν ο άνθρωπος που γνώριζε καλά να απαλαίνει τον πόνο, ήταν η ελπίδα ζωής και γι’ αυτό περιμέναμε ανυπόμονα το χρησμό «ήξεις αφήξεις, ουκ εν τω στρατοπέδω τεθνήξεις». Μετά από την ελπιδοφόρα απάντηση του μάντη, το εργοτάξιο ξεκινούσε για την προγραμματισμένη ημερήσια εργασία την ψειροκτονία.
Πέρασε από τότε αρκετό χρονικό διάστημα, όταν οι κάτοικοι του μικρού χωριού, όσο και των άλλων της γύρω περιοχής έμαθαν ότι μέσα στο στρατόπεδο υπάρχουν έγκλειστοι γιατροί και μάλιστα με καλή επιστημονική κατάρτιση. Μετά από αυτή την πληροφορία τόσο οι κάτοικοι όσο και οι υπεύθυνοι των χωριών, πίεζαν ασφυκτικά τη διοίκηση της φρουράς να επιτρέψει σε γιατρούς να επισκέπτονται αρρώστους στα σπίτια.
Οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων ολοκλήρου της περιοχής δεν ήταν και πολύ καλύτερες από τις δικές μας, η ταλαιπωρία και η αχαλίνωτη φτώχεια που μάστιζε αυτόν τον δύσμοιρο τόπο, επιδείνωναν περισσότερο την έξαρση των ασθενειών και λοιμώξεων, που η αντιμετώπιση εκείνη τη χρονική περίοδο ήταν αρκετά δύσκολη αν όχι αδύνατη.
Οι πρώτες επισκέψεις των γιατρών σε αρρώστους δημιούργησαν άριστες εντυπώσεις και καλές γνωριμίες. Οι πτωχοί και φιλόξενοι κάτοικοι των Αγράφων διαπίστωσαν πως αυτοί οι άνθρωποι, που ήταν στην απομόνωση στους τέσσερις τοίχους μιας παγερής αίθουσας του σχολείου και στο πλακόστρωτο της κεντρικής εκκλησιάς, δεν ήταν εχθροί του λαού, όπως τους ήθελε η προπαγάνδα του ΕΑΜ, αλλά επιστήμονες που φρόντιζαν για τη βελτίωση του πολυτιμότερου αγαθού, που χάρισε στον άνθρωπο ο πάνσοφος Δημιουργός.
Όταν οι γιατροί γύριζαν από τις επισκέψεις ασθενών, θα έφεραν μαζί τους κάποιο φιλοδώρημα από τους συγγενείς του αρρώστου, λίγο ψωμί, λίγο αλάτι, λίγη ρίγανη ή και μερικές φορές δυο-τρία τσιγάρα καπνό για να τραβήξουμε όλοι της παρέας από μια ρουφηξιά σαν πρεζάκηδες. Πολλές φορές η απελπισία μας οδήγησε στο κάπνισμα σκόνη ρίγανης ή τριφυλλιού σε παλιόχαρτα που έπαιρναν οι γιατροί από τα σπίτια ή τα έβρισκαν στο δρόμο του γυρισμού.
Μια μέρα του Φλεβάρη ο γιατρός Παπαδημητρίου πήγε συνοδεία με τον αντάρτη Τζικιώτη να εξετάσει άρρωστο στο χωριό Σπυρέλο. Στο γυρισμό σε κάποια στιγμή ο συνοδός αντάρτης κατέβασε το όπλο και με αυστηρό τόνο της φωνής είπε στο γιατρό: «Η ζωή σου γιατρέ δεν αξίζει ούτε μια δεκάρα, εγώ αυτή τη στιγμή σε σκοτώνω και δεν θα δώσω λόγο σε κανέναν, το μόνο που θα πω αποπειράθηκες να φύγεις».
Ο γιατρός μας έλεγε λίγο αργότερα, νόμισε εκείνη τη στιγμή ότι ήρθε το τέλος του και όπως ήταν ετοιμόλογος του απάντησε: «Η διοίκηση συναγωνιστή σε τέτοιες αποστολές για να είναι σίγουρη στέλνει τους πιο καλούς χαρακτήρες, γι’ αυτό έστειλε εσένα που έχεις όλα αυτά τα προσόντα».
Το θηρίο ηρέμησε αμέσως, το όπλο αναρτήθηκε και ο δρόμος της επιστροφής χωρίς άλλα εμπόδια έφθασε στο τέλος.
Ένας λεβέντης γέρος ο μπαρμπα-Γιάννης ο Καψάλης, μια μέρα την ώρα της εξόδου συνάντησε το διοικητή της φρουράς Μαυρογιάννη και τον παρακά- λεσε με όλη την ευγένεια που τον διέκρινε, να παίρνουν αυτόν να πλένει το καζάνι του φαγητού της φρουράς. Η παράκληση που επαναλήφθηκε την επομένη έγινε τελικά δεκτή και ο μπαρμπα – Γιάννης την άλλη κιόλας ημέρα έπιασε μόνιμη δουλειά στο μαγειρείο.
Όταν γύριζε από το πλύσιμο του καζανιού ο σεβαστός γέρος έφερνε σε ένα παλιό δοχειάκι μια-δυό κουταλιές παχύρευστο κουρκούτι (τσίκνα) από τον πάτο του καζανιού και μερικές φορές μαζί με λίγο ζωμί από γίδινο κρέας. Το φαγητό αυτό που μάζευε ο μπαρμπα-Γιάννης το κρατούσε για μένα γιατί ήμουν άρρωστος με υψηλό πυρετό και οι γιατροί γνωμάτευσαν, ότι βρισκόμουν στο στάδιο της προφυματίωσης. Η προσφορά του μπαρμπα-Γιάννη, αδικώντας τον εαυτό του, στάθηκε για μένα σωτήρια. Ήταν μια ανθρώπινη πράξη, που δεν θα ξεχαστεί ποτέ και σε κάθε ευκαιρία θα ανάβω στη μνήμη του ένα αγιοκέρι. Εκεί στον τόπο του μαγειρείου που ο μπαρμπα-Γιάννης έπλυνε τα καζάνια, αρκετές φορές μάζευε τις γόπες που πετούσαν οι αντάρτες της φρουράς, έτσι και εμείς δεν ξεχνούσαμε τη μυρωδιά του καπνού.
Ένα βράδυ που είχε πέσει για τα καλά το σκοτάδι, ο σκοπός της εξωτερικής πόρτας φώναξε. Να είναι έτοιμος ένας παπάς να μεταβεί σε κάποιο σπίτι του χωριού να διαβάσει σε άρρωστο παιδάκι γιατί οι γονείς του μικρού παιδιού, όπως είπε ο αντάρτης δεν ήθελαν γιατρό και στο χωριό δεν υπήρχε παπάς. Την ίδια στιγμή σηκώθηκαν δυο παπάδες ο παπα-Ζώης και ο παπα-Μάλλιος πήγαν κοντά στην πόρτα και περίμεναν το άνοιγμα. Η πόρτα κάποια ώρα άνοιξε απότομα και όρμησε στην αίθουσα ένας αντάρτης πραγματικό αγρίμι με μια ροζιάρικη κρανιά και σακάτεψε τους παπάδες στο ξύλο. Χτυπούσε αλύπητα και όπου έφθανε για μισή περίπου ώρα στα κοκκαλιάρικα κουφάρια των παπάδων και όταν μπούχτησε τους άφησε στο δάπεδο και βγήκε έξω.
Το διάβασμα στο άρρωστο παιδάκι και μάλιστα νυχτερινές ώρες ήταν στημένη παγίδα για να σπάσουν τα πλευρά των παπάδων. Αυτό το πανηγύρι ήταν σχεδόν καθημερινό και κράτησε από την αρχή της ομηρίας μέχρι τέλος με μόνη διαφορά από εδώ και ύστερα γινόταν κατά αραιότερα χρονικά διαστήματα.
Μεταξύ των άλλων μπήκαν στο ζεμπέκικο χορό με το ανάκρουσμα του βούρδουλα των μαυροσκούφηδων ο Σπύρος Παπαποστόλου, ο Θεόδωρος Τράντζος από την Καρδίτσα και άλλοι άνθρωποι φιλήσυχοι οικογενειάρχες. Μερικοί από τους βασανιστές ήθελαν να δείξουν την παλικαριά στα ασθενικά και ανυπεράσπιστα κουφάρια αθώων ανθρώπων και άλλοι ίσως την αφοσίωση στον αγώνα, αλλιώς δεν εξηγείται η τόση σκληρή και απάνθρωπη μεταχείριση.
Με τη βοήθεια του Θεού και χωρίς την αίσθηση του χρόνου περάσαμε με στερήσεις και ταλαιπωρίες το χειμώνα του 1943 και φθάσαμε στο Μάρτη.
Μια Πέμπτη 2 του Μάρτη που ο καιρός βελτιώθηκε αρκετά, στο ημερήσιο πρόγραμμα προστέθηκε και το μάθημα της αγωγής, ένα μάθημα που έλειπε, μάθημα αγωγής αναλφαβήτων και ιδιαίτερα για ανθρώπους της αντίδρασης.
Κάθε μέρα στις δέκα περίπου πρωινές ώρες έμπαινε στην αίθουσα ο πατέρας (ψευδώνυμο) ένας αντάρτης ψηλός με γκρίζα μαλλιά, δίκοχο στο κεφάλι με ευδιάκριτα γράμματα ΕΛΑΣ, αραιή γενειάδα με δυο δόντια σημαδιακά στην επάνω γνάθο, που θύμιζε γραμματοδιδασκάλους παρωχημένης εποχής. Η ομιλία του πατέρα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα και κρατούσε πολλές ώρες χωρίς διαλείμματα και εμείς παρακολουθούσαμε με πολλή προσοχή για να μη χαθεί ο ειρμός της σκέψης. Όταν έφθανε στους θεωρητικούς του Κομμουνισμού Μάρξ, Ενγκελς και Λένιν (οργανωτή της Οκτωβριανής επανάστασης) ύψωνε τον τόνο της φωνής του για να δώσει έμφαση στο διεθνή χαρακτήρα της πάλης του εργατικού κινήματος ενάντια στον καπιταλισμό. Ο επίλογος της καθημερινής ομιλίας του ήταν πάντα μια πρωτόγνωρη χαριτολογία ανάμεικτη με ένα αισχρό υβρεολόγιο κατά του Κερένσκι και του Μανιαδάκη.
Ο δεύτερος ομιλητής ο μπαρμα-Γιώργος (ψευδώνυμο) με το πλατύ μουστάκι και την πλαδαρή μύτη, μιλούσε σε πιο έντονο ύφος από τον προηγούμενο για τους σκληρούς αγώνες του Κομμουνιστικού κόμματος ενάντια στην ξένη και ντόπια αντίδραση, τον ξεσηκωμό του καταδυναστευόμενου λαού για μια καλύτερη ζωή και λαϊκή κυριαρχία.
Έλεγε – έλεγε ο αθεόφοβος ώρες ολόκληρες χωρίς τελειωμό. Εμείς πρωτοετείς μαθητές κάθε φορά που ακούγαμε τα άρρητα ρήματα που εκτόξευαν από το λαρύγγι τους οι μελίρρυτοι ποταμοί της διαφώτισης, μέναμε με ανοιχτό το στόμα για να έχουν την εντύπωση, ότι η διδασκαλία έπιανε τόπο.
Στο δίδυμο των ομιλητών, που άφησε εποχή σε αυτή τη σχολή του Μεζήλου μετά από δυο-τρείς μέρες προστέθηκε και ένας βλάχος με τη φουσκωτή μπουραζάνα, ένα μάλλινο σουλτούκο που έφθανε μέχρι τα γόνατα, τσαρούχια τελατίνι με φούντες και ένα καλογερίστικο σκούφο στο κεφάλι.
Ο βλάχος με τη μπουραζάνα το τσιγκελωτό μουστάκι και το ραβδί στο χέρι, είχε σαν πρότυπο στην ομιλία του τους αγώνες του Θρακιώτη δούλου Σπάρτακου, που υπηρέτησε ως μισθοφόρος στη στρατιά της Ρώμης το 73-71 π.Χ. Στασίασε με πολλούς άλλους και τελικά δραπέτευσε από τη φυλακή για να ηγηθεί της στάσης των δούλων. Το όνομα του Σπάρτακου για τον ομιλητή ήταν το ίνδαλμα, ήταν η ιδεατή μορφή για κάθε εξέγερση κατά της κοινωνικής ανισότητας. Ήταν ένα πλούσιο πρόγραμμα σε παραδείγματα και διδακτέα ύλη γενικής μόρφωσης σε πρότυπο σχολείο με άριστο εκπαιδευτικό προσωπικό και μαθητές που διψούσαν για μάθηση, προπαντός αυτοί της τρίτης ηλικίας.
Μια μέρα Μαρτιάτικη ο ονειροκρίτης Κων/νος Μπαρτζιώκας πρωί-πρωί μας αποχαιρέτησε και με μάτια βουρκωμένα πήρε το δρόμο του γυρισμού, οι αμαρτίες του λύθηκαν προφανώς με απόφαση των υπευθύνων της τοπικής οργάνωσης του χωριού. Το γεγονός αυτό μας χαροποίησε όλους καίτοι από την ημέρα εκείνη θα μας έλειπε ο προφητικός ονειροκρίτης με την Ιώβεια υπομονή, που κάθε πρωί με τα ελπιδοφόρα μηνύματά του τόνωνε το κουράγιο για να αντέχουμε σε εκείνες τις μαύρες μέρες της ζωής μας.
Μια άλλη μέρα ανοιξιάτικη, κάποιος από τους τόσους αγίους μάρτυρες της τραγωδίας έβαλε το χέρι του και εισακούστηκε η παράκληση του υπεύθυνου να μας αφήσουν στο χώρο της αυλής του σχολείου λίγα λεπτά παραπάνω, για να αναπνεύσουμε το οξυγόνο, που απλόχερα χάρισε η φύση στον άνθρωπο και να χαρούμε για λίγο το ζεστό ανοιξιάτικο ήλιο. Μέσα σε μια τέτοια μαγευτική Αγραφιώτικη ατμόσφαιρα ξεχαστήκαμε από τη σκληρή πραγματικότητα σε ένα άλλο αλλιώτικο κόσμο όμορφο και αγγελικά πλασμένο.
Η πρόσκαιρη χειμερία νάρκη δεν κράτησε για πολύ και η γύμνια όρθωσε και πάλι το ανάστημά της. Μερικοί στηριγμένοι στον τοίχο του σχολείου ξυνόταν όπως τα γουρούνια, οι ψείρες μετά από τη νυκτερινή ανάπαυλα μπήκαν με τον ανοιξιάτικο ήλιο στο ευχάριστο έργο τους. Μερικοί στις σκάλες της πόρτας και άλλοι γερμένοι στο έδαφος με τα μάτια στον ήλιο σαν ψοφίμια, που πέρασαν άσχημα τη βαρυχειμωνιά.
Εκεί που ο καθένας έκλεγε τη μοίρα του, ένας αντάρτης από τους φρουρούς πλησίασε τον αείμνηστο παπα-Ζώη, που μόλις τα τρεμάμενα πόδια τον κρατούσαν σε μια γωνιά του τοίχου, του έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στην κοιλιά και τον σώριασε στο χώμα. Ακόμη ούτε και αυτό το απλανές ικετευτικό βλέμμα του άγιου πατέρα, που στριφογύριζε στη λάσπη, δε συγκίνησε το ανθρωπόμορφο θηρίο, που συνέχισε τις κλωτσιές τη μια μετά την άλλη. Δυο κρατούμενοι που βρέθηκαν εκεί κοντά έτρεξαν για βοήθεια και με αρκετή προσπάθεια τον σήκωσαν από τα λασπόνερα και τον έστησαν στον τοίχο.
Με το βασίλεμα του ήλιου η πόρτα έκλεινε ερμητικά, η μπάρα ασφάλειας έπεφτε βαριά και στη διάρκεια της νύχτας ο κόσμος να χαλούσε με καμιά δύναμη δεν άνοιγε ως την άλλη μέρα, που θα γινόταν κανονική έξοδος για σωματική ανάγκη.
Ένα από τα πολλά βράδια περασμένα μεσάνυχτα ο δικηγόρος Δημοσθένης Βάκκας πετάχτηκε όρθιος από δυνατούς πόνους στην κοιλιά, πέρασε γρήγορα πατώντας στα κεφάλια των άλλων μέχρις ότου έφτασε στην πόρτα. Από εκεί άρχισε τις παρακλήσεις στο φρουρό να του ανοίξει γιατί του ήταν αδύνατο να κρατηθεί ως το πρωί της άλλης ημέρας. Ο φρουρός όχι μόνο δεν του άνοιξε, αλλά με στεντόρεια φωνή τον απείλησε αν συνεχίσει να τον ενοχλεί θα μπει μέσα και θα του σπάσει τα παΐδια. Ο ταλαίπωρος δικηγόρος γύρισε γρήγορα στη θέση του, έβγαλε ένα πουκάμισο που κρατούσε μόνο στις πλάτες, το έστρωσε στο προσκέφαλό του πήρε κανονική θέση και άρχισε η εκτόνωση του ηφαιστείου!
Μερικά τεμάχια περιττωμάτων εκσφενδονίστηκαν στον γύρω χώρο και προσέκρουσαν στα μουστάκια του μπαρμπαΓιάννη, που την ώρα εκείνη τον είχε πάρει για λίγο ο ύπνος. Ο μπαρμπαΓιάννης πετάχτηκε όρθιος και έβαλε τις φωνές: «έσκασα απόψε αδέρφια!». Σκούπισε το μουστάκι του και γύρισε από το άλλο πλευρό. Η αίθουσα κατακλύστηκε από τη μπόχα και οι θαμώνες δεν έκλεισαν μάτι εκείνο το βράδυ. Όταν κάποια ώρα σταμάτησε ή βελτιώθηκε κάπως η κατάσταση, ο δικηγόρος τύλιξε τη νυχτερινή παραγωγή του κοιλιακού πόνου στο πουκάμισο, δίκην τσαντίλας την τοποθέτησε δίπλα στο προσκέφαλό του για να την πετάξει το πρωί την ώρα της εξόδου.
Ένα άλλο πολύ σοβαρό πρόβλημα που ταλάνιζε σχεδόν όλους και ιδιαίτερα τους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας αυτές τις χειμωνιάτικες νύχτες ήταν το κατούρημα. Πολλοί γέροντες κατουρούσαν τις νύχτες στις θέσεις που κοιμόταν, άλλοι πολλές φορές χρησιμοποιούσαν το πίσω μέρος της πόρτας καίτοι ο χώρος δεν ήταν διαθέσιμος. Ο αείμνηστος παπα-Ζώης μια από τις ημέρες της εξόδου βρήκε σε μια γωνιά της αυλής ένα παλιό τενεκάκι και το πήρε μαζί του για νυχτερινό ουροδοχείο. Το πρώτο κιόλας βράδυ που κατούρησε στο σκουριασμένο τενεκέ, μούσκεψε το διπλανό του, που την ώρα εκείνη ξύπνησε και τα έβαλε με τον παπά.
Ο λειτουργός του Υψίστου χαμηλόφωνα και με λόγια αγάπης προσπάθησε να τον καθησυχάσει: «αγαπητέ μου του είπε, σας παρακαλώ να με συγχωρέσητε γι’ αυτό που έγινε το φταίξιμο δεν είναι όλο δικό μου, αυτό το τσαρπάλι ευθύνεται και έδειξε το τενεκεδάκι, που είχε τρυπίτσες στον πυθμένα».
Μέσα από τόσες ταλαιπωρίες και τέτοιου είδους αθλιότητες περνούσαμε τις μαρτυρικές νύχτες του χειμώνα με τα κρύα τις παγωνιές με σύμμαχο την ανυπότακτη πείνα.
Η συμφωνία της Πλάκας στις 29. 2. 1944 μεταξύ των οργανώσεων ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ προέβλεπε και την άμεση απόλυση των κρατουμένων, εκτός εκείνων που βαρύνονταν με αδικήματα του ποινικού δικαίου. Από την ημερομηνία της υπογραφής της συμφωνίας πέρασε ένας μήνας και η κατάσταση που επικρατούσε στο άθλιο στρατόπεδο πήγαινε κάθε μέρα που περνούσε από το κακό στο χειρότερο.
Δεν περιμέναμε από πουθενά βελτίωση της απαράδεκτης κατάστασης σε αυτό το κολαστήρι που οδηγούσε στον αργό θάνατο.
Στις 17 του Μάρτη ημέρα Παρασκευή μπήκαν στην αίθουσα τρεις μαυροσκούφηδες άρπαξαν με τις κλωτσιές τον παπα-Ζώη και μερικούς άλλους με το πρόσχημα τους ζητούσε το στρατηγείο της 13ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ.
Πέρασαν από τότε αρκετές μέρες και οι μαυροσκούφηδες δεν ξαναφάνηκαν στο στρατόπεδο για να πιάσουν δουλειά, εμείς μείναμε με την εντύπωση ότι ο παπα-Ζώης βρίσκεται στην έδρα της μεραρχίας.
Μια μέρα ο Γιώργο Βασιλάκης υπεύθυνος των κρατουμένων που ερχόταν σχεδόν τακτικά σε επικοινωνία με άνδρες της φρουράς, αλλά και με κατοίκους του χωριού, που πηγαινοερχόταν στο στρατόπεδο, άκουσε από κάποιον χωριανό, ότι ο παπα-Ζώης ποτέ δεν έφτασε στην έδρα της μεραρχίας, τον έριξαν στο ποτάμι από την πέτρινη καμάρα του Παλιαντώνη. Εκεί στη ρεματιά ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες άφησε αβοήθητος την τελευταία του πνοή μακριά από δικούς, φίλους και συγγενείς με το πικρό παράπονο γιατί;…
Δεν πέρασαν δυο-τρείς μέρες και πάλι έσυραν έξω από την απομόνωση τον ταγματάρχη Γεώργιο Μαντζούκη, τον οδήγησαν δέσμιο στην έδρα της μεραρχίας, όπου καταδικάστηκε, χωρίς μάρτυρες υπεράσπισης σε θάνατο και πέρασε στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Ο γερο-τσέλιγκας Σωτήρης Σακκάς, ένας λεβέντης από τη Μεσοχώρα σφαγιάστηκε και αυτός στο δρόμο για τα Πέντε Αδέρφια, ένας ακόμη μέσα στους τόσους άλλους έμεινε κοντά στις όχθες του ατίθασου Αχελώου, εκεί που τα βογκητά αθώων ανθρώπων από το μοναστήρι του An – Γιώργη μπερδεύονται με το μουγκριτό του υγρού στοιχείου. Την ίδια τύχη, δυστυχώς είχε και ο Ράπτης Δημήτρης Τζούμας από τη Χόσεψη, καίτοι έβγαινε με συνοδεία στα σπίτια να τους μπαλώνει τα ρούχα, ούτε κι αυτό στάθηκε ελαφρυντικό για τη ζωή του, κατεβαίνοντας από τα Πέντε Αδέρφια για τα Βραγγενά, εκτελέστηκε λίγα μέτρα πιο πάνω από το χωριό. Φθάσαμε με τη βοήθεια της Θεομήτορας της Σπηλιώτισσας στο τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη και το στρατόπεδο ήταν ανάστατο, άλλοι έμπαιναν σαν αγρίμια για εκδίκηση, άλλοι έβγαιναν δέσμιοι για το άγνωστο και άλλοι έμειναν πίσω από αμπαρωμένες πόρτες απλοί θεατές της θεατρικής παράστασης.
Η Δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια το σκοινί έτοιμο να κοπεί και ο χάροντας όρθιος στην κουπαστή περίμενε ανυπόμονα να μας περάσει χωρίς τον οβολό στην Αχερουσία λίμνη.
ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΜΕΖΗΛΟΥ-ΜΙΑ ΕΠΙΓΕΙΑ ΚΟΛΑΣΗ (ΕΚΔ 2004)
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ: Ι.Ν.ΑΓΙΩΝ ΤΑΞΙΑΡΧΩΝ ΙΣΤΙΑΙΑΣ
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ